Κάθισα χάμω κοίταξα πέρα μακριά. . . . χαμηλά κάτω από τα σύννεφα εκεί που συμβαίνουν τα καλά των ανθρώπων.
Βλέπω τα χρώματα του ορίζοντα πορτοκαλοροδόχρωμα στο γύρισμα της μέρας που πλαισιώνουν την νύχτα κι ευγενικά την προλογίζουν καθώς και την επιλογίζουν.
Τρέχω κλαίω φωνάζω δακρύζω ποντάρω στην έξαψη. Της λησμονιάς καρφώνω τα καρφιά στο φόντο της ξύλινης πόρτας, ανοιγοκλείνει στο ρυθμό του αέρα, τρομάζω από τη σύγκρουση, οι αστραπές οι κεραυνοί διαγράφουν το σχήμα τον όγκο του φορτίου της. Η ταξική μάχη που δίνουν οι γάτες, στη μάχη της μπανάνας εγκλωβίζει γνωστούς και φίλους.
Σε ρωμαϊκές αρένες σα θέαμα που κρύβει πόνους ανεμογυρίζουν τα κύματα τα αιθέρια. Χαϊδεύω τα όνειρα τα αισθήματα της κοπέλας του πλαϊνού πόστου,
με το περίεργο χαμόγελο το σκληρό της βλέμμα την ώρα που χτυπά την κάρτα.
Ακουμπά τις ελπίδες τις μικρές σπίθες φλογίτσες ανάβουν καντήλια προσμονής γεμίζουν τα καντάρια με το βάρος για τη δράση.
Αποθηκευμένη ενέργεια ξεχειλίζει μέσα μας βουρκώνει τα μάτια ρίχνει το δάκρυ στα χλομά λουλούδια που στεγνώνουν πάνω στο χαρτί του ζωγράφου.
Της αβύσσου το βάθος κανάκεψε το αύριο, το τέλος μιας εποχής, κι αυτό οδυνηρό πεντάρφανο μανιασμένο κτυπά τύμπανα τρομαγμένο.
Δεν υποψιάζεται την αποκάλυψη του ωραίου χαμόγελου του μωρού που γεννήθηκε στη φτωχική κάμαρη. Που ανατρέπει το σήμερα στο βάθος του καθρέφτη σα κοιτάζει το μέλλον να μεγαλώνει.
Κι όλα τα σφυριά κτυπούν κι όλα τα σκαλιά ανεβάζουν το βήμα μας λίγο ψιλότερα λίγο ακόμα ψιλότερα στις αγκαλιές των πουλιών που τιτιβίζουν τα μικρά χελδόνια αντίκρυ στη γειτονιά των αηδονιών. Σε κείνα τα φιλότιμα πουλιά που σπυρί το σπυρί μαζεύουν φαγητό για τους πεινασμένους. Λύσε τα σκοινιά να φύγει το καράβι να πετάξουμε σε χώρους και χρώματα ανεπανάληπτα να δέσουμε τη ζωή σε αγώνες και προσπάθειες ηράκλειες.
Ποτέ να μην εφησυχάσουμε σε ύπνους αβάσταχτους απραξίας κατάθλιψη δύναμη που την ανθρωπότητα ξεστρατίζει.
2 σχόλιαΑλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι