Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια. Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια. Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…Ο ιππότης ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό του σε μια ροδιά και χτύπησε με θάρρος την πύλη του κάστρου. Του άνοιξε ένας ασπρογένης θαλαμηπόλος που φορούσε στολή από θαλασσί βελούδο και παπούτσια με χρυσές αγκράφες.-Ποιος είστε και τι επιθυμείτε, παρακαλώ;, τον ρώτησε.
-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ να ζητήσω σε γάμο την πριγκίπισσα.
-Πάρτε αυτόν εδώ τον αριθμό προτεραιότητας και ακολουθήστε με στην αίθουσα αναμονής, είπε ο θαλαμηπόλος και του έδωσε ένα χαρτάκι.
-Γιατί το χαρτάκι που μου δώσατε γράφει απάνω «73»;, απόρησε ο ιππότης.
-Επειδή άλλοι εβδομήντα δύο πρίγκιπες ήρθαν σήμερα για να ζητήσουν σε γάμο την πριγκίπισσα από τον πατέρα της, τον βασιλιά Μπογκονάρ τον Στρουμπουλό τον τρίτο, που δοξασμένο ας είναι το όνομά του και το όνομα της Φιφίτσας της νυφίτσας του!-Πόσοι ιππότες είπατε;-Εβδομήντα δύο.
-Τόσοι πολλοί;
-Εχτές είχαμε ενενήντα και προχθές εκατόν ογδόντα πέντε. Αααχ, αυτή η πριγκίπισσα! Όλους τους μαγεύει με την καλοσύνη και την ομορφιά της...
-Καλά. Τι να κάνω; Θα περιμένω και γω τη σειρά μου, είπε ο ιππότης. Οδηγήστε με στην αίθουσα αναμονής!
Μπρος ο θαλαμηπόλος και πίσω ο ιππότης ανέβηκαν 733 μαρμάρινα σκαλοπάτια, περάσανε δώδεκα διαδρόμους στρωμένους με βαρύτιμα χαλιά και φτάσανε σε μια αίθουσα με αψιδωτά παράθυρα όπου περίμεναν άλλοι 72 ιππότες. Μερικοί ιππότες έπαιζαν ζάρια, άλλοι έστριβαν τα μουστάκια τους, άλλοι ακόνιζαν τα ξίφη τους, άλλοι έσκαγαν τα μπιμπίκια στη μύτη τους, άλλοι μπάλωναν τις κάλτσες τους, ενώ πέντε-έξι έκαναν πους-απς για να είναι σε φόρμα.Ο ιππότης Ρουλεμάν κάθισε σε ένα σκαμνάκι και περίμενε με υπομονή τη σειρά του. Επειδή όμως ήταν πολύ κουρασμένος, τον πήρε ο ύπνος, χωρίς να προσέξει ότι κάτω από το σκαμνάκι που είχε καθίσει υπήρχε μια ταμπελίτσα που έλεγε:ΟΠΟΙΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 3 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 3 ΛΕΠΤΑ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ Σ΄ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΦΟΥΝΤΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑΣ. Ο ιππότης κοιμήθηκε το λοιπόν 1 ώρα, 2 ώρες, 3 ώρες και 1 λεπτό, 3 ώρες και 2 λεπτά, 3 ώρες και 2 και ½ λεπτά…………………………………………………………………
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ένας άλλος ιππότης τον σκούντηξε ελαφρά.
-Έφτασε η σειρά σου, του είπε.
(συνέχεια)Ο ιππότης μπήκε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί, σ΄ έναν μεγαλόπρεπο θρόνο από αλάβαστρο, καθόταν ο βασιλιάς Μπογκονάρ ο Στρουμπουλός ο τρίτος, με τη Φιφίτσα τη νυφίτσα στα γόνατά του. Ο ιππότης έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
-Ποιος είσαι, ξένε, και τι επιθυμείς;, ρώτησε.
-Είμαι Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ, μεγαλειότατε, να ζητήσω σε γάμο την κόρη σας.
-Ποια από τις δύο; Την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;
Ο ιππότης ξεροκατάπιε.
-Δύο κορούλες έχετε;, ρώτησε.
-Εφτά έχω, αλλά οι τέσσερις έχουν ήδη παντρευτεί και ζουν ευτυχισμένες σε μακρινά βασίλεια και η μία, η Τζιτζιφούλα, το στερνοπούλι μου, δε θέλει να παντρευτεί ποτέ της.
-Ποια ήταν αυτή που τάιζε τα περιστέρια στον εξώστη πριν από λίγο;, ρώτησε ο ιππότης.
-Που θες να ξέρω, νεαρέ μου; Το κάστρο μου έχει εξήντα δύο εξώστες! Λέγε γρήγορα, γιατί δεν έχω καιρό για χάσιμο. Πρέπει να κηρύξω τον πόλεμο στο γειτονικό βασίλειο, το βασίλειο της Ντολμανδίας. Λοιπόν, ποια θέλεις να ζητήσεις σε γάμο:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;
ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ;
1.Την Ελσιβίρα.
2.Την Ελσινόρη.
3.Μπορείτε να μου περιγράψετε, σας παρακαλώ, τις δύο κόρες σας;
(Ευγένιος Τριβιζάς, Τα 33 ροζ ρουμπίνια, Εκδόσεις Καλέντης)
Ακούω παραγγελιές!