Τον πήρε ο εφιάλτης κι άρρηκτα τον ένωσε μαζί του κολυμπώντας γυμνός μέσα σε ξύλα , μαδέρια, σπασμένες κιθάρες από ναυάγια συναυλιών και ιαχές ακροατών σε ένα γιουχάισμα πρωτόγνωρο. Γυμνός, μπροστά στο κοινό των κροκοδείλων έβγαζε από το στόμα του άναρθρες κραυγές μέσα από χάλκινους σωλήνες και η κιθάρα του
- ακόμα και αυτή η αγαπημένη - κρύα μέσα στα χέρια του, προδοτικά αδιαφορούσε και αυτές ακόμη οι χορδές της, φίδια παλλόμενα δίχως έλεος δηλητηρίαζαν τα ακροδάχτυλα του.
Ξεβράκωτος παλιάτσος, κατατυραννούσε το ακροατήριο , τόσο μα τόσο γελοίος τραγουδοποιός ένοιωθε , με πόδια που τρέκλιζαν αδύναμα και χωρίς κανένα νεύρο. Αδυσώπητη και η νύχτα και ο εφιάλτης της, αδιαφορούσαν να δώσουν ένα τέλος σε μια μουσική άγρια που ορμούσε σαν ρινόκερος σε ότι όμορφο ήθελε να πλάσει.
Τον είχε στοιχειώσει η χιλιομαγειρευμένη συνταγή με τα ίδια υλικά, που φαντάσματα πια γέλαγαν με τις προσευχές του στην αυστηρή μουσική του παιδεία.
Όταν ξύπνησε ένοιωσε άρρωστος όσο ποτέ. Τώρα πια , δεν είναι παρά ένα ανθρωπάκι ελάχιστο, ένα μυρμήγκι θιγμένο από την κατάντια του που προσπαθεί να τακτοποιήσει τα κομμάτια του μαζί με τα κομμάτια τα μελωδικά που κοκορευότανε πως ήσανε μοναδικά. Φόρεσε τη μάσκα της αυτοπεποίθησης σε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει το ακροατήριο ότι έχει την νέα ιδέα , την μαγική μελωδία που περιμένανε με αγωνία.
Η αίθουσα γεμάτη , τα φλάς αστράφτανε και όλοι χαμογελαστοί και ευτυχισμένοι περίμεναν να ακούσουν την τέλεια μελωδία.
Τότε και πάλι απρόσμενα , άρχισε η αδυναμία του χεριού του να ανεβαίνει στον λαιμό, στους μυώνες του προσώπου του και οι πρώτες νότες αποθάρρυναν τις ελπίδες και τα συντρίμμια τα αγιάτρευτα ξεπρόβαλλαν αμείλικτα βουτώντας τον σε δευτερόλεπτα στον αφανισμό, στο μαύρο φόντο της μουσικής σκάλας που καταλήγει στην κρεμάλα. Το συγκρότημα σαν υπνωτισμένο σμήνος μελισσών ακολουθούσε την ολίσθηση … όλα ξέφευγαν όλο και πιο πολύ από της πρόβας την τελειότητα … και ο ιδρώτας και ο πανικός αγκάλιασαν την σκηνή…
Πλέον η μουσική τους έφυγε από την προσδιορισμένη βάση της και ελεύθερα , ξεχύθηκε στην αίθουσα πέφτοντας με ορμή στο άναυδο ακροατήριο… Όσο ο χρόνος κυλούσε, παίζανε άναρχα σπάζοντας κάθε κανόνα και κάθε φόρμα που τους χαρακτήριζε ως το τέλος, που και αυτό ήρθε μόνο του σαν κάρβουνο που σβήνουν με νερό.
Και τότε , ένας ακροατής σηκώθηκε χειροκροτώντας , με κλάματα και ενθουσιασμό… και όλοι όρθιοι φώναξαν το όνομα τους με μια κραυγή που αναγνώριζε το μεγαλείο του αυτοσχεδιασμού τους…
Αυτή η μελωδία ήτανε μοναδική , τέλεια, αλλά και μια ανεπανάληπτη μελωδία που δεν καταγράφηκε ποτέ…
- Στείλε Σχόλιοτέχνες-μουσική-ζωγραφική- -ποίηση-λογοτεχνία
Η ΤΕΛΕΙΑ ΜΕΛΩΔΙΑ λογοτεχνία Sakis Papadimitriou - Georgia Sylleou «Everything Changes» music-poetry Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ κοινωνία αναρχικός πρίγκιπας τέχνες Ιχθιοτροφία τρόμου ποίηση Σκάψε Παντού ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΧΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ HENDRIX μουσική moles band πεζό. ιστορία σολάρω τόφαλος μούντζα Τέχνες λόγος εικόνα τέχνη