ελληνική μουσική
    772 online   ·  210.851 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > No_Music

    Σπίθες μες τη νύχτα


    Ενότητες
    Μερος Α
    Μερος Β
    Γράφει ο Astron
    24 άρθρα στο MusicHeaven
    Κυριακή 11 Ιαν 2009

    Μερος Β


    Μετά από αρκετή ώρα ταξιδιού εκτός πόλης βρέθηκαν σε ένα ορεινό καταφύγιο, ένα παλιό ξύλινο σπίτι που έμοιαζε αναπάντεχα ζεστό έτσι όπως στεκόταν μέσα στο κατάλευκο παγωμένο ορεινό τοπίο, ανάμεσα σε ψηλά έλατα και χιονισμένες φυλλωσιές. Ο νέος άνοιξε την ξύλινη πόρτα και χώθηκε μέσα βιαστικά για να ανάψει το τζάκι. Ο γέρος ακολούθησε με προσοχή καθώς τα πόδια του χώνονταν βαθιά μέσα στο χιόνι. Μέσα το ξύλινο σπίτι ήταν διακοσμημένο με ζωγραφιές που απεικόνιζαν την άγρια φύση, ενώ στο πάτωμα γύρω απ’ το τζάκι ήταν τοποθετημένα ζεστά χαλιά με μαξιλαράκια τριγύρω τους. Γρήγορα η φωτιά άναψε και οι δυο άνδρες κάθισαν γύρω απ’ το τζάκι στα αναπαυτικά μαξιλάρια, ζεσταίνοντας τα χέρια και την καρδιά τους.
    -Αυτό εδώ είναι ένα από τα μυστικά μου στέκια, ψιθύρισε ο νέος σχεδόν συνωμοτικά.
    -Και τι κάνεις όταν έρχεσαι εδώ; είπε ο γέρος απορημένος.
    -Ξεκουράζω την ψυχή μου, γαληνεύω. Εδώ, μακριά απ’ τα προβλήματα των ανθρώπων γίνομαι κομμάτι της φύσης. Αναπνέω καθαρό αέρα παππού, και γεμίζουν τα πνευμόνια και το πνεύμα μου.
    Ο γέρος έγνεψε και έριξε ένα μικρό ξυλαράκι μέσα στη φωτιά.
    -Πόσων χρόνων είσαι καπετάνιε; ρώτησε ο νέος μετά από λίγη ώρα σιωπής.
    -Σάμπως θυμάμαι πια; Κάποτε τα μετρούσα αλλά τώρα πια δεν έχει νόημα. Δεν απόμεινε κανείς που να τον ενδιαφέρει, είπε ο γέρος αναστενάζοντας.
    -Θα ‘χουν δει πολλά τα μάτια σου.
    Ο γέρος στάθηκε ακίνητος με ορθάνοιχτα τα μάτια σα να περνούσαν από μπροστά του χιλιάδες εικόνες και αναμνήσεις. Και πόσα δεν είχαν δει τα μάτια του! Αμέτρητα πρόσωπα, πόλεμοι, γιορτές, χαρές και λύπες χόρεψαν μες τη μνήμη του σαν ασύνδετα κομμάτια παλιάς ταινίας. Σαν πεφταστέρια έλαμπαν για λίγο και ύστερα χάνονταν για να πάρουν τη θέση τους άλλες θύμησες.
    -Ποια ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια σου παππού; ρώτησε και πάλι ο νέος για να καλύψει την αμήχανη σιωπή.
    -Τα πιο ευτυχισμένα χρόνια;
    Κοίταξε αφαιρετικά προς τα πάνω σα να τον κύκλωναν και πάλι οι αναμνήσεις, μόνο που τώρα το βλέμμα του ήταν πιο οξύ.
    -Τα πιο ευτυχισμένα χρόνια μου ήταν όταν προσπαθούσα να κατακτήσω τη γυναίκα, τη γυναίκα που αγαπούσα! είπε ο γέροντας και ξέσπασε σε γάργαρα γέλια γεμάτος ενθουσιασμό.
    -Το κατάφερες τελικά καπετάνιε μου;
    -Αν το κατάφερα λέει…
    Τα μάτια του είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Συνέχισε:
    -Δεκαετίες ολόκληρες ζήσαμε μαζί, μέχρι που αρρώστησε και την έχασα. Αλλά εκείνα τα πρώτα χρόνια, και τι δε θα ‘δινα για να τα ξαναζήσω παλικάρι μου. Τ’ ακούς; Μην αφήσεις ούτε δευτερόλεπτο να περάσει χωρίς να το ξεζουμίσεις. Φεύγει ο χρόνος και δεν ξαναγυρνάει λεβέντη μου. Γι’ αυτό σου λέω, ζήσε με Ζήτα κεφαλαίο. Να, όταν νωρίτερα πήγα να πιάσω να χαϊδέψω το πόδι της κοπέλας, μόλις είδα τα διαολεμένα τα γέρικα χέρια μου σφίχτηκε η καρδιά μου! Τι δουλειά είχα εγώ που κουβαλούσα δεκαετίες στην καμπούρα μου να αγγίζω μια τέτοια γλυκιά γυναίκα που μετρούσε δε μετρούσε 20 χρόνια;
    -Μα, καπετάνιε μου, τί είναι λίγες δεκαετίες μπροστά στην αιωνιότητα; Σπίθες είμαστε που πεταγόμαστε για μια μονάχα στιγμή μέσα στη νύχτα. Από τα χρόνια που ‘σαι βρέφος μέχρι τα τελευταία σου, τα γέρικά σου χρόνια, η ζωή όλη δεν κρατάει περισσότερο από μία σπίθα.
    -Και τι θες να πεις με αυτό παλικάρι μου;
    -Να, όταν άγγιξες την κοπέλα, ήταν σα δυο σπίθες που αντάμωσαν κάποια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα. Ούτε νέος, ούτε γέρος. Ζωντανός, καπετάνιε μου!
    Ο γέρος γέλασε και πήρε θάρρος απ’ τα λόγια του νέου.
    -Ζωντανός είμαι. Ολοζώντανος! Αλλά για πόσο ακόμα;
    -Και τι σημασία έχει; Εσύ δεν είπες να ξεζουμίζουμε το κάθε δευτερόλεπτο; Τι κι αν αυτό είναι το τελευταίο μας;
    Ο γέρος γέλασε και πάλι. Πολύ είχε χαρεί με τούτη τη κουβέντα και η καρδιά του φτερούγιζε:
    -Ε λοιπόν, θα γελάσεις, μα ξέρεις τι θέλω να κάνω τώρα; Να φτιάξω ένα χιονάνθρωπο! Καημό το ‘χω τόσα χρόνια. Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδί που μαζευόμασταν στη γειτονιά και πάντα αγαπούσα να…
    Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο νεαρός είχε ανοίξει την πόρτα και είχε βγει έξω μέσα στο χιόνι.
    -Έλα παππού, εδώ είναι το καλό το χιόνι!
    Ο γέρος βιαστικά βγήκε και αυτός έξω και βούτηξε με τα χέρια του μια μεγάλη χιονόμπαλα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, μα το φως από το τζάκι είχε μετατρέψει το σπιτάκι σε λάμπα που φώτιζε όλο το γύρω τοπίο. Μπάλα-μπάλα χτίζανε και οι δυο τους τον τεράστιο χιονάνθρωπο ρίχνοντας κάθε λίγο τρανταχτά γέλια που αντιβοούσαν ολόγυρα στο χιονισμένο βουνό.
    -Σαν μικρό παιδί νιώθω, σαν παλικαράκι! βροντοφώναξε ο γέροντας γελώντας και έβαλε στο χιονάνθρωπο ένα τεράστιο κουκουνάρι για μύτη.
    Μέσα σε λίγη ώρα ο χιονάνθρωπος ήταν έτοιμος. Ο γέρος βαριανάσαινε από την κούραση, μα είχε μια έκφραση χαράς και ευχαρίστησης σα να είχε επιτύχει μεγάλο άθλο. 

    Στάθηκαν για λίγο και θαύμασαν το χιονισμένο βουνίσιο τοπίο της κατάλευκης νυχτιάς.
    -Ανάπνευσε βαθιά καθαρό αγέρα παππού μια τελευταία φορά! Πιο καθαρό δε θα βρεις. 
    Ο γέροντας υπάκουσε και πήρε μια βαθιά εισπνοή. Στη συνέχεια μπήκανε στο αυτοκίνητο και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Το ταξίδι κράτησε πολλή ώρα, και το χιόνι είχε πια σταματήσει. Σε κάποιο σημείο ο γέρος παρατήρησε ότι δεν ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή με την αρχική.
    -Μα πού πάμε; ρώτησε έκπληκτος.
    -Δεν τελείωσε ακόμα η νύχτα παππού! Υπομονή!

    Μετά από ώρα φτάσανε στη θάλασσα. Δε φυσούσε καθόλου και το νερό απλωνόταν γαλήνια σα να το είχε πάρει βαθύς ύπνος και να ανάσαινε γλυκά. Κατέβηκαν και περπάτησαν μέχρι μια παλιά προβλήτα. Ξαφνικά μέσα στη θάλασσα ένα κότερο άναψε προβολείς και πελώρια γιορτινά φώτα και σιγά-σιγά πλησίαζε την προβλήτα.
    -Να καπετάνιε μου, το βλέπεις; Για εμάς έρχεται!
    -Για εμάς; Ολόκληρο κότερο; ρώτησε ενθουσιασμένος χωρίς να πιστεύει στα μάτια του.
    Ανάμεσα στο πλήρωμα του σκάφους φαινόταν καθαρά η πανέμορφη κοπέλα με το κατακόκκινο φόρεμα. Το κότερο ήταν πια σε απόσταση βήματος από τους δύο άντρες.
    -Γεια σας κύριε Λάμπρο, ελάτε! φώναξε η κοπέλα.
    Ο γέρος χωρίς να χάσει ευκαιρία ανέβηκε στο σκάφος και ακολούθησε και ο νέος.
    -Καλωσορίσατε στο σκάφος «Ευτυχία», ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου.
    Ο ουρανός είχε πια καθαρίσει και ήταν γεμάτος απ’ τα λαμπρά χειμερινά άστρα. Το σκάφος πήρε μια πορεία παράλληλη προς την ακτή και ταξίδευε με χαμηλή ταχύτητα. Χαρούμενα φωτάκια βρίσκονταν σε κάθε γωνιά του δημιουργώντας μια γιορτινή ατμόσφαιρα, σε πλήρη αρμονία με το όνομά του. Μετά από λίγη ώρα δύο άνδρες και μία γυναίκα βγήκαν απ’ την καμπίνα. Κρατούσαν μουσικά όργανα, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί και μόλις έλαβαν τις θέσεις τους άρχισαν να παίζουν παλιά κομμάτια ταγκό και βαλς βγαλμένα απ’ τα χρόνια της νεότητας του γέροντα. Ο γέρος είχε κάτσει μαζί με την κοπέλα σε ένα τραπέζι και έπιναν τα πρώτα τους ποτά, ενώ σύντομα έκατσε κοντά τους και ο νέος.
    -Λοιπόν παππού πώς σου φαίνεται η νυχτερινή θαλάσσια βόλτα μας;
    -Τι να σου πω λεβέντη μου… Σε ολόκληρη τη ζωή μου δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια έκπληξη. Είμαι πραγματικά ευτυχής που βρίσκομαι ανάμεσά σας!
    -Στην υγειά σας! φώναξε η κοπέλα και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
    Περάσανε ώρες πολλές και ο γέροντας έμοιαζε πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Σε κάποια στιγμή άρχισε να συλλογίζεται τα γεγονότα όλης αυτής της ονειρεμένης νύχτας.
    -Μήπως είστε άγγελοι που σας έστειλε ο Θεός να δώσετε λίγη χαρά σε έναν γέρο άνθρωπο;
    Ο άνδρας και η γυναίκα γέλασαν.
    -Όχι παππού, άνθρωποι είμαστε, δεν έχουμε παρτίδες ούτε με θεούς ούτε με δαίμονες, αποκρίθηκε χαμογελαστός ο νέος.
    -Δεν πιστεύεις στο Θεό παλικάρι μου;
    -Εσύ πιστεύεις παππού;
    -Δεν ξέρω παιδί μου. Αλλά κοίτα τι αρμονικά που στέκονται τα άστρα στον ουρανό, κοίτα το σύμπαν, κοίτα την πανέμορφη φύση! Πώς έγιναν όλα αυτά; είπε με βαθιά φωνή γουρλώνοντας τα μάτια σα να ένιωθε απέραντο δέος.
    -Δεν ξέρω πώς έγιναν αυτά καπετάνιε μου, αλλά δε βιάζομαι να δώσω γρήγορες απαντήσεις. Ένα πράγμα ξέρω και μου αρκεί.
    -Τι πράγμα παιδί μου;
    -Εκείνο που είχε πει ο παλιός σοφός, ο Νίτσε: «δεν υπάρχει αρκετή αγάπη και καλοσύνη στον κόσμο για να μας επιτρέπεται να τη σπαταλούμε σε φανταστικά όντα.» Με ενδιαφέρει η ευτυχία των ζωντανών παππού, γι’ αυτήν μονάχα παλεύω.
    Ο γέροντας έγνεψε καταφατικά, χωρίς να το σκεφτεί πολύ. Αυτά που άκουσε ίσως εξηγούσαν κάπως τη συμπεριφορά των δύο νέων. Έμεινε όμως σιωπηλός. Ήταν τόσο γεμάτος από ευτυχία που δε θα άντεχε να ζορίσει το νου του με περισσότερα αινίγματα. 

    Φτάσανε στην ακτή. Το πλήρωμα όλο αποχαιρέτησε τον γέροντα μέσα σε γιορτινή ατμόσφαιρα με πολλές ανταλλαγές ευχών και τραγούδια. Η κοπέλα και ο νέος τον συνόδεψαν ως το αυτοκίνητο και όλοι μαζί ξεκίνησαν για την επιστροφή στην πόλη. Μετά από λίγες ώρες ταξιδιού έφτασαν πια στο σπίτι του. Είχε αρχίσει να χαράζει και ο ουρανός άρχιζε να παίρνει το βαθύ γαλανό του χρώμα λίγο προτού φανούν οι πρώτες ηλιαχτίδες. Περπάτησαν μαζί οι τρεις τους προς την πόρτα του σπιτιού. Ο γέρος στάθηκε για μια στιγμή, γύρισε και τους κοίταξε.
    -Ήταν η πιο όμορφη νύχτα της ζωής μου, ψέλλισε με συγκίνηση. Σας ευχαριστώ για όλα!
    -Χαρά μας καπετάνιε μου, απάντησε ο νέος.
    -Μα πείτε μου σας παρακαλώ πριν φύγετε, ποιοι είστε και γιατί βαλθήκατε να ομορφύνετε τη ζωή ενός ασήμαντου γέρου σαν κι εμένα;
    -Δε σου είπα παππού; Σπίθες είμαστε. Και τον ελάχιστο χρόνο που φεγγοβολούμε  προσπαθούμε να προσφέρουμε χαρά και ευτυχία στους συνανθρώπους μας. Έτσι αυξάνεται και η δική μας ευτυχία. Στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στον κόσμο καπετάνιε μου απ’ το να βλέπουμε χαμόγελα σα το δικό σου. Η γυναίκα μου κι εγώ είμαστε μέρος μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων που σκέφτονται έτσι και προσπαθούν καθημερινά να…
    -Α, ώστε είστε ζευγάρι; διέκοψε ο γέρος.
    -Ναι κύριε Λάμπρο, απάντησε η κοπέλα γλυκά, αλλά μη σας απασχολούν αυτά. Δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε. Κοιτάξτε να κρατήσετε την ευτυχία μέσα στην καρδιά σας σαν άσβεστη φωτιά και να απολαύσετε τη ζωή όσο μπορείτε μέχρι την τελευταία σας στιγμή.
    Ο γέροντας συγκινημένος με δάκρυα ευτυχίας στα μάτια κούνησε το κεφάλι καταφατικά, τους αγκάλιασε σφιχτά και τους ευχαρίστησε ξανά και ξανά. Ύστερα μπήκε στο σπίτι και έκλεισε αργά-αργά την πόρτα χαμογελώντας.

    Οι δύο νέοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
    -Άλλος ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, είπε θριαμβευτικά ο νέος. Μας απομένουν μερικά δισεκατομμύρια ακόμα.
    -Ελπίζω και οι υπόλοιποι σύντροφοί μας να τα κατάφεραν, συμπλήρωσε η κοπέλα.
    Ο Ήλιος πια έλαμπε αρχοντικά πάνω απ’ την πόλη, και το χιόνι άρχιζε να λιώνει. Πιασμένοι χέρι-χέρι απομακρύνθηκαν απ’ το παλιό σπίτι και τράβηξαν κατά τη δύση για να ανταμώσουν τους συντρόφους τους.

    Μέσα στο σπίτι ο γέρος ξάπλωσε στο κρεβάτι του έχοντας ένα τεράστιο ανεξίτηλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Περνούσαν απ’ το νου του όλες οι όμορφες στιγμές που έζησε τις τελευταίες ώρες. Η απέραντη ομορφιά της γυναίκας, το καταφύγιο στο βουνό, η ρομαντική πορεία στη θάλασσα υπό τη συνοδεία της μουσικής… Χωμένος στις πλούσιες αισθήσεις της παραμυθένιας νύχτας σαν παιδί σε ζεστή αγκαλιά, έκανε τον πιο γλυκό και γαλήνιο ύπνο της ζωής του.
    Και δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Δε χρειάστηκε.

    Έκλεινε τα 91 του χρόνια ο γερο-Λάμπρος.
    Και χορτάτος πια από ζωή, αποκοιμήθηκε για πάντα.


    Tags
    Μουσικά Όργανα:κιθάραβιολίακορντεόν


    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    Administrator
    #17565   /   11.01.2009, 14:07   /   Αναφορά
    Astron, πέρα από τις πράξεις της κοπέλας και του παλικαριού, είναι και μερικά κείμενα, σαν το δικό σου, που μπορούν ν' αλλάξουν ζωές :)
    #17566   /   11.01.2009, 20:39   /   Αναφορά
    τι να πω! τελειο χιια μπραβο ! συγγραφεας εισαι? αν οχι πρεπει να ασχοληθεις ! εχεις μεγαλο ταλεντο! και παλι μπραβο!
    #17569   /   12.01.2009, 04:04   /   Αναφορά
    Πολυ ομορφο Astron!!! Με συγκινησε ειλικρινα η ιστορια σου αυτη...(σνιφ-σνιφ).

    Συνεχισε να γραφεις! Σ' ευχαριστουμε... :o)
    #17571   /   12.01.2009, 14:10   /   Αναφορά
    Α! Πέθανε στο τέλος! Δεν το περίμενα!

    Τι όμορφο κείμενο, Astron! Και από λογοτεχνικής άποψης και από νοηματικής! Σίγουρα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι όπως αυτό το ζευγάρι..

    Μπράβο και πάλι μπράβο!
    #17572   /   12.01.2009, 15:28   /   Αναφορά
    Πολύ ωραία ιστορία! Νομίζω ότι μου άρεσαν πιο πολύ τα σημεία με τις εναλλαγές μεταξύ του νέου και της κοπέλας.....
    #17573   /   12.01.2009, 18:41   /   Αναφορά
    Υπέροχο κείμενο Αstron!Πραγματικά πολύ ομορφη ιστορία και γραμμένη με τέτοιο τρόπο που σε αγγίζει.Κeep writing :D!!
    #17576   /   13.01.2009, 00:40   /   Αναφορά
    Σας ευχαριστώ πολύ όλους για τα ζεστά σας λόγια...

    Ειλικρινά χαίρομαι πάρα πολύ που σας άγγιξε το κείμενο.
    #17598   /   16.01.2009, 11:14   /   Αναφορά
    Πάρα πολύ όμορφο το κείμενο σου. Με συγκίνησες αρκετά. Κρύβεις αλληγορίες ίσως και άθελά σου. Μου κράτησες αμείωτο το ενδιαφέρον. Δημιουργείς υπέροχες εικόνες που όλοι της έχουμε μέσα μας, αλλά χρειάζεται κάποιος να μας ταρακουνήσει για να τις δούμε.



    Έχω διαβάσει αρκετά και έχω γράψει μερικές ιστοριούλες. Αξίζει να γράφεις. Δεν είναι μόνο η γραφή σου, απλή και μεστή, αλλά και ο τρόπος που οι λέξεις βρίσκουν νόημα μέσα στο κείμενο. Μπράβο σου!



    Αν και ο Νίτσε είναι ο αγαπημένος μου θα κλείσω με μία πρόταση του Πόε

    "Ω, Ανθρώπινη Αγάπη, μας δίνεις στην Γη αυτό που περιμένουμε στον Ουρανό!"
    #17631   /   19.01.2009, 19:41   /   Αναφορά
    Μελαγολικό πολύ..... Αλλά έχει και μια γλύκα το άτιμο !!!
    #22974   /   27.06.2011, 17:13   /   Αναφορά
    μπραβο astron...διαβαζα το κειμενο κ ενιωθα οτι ημουν απο μια μερια κ τα εβλεπα ζωντανα....ενιωθα οτι ημουν μεσα σε ολο το μαγικο ταξιδι του κυρ Λαμπρου..κ στο τελος ομολογω οτι εκλαψα ..θυμηθηκα την γιαγια μου ... να σαι καλα....
    #25161   /   12.08.2012, 05:56   /   Αναφορά

    Πολύ ωραία η ιστορία σου φιλε .Καλή τύχη στα επόμενα ....