ελληνική μουσική
    668 online   ·  210.857 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    Ο Πέτρος Βαγιόπουλος αφηγείται τη σπουδαία καλλιτεχνική διαδρομή του σε μία συναρπαστική συνέντευξη στο MusicHeaven!

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    224 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 05 Μαρ 2024

    Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της ελληνικής δισκογραφίας από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, ο Πέτρος Βαγιόπουλος, αποκαλύπτει σ' αυτή τη συνέντευξη-ποταμό τη διαδρομή του από τις λάσπες του θεσσαλικού κάμπου μέχρι την καθιέρωσή του ως δημιουργός του "Πότε Βούδας Πότε Κούδας" (του... εθνικού ύμνου του τσιφτετελιού), και την πορεία του μέχρι σήμερα. Μία πορεία που στο μεγαλύτερο μέρος της είχε συνοδοιπόρο τον αείμνηστο Μανώλη Ρασούλη. Μία πορεία που στο σύνολό της, και με τους υπόλοιπους "συνταξιδιώτες", παρήγαγε σπουδαίες συνεργασίες και τραγούδια.

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Γεννήθηκα στους Σοφάδες Καρδίτσας, που είναι Δήμος και όχι «χωριό», όπως είπε ο Θέμης Ανδρεάδης. Γιατί λέει «στην επιστράτευση με έστειλαν σ’ ένα χωριό στην Καρδίτσα, που λεγόταν Σοφάδες». Και λέω εγώ: «Κάτσε καλά βρε Θέμη! Χωριό είναι η δική μου η πόλη;» (γέλια). Οι Σοφάδες είχαν, τη δεκαετία του 1960, 5.500 κατοίκους. Το πρώτο που θυμάμαι είναι… λάσπες. Πολλές λάσπες. Εγώ μεγάλωσα σ’ ένα περιβόλι και έβλεπα τα παιδιά απέναντι να παίζουν μπάλα κι εγώ με τον αδελφό μου ποτίζαμε όλο το περιβόλι, 10 στρέμματα, με το ποτιστικό. Δεν υπήρχαν σωλήνες. Και όταν έριχνε μία βροχή, τα πλημμύριζε όλα και τζάμπα το πότισμα. Ή έριχνε ένα χαλάζι και τα κατέστρεφε όλα. Κι ο πατέρας μου έλεγε: «Ό,τι πει ο Θεός. Συνεχίζουμε». Ούτε αποζημιώσεις ούτε τίποτα.

    Είχαμε δύο κινηματογράφους. Μια φορά κάναμε οικονομία όλη την εβδομάδα για να μαζέψουμε δεκάρα-δεκάρα το εισιτήριο του κινηματογράφου που ήταν τρεις δραχμές. Έπαιζε το «Παιδί Και Το Δελφίνι» με τη Sophia Loren, όπου τραγουδούσε με τον Μαρούδα το «Τι Είναι Αυτό Που Το Λένε Αγάπη». Φτάνουμε, λοιπόν, στην είσοδο και λέει… «3,5 δραχμές». Παρακαλετό και λοιπά στον υπεύθυνο. Δέκα πιτσιρίκια να κλαίνε! Ο άλλος, όμως, είχε τίγκα από κόσμο τον κινηματογράφο. Είχαν πάει όλοι να δουν τη Sophia Loren και δεν μας έβαλε. Αλλά τον εκδικηθήκαμε το καλοκαίρι, είχε και καλοκαιρινό σινεμά, και αντί να βγάλουμε εισιτήριο, μπαίναμε μέσα από μια τρύπα στον φράχτη. Αλλά… δεν είδαμε το «Παιδί Και Το Δελφίνι». Μεγάλη απογοήτευση.

    Είδαμε, όμως στη γενέτειρά μου, πολλά και διάφορα. Π.χ. το 1954, σεισμός 7,2 με επίκεντρο τους Σοφάδες. Από τότε δεν έχει γίνει σεισμός εκεί. Σκοτώθηκαν περίπου 10 άτομα, αλλά τη γλίτωσαν πολλοί διότι έγινε μια κηδεία και ο κόσμος ήταν στον δρόμο προς την εκκλησία. Η εκκλησία έπεσε και ευτυχώς δεν πρόφτασαν να μπουν μέσα. Επίσης θυμάμαι, την επόμενη χρονιά, Πρώτη Δημοτικού, διαδήλωση για την Κύπρο! Το φαντάζεσαι; Δηλαδή το 1955 κάναμε διαδήλωση για την Κύπρο και είμαστε στο 2025 και δεν έχει λυθεί ακόμα!

    Στη Β’ Γυμνασίου η Φιλόλογος και ο Χημικός, που τα είχαν «φτιάξει», είχαν την υπευθυνότητα για τη  βιβλιοθήκη. Εκεί όταν τα φτιάχνει κάποιος, το μαθαίνουν όλοι. Μου δίνει η φιλόλογος, λοιπόν, το «Ρωμαίος Και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ. Το διάβαζα στο σπίτι, είχε και μερικές ερωτικές σκηνές και χαζογελούσα, και σκέφτεται ο πατέρας μου «τι χαζογελάει αυτός;», πήγε στο σημείο που διάβαζα εγώ και λέει:
    - Τι είναι αυτά; Αυτή στο έδωσε; Να πας να πεις της βλαμμένης, να ασχολείται με τον άλλον και να μην ασχολείται με τα παιδιά τα δικά μου! Να το δώσεις πίσω αύριο!

    Οι γονείς είχανε κάποια σχέση με τη μουσική;
    Π.Β.: Οι γονείς… Η μάνα μου τραγουδούσε, γιατί μου έλεγε μετά «εμένα έμοιασες». Είχαμε και εργάτριες που δούλευαν στο περιβόλι, οι οποίες μαζί με τη μάνα μου έβγαζαν τα αγριόχορτα ή έσκαβαν και ταυτόχρονα τραγουδούσαν. Ο πατέρας μου δεν τραγουδούσε. Σφύριζε, όπως πολλοί εκείνη την εποχή. Κι εμείς, στον δρόμο, σφυρίζαμε. Αγαπούσε το τραγούδι. Και του άρεσε ο χορός. Δεν υπήρξε ημέρα, που να μην υπάρχει στο σπίτι μας γραμμόφωνο ή, αργότερα, ραδιόφωνο. Εγώ, λοιπόν, από την Πρώτη Δημοτικού διάβαζα και ταυτόχρονα άκουγα ραδιόφωνο. Έβαλε ο πατέρας μου τους «Χριστούς» και τις «Παναγίες» στη σειρά, παίρνει το ραδιόφωνο… μπαμ και το σπάζει. Την άλλη μέρα πάει κι αγοράζει καινούργιο. Τρία ραδιόφωνα έχει σπάσει. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι εγώ διαβάζω με το ραδιόφωνο ανοιχτό. Αλλά εγώ ήμουνα πολύ καλός μαθητής. Ο πατέρας μου έλεγε το εξής: «Πέτρο, Θάνο» -τον αδελφό μου- «τελειώσατε;». Για να πάμε να τον βοηθήσουμε. Από τα 6-7 χρονών μέχρι τα 18 μας, δουλεύαμε στο περιβόλι. Δεν φορούσε ο πατέρας μας ούτε νάιλον, ούτε πλαστικό, ούτε τίποτα, για να προφυλαχτεί. Ξέρεις τι σημαίνει τον χειμώνα να πας να κόβεις τα λάχανα και τα κουνουπίδια και να είναι όλο νερά και υγρασία; Ερχόταν, λοιπόν, καταβρεγμένος, έβγαζε τα ρούχα, έβαζε άλλα, έπαιρνε το γαϊδουράκι,  πήγαινε κάτω στην αγορά, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου, για να τα πουλήσει, φόρτωνε το γαϊδουράκι με ψώνια κι ό,τι ήθελε η μητέρα μου κ.λπ., και το γαϊδουράκι ερχόταν μόνο του σπίτι! Μόνο του! Είχε συνηθίσει. Κι έφερνε και τα ψώνια!

    Τι ακούγατε τότε;
    Π.Β.: Ένας σταθμός υπήρχε. Εθνική Ραδιοφωνία. ΕΙΡ. Ιδίως το Β’ Πρόγραμμα, που έβαζε τραγούδια. Δημοτικά, ηπειρώτικα, νησιώτικα, λαϊκά, ξένα, rock… Όλα τα έχω μάθει από το ραδιόφωνο. Από το ραδιόφωνο ξέρω όλη την ελληνική δισκογραφία.

    Και η ενασχόλησή σας με τη μουσική, πώς ξεκίνησε;
    Π.Β.: Σε ηλικία 16 ετών, εγώ με 4-5 συμμαθητές μου, το βράδυ κάναμε «καντάδα». Περπατούσαμε και τραγουδούσαμε Θεοδωράκη. «Γωνιά-Γωνιά», «Βράχο-Βράχο Τον Καημό Μου», «Ο Καημός»… Μας άρεσε η ποίηση. Και 17 χρονών, λοιπόν, λέω στην ξαδέλφη μου που ερχόταν σ’ έναν γνωστό μου στην Αθήνα:
    - Πες του να μου στείλει ένα μπουζούκι που θέλω!
    Και γυρνάει η ξαδέλφη μου με… μια κιθάρα!
    - Τί είναι αυτό; Μπουζούκι είπα!
    - Αυτό μου έδωσε!
    - Πωωωω…
    Κάνω την κιθάρα μία έτσι, γκραν-γκραν, πωωω… Είχα υπόψη μου το τρίχορδο  μπουζούκι. «Βρε», λέω, «τι μου την έστειλε αυτήν την κιθάρα… είναι και ξεκούρδιστη!». Δεν ήξερα τι να κάνω. Η κιθάρα έγινε το σχόλιο σε κάθε εκδρομή που πηγαίναμε. Την παίρναμε μαζί και έπαιζε ο καθένας. Δηλαδή τραγουδούσαμε οτιδήποτε, ένας έκανε φασαρία, γκραν-γκραν στην κιθάρα, και μας έλεγαν οι καθηγητές:
    - Πετάξτε την κιθάρα!
    Λέω: «Δεν γίνεται σε μία πόλη των 5.500 να μην υπάρχει κάποιος να μου δείξει κάτι». Δεν υπήρχε! Εκεί, λοιπόν, που δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά ούτε ξέρω που να βάλω τα δάχτυλα πάνω στην κιθάρα, άρχισαν να μου έρχονται μουσικές εμπνεύσεις! Και στιχάκια έβαζα πρόχειρα. Κι έλεγα «θα πάω να δω πώς παίζει κιθάρα ο Γυφτοκώστας». Ο Γυφτογιάννης έπαιζε κλαρίνο κι ο Γυφτοκώστας, ο αδελφός του, έπαιζε κιθάρα. Ο Γυφτογιάννης ήταν ένα από τα πιο γνωστά κλαρίνα στην Ελλάδα. Τον είχε πάρει κι ο Σίμων Καρράς και τον έβγαλε στην ΕΙΡ. Πήγαινα, λοιπόν, στον γάμο και κοιτούσα πού έβαζε τα δάχτυλά του ο Κώστας. Και λέω μια μέρα: «Είναι ξεκούρδιστη η κιθάρα, θα πάω στον Κώστα ή σε κάποιον τσιγγάνο -έχει πολλούς τσιγγάνους εκεί- για να μου κουρδίσουν την κιθάρα». Καθώς ανεβαίνω τον δρόμο, στα 500-600 μέτρα από το σπίτι μου, είναι ένα παιδί -δεν πρέπει να ήταν από τους Σοφάδες γιατί τους Σοφαδίτες τούς ήξερα- και μου λέει:
    - Τίνος είναι η κιθάρα;
    - Δική μου!
    - Παίζεις;
    - Πάω να την κουρδίσω στους γύφτους γιατί νομίζω ότι είναι ξεκούρδιστη.
    Την πήρε στα χέρια του. Έπαιξε την «Ισπανική υποχώρηση» στην κιθάρα, που είναι 4 ακόρντα όλο κι όλο, και μου λέει:
    - Κουρδισμένη είναι!
    Τρελάθηκα! Λέω «ωχ! Τι ωραίο όργανο είναι αυτό ρε παιδί μου!».
    Εκεί που τελείωνα το Γυμνάσιο, γνωρίζω ένα παιδί μικρότερό μου που έπαιζε μπουζούκι. Αλλά τι μπουζούκι! Πολύ καλός! Ο Νίκος Μουλιάκος, καθώς κι ο αδελφός του ο Ναπολέων. Πολύ καλοί οργανοπαίκτες [σ.σ. ο Ναπολέων Μουλιάκος έπαιξε αργότερα και στο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και  σ’ όλους τους δίσκους του Πέτρου Βαγιόπουλου, ενώ  ο Νίκος έπαιξε στον πρώτο δίσκο, «Εσύ Κι Αν Γίνεις Υπουργός Εγώ Θα Σ’ Αγαπάω», 1985].

    Ήμουνα στην τελευταία τάξη του 8ταξίου, δίναμε για το Πανεπιστήμιο, το 1966 προς το 1967, εξεταζόμαστε σε όλα τα μαθήματα, είχα διαβάσει ήδη Ιστορία, Αρχαία, Νέα, χώρια τα Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία… Ήμουνα καλός σε όλα και σίγουρα θα πετύχαινα. Στις 21 Απριλίου 1967, εκεί που είμαστε έτοιμοι να πάμε εκδρομή, ένας επιθεωρητής, με δάκρυα στα μάτια, μας λέει:
    - Παιδιά, θα πάτε όλοι σπίτια σας σήμερα. Έγινε κάτι…
    Άρχισε να κλαίει και συνέχισε:
    - Εύχομαι να επιστρέψει η Ελλάδα μας στον δρόμο της… Πηγαίνετε στα σπίτια σας ήσυχα και θα σας πούνε οι γονείς σας…    
    Ήρθε, λοιπόν, η δικτατορία -πάνε κι οι εκδρομές που λέγαμε- και το πρώτο μέλημα της δικτατορίας -εμείς δίναμε εξετάσεις  για Πανεπιστήμιο τον Ιούνιο- ήταν να αλλάξει τις εξετάσεις! Για τις πρακτικές σχολές - Φυσικομαθηματικές, Πολυτεχνείο, Ιατρικές...- εξετάσεις μόνο σε Έκθεση, Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία. Τζάμπα όλο το διάβασμα ενός χρόνου. Στις εξετάσεις, στα μαθηματικά, αφού έλυσα και τα τρία θέματα που μας έβαλαν, λέω: «το πρώτο θέμα αποκλείεται να είναι τόσο εύκολο. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα!». Άκου τώρα! Και τράβηξα ένα Χ. Και δεν πήρα 20. Θα περνούσα Αθήνα και πέρασα Θεσσαλονίκη. Από τα 36 άτομα που ήμασταν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, σπουδάσαμε οι 35. Πολυτεχνείο, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, δάσκαλοι κ.λπ. Ήταν μία τάξη τρέλα! Όταν πήγαμε, όμως, στη Θεσσαλονίκη συνειδητοποίησα ότι κοινωνικά ήμασταν πάρα πολύ πίσω. Έβλεπα ότι οι Αθηναίοι, αλλά και οι ντόπιοι, είχαν μία άνεση. Εμείς ήμασταν... μαγκωμένοι. Χρειάστηκε λίγος χρόνος να τους «πλησιάσουμε».

    Και τι θα γινόταν αν περνούσα Αθήνα; Δεν θα τελείωνα ποτέ μαθηματικός! (γέλια) Θα με «κέρδιζε» το τραγούδι. Αφού, να φανταστείς, από τη Θεσσαλονίκη κάθε εβδομάδα έπαιρνα τηλέφωνο στην Αθήνα, μία στον Πατσιφά στη Λύρα, μία στον Αχιλλέα Θεοφίλου στη Minos, αν τους αρέσουν οι μουσικές μου. Τους έστελνα μπομπίνες μικρές, «καρούλια».

    Ο αδελφός της μητέρας μου ήταν στη Γερμανία και μου έκανε δώρο ένα μικρό μπομπινόφωνο Grundig, με το οποίο εμείς κάναμε αντίσταση επί Χούντας! Δηλαδή, πιάναμε Deutsche Welle στο ραδιόφωνο, έπαιζε Μίκη, το ηχογραφούσαμε στην μπομπίνα και το βράδυ στη 1 η ώρα, κάναμε αναπαραγωγή -τέρμα ένταση, όμως! «Πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες…» και αμέσως κλείσιμο. Αυτή ήταν η αντίστασή μας! Διότι η Θεσσαλονίκη ήταν αστυνομοκρατούμενη.

    Με τον Βαληράκη τον Ανδρέα, τον αδελφό του Σήφη που έγινε αργότερα υπουργός [σ.σ. επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ], τρώγαμε στο ίδιο εστιατόριο. Και είπε ο Ανδρέας:
    - Θα τα πούμε το βράδυ.
    Εννοώντας κάτι γκομενικά. Με κάλεσαν από την Ασφάλεια  να πάω στις 6 η ώρα. Πήγα, πέρασε μισή ώρα, πήγε 6:30 και τους λέω:
    - Έξι η ώρα, μου είπατε.
    - Κάτσε εκεί ρε!
    - Με ξεχάσατε; 7 η ώρα.
    - Σκάσε σου είπα! Θα σου πω εγώ! Τι σχέση έχεις εσύ με τον Βαλυράκη;
    - Τι σχέση να έχω;
    - Δεν είσαι απ’ την Καρδίτσα; Κι αυτός απ’ την Κρήτη; Τι σχέση έχετε;
    - Ε, και τι; Φίλοι είμαστε.
    - Πρόσεξε γιατί αυτοί είναι κομμουνιστές! Ο θείος σου εσένα δεν ήταν αστυνομικός;
    Ο Κώστας, ο θείος μου, πήγε στην αστυνομία για να βγάλει κάνα φράγκο. Δεν ήταν ποτέ δεξιός ή χουντικός… Θέλω να πω ότι και το παραμικρό το μάθαινε η Ασφάλεια γι’ αυτό φοβόμασταν και βάζαμε το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» για 5 δευτερόλεπτα και μετά το κλείναμε το μαγνητόφωνο.

    Εγώ ήμουν συγκάτοικος με τον Νίκο Σαλαγιάννη, που αργότερα έγινε Γενικός Διευθυντής στο ΠΑΣΟΚ, και τον Βασίλη Αναγνωστόπουλο, που έγινε Νομάρχης Καρδίτσας. Ήμασταν πολιτικά σκεπτόμενοι, αλλά φοβόμασταν να οργανωθούμε αντιστασιακά. Φέρνω ένα παράδειγμα: ο φίλος μας ο Σωτήρης, ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος, στο Μαθηματικό. Αυτός ήταν ΚΚΕ και πήγε μαζί με δυο φίλους του και έβαλαν ένα γκαζάκι σε μία κολώνα της ΔΕΗ. Και τους έπιασαν και γύρισε ο Σωτήρης μετά από ένα χρόνο και, ήμουν μαζί με τον Βασίλη, του λέω:
    - Ρε συ, Σωτήρη, τι έγινε;
    - Ποιος είσαι εσύ;
    - Ο Πέτρος είμαι! Να κι ο Βάσος εδώ πέρα.
    - Δεν σας γνωρίζω.
    Κατάλαβες; Αμνησία, από το πολύ ξύλο.
    Σα φοιτητής, λοιπόν, έγραφα τραγούδια. Έπαιζα και κιθάρα.

    Είχατε μάθει μόνος σας;
    Π.Β.: Ναι, είχα πάρει και μία μέθοδο άνευ διδασκάλου για να μάθω τα ακόρντα κ.λπ. Και έγραφα τραγούδια και τα έπαιζα με τους Μουλιάκους. Είχα μελοποιήσει όλους τους ποιητές! Στέλνω τα demo στις εταιρείες και παίρνω τηλέφωνο στον Πατσιφά. Τότε μόλις έπαιρνες τηλέφωνο άρχιζαν να πέφτουν οι μονάδες  στον μετρητή… και κάθε μονάδα ήταν μια δραχμή και κάθε δραχμή ήταν ζόρικη για τον φοιτητή! Όταν περνούσαν μερικά δευτερόλεπτα και δεν μου μιλούσε, έλεγα «δεν γίνεται, θα το κλείσω». Εκεί που πήγαινα να το κλείσω, ακούω:
    - Ναι!
    - Κύριε Πατσιφά, εσείς;
    - Ναι!
    - Βαγιόπουλος εδώ.
    - Τι γίνεται κύριε Βαγιόπουλε;
    - Σας έστειλα…
    - Ναι, ναι, ναι. Ποιος τραγουδάει;
    - Τι σημασία έχει ποιος τραγουδάει, κύριε Πατσιφά; Το θέμα είναι αν σας αρέσουν.
    - Ναι, ποιος τραγουδάει όμως;
    Του άρεσε η φωνή μου. Εγώ, όμως, ντρεπόμουνα ότι η φωνή είναι δική μου. Όχι ότι δεν ήταν σωστή, αλλά δεν είχα βιμπράτο και τέτοια. Αλλά ο άλλος, όπως έμαθα αργότερα, δεν ήθελε τραγουδιστές με βιμπράτο! (γέλια). Και μου λέει:
    - Πάρτε με την άλλη εβδομάδα.
    Πριν πάω στο πατρικό μου, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, πρώτα ερχόμουν Αθήνα. Γνώρισα και τον Μηλιόπουλο, που ήταν υπεύθυνος στην Columbia, και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, που ήταν στη Minos. Μου λέει ο Αχιλλέας:
    - Ρε Πέτρο, έλα ν’ ακούσεις τι μου στέλνεις! Μόνο εσύ καταλαβαίνεις τι λες! Είναι τόσο κακογραμμένο που δεν μπορώ να το ακούσω!
    Δικαιολογήθηκε αυτός. Αλλά είχε δίκιο! Ήταν χάλια ηχογράφηση.

    Συνέβησαν κι άλλα επί φοιτητικών χρόνων. Ο Αλέκος Σπάθης ήταν συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας της ΕΡΑ στη Θεσσαλονίκη και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εμένα μου αρέσουν οι διαγωνισμοί. Ψοφάω για τέτοια. Και κάπου το 1968-1969 ήθελα να στείλω τραγούδι στο φεστιβάλ. Οπότε έγραψα ένα τραγουδάκι, στίχους κάτι πρόχειρους, αλλά ζητούσαν νότες [παρτιτούρες]. Οπότε λέω «θα πάω να βρω τον Αλέκο Σπάθη». Έμαθα ότι ήταν κάπου στην Αριστοτέλους, στον 4ο όροφο. Κουβεντιάζουμε, λοιπόν, του λέω ότι είμαι φοιτητής και μ’ αρέσει να γράφω και μου λέει:
    - Για πες πώς πάει το τραγούδι.
    - Τα-τα-ραμ-τα-τα…
    - Για πες πάλι.
    - Τα-τα-ραμ-τα-τα…
    Ούτε πιάνο, ούτε τίποτα. Γράφει επιτόπου τις νότες και…
    - Πάρ’το! Ωραίο τραγουδάκι, αλλά να ξέρεις από τα 20, που είναι να προκριθούν, τα 19 έχουν ήδη προκριθεί! Μακάρι να  είσαι τυχερός να είσαι ο 20ός!!
    (γέλια) Ωραίος, έτσι; Τα 19 ήταν ήδη περασμένα κι εσύ πας με την καλή διάθεση…

    Πάντως βρίσκατε τρόπο να συνδυάσετε σπουδές και δημιουργία.
    Π.Β.: Ναι. Δεν μπορούσαμε να ασχοληθούμε με πολιτικά και η σύνθεση ήταν μια όμορφη ενασχόληση. Όταν ήταν να τελειώσαμε τις σπουδές φοβόμασταν να πάμε φαντάροι. Ήταν και ο αδελφός μου. Δυο αδέρφια φαντάροι; Οπότε αφήναμε ένα μάθημα. Να φανταστείς, αφήσαμε ένα μάθημα δύο χρόνια κι όταν πήγαμε να το δώσουμε δεν θυμόμουν τίποτα! Έπρεπε να διαβάσω πάλι από την αρχή.

    Με τα πολιτικά φοβόμασταν. Π.χ. εγώ ήμουν άρρωστος και δεν πήγα στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης όταν έγινε η κατάληψη, αλλά πήγαν οι συγκάτοικοί μου. Συμφώνησε η Αστυνομία και έκαναν έναν διάδρομο για να αποχωρήσουν οι φοιτητές. Καθένας που περνούσε έτρωγε και τη σφαλιάρα του. «Αντίσταση, ε;». Φαπ! Δεν ήταν σαν το Πολυτεχνείο της Αθήνας. Ήταν το Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης και τη γλίτωσαν με μια καρπαζιά. Ενώ στην Αθήνα έγινε ο χαμός.

    Τότε έκανα και εκπομπή σε πειρατικό ραδιόφωνο στα FM στο σπίτι φίλου μου. Μου είχε δώσει το κλειδί, το βάζω στην εξώπορτα και δεν άνοιγε. Ακούω:
    - Ε! Τι κάνεις εκεί πέρα;
    Ήταν ο αστυνομικός. Λέω:
    - Είναι του φίλου μου. Μου έδωσε το κλειδί και δεν ανοίγει…
    - Πώς λέγεσαι ρε;
    - Βαϊόπουλος. Εδώ, απέναντι, μένουν δυο χωριανοί μου, να σας πούνε…
    Βγαίνει ο ένας, λοιπόν, χωριανός μου, που ήταν πρωτοετής, με όλη τη βαριά προφορά της Καρδίτσας. Και ο μπασκίνας τον ρωτάει:
    - Τον ξέρεις τούτον; Πώς λέγεται;
    - Βαϊόπουλους!
    [με βαριά προφορά]
    - Εεεε;
    - Βαϊόπουλους!
    [πάλι με βαριά προφορά]
    - Βρε, του λέω, πες το επώνυμο κανονικά, καθαρά!
    Ένας φίλος του αδελφού μου, ο Κώστας Λογαράς, φιλόλογος από την Πάτρα που υπηρέτησε με τον αδελφό μου στη Νιγρίτα ή… στα Σέρρας, έγραψε «Η άνοιξη με πρόλαβε στις όχθες του Στρυμόνα / όπως μου το ‘πες. Θα με θυμηθείς / και θα ‘ναι μέρα μεσημέρι…» κ.λπ., δηλαδή ένα ποίημα χωρίς ομοιοκαταληξία, χωρίς τίποτα. Το μελοποιώ.

    Το 1975, εδώ στην Αθήνα, οι στιχουργοί Πάνος Φαλάρας και Σαράντης Αλιβιζάτος είπαν: «Θα κάνουμε αντιφεστιβάλ Τραγουδιού στο γήπεδο της Καλλιθέας. Πολλά τραγούδια, από αυτά που κόπηκαν από την επιτροπή του φεστιβάλ, είναι καλύτερα από αυτά που προκρίθηκαν!». Στέλνω κι εγώ το δικό μου στο αντιφεστιβάλ, με τους στίχους του Λογαρά, και προκρίνεται. Έπρεπε να κάνω πρόβα, να βρούμε κι έναν τραγουδιστή, και μου λέει ο αδελφός μου:
    - Ένας Κώστας Ματζόπουλος είναι πολύ καλός τραγουδιστής.
    - Που τον βρήκες αυτόν;
    - Τον άκουσα στο ραδιόφωνο
    .
    Πάμε, λοιπόν, στην Αγία Βαρβάρα, βρίσκουμε τον Κώστα Ματζόπουλο, του άρεσε το τραγούδι, το έμαθε και πάμε να κάνουμε μία πρόβα και μας λένε:
    - Τι πρόβα; Έχει τελειώσει η πρόβα!
    - Μα πρέπει να το προβάρουμε! Κάντε τουλάχιστον πρόβα το μισό. Το άλλο μισό είναι επανάληψη… το ίδιο!
    Στο γήπεδο της Καλλιθέας περίμεναν ότι θα έρθουν 500 άτομα. Αλλά επειδή ήταν αργία ήρθε 5.000 κόσμος! Συμμετείχε και η Ελένη Βιτάλη κι άλλοι γνωστοί. Και λέει ο Κώστας Ματζόπουλος:
    - Εγώ δεν ανεβαίνω πάνω να τραγουδήσω!
    - Ρε Κώστα! Είναι εδώ ένα σωρό κόσμος, θα σε δουν, θα πουν «μπράβο!».
    - Όχι! Εγώ τραγουδάω στην Πλάκα. Κι αν τυχόν συμβεί κάτι;
    - Μα ρε Κώστα, αφού το λες μια χαρά το τραγούδι! Θα σου κάνω και δεύτερη φωνή και θα είμαστε μια χαρά! Θα είμαι δίπλα σου!
    - Όχι! Είπα όχι!
    - Μπορείς τουλάχιστον να κάνεις δεύτερη φωνή;
    - Μπορώ.
    - Ο.Κ.  Κάτσε τότε. Κι από εδώ κάνε δεύτερη φωνή!
    Εν τω μεταξύ οι άλλοι έχουν αρχίσει. Και μαέστρος είναι ο Σπύρος Σαμοΐλης. Κάποια στιγμή ακούγεται: «Και το επόμενο τραγούδι είναι του Πέτρου Βαγιόπουλου και του Κώστα Λογαρά. Τραγουδάει ο Κώστας Ματζόπουλος!». Βγαίνω εγώ! Με βλέπει ο Σπύρος Σαμοΐλης και με ορθάνοιχτα μάτια, απορεί αιφνιδιασμένος. Του κάνω νόημα «θα τραγουδήσω εγώ! Εσύ συνέχισε!». Ξεκινάει η μουσική, ο Σαμοΐλης σκέφτεται ότι θα γίνει «χαμός» και μετά αρχίζω να τραγουδώ: «Η άνοιξη με πρόλαβε στις όχθες του Στρυμόνα / όπως μου το ‘πες.. θα με θυμηθείς / και θα ‘ναι μέρα μεσημέρι…». Ο Σαμοΐλης ενθουσιάζεται, σηκώνει τον αντίχειρα πως όλα πάνε καλά, ο Ματζόπουλος κάνει δεύτερη φωνή και… «Πρώτο» βραβείο ο Πέτρος! Έγραψαν δηλαδή οι εφημερίδες ότι υπήρχαν πολλά καλά τραγούδια, αλλά του Βαγιόπουλου ήταν το καλύτερο απ’ όλα!

    Αυτό έχει δισκογραφηθεί;
    Π.Β.: Δεν έχει δισκογραφηθεί αλλά, θα το βάλω κάποια στιγμή, έστω και στο YouTube, μ’ εκείνη την ηχογράφηση… έχει την πλάκα του. Το τραγούδι είναι πολύ καλό ακόμα και σήμερα.

    Μετά ανοίγουμε με τον αδελφό μου φροντιστήριο Μαθηματικών στον Αλμυρό του Βόλου και μετά στον Βόλο.
    Το 1975 ή το 1976 είχα πάει στη Λύρα, όπου ήταν παραγωγός ο Σαββόπουλος. Του έδωσα 4 μουσικές, χωρίς στίχους. Το ένα ήτανε αυτό που αργότερα έγινε το «Τίποτα Δε Χάνεται» με τη Βιτάλη [σ.σ. «Βαλκανιζατέρ», 1995]. Έγινε δηλαδή μετά από 25 χρόνια. Και μου λέει ο Σαββόπουλος [σ.σ. μιμείται τη φωνή του Σαββόπουλου]:
    - Κοίταξε να σου πω… Είναι ωραία.. Πρωτογενή. Προχώρα!  
    - Ευχαριστώ!
    Και φεύγω. Δεν είπε «πήγαινε» π.χ. «στον Κώστα εκ μέρους μου να σου βάλει στίχους.». Είπε «προχώρα». Που να προχωρήσω; Που να πάω; Και, αφού μελοποιούσα ποιητές, λέει ο αδελφός μου:
    - Τους έχεις σακατέψει τους ποιητές, ρε παιδί μου! Βάρναλης, Αθάνας, Ελύτης… Πάρε και κάποιον που γράφει στίχο! Πάρε τον Δημήτρη Χριστοδούλου!
    - Είσαι στα καλά σου; Τι, θα πάρω τον Χριστοδούλου και θα του πω «γεια σας, είμαι ένας καλός συνθέτης»;
    - Άσε, θα τον πάρω εγώ!
    Ο Χριστοδούλου είχε το τηλέφωνό του πίσω σε κάθε βιβλίο που έγραφε. Οπότε τον παίρνει ο αδελφός μου και του λέει:
    - Γεια σας κύριε Χριστοδούλου, λέγομαι Πέτρος Βαγιόπουλος, είμαι μαθηματικός και παράλληλα ασχολούμαι… κ.λπ.
    - Ναι, εγώ βοηθάω τα νέα παιδιά και όποτε έρθεις στην Αθήνα πέρασε να γνωριστούμε.
    Μετά από μια εβδομάδα ερχόμαστε μαζί με τον αδελφό μου, πάμε εκεί, μας γνωρίζει, είπε διάφορα και μου λέει:
    - Ωραία, ωραία. Θα σου δώσω ένα ποιηματάκι να το μελοποιήσεις.
    Μου το δίνει. «Μάνα, βροχή με πότισες και στην καρδιά μου βρέχει…». Δεν είχε ρεφρέν. Τρία στιχάκια. Όμως είχα τόση ενέργεια μέσα μου, που σε μια εβδομάδα έφτιαξα το τραγούδι. Το γράφω και το ηχογραφώ με τον Νίκο Μουλιάκο. Ερχόμαστε Αθήνα μετά από 15 μέρες και μου λέει:
    - Βρε παιδί μου, βρε παιδί μου, μπράβο! Το έδωσα στον Γιάννη Σπανό και στον Λίνο Κόκοτο και δεν μπόρεσαν να το μελοποιήσουν. Μπράβο σου!
    Μου έδωσε κι άλλους στίχους κι όταν άκουσε μελοποιημένα και τα άλλα που του έφερα, μου λέει:
    - Εσύ παιδί μου θα γίνεις μεγάλος συνθέτης!
    - Εεε… εντάξει…
    - Γιατί κάνεις έτσι;
    - Κοιτάξτε, κύριε Χριστοδούλου. Όλοι εσείς οι μεγάλοι έχετε κάτι ιδιοτροπίες… κάτι ιδιαιτερότητες, τις οποίες εγώ δεν έχω!
    - Μπορεί να έχεις δίκιο!
    (γέλια) Και μου λέει:
    - Το ίδιο που έκανα σε σένα, έκανα για να δοκιμάσω και τον Ζαμπέτα, όταν μου ζήτησε στίχους.
    Ο Ζαμπέτας είχε πει στον Χριστοδούλου:
    - Ρε Δημητράκη, να πούμε, δώσε και σε μας. Όλο στον ψηλό [σ.σ. στον Μίκη Θεοδωράκη] δίνεις. Κι εμείς μπορούμε να γράψουμε, να πούμε..
    - Ναι, βρε Γιωργάκη. Αυτά που γράφεις, «Ο αράπης ο ταμ-ταμ-ταμ» και λοιπά, είναι ωραία τραγουδάκια, έχουν και πλάκα… και για τον κινηματογράφο μια χαρά γράφεις.
    - Ε, δώσε και σ’ εμάς ρε Δημητράκη!
    Οπότε του έδωσε ένα, για να ξεφύγει. Το οποίο είχε τρία στιχάκια, ούτε ρεφρέν, τίποτα. Και μου λέει ο ποιητής:
    - Πέτρο μου, μετά από μια βδομάδα έρχεται ο Ζαμπέτας και μου παίζει το «Δεν έχει δρόμο να διαβώ». Και μου πέσαν τα μαλλιά.
    Τον καράφλιασε! Και από τότε, που του έγραψε ο Ζαμπέτας και άλλα κομμάτια, τα «Κοντά στα ξημερώματα»,  «Γιατί τα χέρια είναι σχοινιά», «Τι Να Φταίει», κ.λπ., άρχισαν να του δίνουν του Ζαμπέτα και άλλοι επώνυμοι στιχουργοί. Μέχρι τότε τον απέφευγαν.
    Ο Ζαμπέτας, κατ’ εμέ Κώστα, είναι η θάλασσα και ο γαλανός ουρανός της Ελλάδας. Ούτε γύφτικα, ούτε ανατολίτικα.

    Τι απέγιναν τα τραγούδια που κάνατε με τον Χριστοδούλου;
    Π.Β.: Μέχρι σήμερα τα τραγούδια αυτά δεν δισκογραφήθηκαν! Όμως με τον Χριστοδούλου έχουμε ιστορία. Είπε ο Χριστοδούλου στη Μαρία Κανδρεβιώτου, τη γυναίκα του:
    - Αυτά τα τραγούδια του Πέτρου, πάνε πολύ του Καλογιάννη!
    Ήταν φίλοι με τον Αντώνη, είχαν κάνει και δίσκο με τον Πλέσσα [σ.σ. «Για Μια Σταγόνα Αλάτι», 1973] Κι εμένα μου άρεσε ο Καλογιάννης. Εγώ έκανα έναν μορφασμό και μου λέει:
    - Τι έπαθες; Δεν σ’ αρέσει ο Καλογιάννης;
    - Μου αρέσει, αλλά ξέρετε τι συμβαίνει κύριε Χριστοδούλου; Στιχάκια γράφει κι ένας γείτονάς μου. Αλλά εγώ ήρθα στον καλύτερο στιχουργό της Ελλάδας. Οπότε, αφού ξεκινήσαμε με τον μεγαλύτερο στιχουργό, θα πάμε και με τον μεγαλύτερο τραγουδιστή!
    - Τι εννοείς;
    - Να αρχίσουμε από τον Καζαντζίδη!
    - Τι να σου πω παιδί μου! Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις!
    Τον ρώτησα πού μένει ο Καζαντζίδης. Μου λέει: «Πεύκη». Πεύκη; Πεύκη! Παίρνω το αμάξι, πάω στην Πεύκη και ρωτάω στον δρόμο:
    - Ο Καζαντζίδης πού μένει;
    - Θα πας πάνω δεξιά και θα ρωτήσεις.
    Πάω εκεί, ξαναρωτάω, φτάνω τελικά στην πόρτα, χτυπάω και βγαίνει ο Καζαντζίδης.
    - Βαγιόπουλος λέγομαι και είμαι συνεργάτης του Δημήτρη Χριστοδούλου.
    - Τι κάνει ο Δημήτρης;
    - Είναι καλά κι έχετε πολλά χαιρετίσματα.
    Ο Καζαντζίδης είχε τραγουδήσει πολλά του Χριστοδούλου: το «Βράχο-Βράχο Τον Καημό Μου», τον «Καημό», «Με Το Βοριά», «Τι Θέλεις Απ’ Τα Νιάτα Μου», «Μετανάστης» κ.ά.
    - Σας έφερα και τρία νέα τραγούδια ν’ ακούσετε.
    - Πέτρο, αφού εμένα μ’ έχουν βουλώσει. Δεν τραγουδάω. Αυτό κουβεντιάζουμε μέσα με τα παιδιά.
    Κοιτάω μέσα κι ήταν οι «Ρεπόρτερς». Λιάνης, Χαρδαβέλας, Δημαράς.
    - Εγώ τα έφερα να τ’ ακούσετε, να μου πείτε τη γνώμη σας και χαίρομαι που σας γνωρίζω κι από κοντά…
    - Να είσαι καλά. Πέρνα την άλλη εβδομάδα να σου πω.
    Πήγα την άλλη εβδομάδα και μου λέει:
    - Αν ηχογραφούσα, το πρώτο θα το έλεγα. Πάρα πολύ ωραίο!
    Γίναμε αργότερα πολύ καλοί φίλοι με τον Καζαντζίδη. 
    Αυτό, λοιπόν, [σ.σ. την πρόταση για τον Καλογιάννη] ήταν μεγάλη βλακεία δική μου. Έπρεπε να δεχτώ.

    Βέβαια, εντελώς διαφορετικό ύφος ερμηνείας είχε ο Καλογιάννης σε σχέση με τον Καζαντζίδη.  
    Π.Β.: Κοίταξε να σου πω. Πρέπει να εκμεταλλεύεσαι τις ευκαιρίες που σου δίνονται. Τότε ο Αντώνης Καλογιάννης ήταν στα πάνω του. Στα 12 τραγούδια, τουλάχιστον τα μισά θα ακούγονταν. Αν όχι τα μισά, δύο θα ακούγονταν. Και θα γινόμουν γνωστός από το 1977-1978.

    Μετά από κει, λοιπόν, έρχομαι άλλο βράδυ, Σάββατο ξανά, και πάω στη Χαρούλα [Αλεξίου]. Τραγουδούσε στην Πλάκα. Πάω στο καμαρίνι.
    - Έχω γράψει μερικά τραγούδια με τον Δημήτρη Χριστοδούλου και θα ήθελα να τ’ ακούσετε κι εσείς, γιατί νομίζω ότι σας πάνε. Αλλά επειδή πρέπει να φύγω αύριο το βράδυ, είμαι μαθηματικός κι έχω φροντιστήρια στον Βόλο, αν γίνεται μέχρι αύριο το βράδυ αν μπορείτε να μου πείτε δυο λέξεις. Ευχαριστώ πολύ, χάρηκα που σας γνώρισα.
    Πάω στον Χριστοδούλου.
    - Τι γίνεται Πέτρο; Πώς είμαστε;
    - Καλά. Στη Χαρούλα πήγα!
    - Ποια Χαρούλα;
    - Την Αλεξίου.
    - Στην Αλεξίου; Που πήγες;
    - Στο καμαρίνι της. Και της έδωσα τα τραγούδια.
    - Τι να σου πω, ρε παιδί μου! Κατάλαβες που πήγες;
    - Τι εννοείτε;
    - Πήγες στην πριγκίπισσα του τραγουδιού!
    - Κοιτάξτε, κύριε Χριστοδούλου. Τι πριγκίπισσα και βασίλισσα!. Εγώ πήγα στη Χαρούλα, της έδωσα τα τραγούδια και της είπα να μου απαντήσει μέχρι αύριο, γιατί πρέπει να φύγω επειδή έχω φροντιστήρια.
    - Και δεν σου είπε «στ’ αρχίδια μου!»;
    - Όχι, δεν μου είπε και εγώ θα πάω αύριο.
    (γέλια) Πάω την άλλη μέρα στη Χαρούλα και μου είπε:
    - Τίνος είναι, είπαμε, οι στίχοι;
    - Του Χριστοδούλου!
    - Κύριε Βαγιόπουλε, η μουσική είναι πάρα πολύ ωραία, θαυμάσια. Οι στίχοι είναι λιγάκι… πως να το πω τώρα, δεν ξέρω…
    - Σας ευχαριστώ πολύ. 
    Κάποια άλλη φορά μου λέει ο Χριστοδούλου:
    - Μερικά ταιριάζουν στη Σωτηρία Μπέλλου. Πήγαινε και δώσε της 2-3.
    Πάω στο Χάραμα:
    - Θα ήθελα την κα Μπέλλου…
    - Είναι στην κουζίνα.
    Πάω στην κουζίνα και βλέπω την Μπέλλου με τον Τσιτσάνη. Βρέθηκα με τον Τσιτσάνη και δεν του έσφιξα το χέρι! Αιφνιδιάστηκα και τα έχασα! Αναφέρω αυτό με τον Τσιτσάνη διότι μετά από χρόνια, ενώ έκανα εκπομπές στην τηλεόραση στο Κανάλι 29, είχαμε μία παρουσίαση δίσκου της Γλυκερίας και βλέπω απέναντί μου τον Ζαμπέτα. Κι είπα «α, τώρα δεν γλιτώνει! Δεν θα την πατήσουμε όπως τότε με τον Τσιτσάνη!». Του λέω:
    - Κύριε Ζαμπέτα, Βαγιόπουλος λέγομαι. Απλώς ήθελα να σας σφίξω μόνο το χέρι. Γράφω κι εγώ κάτι τραγουδάκια…
    - Μάγκα μου σε ξέρω, σ’ αυτό το κανάλι μόνο τη δική σου εκπομπή βλέπω.
    Γίναμε φίλοι, πήγα και στο σπίτι του, κάναμε συνέντευξη κ.λπ.
    Τώρα θα μου πεις, είναι καλό που έκανα αυτές τις κινήσεις; Έκανα καλά που πήγα στον Καζαντζίδη; Έκανα καλά που πήγα στη Χαρούλα;

    Κατά την άποψή μου, φυσικά και κάνατε καλά. Αν δεν το είχατε κάνει, θα σκεφτόσασταν μια ζωή «τι θα γινόταν, άραγε, αν πήγαινα…»
    Π.Β.: Τα πήγα σε διάφορους τραγουδιστές. Παραπάνω από δέκα. Την πρώτη φορά που τα πήγα στον Χριστοδούλου και τα άκουσε, ενθουσιασμένος τηλεφωνεί - παρουσία μου- στον Νταλάρα.
    - Γιώργο μου, έχω εδώ έναν εκπληκτικό νέο συνθέτη. Πρέπει να τον ακούσεις.
    - ΟΚ, λέει ο Νταλάρας, πάω τώρα Παρίσι και θα τα πούμε μετά.
    Μάλλον μετά το ξέχασε. Εν τω μεταξύ ο Χριστοδούλου ήταν πάρα πολύ οξύθυμος. Ήταν και δύο μέτρα! Με πήγε στη Λύρα, στον Μαραβέλια, τον ιδιοκτήτη.
    - Είναι φοβερός συνθέτης. Να κάνουμε δίσκο!
    - Καλά. Να ακούσουμε τα τραγούδια.
    - Τι να ακούσεις; Τόσα χρόνια σού έφερα κάποιον άλλον;
    Να φανταστείς, δηλαδή, όταν είπα στη SONY ότι έχω και έναν δίσκο με τον Χριστοδούλου, μου είπανε:
    - Όχι, όχι! Άστο, άστο! Δεν…
    Γιατί ήξεραν ότι θα μαλώσουν!
    Παρουσιάσαμε τα τραγούδια στο κέντρο της Αθήνας, στην γκαλερί Ώρα, που έκανε και εκδηλώσεις, και ήρθε ο Κώστας Σμοκοβίτης, που τραγούδησε μαζί μας, και η Λίτσα Σοροβόλα, μία πολύ καλή τραγουδίστρια από τον Βόλο, και ήταν μία πολύ ωραία βραδιά. Ήρθε κι ο δήμαρχος της Ιθάκης, ο Σπύρος Αρσένης, τ’ άκουσε κι αυτός και είπε να πάω και στην Ιθάκη.
    Στην Ιθάκη πήγα δύο φορές. Την πρώτη χρονιά, το 1981, η βραδιά εκείνη ήταν αφιερωμένη σε Θεοδωράκη-Φαραντούρη-Χριστοδούλου. Και μου λέει ο Χριστοδούλου:
    - Πέτρο, εγώ δικαιούμαι ένα τέταρτο. Ενα τέταρτο θα λέω ποιήματα; Να πω ένα ποίημα και έλα κι εσύ με τους μουσικούς να πείτε τρία τραγούδια απ’ αυτά που έχουμε γράψει.
    Και κάνω στον Βόλο ένα συγκρότημα .. Άκου τώρα! Έκανα δέκα τουλάχιστον ώρες μάθημα την ημέρα! Έκανα πρόβες με τα παιδιά και  πρόβα χωριστά  με τον ντραμίστα, που ήταν από τον Αλμυρό, να του μάθω πράγματα που δεν είχαν παιχτεί μέχρι τότε. Απορώ πώς τα έβγαζα πέρα! Εκεί, στην Ιθάκη, ο ντράμερ τα έδωσε όλα. Έπαιξε ακριβώς αυτά που του είπα εγώ. Τον ακούει ο Θεοδωράκης στην Ιθάκη και παθαίνει πλάκα. Ήθελε να τον πάρει στην Αυστραλία. Παίζουμε, λοιπόν, 3-4 τραγούδια και λέει ο Μίκης στον Χριστοδούλου:
    - Έχει ταλέντο αυτός!
    Μας έκανε ο δήμαρχος το τραπέζι, είχαμε και όργανα μαζί, εγώ έπαιζα κιθάρα, ο Νίκος Μουλιάκος και ο αδελφός του, ο Ναπολέων, μπουζούκια. Ήταν κι άλλα παιδιά, με ακορντεόν κ.λπ., αλλά βασικά είχαμε τρία όργανα εκεί. Και λέει ο Θεοδωράκης:
    - Λοιπόν, να παίξουμε το «Ανοίγω Το Στόμα Μου»! [σ.σ. Μίκη Θεοδωράκη-Οδυσσέα Ελύτη, από το «Άξιον Εστί»]
    - «Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος…»
    - Το «Κι όποιο σπιτάκι δεν έχει μάνα»! [σ.σ. τίτλος «Μάνα», Μίκη Θεοδωράκη-Κώστα Βίρβου, από το «Συνοικία Το Όνειρο»].
    - «Κι όποιο σπιτάκι δεν έχει μάνα…»
    Μετά από 7-8 τραγούδια, σκέφτηκε ο Μίκης: «κάτσε ρε, ποιοι είναι αυτοί εδώ πέρα; Τους ζητάω άγνωστα τραγούδια και δεν λένε όχι».
    - Ρε παιδιά, εσείς που τα ξέρετε αυτά τα τραγούδια;
    Και λέει ο Νίκος Μουλιάκος, που ήταν ΚΚΕ:
    - Κύριε Μίκη, κοιτάξτε, τυχαίνει να είμαστε και αριστεροί!
    (γέλια).
    Ο Δήμος Ιθάκης έκανε κάθε χρόνο έναν διαγωνισμό τραγουδιού. 5-6 συνθέτες, τραγουδοποιοί κ.λπ., παίζανε από 5 τραγούδια δικά τους και ο κόσμος ψήφιζε ποιο από τα 5 είναι το καλύτερο. Το καλύτερο του ιδίου, δηλαδή. Έρχεται, λοιπόν, ένας νεαρός, της ηλικίας μου, που συμμετείχε σ’ αυτόν τον διαγωνισμό και μου λέει:
    - Πέτρο, με λένε Ανδρέα…
    - Γεια σου, Ανδρέα.
    - Είμαι μαθηματικός κι εγώ. Κοίταξε να σου πω κάτι. Ο Χριστοδούλου είναι πολύ καλός, αλλά είναι παλιός ρε παιδί μου. Να συνεργαστείς με τον Ρασούλη.
    - Βρε, Ανδρέα, είσαι στα καλά σου; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Εγώ έχω φροντιστήρια στον Βόλο και θα πάω να πω στον Ρασούλη, που είναι ο καλύτερος στιχουργός σήμερα, ότι γράφω καλή μουσική;
    - Όχι! Εγώ είμαι φίλος του προσωπικός και θα πας εκ μέρους μου! Είμαι ο Ανδρέας Μικρούτσικος, αδελφός του Θάνου!
    Άγνωστος τότε ο Ανδρέας, γράφανε κάτι με τον Μανώλη αλλά δεν είχε δισκογραφήσει τίποτα. Του αρέσει ένας άλλος άγνωστος συνθέτης, εγώ -και αυτό είναι αξιέπαινο και αυτό πρέπει κα κάνουμε όλοι μας- και κανονίζει συνάντηση με τον Ρασούλη. Του είπε:
    - Θα ‘ρθει ένας που τον γνώρισα στην Ιθάκη κι είναι πολύ καλός λαϊκός συνθέτης!
    Μιλώ με τον Μανώλη και μου λέει:
    - Είμαι στην Κυψέλη, επάνω στο ρετιρέ θα έρθεις. Το κουδούνι κάτω έχει τ’ όνομά μου.
    Πρέπει να ήταν Κυριακή όταν πήγα. Οπότε ο Ρασούλης περιμένει να φανεί ένας λαϊκός συνθέτης. Έμενε σε ρετιρέ. Και σκέφτηκα πως είναι πλούσιος… Όπως λέει κι ο ΛοΓό [Γιάννης Λογοθέτης] σ’ ένα τραγούδι «Ή έχεις ρετιρέ, ή σε φωνάζουν ρε»! Ανεβαίνω, λοιπόν, στο ρετιρέ, βγαίνει πάνω από την ταράτσα μία όμορφη, και μου λέει:
    - Επάνω ελάτε!
    Εκεί ήταν ένα δώμα όπου έμενε ο Μανώλης. Το οποίο έβλεπε, φυσικά, μέχρι τον Πειραιά κάτω, θάλασσα κ.λπ., αλλά ήταν δώμα. Το έδερνε ο αέρας, το έκαιγε ο ήλιος. Λέει η Σοφία, η φίλη του:
    - Ελάτε, κύριε Βαγιόπουλε.
    Η πόρτα από το δώμα ήταν τόση [μικρή, χαμηλή] και ο Μανώλης καθόταν δύο μέτρα απέναντί μου. Εγώ ντυμένος όπως στο φροντιστήριο, ψαροκόκαλο σακάκι μπεζ, παντελόνι καφέ, λουστρίνι παπούτσι, γραβάτα μεταξωτή και ο Μανώλης με κοίταζε έτσι… με απορία (γέλια). Σου λέει «τί λαϊκός είναι αυτός;». Μου λέει:
    - Έλα, κάτσε.
    Που να καθίσω; Παντού υπήρχαν βιβλία. Οπότε σήκωσε η Σοφία κάποια βιβλία και κάθισα. Κουβεντιάσαμε, του είπα «έτσι κι έτσι», είπα ότι δεν ήξερα ακόμη να βάζω τα δάχτυλά μου στην κιθάρα και άρχισαν να μου έρχονται τραγούδια, και μου είπε ο Μανώλης:
    - Έχεις κάποια;
    Του βάζω δύο του Χριστοδούλου και παθαίνει πλάκα. Μου λέει:
    - Σε ποιον δίσκο είναι αυτά;
    - Δεν είναι σε κανέναν!
    Του είπα τι έγινε με τον Χριστοδούλου, δεν τον θέλουν κιόλας, είναι μαλωμένοι μαζί του, δεν ξέρω τι κάνουν κ.λπ., του είπα ότι πήγα και στον Καζαντζίδη, και μου είπε, αφού άκουσε και τις μουσικές που είχα δώσει στον Σαββόπουλο:
    - Εμείς οι δυο θα συνεργαστούμε.
    Από τότε που είπε «θα συνεργαστούμε» πέρασαν δύο χρόνια! Το 1983 έκλεισα το φροντιστήριο… για να γίνω συνθέτης στην Αθήνα! Ωραίο δεν είναι; Γιατί όλα παίζονται εδώ. Γνωρίστηκα με τον Χριστοδούλου, έκανα τραγούδια μαζί του, γνωριστήκαμε με τον Ρασούλη…

    Ναι, αλλά τα τραγούδια με τον Χριστοδούλου δεν βγήκανε.
    Π.Β.: Δεν έχει σημασία. Να… δες κάτι. Το 1985 με κάλεσε ο Μάνος Χατζιδάκις, γιατί του είχε δώσει ο φίλος μας Νίκος Κηπουργός τρία τραγούδια μου, που του άρεσαν πολύ. Μου είπε:
    - Κύριε Βαγιόπουλε, το ένα, αν το στέλνατε στους Αγώνες Κέρκυρας, δεν θα προκρινόταν. Θα έβγαινε πρώτο!
    Πήγα στο σπίτι του πάνω από 20 φορές. Διάλεξε και ποια τραγούδια να μπουν στο δίσκο και μάλωσαν ο Χριστοδούλου κι ο Χατζιδάκις για το... Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Αυτά συμβαίνουν.

    Γνωρίστηκα με τον Ρασούλη, γνωρίστηκα με τον Μίκη, τη Φαραντούρη, γνωρίστηκα μ’ ένα σωρό ανθρώπους και λέω «ρε παιδιά, όλα παίζονται στην Αθήνα τώρα. Από τον Βόλο δεν μπορείς να κάνεις κάτι». Με διορίσανε, όμως, στα Δωδεκάνησα. Τα παιδιά μου ήταν μικρά. Πήγα στη Ρόδο, ορκίστηκα και έφυγα! Ξαναγύρισα Αθήνα.

    ΕΣΥ ΚΙ ΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΓΩ ΘΑ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ
    (1985, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Μια μέρα πήρα τα παιδιά στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου έπαιζε ο Παναθηναϊκός, για να δουν τα μικρά λίγο ποδόσφαιρο, κι ήταν κι ο Μανώλης, γιατί ο Παναθηναϊκός έπαιζε με τον ΟΦΗ.
    - Τί έγινε ρε Μανώλη;
    - Ετοιμάζομαι να σου δώσω στίχους. Έχω τάξει ένα δίσκο στην αδελφή μου και θα σου δώσω στιχάκια να τα φτιάξουμε.
    Ο Μανώλης μου είχε πει:
    - Να χρησιμοποιούμε τραγουδιστές που να είναι αγαπητοί σε μας, τους ξέρουμε, είναι φίλοι μας… Δεν θέλουμε αγνώστους κι ας τραγουδάνε καλά. Το ακούς; Και θα λέμε κι εμείς κανένα τραγούδι.
    Εν τω μεταξύ, ο Ρασούλης μού άρεσε πολύ σαν τραγουδιστής. Το πρώτο συμβόλαιο που έκανε, τον πήγε το 1965 ο Μάνος Λοΐζος στη Minos και υπέγραψε ο Ρασούλης σαν τραγουδιστής. Έφτασα να γράφω, λοιπόν, για μία άγνωστη που δεν ξέρω ούτε τη φωνή της. Ήταν μια πολύ καλή φωνή αλλά και άνθρωπος, η Ανθή Κουφουδάκη, αδελφή του Μανώλη. Τραγουδούσε παλιά στο Περιβόλι Τ’ Ουρανού και ήταν στο έντεχνο τραγούδι. Είπα στον Μανώλη να βάλουμε και κάνα δυο τραγούδια, να τα λέμε εμείς για να σπάσουμε τη μονοτονία μιας άγνωστης γυναικείας φωνής. Ο Μαραβέλιας [διευθυντής της Λύρα] μου λέει:
    - Ρε συ, πες του Μανώλη να βάλουμε καμία πιο νέα τραγουδίστρια, με κοντή φούστα!
    - Όχι, να του το πεις εσύ του Μανώλη! Γιατί εμένα ο Μανώλης μ’ έφερε εδώ!
    Ο Μαραβέλιας, ο οποίος ήταν λογιστής της εταιρείας και τώρα που ανέλαβε λέγαν ότι δεν ξέρει από μουσική και θα χαθεί η Λύρα κ.λπ., είδε ότι σ’ αυτόν τον δίσκο γίνεται κάτι λαϊκό μεν, αλλά κάτι διαφορετικό και βάζει ταμπελίτσα πάνω στον δίσκο μας: «Νέο λαϊκό τραγούδι». Το ίδιο και στον Γιώργο Ζήκα -με τον οποίο ήμασταν στην ίδια ηλικία. Και βγήκανε οι δίσκοι μας την ίδια μέρα. «Νέο λαϊκό τραγούδι». Δηλαδή αυτός που έλεγαν ότι «είναι άσχετος» κ.λπ. είδε αυτό που δεν βλέπουν οι… ειδήμονες.

    Σ’ αυτόν τον δίσκο βγαίνουν όλα τα μουσικά στοιχεία που γνωρίζω από την ελληνική μουσική. Κάποιοι με ρώτησαν αν είμαι νησιώτης, κάποιοι μου είπαν αν είμαι Ηπειρώτης, κάποιοι αν είμαι έντεχνος, στην ΕΡΤ με ρωτούσαν τι όργανο παίζω και, όταν τους είπα κιθάρα, αν παίζω ακουστική ή κλασική. Λέω ακουστική. Διότι αν παίζεις ακουστική είσαι «λαϊκός», ενώ αν παίζεις κλασική είσαι «έντεχνος»! Απ’ αυτόν τον δίσκο ακούστηκε το «Θ’ Αναδυθώ», το «Αχ, Βρε Βασίλη Ταξιτζή»..., δηλαδή ήταν 3-4 τραγούδια που τα παίζανε στην ΕΡΑ.

    ΠΟΤΕ ΒΟΥΔΑΣ ΠΟΤΕ ΚΟΥΔΑΣ – Νίκος Παπάζογλου
    (1986, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Ο Κλεφτογιάννης ήταν ένας κατασκευαστής μπουζουκιών στην Κυψέλη. Δεν ξέρω ποιος με είχε πάει εκεί. Είδα ένα μικρό μπουζουκάκι, κάτι ανάμεσα σε τζουρά και μπουζούκι, και λέω:
    - Σαν εκείνο, θέλω κι εγώ ένα!
    Αλλά ο Κλεφτογιάννης, αντί να φτιάξει ένα, έκανε πέντε. Και μου λέει:
    - Αυτό να πάρεις! Έχει ωραίο ήχο!
    - Όχι. Εγώ θα γυρίσω ανάποδα, θα βλέπω τον τοίχο κι εσύ θα μου παίξεις το νούμερο ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε. Και θα μου παίζεις την ίδια μελωδία.
    Παίζει και του λέω:
    - Το τέταρτο!
    - Πέτρο, το τρία είναι καλύτερο.
    - Το τέταρτο θέλω!
    Κι είναι αυτό που παίζει στο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Στο original, όχι στο live. Άρχισα, λοιπόν, να μαθαίνω να παίζω όπως παίζουν το «Ένα Νερό Κυρά Βαγγελιώ». Όπως έπαιζα με το οργανάκι, έβγαλα το κουπλέ του «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», χωρίς λόγια. Μετά η διαδικασία είναι εύκολη για μένα. Μετά έγραψα την «ξεσηκωτική» εισαγωγή.

    Η εισαγωγή, λοιπόν που έβαλα, αρχίζει με 5-6 νότες που υπάρχουν και σε ένα τσιφτετέλι του Βαγγέλη Περπινιάδη, το «Το μπουζούκι μου Έχει Κέφια» (1963) και στον «Τσιγγάνο» του Μητσάκη [σ.σ. το ερμήνευσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος το 1959].

    Υπάρχει, όμως, συγκεκριμένος λόγος που το βάζω αυτό. Είναι μια αναφορά δική μου στους προγενέστερους δημιουργούς. Δεν είναι τυχαίο, ούτε είπα «κάτσε να κλέψω λίγο τον τάδε». Το κάνω για να τους τιμήσω. Φυσικά κανένας δεν μου το επισήμανε αυτό, γιατί δεν είναι γνώστες. Ειδάλλως θα μου λέγανε «ρε συ, αυτό το πήρες από τον Μητσάκη ή τον Περπινιάδη». Δεν είναι γνώστες. Βέβαια μετά τις 5 νότες, όλο το παρακάτω είναι εντελώς διαφορετικό. Όταν το ανέφερα σε τηλεοπτική εκπομπή, που ήταν παρών και ο Μίμης Ανδρουλάκης, μου είπε:
    - Πέτρο, αυτά που λες, δεν τα λέει κανένας.
    - Εγώ δεν έχω να κρύψω τίποτα, Μίμη.
    Αφού, λοιπόν, γράφω τη μουσική, παίρνω τηλέφωνο στον Μανώλη Ρασούλη. Δεν απαντά. Δεν υπήρχαν και τα κινητά. Παίρνω τηλέφωνο στην αδελφή του. «Όχι, δεν είναι εδώ». «Λες να είναι Θεσσαλονίκη;». «Λες να είναι Κρήτη;». Λέω «τι κάνουμε τώρα;». Αφού έχω γράψει τη μουσική, θέλω να μπει στιχάκι επάνω. Λέω «κάτσε να πάρω το Αβγό».

    Όταν γνωριστήκαμε με τον Μανώλη, για να τον γνωρίσω καλύτερα, μου έδωσε και τα 7 τεύχη του Αβγού που είχε βγάλει. Ήτανε τρία περιοδικά και τέσσερις εφημερίδες. Κι έψαχνα να βρω ένα κομματάκι που να ταιριάζει πάνω στη μουσική. Σε μία από τις εφημερίδες, γυρνάω στη δεύτερη σελίδα και κοιτάω: «Πότε Βούδας πότε Κούδας / έχω καταλάβει ήδη / Πότε Ιησούς κι Ιούδας / της ζωής μου το παιχνίδι». Λέω.. «καλόοο! Αυτογνωσία!». Το άλλαξα λίγο, έβαλα «Πότε Βούδας πότε Κούδας / πότε Ιησούς κι Ιούδας» για να ταιριάξει περισσότερο. Κάτω από αυτό το τετράστιχο έλεγε «Ένα κι ένα κάνουν δύο / λένε μες στο καφενείο / μα εγώ, εγώ με σένα / ένα κι ένα κάνουν ένα». Λέω καλό κι αυτό αλλά δεν ταιριάζει με το προηγούμενο, ώστε να έχει μια συνάφεια να το κρατήσω στο τραγούδι. Μετά έκανα το εξής: πήρα όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά και μάζεψα όλα τα δίστιχα που είχε βάλει. Έλεγε σε ένα: «Ύψος Λένιν με μαλλί / χρώμα βερυπεπονί». Κάποιος, δηλαδή, στο ύψος του Λένιν, αλλά με μαλλί κι επί πλέον κάνει και το  «βαρύ πεπόνι»! Επίσης, μου έκανε εντύπωση ένα που έγραφε «Κύριε Ρασούλη διαβάσατε την καινούργια συνέντευξη του Νταλάρα;». Απάντηση ο Ρασούλης: «Τι να πει; Όλο ίδια και τα ίδια / του μυαλού του ροκανίδια». Το παίρνω εγώ αυτό και το κάνω «Όλο ίδια και τα ίδια / του μυαλού σου ροκανίδια». Πρέπει τώρα  να το συμπληρώσω αυτό. Στην τελευταία σελίδα του περιοδικού, είχε μία φωτογραφία του Γιάννη Καψή, πατέρα των δημοσιογράφων Παντελή και Μανώλη Καψή. Αυτός ήταν υφυπουργός Εξωτερικών. Και έλεγε ο Ρασούλης, αναφερόμενος σ’ αυτόν, που είχε λίγο πεταχτά μάτια, ότι δεν κάνει καλή πολιτική. «Άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αυγουλομάτης». Ωραία! Έτοιμο και το δεύτερο κουπλέ. Πάμε για το τρίτο. Βρήκα και το «Στο ‘πα μια και στο ‘πα δύο / στο ‘πα χίλιες δέκα δύο», έκφραση που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Μανώλης... έχει πλάκα. Τώρα, σε ό,τι αφορά το «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι / εδώ είναι του Ρασούλη», μέσα στο περιοδικό το γράφει αλλιώς, αλλά το αληθές μού το έχει πει ο Μανώλης. Έμενε σ’ ένα ημιυπόγειο και μαζεύονταν όλες οι «καρακάξες», οι κουτσομπόλες, της γειτονιάς 7 η ώρα το πρωί μπροστά από την πόρτα του. Ο Μανώλης γύριζε στις 4-5 το πρωί... και ξυπνούσε, άνοιγε λίγο την πόρτα  και τους έλεγε:
    - Βρε, κυρίες μου, πάτε πιο πέρα. Κοιμάμαι.
    - Κοιμάσαι; Μόνο οι τεμπέληδες κοιμούνται αυτήν την ώρα!
    Έφυγαν σιγά-σιγά. Την άλλη μέρα το πρωί, 7 η ώρα, μπροστά πάλι. Και αφού συνέβη 4-5 φορές, λέει «Τώρα θα δεις, τι θα τις κάνω!». Βγάζει όλα τα ρούχα και το σώβρακο και τσίτσιδος ανοίγει απότομα την πόρτα και λέει:
    - Καλημέρα, τι κάνετε;
    Τρόμαξαν και έφυγαν σαν τις κότες! Και θριαμβευτής ανέκραξε:
    - Εδώ δεν είναι το Σούλι. Είναι του Ρασούλη!
    Είχε πλάκα κι αυτό. Έτοιμο και το τρίτο κουπλέ. Όλα αυτά που έβαλα ήταν πρόχειρα, ώστε να τα δει ο Μανώλης και να γράψει άλλους στίχους. Όμως, ο πρώτος στίχος μού άρεσε, γιατί ήξερα ότι ο Μανώλης περιέγραφε τον εαυτό του και  ήταν και ποδοσφαιριστής στα δεύτερα του Ηροδότου και ήθελε, ας πούμε, να μοιάσει του Κούδα κι αυτός. Εξ ου και το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Το «Πότε Ιησούς κι Ιούδας» σημαίνει ότι τη μία κάποιον τον εξυψώνεις και την άλλη τον καταδικάζεις. Και το «έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι» είναι η ουσία, που όλοι θα έπρεπε να έχουν.
    Μια φορά του λέω του Μανώλη:
    - Ρε Μανώλη, άκου να δεις τι γράφει η Απογευματινή!
    - Το διάβασα!
    - Υπάρχει ένα έργο…
    - Το είδα!
    Δεν ήθελε ν’ ακούσει από σένα ότι αυτό που πήρε το Oscar είναι καλό ή όχι. Το έβλεπε ο ίδιος, για να έχει ιδίαν γνώμην. Είχε σπουδάσει και σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου. Ο Μανώλης ήταν πρωτοποριακός, πρωτογενής και αυτό έγινε γνωστό -ή τον σεβάστηκαν περισσότερο- μετά τον θάνατό του, όταν είδαν ότι δεν έγραφε ούτε έλεγε μαλακίες. Όλα αυτά που έλεγε ήταν προσεγμένα. Μπορούσες, ας πούμε, ν’ αντιπαρατεθείς, ότι «δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λέει», αλλά όμως θα έπρεπε να προσέχεις πολύ αυτά που λέει. Και ιδίως τι λέει στα τραγούδια του. «Εδώ στη ρωγμή του χρόνου». Άμα δεν είσαι διαβασμένος, δεν ξέρεις τι γράφει. Αν του ζητούσες, όμως, να σου εξηγήσει τι γράφει, θα σου εξηγούσε. Το αναφέρω αυτό σε αντιδιαστολή με τον Χριστοδούλου που, άμα τον ρωτούσες «τι εννοείς», σου απαντούσε «άμα δεν καταλαβαίνεις, μην το πιάνεις». Όταν γύρισε ο Ρασούλης απ’ το Λονδίνο και βρήκε έτοιμο το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», είπε:
    - Αυτό είναι σουξέ!
    - Εντάξει τώρα… «σουξέ»… Είναι δύσκολο να γίνει σουξέ ένα τσιφτετέλι. Και, βρε Μανώλη, ποιος θα το καταλάβει το «έχω καταλάβει ήδη / της ζωής μου το παιχνίδι
    »;
    - Ένας στους εκατό αρκεί. Εκεί που χορεύει, μπορεί να σκεφτεί «τι λέει εδώ πέρα».
    - Πάρε τα στιχάκια κι άλλαξε όσα θες. Πάντως το πρώτο μού αρέσει. Δεν μ’ αρέσει το «Άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αυγουλομάτης». Δεν μ’ αρέσει σαν λέξη.
    - Δεν το βάζω τυχαία. Μόνο εκεί που λέει «εδώ είναι του Ρασούλη», θα το αλλάξω και θα βάλω κάτι άλλο.
    - Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Γιατί τα στιχάκια, πέραν του ότι είναι δικό μου μοντάζ, θα γράφει ότι είναι δικά σου.
    Σ’ ένα μήνα, μου λέει:
    - Ρε συ, να τ’ αφήσω όπως είναι; «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη»; Κι ο Τσιτσάνης έχει βάλει τ’ όνομά του.
    - Δεν ξέρω, κάνε ό,τι θες εσύ. Θα χρεωθεί ότι είναι δικό σου.
    Στο οπισθόφυλλο του δίσκου ο Ρασούλης γράφει «Οι στίχοι είναι μοντάζ του Πέτρου από το περιοδικό Αβγό…» κ.λπ., πιστεύω για να ξεφύγει από το «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη». Ότι δηλαδή «ο Πέτρος το έκανε, εγώ αν ήμουνα δεν θα το είχα βάλει, αλλά από την στιγμή που το ‘βαλε ο Πέτρος, ας το, καλά είναι!».
    Οι νότες που παίζει ο Ναπολέων (Μουλιάκος) στην εισαγωγή στην πρώτη εκτέλεση είναι συγκεκριμένες. Δεν είναι στο περίπου. Και φαίνεται περισσότερο στο ορχηστρικό, που υπάρχει μόνο στην κασέτα, γιατί βγήκε και σε κασέτα το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»,  όπου η μία πλευρά ήταν δύο λεπτά μεγαλύτερη από την άλλη. Οπότε για να καλυφθεί το κενό των δύο λεπτών, βάλαμε ορχηστρικό από το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Έχω την κασέτα σαν ντοκουμέντο, στην  οποία εκεί φαίνεται η ωραία ενορχήστρωση που έχω κάνει -για να είμαστε όμως δίκαιοι, ενορχήστρωση έκανα εγώ με τις ιδέες που είχα, αλλά τις υλοποίησε ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Με τον Καλαντζόπουλο κάναμε μαζί την ενορχήστρωση. Του λέω κάποια στιγμή:
    - Ρε συ, Παναγιώτη, θέλω κι ένα ούτι.
    Εκεί που τραγουδά ο Νίκος «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» υπάρχει από κάτω μια κλασσική κιθάρα, που παίζει σαν ούτι, που δεν ακούγεται πολύ, αλλά είναι θαυμάσια. 
    Εγώ είμαι φιλότιμος άνθρωπος και θέλω να είμαι εντάξει μ’ αυτούς που με βοηθάνε. Και πίστεψα ότι ένας που με βοήθησε ήταν ο Μαραβέλιας της Λύρα, που μου έδωσε τη δυνατότητα να δισκογραφήσω για πρώτη φορά. Οπότε του πάω την κασέτα με τον νέο δίσκο. Πέρασε ένα εξάμηνο και δεν είχα καμία απάντηση. Και στη CBS τότε πήγε σαν παραγωγός ο Αντώνης Βαρδής. Τον Αντώνη τον ήξερα σαν συνθέτη κ.λπ. Βρεθήκαμε, μιλήσαμε και του είπα έτσι κι έτσι. Μου είπε «άσε να τ’ ακούσω» κ.λπ. Το ακούει ο Αντώνης και μου λέει:
    - Αυτός ο δίσκος θα γίνει!
    Του άρεσε πάρα πολύ. Αφού ήταν να βγει από τη CBS, μετέπειτα SONY, λέω στον Βαρδή -γιατί ο Βαρδής ήταν ο παραγωγός του δίσκου:
    - Ρε συ, ξέρεις ποιος μ’ αρέσει; Ο Λιδάκης!
    - Τον έχει ο Γιώργος ο Μακράκης ως παραγωγός.
    Του λέω του Γιώργου Μακράκη:
    - Ρε, Γιώργο, έχω ένα τραγούδι, το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», για να το πει ο Λιδάκης.
    - Ε, ρε Πέτρο, δεν λέει λαϊκά τραγούδια ο Μανώλης!.
    Εγώ όμως, πίστευα ότι ο Λιδάκης έχει λαϊκή φωνή. Αυτοί τον είχαν για «ελαφρά». Είπαν από την εταιρεία ότι έχουν κι άλλους τραγουδιστές. Ήμασταν ανοιχτοί σε όλα. Τους ακούσαμε και δεν μας έκαναν. Πρότεινα κάποια στιγμή τον Παπάζογλου, η εταιρεία καταχάρηκε, γιατί είχαμε ήδη κλείσει τη Γλυκερία και τον Λεωνίδα Βελή. Ο Ρασούλης ήταν λίγο «συγκρατημένος» γιατί τον ήξερε καλά τον Παπάζογλου. Πήρα τον Νίκο, είπε «στείλε το». Του το έστειλα. Και λέω του Μανώλη:
    -Ρε συ, Μανώλη, έχεις κι ένα άλλο στιχάκι που είναι γαμιστερό. Αυτό που λέει «Ένα κι ένα κάνουν δύο / λένε μες στο καφενείο».
    - Α, ας το αυτό, το ‘χει κάνει ο Παπάζογλου.
    Μου το τραγουδά.
    - Ρε συ, αυτό είναι πολύ ωραίο! Σε ποιόν δίσκο;
    - Είναι βλάκας. Δεν το έχει βάλει πουθενά!
    - Θέλεις να βάλω μια εισαγωγή και να το λέμε στις συναυλίες;
    - Αμέ!
    Η εισαγωγή στο «Ένα Κι Ένα» είναι δική μου. Και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη και πάμε για Χρυσοπηγή Καβάλας για μία συναυλία. Περνάμε από το Αγροτικό [σ.σ. το στούντιο του Νίκου Παπάζογλου] και μας λέει ο Νίκος:
    - Να σας βάλω κάνα τραγούδι απ’ τον καινούργιο δίσκο που βγάζω;
    - Αμέ!
    Μας βάζει, λοιπόν, τη «Ρωγμή Του Χρόνου», η οποία είναι διασκευή της πρώτης εκτέλεσης που τραγουδά ο Ρασούλης, από τον δίσκο του «Ναι Στο Ναι Και Ναι Στο Όχι» του 1984. Όμως, διασκευή χωρίς να ειδοποιηθεί ο Μανώλης. Θα μου πεις, πήρε άδεια από την ΑΕΠΙ. Αλλά… ΟΚ. Τυπικά θα έπρεπε να του τηλεφωνήσει. Γι’ αυτό σου λέω ότι ο Μανώλης ήταν λίγο κρατημένος. Του λέω του Νίκου:
    - Τι έγινε ρε Νίκο; Θα έρθεις να μας πεις το τραγούδι;
    - Εντάξει… θα το δούμε...
    Πάμε στη Χρυσοπηγή και λέει ο Μανώλης:
    - Έλα, χέσ’ τον! Αφού δεν θέλει!
    - Έλα ρε, Μανώλη...
    Στη Χρυσοπηγή ήταν πάρα πολύ ωραία, μ’ ένα θεατράκι μικρό, γύρω όλο νερά. Καθόμαστε στην εξέδρα και, πριν αρχίσουμε, σηκώνεται ένας γέρος με μουστάκι, γένια κ.λπ., πλησιάζει τον Μανώλη, βγάζει ένα χιλιάρικο, του το κολλάει στο μέτωπο και ζητάει τις «Βεργούλες» [σ.σ. «Τα Δυο Σου Χέρια» του Μάρκου Βαμβακάρη]. Και λέει ο Μανώλης:
    - Εντάξει. Θα το πούμε αργότερα!
    Ήταν μια ωραία συναυλία. Τέλος πάντων, γυρνάμε και ξανασυναντιόμαστε με τον Παπάζογλου. Ο Παπάζογλου δεν ήθελε να έρθει να ηχογραφήσει το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Του άρεσε πολύ το τραγούδι, αλλά δεν ήθελε να ‘ρθει, γιατί θα έβγαζε το «Μέσω Νεφών», τον δικό του δίσκο.
    - Εντάξει, ρε Πέτρο, θα το κοιτάξουμε… Πότε είναι να βγει ο δίσκος;
    - Που να ξέρω, ρε συ Νίκο; Το φθινόπωρο. Τι σε πειράζει;
    - Α, εμένα με πειράζει! Θα βγει ο δικός μου!
    - Τι να σου πω. Δεν ξέρω πώς δουλεύουνε οι εταιρείες… Ρε Νίκο, έχεις γράψει με τον Μανώλη κι ένα θαυμάσιο τραγούδι νέο.
    - Ποιο;
    - Το «Ένα κι ένα κάνουν δύο».
    Έκανε έναν μορφασμό.
    - Ε, εντάξει μωρέ…Ούτε εισαγωγή δεν έχω βάλει!
    - Άκου να σου πω. Του έβαλα μία εισαγωγή και το παίζουμε σ’ αυτές τις συναυλίες, τις λίγες που έχουμε. Και ξέρεις τι ανταπόκριση έχει στον κόσμο από κάτω; Φοβερή! Θέλεις, τώρα που θα πάω στην Αθήνα, να στο στείλω;
    - Ε, στείλ’το…
    - Κοίτα να δεις, άμα δεν σου αρέσει εσένα, πες το μου να το βάλω στον δίσκο τον δικό μου και θα βάλω τ’ όνομά σου.
    Ο Νίκος με κοίταξε «με ένα μάτι»! Σου λέει «τόσο καλό είναι;». Ενώ εγώ μόλις το άκουσα από τον Μανώλη, είπα ότι αυτό είναι σουξέ! Πριν ακόμα βάλω την εισαγωγή! Του το έστειλα. Δεν με ενημέρωσε ότι το έλαβε, αλλά το έβαλε πρώτο στον δίσκο.
    Και πάμε στη Λάρισα, γιατί είχαμε στον Αμπελώνα μία συναυλία, και λέω στον Μανώλη:
    - Κοίταξε, θα του τηλεφωνήσω τελευταία φορά.
    - Πέτρο, μην παίρνεις καθόλου! Ας τον!
    - Όχι, κοίταξε να σου πω. Θα του πω το εξής, για να είμαστε εντάξει. Θα του πω: πες μας Νίκο «δεν έρχομαι» για να ξέρουμε τι να κάνουμε. Μας αφήνεις μετέωρους με το «θα το δούμε». Αν δεν έρθεις, πες μας το, για να βρούμε άλλον τραγουδιστή.
    Παίρνω τον Νίκο και του λέω:
    - Άκου Νίκο. Ούτε εγώ, ούτε ο Μανώλης θα σου κρατήσουμε κακία εάν δεν έρθεις. Ξέρεις γιατί στεναχωριόμαστε; Γιατί δεν ξέρουμε τι να κάνουμε! Αν δεν έρθεις, θα βρούμε άλλη λύση. Όμως το να περιμένουμε αν και πότε θ’ αποφασίσεις, δεν είναι σωστό.
    - Όχι… πες του Μανώλη ότι θα έρθω.
    Έρχεται Αθήνα, υπογράφει ένα συμβόλαιο με την εταιρεία πολύ καλό -για πάρτη του-  και μαζεύεται στο στούντιο όλη η εταιρεία, να τον ακούσει να τραγουδά. Και οι διευθυντάδες και ο Γιώργος Πολυχρονίου, όλοι στο Sierra. Ο Αντώνης Βαρδής, που ήταν ο παραγωγός του δίσκου μας, τούς είπε:
    - Αν δεν κάνετε σ’ αυτόν τον δίσκο τηλεοπτική διαφήμιση, είστε μεγάλοι μαλάκες!
    Ο Βαρδής πίστευε ότι το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα σουξέ. Και σαν ενορχηστρωτής δεν μπερδεύτηκε στα πόδια μας καθόλου. Δεν είπε τίποτα εντελώς. Έδωσαν ό,τι λεφτά ζήτησε ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος για να είναι συνενορχηστρωτής. Έπαιξε βιολί και η γυναίκα του, η Ευανθία (Ρεμπούτσικα). Ήμασταν φίλοι με τον Παναγιώτη από παλιά. Ήταν ο Ρασούλης φίλος τους και ήταν φίλοι του φίλου.

    Όλα μου τα τραγούδια είναι ραδιοφωνικά. Και το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» είναι ραδιοφωνικό. Στην πρώτη εκτέλεση δεν αρχίζει με εισαγωγή. Η φωνή μπαίνει αμέσως μετά τα δύο μέτρα. Άμα έβαζα εισαγωγή και στην αρχή, τότε το τραγούδι θα γινόταν 4:30 λεπτά και, ίσως,  δεν θα παιζόταν στο ραδιόφωνο, λόγω διάρκειας. Έτσι σκέφτομαι εγώ. Ραδιοφωνικά. Όταν είναι η ώρα 12 παρά 3, ο παραγωγός δεν θα το παίξει. Σου λέει «Ας το, είναι μεγάλο». Κι εγώ, λοιπόν, πάντοτε υπολογίζω ραδιοφωνικά. Ναι, αλλά έχουμε γράψει με τον Ρασούλη και κάτι «κατεβατά» Ρασουλικά!… Όταν χρειάζεται, το κάνουμε. Δεν θα το κόψουμε. Αν δεις τα πρώτα τραγούδια του Χατζηνάσιου είναι 2:30. Κι επιτυχίες, όχι παίξε-γέλασε. Κοιτάω, λοιπόν, το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και δεν βάζω εισαγωγή αλλά βάζω κατευθείαν τον Παπάζογλου να τραγουδήσει ώστε να μπορέσω να βάλω τέσσερα στιχάκια.
    Ειδάλλως θα έπρεπε να βάλω τρία και ν’ αρχίζει με εισαγωγή. Αυτή είναι η απόφασή μου. Δεν μου είπε ο Ρασούλης «βάλε». Ούτε ο Βαρδής. Γιατί όταν συνεργάζεσαι με κάποιον, πρέπει να συμφωνήσεις σε πολλά πράγματα. Ή πρέπει να οπισθοχωρήσεις σε πολλά πράγματα. Κι έχει ενδιαφέρον η συνεργασία. Τραγουδάει, λοιπόν, ο Παπάζογλου, και το είπε μία-δύο φορές.

    Έχει σημασία η σύνθεση. Διότι, αγαπητέ Κώστα, το τραγούδι εξαρτάται ακόμη κι από μία νότα. Δηλαδή, αν εδώ η νότα στο «Πότε Βούδας ΠόΤΕ Κούδας» δεν ήταν ψηλή στο δεύτερο «ΤΕ», τότε μπορεί να μην γινόταν σουξέ. Άρα πρέπει να προσέχεις και τη μία νότα. Και το λέω χωρίς να έχω σπουδάσει μουσική, έτσι; Αλλά είμαι πολύ καλύτερος από μερικούς που έχουν σπουδάσει, γιατί μελετάω από τριών χρονών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις μουσική. Πρέπει να ξέρεις. Θα ήθελα να είχα σπουδάσει, αλλά... άλλοι καιροί.

    Το τραγουδάει ο Νίκος στο στούντιο, βγαίνει έξω -υπάρχει κι η φωτογραφία που είναι με την Coca-Cola-, είναι κι ο Μανώλης, εγώ και ο Βαρδής, κι ακούμε τι έγραψε ο Νίκος. Και παθαίνει… τραλαλά ο Νίκος! Δεν υπάρχει άλλη φωνή του Παπάζογλου σαν κι αυτή! Δεν υπάρχει ούτε στο στούντιο το δικό του, πουθενά! Αφού την άκουσε ο Νίκος στο στούντιο Sierra και έπαθε πλάκα! Δεν ξέρω τι συνέβη. Μία εξαίσια συγκυρία! Ο μηχανικός ήταν μια χαρά, τα μηχανήματα ήταν μια χαρά, ο Παπάζογλου ήταν μια χαρά, τα όργανα ήταν μια χαρά, ήταν όλα μια χαρά. Όλοι ευχαριστημένοι.

    Πάμε, που λες Κώστα, τον Σεπτέμβριο του 1986 στο εργοστάσιο να «χαράξουμε» τον δίσκο. Και χαράζεται ο δικός μου δίσκος πρώτα και μετά του Λιδάκη, που κάθεται δίπλα μας, μαζί με τον Μακράκη και περίμενε να τελειώσουμε εμείς. Κι ακούει τον Παπάζογλου ο Λιδάκης και «παθαίνει». Λέει:
    - Πω, πω… Τι είναι αυτό;
    - Αυτό το έδωσα για να το πεις εσύ, αλλά είπε ο Μακράκης ότι εσύ δεν τραγουδάς τέτοια!
    Και βγήκε ο δίσκος, λοιπόν, μαζί με αυτόν του Παπάζογλου («Μέσω Νυφών») μες στην ίδια εβδομάδα! Του ήρθε νταμπλάς! Του λέω:
    - Νίκο, μη φοβάσαι! Άμα είναι καλοί και οι δύο δίσκοι, θα πάνε καλά και οι δύο. Θα πάρουν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», δεν θα βρουν το «Μέσω Νεφών» και θα πάνε ν’ αγοράσουν το «Μέσω Νεφών». Ή θα πάρουν το «Μέσω Νεφών», δεν θα βρουν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και θα πάνε ν’ αγοράσουν και το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Άμα είναι καλοί δίσκοι θα πάνε μπροστά.
    Είχα δίκιο. Εν τω μεταξύ, εγώ του είχα στείλει την εισαγωγή από το «Ένα κι ένα κάνουν δύο», η οποία είναι το… μισό τραγούδι, και του λέω:
    - Βρε συ, δεν έβαλες ένα αστεράκι να πεις ότι η εισαγωγή είναι του Βαγιόπουλου!
    - Το ξέχασα
    .
    Ο Παπάζογλου, δεν ξέρω γιατί, ήταν πολύ συγκρατημένος. Όταν βρισκόμασταν, βέβαια, μ’ έπαιρνε αγκαλιά. Μ’ αγαπούσε πολύ. Αλλά όμως δεν τραγούδησε ποτέ άλλο τραγούδι μου. Έστω ρε παιδί μου τυπικά, λόγω του ότι τραγούδησε το μεγαλύτερό του σουξέ, που το κυκλοφόρησε και σε live. Ο Νίκος είναι και έξυπνος και στο live τις κράτησε τις νότες όλες ψηλά. Είναι άλλο το live. Το live έχει τρία ακόρντα. Εγώ έχω δέκα ακόρντα μέσα! Όταν πήγα στην εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου, τους λέω:
    - Να παίξουμε την πρώτη εκτέλεση;
    - Αμέ, βέβαια!
    Και απόρησαν οι μουσικοί που έχει τέτοια ακόρντα μέσα. Δεν φαίνονται. 

    Όταν βγήκε ο δίσκος, λοιπόν, ήταν Οκτώβριος του 1986. Τότε, στο περιοδικό Ραδιοτηλεόραση που έβγαζε η ΕΡΤ, από τις 17:10, μετά τις ειδήσεις, μέχρι τις 17:30, υπήρχε ένα 20λεπτο που, αν έβγαζε δίσκο γνωστός τραγουδιστής ή συνθέτης, έπαιρνε όλο το 20λεπτο. Αν ήταν δύο λιγότερο γνωστοί, ένα 10λεπτο ο ένας κι ένα 10λεπτο ο άλλος. Οπότε βλέπω ότι την Πέμπτη στις 17:10 θα παρουσιαστούν οι δίσκοι «Αργά Τη Νύχτα» με την Πίτσα Παπαδοπούλου [σ.σ. που περιείχε την επιτυχία «Γκρέμιστα»] και «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» των Βαγιόπουλου-Ρασούλη. Πήγα με το αμάξι στην ΕΡΤ. Πρέπει να ήταν Τετάρτη μεσημέρι. Πάω, λοιπόν, και βρίσκω τον διευθυντή του μουσικού προγράμματος, που ήταν ο Νότης Μαυρουδής. «Νότη, Βαγιόπουλος λέγομαι. Είδα ότι έτσι κι έτσι. Η Πίτσα είναι μια χαρά. Το Γκρέμιστα μια χαρά. Αλλά δεν έχει καμία σχέση το Γκρέμιστα με το Πότε Βούδας Πότε Κούδας, που είναι  εντελώς άλλης διάθεσης δίσκος». Άλλο το «Έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι» κι άλλο το «Αργά Τη Νύχτα». Είναι εντελώς διαφορετικοί δίσκοι και απορώ ποιος τους έβαλε να ακουστούν μαζί. Νευρίασε ο Νότης και μου λέει:
    - Μα τι είναι αυτά που μου λες;
    - Κοίταξε να δεις, εγώ δεν θέλω να παιχτεί. Βάλε κάποιο άλλο.
    - Αν δεν παιχτεί αύριο, δεν θα παιχτεί ποτέ από την ΕΡΤ!
    - Εγώ, Νότη, ξέρεις τι τραγούδια παίζω στην  κιθάρα; Θεοδωράκη. Χατζιδάκι. Λοΐζο, Μαυρουδή… Εσένα παίζω εγώ! Από σένα έχω πάρει! Τι δουλειά έχω εγώ με το «Γκρέμιστα»; Εσύ με κατατάσσεις αλλού από εκεί που είμαι!
    Αμετάπειστος! Πάω, λοιπόν, στο πρωτόκολλο, σφραγίδα, χαρτόσημο: «Δεν θέλω να παιχτεί ο δίσκος μου αύριο». Κάπου πρέπει να την έχω αυτήν την αίτηση. Έχει πολύ πλάκα γιατί ο Νότης, που με αγαπούσε και τον αγαπούσα, δεν το θυμόταν πια. Και έδωσε τότε εντολή να μην παίζεται το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», εννοώντας τον δίσκο. Οι άλλοι, όμως, οι παραγωγοί έκαναν ότι δεν άκουσαν. Και τα παίζανε όλα από τον δίσκο, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι. Έπαιζαν τα άλλα τραγούδια, το «Νοιώσε Με», το «Όλα στη ζωή ‘ναι ρόλοι», το «Πάνω Τάξη – Κάτω Τάξη», και δεν έπαιζαν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» γιατί ήτανε εντολή!

    Εγώ δεν ήμουν ποτέ μέσα στα κόλπα, ούτε θέλω να είμαι μέσα στα κόλπα. Το 1985 π.χ., που βγήκε ο δίσκος της Γαλάνη με τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, η Γαλάνη κατοικοέδρευσε μέσα στην ΕΡΤ. Στις 10 το πρωί εκπομπή, στις 14:00 πάλι εκπομπή, το βράδυ ξανά, την άλλη μέρα το πρωί καλεσμένη στις 11, μετά «έτυχε» να περνάει έξω από το στούντιο και μπήκε μέσα κ.λπ. Λες «είναι θεμιτό»; Δεν είναι θεμιτό για μένα. Ποιος φταίει; Η Γαλάνη φταίει; Οι παραγωγοί φταίνε; Ή η εταιρεία της Γαλάνη που την προωθεί; Εγώ δεν ξέρω. Αυτό, λοιπόν, το έγραψε ο Ταχυδρόμος. Έστειλε ένας μία ανώνυμη επιστολή και είπε «τάδε ώρα εκεί, τάδε ώρα εκεί, τάδε ώρα εκεί…» και τα έγραψε το περιοδικό Ο Ταχυδρόμος. Όλα, ημέρα και ώρα που παίχτηκε, και δεν μπορούσαν ν’ αρνηθούν, γιατί είχε όλες τις ώρες και τα ονόματα των παραγωγών που τη φιλοξένησαν! Και είπε εκείνος που έστειλε την επιστολή ότι δεν ήταν μόνο η Γαλάνη. Μόλις τελείωσε η Γαλάνη, μπούκαρε η Νάνα Μούσχουρη από το Παρίσι! Και αυτή τα ίδια! Αυτά άμα τα δεις μ’ έναν τρόπο, λες «ναι ρε παιδί μου, είναι θεμιτό να προωθεί κάποιος τη δουλειά του». Ναι, αλλά πρέπει να έχεις υπόψη σου ότι υπάρχει μόνο ένα ραδιόφωνο σ’ όλη την Ελλάδα. Τρεις φορές αν παιζόταν ένα τραγούδι, γινόταν επιτυχία! Αυτά, όμως, μετά τα συνηθίζεις ότι «συμβαίνουν». Εγώ λέω: «συμβαίνουν μεν, δεν ξεχνάμε δε». Δεν τα ξεχνάω αυτά που συνέβαιναν... Πιστεύω ότι πολλοί παραγωγοί, και ιδίως των ιδιωτικών σταθμών, εξαρτιόντουσαν πάρα πολύ από τις εταιρείες, με την προϋπόθεση ότι «θα σου δώσουμε να παίξεις πρώτος το τραγούδι». Και τι έγινε άμα το παίξεις πρώτος; Άμα δεν είναι καλό;

    Το θέμα είναι να βρεις ένα καλό τραγούδι και να πεις «τι πρώτος, τι δεύτερος, τι τελευταίος να το παίξω, αρκεί να είναι καλό». Το καλό τραγούδι έχει σημασία. Και το καλό τραγούδι είναι το διαχρονικό. Καλός παραγωγός είναι αυτός που βλέπει ποια είναι τα διαχρονικά τραγούδια. Να φανταστείς, όταν δούλευα στα ραδιόφωνα, και βγήκε ο δίσκος «Αγάπη Όλο Ζήλεια» (1987) με τον Νικολόπουλο και τον Βελή, είπε η εταιρεία «παιδιά, θέλουμε να παίζει το Αγάπη Όλο Ζήλεια». Ποιο παίζανε οι παραγωγοί χωρίς να συνεννοηθούν; Το «Με Το Στόμα Γεμάτο Φιλιά». Το οποίο ήταν παραπεταμένο κάπου στη β’ πλευρά του δίσκου. Όπως ήταν πεταμένο και η «Πριγκηπέσα» του Μάλαμα [σ.σ. ήταν το δωδέκατο στη σειρά του άλμπουμ «Ο Φύλακας Κι Ο Βασιλιάς», 2000]. Όμως εγώ είμαι καλός παραγωγός. Όπως και ο Λάμπρος Καρελάς, απ’ τα Παιδιά Απ’ Την Πάτρα.  Μου λέει:
    - Τον άκουσες τον δίσκο του Μάλαμα;
    - Ναι. Κι έχει κάτι τραγουδάρες μέσα…
    - Ποιο;
    - Την «Πριγκηπέσα»!
    - Δώσε πέντε!
    Από την αρχή το καταλάβαμε ότι είναι σουξέ! Όμως ο Λιδάκης, που συμμετείχε στον δίσκο, δεν το «είδε». Ο παραγωγός, αλλά και ο κριτικός δίσκων φαίνεται πόσο καλός είναι, όταν ισχύουν αυτά που είπε και μετά 10 και 20 χρόνια.

    Όταν παρουσιάσαμε τον δίσκο -πρώτη παρουσίαση στην ΥΕΝΕΔ νομίζω- η ώρα μας ήταν από 12:10, που τελειώνουν οι ειδήσεις, μέχρι τις 13:00. Παίζουμε το «Νοιώσε Με», παίζουμε το «Πάνω Τάξη – Κάτω Τάξη», και μισή παίζουμε το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και άρχισαν τα τηλέφωνα. «Τι λένε αυτοί;» και «τι δουλειά έχει ο Βούδας, ο Ιησούς και ο Ιούδας μαζί» και «διώξτε τους»… Μπαίνει κι ένα άλλο τραγούδι, το «Όλα στη ζωή ‘ναι ρόλοι», ή με τη Χριστίνα (Μαραγκόζη) που είπε το «Νάχα Την Ξύπνια Μηχανή» και μετά βάζουμε τον Βελή «Όποιος δεν είν’ αμαρτωλός, να κάνει ένα βήμα εμπρός / και το καθόλου αμαρτωλός, είναι κι αυτό αμαρτία». Εκεί, λοιπόν, και ένα τέταρτο πριν τις 13:00, είπε ο παρουσιαστής «Ευχαριστούμε πάρα πολύ, ήταν πολύ χαρά μας» και πάει, αυτό ήτανε. Τελείωσε άδοξα η εκπομπή! (γέλια)

    Άλλη μέρα είμαστε καλεσμένοι στην ΕΡΑ στην Αγία Παρασκευή. Και εκεί ήταν, όπως ξέρετε, η πολύ καλή διευθύντρια  Σοφία Μιχαλίτση, η οποία ήταν χρόνια φίλη με τον Μανώλη.
    - Μανώλη μου, μην πεις μόνο για τον Ραζνίς [σ.σ. Μαγκουάν Σρι Ραζνίς, γνωστός και ως Όσσο, Ινδός γκουρού, 1931-1990].
    - Ναι, εντάξει. Σου είπα ότι δεν θα πω.
    Κουβεντιάζει μετά ο Μανώλης με τον παρουσιαστή, αυτή ως Κέρβερος επιβλέπει απ’ έξω μην τυχόν και αναφέρει τίποτα για τον Όσσο ή για τον Ιησού, αφού το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» ήταν στη μαύρη λίστα της Εκκλησίας -μου το έλεγε ο Μανώλης και δεν το πίστευα. Και κάποια στιγμή λέει ο Μανώλης:
    - Όταν είχα πάει στην Ινδία…
    Και τον κόβουν και βάζουν τραγούδι! Και του κάνει η Μιχαλίτση:
    - Ρε Μανώλη!
    - Είπα τίποτα, ρε παιδί μου;
    - Είπες «όταν είχα πάει στην Ινδία»!
    - Κι επειδή; Πήγα στην Ινδία, ναι.
    - Θα έλεγες για τον Όσσο!
    - Εσύ νομίζεις ότι θα έλεγα για τον Όσσο! Όχι, δεν θα έλεγα!
    Μας βγάλανε στην πρώτη εκπομπή του «Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι» [σ.σ. 11 Οκτωβρίου 1986] του Διονύση Σαββόπουλου, όπου δώσαμε και συνέντευξη και είπαμε με τη Γλυκερία δύο τραγούδια.

    Μετά βγήκαμε στα «Κυριακάτικα» με Έλενα Ακρίτα και Δημήτρη Κωνσταντάρα. Πάμε, λοιπόν, και βλέπουμε τον Κούδα, που τον έφεραν από τη Θεσσαλονίκη! Δεν το ξέραμε! Και λέει ο Κούδας ότι «οδηγούσα κι ακούω Πότε Βούδας Πότε Κούδας και παρκάρισα δεξιά και σκεφτόμουν τί έκανα και μ’ έκαναν τραγούδι;» (γέλια). Ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Εγώ, σαν φοιτητής, πήγαινα με τους φίλους μου στην Τούμπα. ΠΑΟΚτζής εγώ, μέσα στους φανατικούς, αλλά έφαγα και ξύλο από τους ΠΑΟΚτζήδες! Γιατί στο ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός, έκανε μία ζογκλερική τρίπλα ο Δομάζος και κάνω «πωωω, τι έκανε ο τύπος!», οπότε έφαγα μερικές σφαλιάρες από γύρω-γύρω. «Βάζελε», με φωνάζανε! Χαίρομαι το ποδόσφαιρο όταν είναι ωραίο. Και ο Μανώλης ήταν μεν ΟΦΗ αλλά έλεγε «έπαιξαν οι άλλοι καλύτερα και μας κέρδισαν».

    Ήμασταν, λοιπόν, στην εκπομπή «Κυριακάτικα» εγώ με τον Ρασούλη για να μιλήσουμε για τον δίσκο μας και μετά από μας ήταν καλεσμένοι ο Παπάζογλου και η Γλυκερία. Του λέμε:
    - Νίκο, αφού είσαι εδώ πέρα, έλα να πεις και το τραγούδι!
    - Όχι, μωρέ… ωραία το λέτε κι εσείς.
    Γιατί ο Νίκος, όπως σου ‘χω πει, φοβόταν πάλι μην ακουστεί το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» κι όχι τα δικά του. Σαν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» να μην ήταν δικό του! Δεν ήρθε. Αφού τελειώσαμε, μετά μπήκε στο στούντιο στα «Κυριακάτικα» κι έπαιξε πρώτο-πρώτο το «Ένα Κι Ένα», που δεν ήθελε να το βάλει στον δίσκο. Τέλος του 1986, λέει ο Μανώλης:
    - Πάμε, ρε παιδί μου, στον Χάρρυ Κλυνν. Τραγουδάει εκεί κι ο Δημήτρης  Κοντογιάννης.
    Πάμε στον Χάρρυ Κλυνν, έπαιζε θέατρο αλλά είχε και live μουσική. Κι ο Δημήτρης Κοντογιάννης τραγουδούσε το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Του άρεσε τόσο πολύ, που, μόλις το άκουσε, το έβαλε στο πρόγραμμα κατευθείαν.
    Μετά μας είχε καλεσμένους ο Μίμης Πλέσσας, ο Κώστας Φέρρης και ο Βασίλης Τσιβιλίκας, στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο» (ΕΡΤ). Ήταν μεγάλη μας τιμή και χαρά.

    Πάω το 1987, το καλοκαίρι, στη συναυλία του Παπάζογλου στον Λυκαβηττό. Κατεβαίνω στα παρασκήνια, χαιρετάω τον Νίκο, χαιρετάω τους μουσικούς, ήταν κι ο Μάλαμας μαζί. Έπαιζε κιθάρα στο σχήμα του Νίκου. Κάθομαι, λοιπόν, στις εξέδρες, γεμάτο κόσμο, παίζει ο Νίκος, ας πούμε, «Εδώ στη ρωγμή του χρόνου…» κ.λπ. Φωναζει ο διπλανός μου:
    - Τον «Βούδα»!
    Συνεχίζει ο Νίκος μ’ άλλο τραγούδι κι ο διπλανός μου:
    - Πες τον «Βούδα»!
    (γέλια) Άντε τώρα να του πεις ότι τον «Βούδα» τον έγραψε αυτός που ήταν πλάι του! Και παίζει τον «Βούδα» και γίνεται της πουτάνας το μαγκανοπήγαδο! Χορεύανε πάνω-κάτω, χαμός! Όλοι όρθιοι! Αυτή η παράσταση ηχογραφήθηκε και είναι η εγγραφή που βγήκε σε δίσκο και CD το 1991.
    Ο δίσκος «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» έγινε το 1986 και ο επόμενος δίσκος μας έγινε το 1995. Μετά από εννιά χρόνια! Κανένας δεν μου ζήτησε να του κάνω δίσκο. Όλοι θέλανε ένα «τραγουδάκι» σαν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» για να κονομήσουν. Και λέω: «τραγουδάκι» βρε αθεόφοβοι είναι το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»; Αυτό το τραγούδι θα μείνει στην αιωνιότητα! Σήμερα άκουσα ότι είπε κάποιος πως το «Μια Κόκκινη Γραμμή» του Θεοφάνους (2009, ερμηνεία: Νατάσα Θεοδωρίδου) είναι πάρα πολύ γνωστό κι ότι είπε ο συνθέτης ότι θα έπρεπε να παίρνει 20.000 μόνο απ’ αυτό το τραγούδι. Και λέω εγώ, άμα έπρεπε να παίρνει αυτό 20.000, εγώ θα έπρεπε να παίρνω 2.000.000 τουλάχιστον από το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»… Λέμε τώρα!
    Δεν θέλω να θίξω κανέναν. Αλλά ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος, που ήταν πρόεδρος όλων των κέντρων διασκέδασης της Ελλάδας, είπε σε συνέντευξή του, ότι το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» είναι ο εθνικός ύμνος του τσιφτετελιού. Και όταν μια φορά τον συνάντησα και του είπα ποιος είμαι, μου λέει:
    - Μπράβο, ρε μάγκα! 50.000 μαγαζιά έχει η Ελλάδα, 50.000 φορές σε παίζουν κάθε μέρα!
    Έπρεπε να τον πάω στην ΑΕΠΙ να τους τα πει! 
    Τώρα με ρωτάνε μερικοί νέοι και ιδίως κορίτσια «Εντάξει ο Βούδας, ο Ιησούς κ.λπ., αλλά ο Κούδας ποιος είναι;». Τα νέα παιδιά δεν τον ξέρουν τον Κούδα. Ο Κούδας, όμως, θα μείνει στην ιστορία, ενδεχομένως και λόγω του τραγουδιού. Θα το ψάξεις στο Google, αν θες, και θα βρεις ποιος είναι ο Κούδας.
    Εγώ πιστεύω, όπως οι περισσότεροι, ότι το καλύτερο όργανο στο τραγούδι είναι η φωνή. Κι η ερώτηση είναι η εξής: Αν δεν τραγουδούσε ο Παπάζογλου, θα γινόταν σουξέ; Εάν δεν έλειπε ο Ρασούλης κι εγώ δεν άνοιγα το περιοδικό για να βρω τα στιχάκια, κι έγραφε ο Ρασούλης άλλα στιχάκια, θα γινόταν σουξέ; Εγώ πιστεύω πως ήταν πάρα πολύ ωραίες οι συγκυρίες που έπεσαν μαζί.

    Στον δίσκο υπάρχει ένα τραγούδι, το «Πάνω Τάξη – Κάτω Τάξη» και, αν παρακολουθήσεις τον στίχο, λέει «δεν θέλω ναι, δεν θέλω ιστορικό συμβιβασμό». Ο Ρασούλης αναφέρει μέσα στα ερωτικά τον ιστορικό συμβιβασμό του Enrico Berlinguer στην Ιταλία, του κομμουνιστή που έγινε αρχηγός και έγινε ο ιστορικός συμβιβασμός των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών. Δηλαδή ο Ρασούλης θέλει πολύ ψάξιμο. Μετά από χρόνια, μου είπε ότι αυτό ήταν απάντηση σ’ ένα τραγούδι που είχε γράψει σ’ έναν προηγούμενο δίσκο με τον Νικολόπουλο. Αν μου το έλεγε νωρίτερα, δεν θα το έκανα. Δεν θέλω απαντήσεις σ’ άλλα τραγούδια. Άλλο τραγούδι από κείνο τον δίσκο είναι του Βελή, που τραγουδάει ένα ζεϊμπέκικο [το «Όποιος Δεν Είν’ Αμαρτωλός»]. Του λέω:
    - Ρε συ, Λεωνίδα, έχω μια εισαγωγή πιο πιασάρικη.
    - Όχι, αυτή ν’ αφήσεις. Μ’ αρέσει πολύ, που είναι «έντεχνη».
    Ο Λεωνίδας Βελής είχε ήδη σουξέ, το «Με Σένα Πλάι Μου» (1984) του Κουγιουμτζή, που έβαλε δικούς του στίχους ο Μανώλης, αλλά στην πρώτη εκτέλεση είχε άλλους στίχους και το είπε  ο Γιώργος Ζωγράφος -«Σαν ένα αστέρι που ταξιδεύει». Οπότε όταν είπα του Βελή να συμμετάσχει στον δίσκο μας, θεώρησε ότι ήταν υποχρέωσή του να έρθει. Του άρεσε το τραγούδι και το είπε πάρα πολύ ωραία. «Όποιος δεν είναι αμαρτωλός να κάνει ένα βήμα εμπρός… και το καθόλου αμαρτωλός είναι κι αυτό αμαρτία». 

     

    ΝΟΙΩΣΕ ΜΕ – Μανώλης Ρασούλης
    (1986, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Το «Νιώσε Με» είναι γραμμένο πάνω σε στίχους. Μου έδωσε τους στίχους ο Μανώλης και λέει:
    - Για μένα  γράφω… το βλέπεις.
    Όταν του το έδωσα μελοποιημένο, τρελάθηκε. Μου λέει:
    - Πέτρο, θα μου επιτρέψεις να το τραγουδήσω εγώ;
    - Βρε, είσαι στα καλά σου; Εμένα μου αρέσεις πάρα πολύ σαν τραγουδιστής. Κι είναι και δικό σου. Το συζητάς; Ζητάς την άδεια από μένα, που είμαστε και φίλοι και συνεργάτες;
    - Έπρεπε να το πω…
    - Εντάξει.
    Ο Στέλιος Φωτιάδης συνθέτης, σύζυγος της Γλυκερίας, το άκουσε και μου είπε:
    - Πέτρο, πες του Μανώλη να το τραγουδήσει η Γλυκερία.
    Αλλά ο Μανώλης το είχε γράψει για τον εαυτό του. Και το είπα του Στέλιου, έτσι κι έτσι, και μου είπε:
    - Εντάξει, το καταλαβαίνω.
    Όλη την ενορχήστρωση την έκανε ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Και ο Μανώλης ήταν πολύ συγκινημένος όταν το τραγούδησε. Όποιος δεν γνώρισε τον Ρασούλη, θα τον βρει μέσα στα τραγούδια του. Τις αγάπες του, τις προδοσίες του, τα πιστεύω του, τις ιδεολογίες του… Το «Νοιώσε Με» είναι προσωπικό απ’ όλες τις απόψεις. Έχει και το ερωτικό, αλλά μπορεί ν’ απευθυνθεί και σε άλλον άνθρωπο, να τον νοιώσει, να τον σώσει και να συμπορευτούν. Ήμασταν πολλές ημέρες στο στούντιο κι όταν πήγαινα σπίτι λέω: «γαμώτο, πρέπει να το ξαναπεί γιατί εκεί ήταν φάλτσος». Δεν ήταν φάλτσος. Φάλτσα ήταν τ’ αυτιά μου γιατί κουράστηκαν, από τις πολλές ώρες που είμαστε στο στούντιο. Όταν το άκουσα την άλλη μέρα, ήταν μια χαρά. Είναι αυτό που μπήκε στον δίσκο.

    Αφού βγήκε ο δίσκος «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», όπου συμμετείχαν ο Παπάζογλου, η Γλυκερία, ο Βελής, η Μαραγκόζη, ο Βαρδής, ο Μανώλης κι εγώ, τότε ο Μαραβέλιας της Λύρα μού είπε:
    - Πέτρο δεν είσαι εντάξει!
    - Γιατί ρε Κυριάκο δεν είμαι εντάξει;  
    - Γιατί θα έπρεπε τον δίσκο αυτό να τον φέρεις σε μένα.
    - Άμα κοιτάξεις στο γραφείο σου, εκεί πάνω είναι ακόμα η κασέτα!
    - Το έδωσες σε μένα;
    - Στο έδωσα κι είναι πάνω ακόμα στο γραφείο σου! Θα δεις «Βαγιόπουλος – Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Έτσι γράφει.
    Δεν τον άκουσε ποτέ!. Καλύτερα όμως. Κάθε εμπόδιο για καλό.

    Ο δίσκος βγήκε περίπου στις 15 Οκτωβρίου του 1986 και αποσύρθηκε τον Ιούνιο του 1987. Κυκλοφόρησε μόνο για 8 μήνες! Αυτή ήταν η πολιτική της εταιρείας. Δηλαδή, εγώ ήμουνα σε μία εταιρεία στην οποία οι λαϊκοί δίσκοι αν έβγαιναν τον Οκτώβριο αποσύρονταν το καλοκαίρι. Επειδή, λοιπόν, τον έκριναν ότι ήταν ένας λαϊκός δίσκος, τον απέσυραν τον Ιούνιο. Θα μου πεις, είναι το «Νοιώσε Με» λαϊκό; Το «Όλα στη ζωή ‘ναι ρόλοι» είναι λαϊκό; Δεν έχει σημασία. Έχει μέσα το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», οπότε χαρακτηρίζεται κατευθείαν «λαϊκός» ο δίσκος. Από την επόμενη χρονιά, το 1988, τον έβρισκες στο Μοναστηράκι να πωλείται ως δυσεύρετος συλλεκτικός! (γέλια). Δηλαδή, αν δεν έβγαζε το 1991 ο Νίκος Παπάζογλου το live από τον Λυκαβηττό, που είχε μέσα το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», η εταιρεία μας δεν θα έβγαζε CD! Κι όταν κυκλοφόρησε σε CD, το τραγούδι «Όλα στη ζωή ‘ναιρόλοι» το γράφει πάνω στο CD ως «Όλα στη ζωή ‘ναιρολόι»! Άμα ήταν ρολόι όλα στη ζωή, δεν θα χρειαζόταν να γράψει ο Ρασούλης τίποτα. Δηλαδή… έλεος!

    Θα ήθελα να επισημάνω ότι μετά την εμφάνιση του Ρασούλη με την «Εκδίκηση Της Γυφτιάς», είχε πολλούς φίλους, αλλά και πολλούς εχθρούς. Και το κακό είναι ότι οι περισσότεροι εχθροί ήταν από τον χώρο μας και από τον χώρο των ΜΜΕ. Να φανταστείς ότι όταν κάποια εφημερίδα ήθελε να βάλει φωτογραφία του Ρασούλη, έβαζε φωτογραφία από τα δικαστήρια, που ήταν κατηγορούμενος στο εδώλιο.

    Δεν θυμάμαι να έγραψε κάποιος καλή κριτική για τον δίσκο μας «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»! Ο Ανδρέας Μικρούτσικος, που με έστειλε στον Ρασούλη σαν έναν πολύ καλό συνθέτη, όταν έβγαλε τον δικό του δίσκο «Να 'μαστε Πάλι Εδώ Ανδρέα», έκανε κριτική στον δίσκο μου και έγραψε «Ο Βαγιόπουλος δεν κατάλαβε το καινούργιο αεράκι που φυσάει...». Το καινούργιο αεράκι, φυσικά, ήταν τα τραγούδια «Κυκλωπάκι», «Γκόστμπαστερ», «Μικρός Ερωτικός» κ.λπ., από τον δίσκο του, που έχουν ήδη ξεχαστεί. Έμεινε όμως ο ίδιος, να γράφουν τα σάιτ, όχι για τα ενδιαφέροντα τραγούδια του αλλά, για τους καθημερινούς τσακωμούς του στα πρωινάδικα.

    Ένας Χρήστος Μαρκόπουλος έγραψε στο περιοδικό Μουσική ότι δεν πιστεύει ότι όλες οι μουσικές είναι δικές μου (!) και η β' πλευρά του δίσκου είναι κάτω από μέτρια -εκεί είναι το «Νοιώσε Με»!- και ο Ρασούλης, σαν ερμηνευτής κακοποιεί τα τραγούδια (γέλια), ο Βαρδής σαν παραγωγός πέφτει στα μάτια του (γέλια) και αυτός ο δίσκος δεν θα αντέξει με τίποτα στον χρόνο. Βρε ο καημένος! Τον λυπάμαι, γιατί έχουν περάσει 40 χρόνια κι άλλα τόσα θα περάσουν και πάλι ο δίσκος θα ζει! Αυτός που τα έγραψε, ρώτησα ποιος είναι και δεν τον ξέρει κανείς! Όμως το δηλητήριο το έριξε!

    Ο Γιώργος Τσάμπρας έγραψε ότι η μία πλευρά του δίσκου είναι up και η άλλη πλευρά είναι down. Επίσης ότι «ο Βαγιόπουλος έγραψε ένα ''Καζαντζιδικόν'' για τον Βελή και ένα ''Αλεξιοπουλικόν'' για την Μαραγκόζη» -ε, ολίγον περιπαιχτικώς. Θα πρέπει εδώ να τονίσω ότι, όταν έδωσα την κασέτα στη Λύρα και μετά στον Αντώνη Βαρδή, υπήρχαν ήδη μέσα αυτά τα δύο τραγούδια. Και ούτε τον Βελή γνώριζα, ούτε και την Μαραγκόζη. Άρα, αυτά που γράφει ο Γιώργος, δεν στέκουν. Θα μπορούσε να γράψει πως δεν του άρεσε ο δίσκος, αλλά έχει δύο τραγούδια που θα μείνουν στην αιωνιότητα: το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και το «Νοιώσε Με». Με στεναχώρησε, γιατί τον συμπαθώ.


    ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ – Ελένη Λεγάκη
    (1993, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο οποίος είναι φίλος του Ρασούλη από τα «Δήθεν» (1979), διότι στα «Δήθεν» ήταν ηχολήπτης, του λέει:
    - Μανώλη, θέλω να κάνουμε στο Mega, στην εκπομπή μου «Άνω Κάτω Το Σαββάτο» ένα αφιέρωμα σε σένα την παραμονή του Πάσχα. Παραμονή Λαμπρής. Να είσαι ο καλεσμένος.
    Και μου δίνει, λοιπόν, έναν στίχο ο Μανώλης για να παιχτεί στη συγκεκριμένη εκπομπή. Και λέει: «Τα πάντα ρει, τα πάντα ρει / γι’ αυτό απόψε είναι Λαμπρή». Έτσι έλεγε το στιχάκι γιατί το τραγούδι γράφτηκε για να παιχτεί παραμονή Λαμπρής, Σάββατο βράδυ -στον δίσκο βάλαμε «γι’ αυτό απόψε είναι γιορτή» για ν’ ακούγεται και τις άλλες μέρες. Η «μαγιά» της μουσικής προϋπήρχε και ήταν ολίγον σαν απτάλικο, σαν καμηλιέρικο. Σαν ζεϊμπέκικο, δηλαδή, γρήγορο. Φαίνεται μέσα στο τραγούδι, αλλά εγώ το έκανα «στα 3», σα να είναι ηπειρώτικο. Στο «Άνω Κάτω Το Σαββάτο», λοιπόν, έκαναν τα ωραία «τρελά» τους ο Αντώνης με τον Μανώλη και έπρεπε να παιχτούν και μερικά τραγούδια. Το «Τα Πάντα Ρει» θα το έλεγε ο Καφετζόπουλος. Βλέπω εκεί και την Ελένη Λεγάκη, με την οποία γνωριζόμασταν από την εταιρεία.
    - Επ, Ελένη τι γίνεται;
    - Θα πω ένα τραγούδι. Με κάλεσε ο Αντώνης να το πούμε μαζί.
    Και ήταν το δικό μου. Ο Αντώνης θεώρησε ότι θα ακουγόταν πιο ωραία, αν το έλεγε μαζί με την Ελένη. Και δικαίως. Αλλά αυτό το τραγούδι, εγώ δεν το έγραψα για να γίνει δίσκος, αλλά για τη συγκεκριμένη εκπομπή. Κι αφού το τραγούδησαν, φαίνεται άρεσε πολύ στον κόσμο, γιατί το ζητούσε από την Λεγάκη. Και μου είπε η Ελένη να το βάλει στον δίσκο.
    - Βρε Ελένη, εσύ βάζεις νησιώτικα. Το δικό μου δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτά.
    - Όχι, θα το βάλω και τίτλο του δίσκου!
    - Τι; τίτλο; Αφού διαφέρει εντελώς από τα νησιώτικα που έχετε μέσα!
    - Δεν πειράζει!
    Τέλος πάντων, επιμελήθηκα λίγο της ενορχήστρωσης και επειδή ο υπόλοιπος δίσκος ήταν νησιώτικος, λέω ας μπει κι ο Κουκουλάρης να παίζει λίγο βιολί, να φανεί ότι έχει κι αυτό μία δόση από νησιώτικο. Αλλά ο στίχος λέει «...και του κύκλου η τελειότη κάνει ουσία τα διότι». Δηλαδή; τι σχέση έχει ο στίχος με τα νησιώτικα; Ο.Κ. Συμβιβαζόμαστε. Έχω κάνει μία διαφορετική εκτέλεση, η οποία είναι στην εταιρεία του Μωυσή Ασέρ, και παίζουν κλασικές κιθάρες και φαγκότο  και το τραγουδώ μαζί με τη Χριστιάνα Γαλιάτσου. Είναι διαφορετικά ενορχηστρωμένο, ώστε να ταιριάζει και να αναδεικνύει τον στίχο.

    Όταν, όμως, ξέρεις ότι θα μπει σ’ ένα δίσκο νησιώτικο, θα βάλεις και τον Κουκουλάρη να παίξει βιολί και  ήρθε και ο Μανώλης  Καραντίνης κι έπαιξε τζουραδάκι και… έγινε επιτυχία. Η Ελένη, που την αγαπάω πολύ, είναι πολύ καλή τραγουδίστρια και πολύ καλό παιδί. Όποτε την βρίσκω, ανοίγει η καρδιά μου. Το αναφέρω αυτό γιατί γράφτηκε σ’ ένα βιβλίο ότι όταν χορεύει κάποιος δεν του περνά να σκεφτεί τι εννοεί ο στίχος «και του κύκλου η τελειότη κάνει ουσία τα διότι». Εγώ έγραψα το «Τα Πάντα Ρει» για μία συγκεκριμένη δουλειά. Κι η δουλειά ήταν το «Άνω Κάτω Το Σαββάτο». Τώρα το ότι χορεύεται στα πανηγύρια ή ότι στο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» το «έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι» δεν το καταλαβαίνει ο άλλος, τι να πω! Είναι αυτό που έλεγε ο Ρασούλης: «Δεν πειράζει. Ένας στους εκατό θα καταλάβει». Μένουμε εκεί. Κέρδος είναι κι αυτό.

    Ο Χριστόδουλος Ξηρός πώς βρέθηκε στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού;
    Π.Β.: Ήθελαν να γυρίσουν ένα βίντεο κλιπ κι έπρεπε να πάει ένας μπουζουξής. Ο μπουζουξής, όμως, τους έστησε κι ο Ξηρός ήταν φίλος φίλου. Και είπαν «δεν του λέτε να ‘ρθει για πλέι μπακ… να κάνει ότι παίζει;». Νομίζω ότι εγώ προξένησα όλη τη φασαρία. Αυτό έχει πολύ πλάκα. Όταν συνέλαβαν τον Ξηρό, μου λέει ο Μωυσής Ασέρ:
    - Ρε συ, στο τραγούδι σου παίζει μπουζούκι ο Ξηρός!
    - Ποιος Ξηρός;
    - Ο Χριστόδουλος της 17 Νοέμβρη, που πιάσανε!
    - Έλα ρε συ!
    Παίρνω -για να κάνω χαβαλέ- τηλέφωνο στο Star. Και λέω:
    - Αυτόν που πιάσανε σήμερα, ο Χριστόδουλος Ξηρός, παίζει μπουζούκι στο βίντεο κλιπ της Λεγάκη, στο «Τα Πάντα Ρει».
    Κι από κει έγινε ντόρος! Βγάλανε τη Λεγάκη, πήγαν να βγάλουν κι εμένα…Αρνήθηκα. Εγώ το μαρτύρησα, ναι! (γέλια). Με την έννοια ότι τώρα θα σας κάνω πλάκα! Καθόμουνα στην τηλεόραση και γελούσα, βλέποντας το βίντεο κλιπ «Τα Πάντα Ρει»  να παίζει επί μέρες! 

     

    ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΖΩΗ ΜΟΥ – Χριστίνα Μαραγκόζη
    (1994, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Τους στίχους τους έγραψε ο Μανώλης, πάνω σε μουσική δική μου, στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Επί τόπου! Όταν είχε διάθεση, έγραφε. Το τραγούδι το έδωσα στη Γλυκερία για τον προσωπικό της δίσκο. Της άρεσε πάρα πολύ, άρεσε και στον άντρα της, τον Στέλιο Φωτιάδη, και έγραψα αργότερα και την εισαγωγή. Πήρα τη Γλυκερία, μου είπε ότι ο Στέλιος πήγε στο στούντιο να γράψει και είπα «κάτσε να του πάω την εισαγωγή». Πήγα, λοιπόν, του έδωσα του Στέλιου την εισαγωγή, του άρεσε -είχε βάλει μία άλλη δική του πολύ καλή εισαγωγή, η οποία περιλαμβάνεται μες στο τραγούδι- και παρεξηγηθήκαμε με τον Στέλιο για την «ταχύτητα» του τραγουδιού. Εγώ έλεγα ότι επειδή έχει αρκετά λόγια, το θέλω αργό μπαγιό, να χορεύεται όμορφα, να πατάει γερά. Εκείνη την εποχή, όμως, επικρατούσε το «πάμε γρήγορα γιατί χορεύει ο κόσμος γρήγορα». Οπότε, παρεξηγηθήκαμε και μου λέει ο Στέλιος:
    - Ας το ρε Πέτρο.
    Και πήρα το τραγούδι κι έφυγα. Εγώ είμαι της εξής άποψης: όταν χορεύεις μπαγιό, συρτό και καλαματιανό, δεν χρειάζεται να μπερδεύεις τα μπούτια σου από την ταχύτητα, όταν χορεύεις. Χορεύεις άνετα και κανονικά. Έτσι είναι ο χορός. Εκεί ήταν η διαφωνία μας. Δεν τον ρώτησα ποτέ «Στέλιο, εσύ χορεύεις ή όχι;». Τότε με παίρνει τηλέφωνο ο Μανώλης και με ρωτάει:
    - Τί έγινε;
    Του λέω έτσι κι έτσι. Με πήρε μετά ο Στέλιος Φωτιάδης:
    - Ρε Πέτρο, αυτά συμβαίνουν. Έλα από δω.  
    Πήγα από το στούντιο, το είχαν γράψει ήδη, πάλι γρήγορα, και μου λέει:
    - Τώρα έχουμε ένα πρόβλημα. Πράγματι είχες δίκιο. Πήγε να το τραγουδήσει η Γλυκερία κι ήταν πολλά τα λόγια κι είναι και γρήγορο και τώρα είναι 13 τραγούδια και πρέπει να βγάλουμε το ένα.
    - Βγάλε το δικό μου!
    Εκείνο τον καιρό, τέλος του 1994, πάμε στον Φωτιάδη, ο οποίος είχε ανοίξει μια νέα εταιρεία, την Eros Music, να πιούμε έναν καφέ. Και πάμε εκεί, μας υποδέχεται ο Στέλιος, και λέει:
    - Έχετε τίποτα για δίσκο;
    - Κάτι έχουμε. 
    Κι ετοιμάσαμε το «Βαλκανιζατέρ». Του λέω του Ρασούλη:
    - Ρε Μανώλη, έχουμε ένα σουξέ. Να πει η Γλυκερία το «Όνειρό Μου Και Ζωή Μου», αφού δεν μπήκε στον δικό της δίσκο;
    - Κοίταξε… αυτό είναι τραγουδάκι ερωτικούλι. Ενώ εδώ, στο «Βαλκανιζατέρ», λέμε κάτι άλλο, διαφορετικό...
    Εγώ έλεγα να βάζαμε το «Όνειρό Μου Και Ζωή Μου» στο «Βαλκανιζατέρ», ενώ ο Μανώλης έλεγε ότι νοηματικά δεν ταιριάζει με τα άλλα. Ο Αντώνης Βαρδής, ο οποίος, όπως έχω πει, ήταν ο παραγωγός του δίσκου «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και αν δεν ήταν ο Αντώνης δεν θα γινόταν ποτέ ο δίσκος, μου ζήτησε ένα-δυο τραγούδια για τον δίσκο της Χριστίνας Μαραγκόζη. Λέω στον Μανώλη:
    - Μου είπε ο Βαρδής κι η Χριστίνα να τους δώσω κάνα τραγούδι για τον δίσκο. Να τους δώσω αυτό;
    - Δώσε το!
    Το δίνω, λοιπόν, στη Χριστίνα και με παίρνει  τηλέφωνο από το στούντιο  και μου λέει:
    - Βρε Πέτρο, είμαστε με δυο φίλες εδώ, τραγουδίστριες, στιχουργούς κ.λπ., και μπορούμε να γράψουμε ένα πιο καλό ρεφρέν.
    Το ρεφρέν λέει «Όνειρό μου και ζωή μου / όταν περπατάς μαζί μου / τ’ άστρα η καρδιά / τα μετρά σωστά». Και ήθελαν κάτι πιο πιασάρικο. Και της λέω:
    - Χριστίνα, τον ξέρεις τον Ρασούλη; Ούτε «και» δεν θ’ αλλάξετε. Θα κάνετε το εξής. Θα το βγάλετε εντελώς το τραγούδι μου και βάλτε ένα δικό σας. Δεν θα πειράξετε, όμως, τίποτα από το δικό μου.
    Και το βάλανε στον δίσκο όπως ήταν. Ο μπουζουξής έκανε λάθος στην εισαγωγή τη δική μου. Δεν είναι έτσι η εισαγωγή μου. Τέλος πάντων, μου κακοφάνηκε. Θα μου πεις το τραγούδι έπιασε, ακούστηκε. Η Χριστίνα Μαραγκόζη είπε στον δίσκο της δύο τραγούδια δικά μου: το «Όνειρό Μου Και Ζωή Μου» και τα «Ρέστα» («Εγώ για σένα δίνω ρέστα…»), κι έγινε λαϊκή τραγουδίστρια.

    Μέχρι τότε τραγουδούσε pop τραγούδια, το «Λικεράκι», το «Θα Προχωράμε Μαζί» κ.λπ., μια ωραία φωνή αλλά ήταν σε άλλο στυλ. Την Χριστίνα την «έκοψα» ότι είναι πολύ καλή λαϊκή τραγουδίστρια, κι ας τραγουδούσε ελαφρά pop. 
    Στην παρουσίαση του δίσκου της Μαραγκόζη [«Στου Κόσμου Το Τέρμα»], λοιπόν, που έγινε στον Απόλλωνα, στις αρχές της Βουλιαγμένης, ήταν και ο Γιώργος Κλεφτογιώργος που είχε γράψει τα «Ρέστα» και στεναχωρήθηκε πολύ που δεν το έπαιξαν. Η Χριστίνα είπε 5-6 τραγούδια, όχι όμως τα δικά μου. Κι είπα στον Γιώργο Πολυχρονίου, που ήταν υπεύθυνος στη SONY:
    - Γιώργο, εγώ σου λέω ότι μόνο τα δικά μου θα ακουστούν!
    Και πράγματι μόνο αυτά έγιναν σουξέ και έγινε η Χριστίνα λαϊκή τραγουδίστρια. Και χαίρομαι γι’ αυτό.

    Όμως, γιατί δεν υπήρξε μετά συνεργασία;
    Π.Β.: Μου είπε η Χριστίνα:
    - Πέτρο, σας έχω κάνει επιτυχία και οφείλετε να μου δώσετε ακόμη ένα τραγούδι.
    Το μετέφερα στον Ρασούλη και μου λέει:
    - Και γιατί δεν έκανε και τ’ άλλα από τα δώδεκα που είχε ο δίσκος της και έκανε το δικό μας;
    Αυτά παίζουν ρόλο. Αν και ο Μανώλης τη Χριστίνα την αγαπούσε. Λέω  του Στέλιου Φωτιάδη:
    - Είδες που σου έλεγα να το πει η Γλυκερία; Να, η Μαραγκόζη έκανε την τύχη της!
    - Άκουσε να σου πω. Ήταν στη μοίρα της!
    Αν το δεις από μία άποψη, που εγώ δεν ασχολούμαι μ’ αυτά, ήταν στη μοίρα της Χριστίνας. Άλλα τραγούδια έλεγε πριν στα κέντρα. Δεν πίστευε στο λαϊκό. Πίστευε στο έντεχνο pop, γιατί υπήρχαν και τέτοια μέσα στον δίσκο της. Ενώ εγώ το έβλεπα.

    Έβλεπα ότι αυτή είναι λαϊκή τραγουδίστρια. Και δεν έπεσα έξω -όπως το ίδιο έλεγα και για τον Λιδάκη. Η πορεία της στη συνέχεια ήτανε λίγο διαφορετική, με την έννοια ότι ήθελε να μπλέξει το λαϊκό με το «άλλο» τραγούδι, να γίνουν όλα μαζί… Δεν παύει όμως να είναι μία καλή λαϊκή τραγουδίστρια.

    ΒΑΛΚΑΝΙΖΑΤΕΡ
    (1995, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Ο Ρασούλης έλεγε για το συγκεκριμένο τραγούδι ότι αφού δεν μπορούν να ενωθούν τα Βαλκάνια, τουλάχιστον ας ενώσουμε τις γυναίκες των Βαλκανίων, που είναι και πιο έξυπνες και πονηρές, κι έκανε το «Βαλκανιζατέρ», αυτό που τραγουδάει η Βιτάλη. Ήταν πάλι πολυσυλλεκτικός ο δίσκος: ο Ρασούλης, εγώ, η Ελένη Βιτάλη, η Γλυκερία, ο Πασχάλης Τερζής, ο Θοδωρής Παπαδόπουλος, ο Λάμπρος Καρελάς, ο Ανδρέας Καρακότας, ο Αγάθωνας και ο Πέτρος Γαϊτάνος, που είπε μια μπαλάντα πολύ ωραία. Περισσότερο ακούστηκε το «Τίποτα Δε Χάνεται» με τη Βιτάλη. «Όταν πεθάνει ο άνθρωπος καθόλου δεν πεθαίνει…». Μου λέει η Βιτάλη:
    - Πες του Μανώλη ότι θα ήθελα να γράψω ένα τέτοιο τραγούδι, αλλά δεν μπορώ να το γράψω!
    Καλά κύλησε ο δίσκος, καλά πήγε.

    ΑΜΗΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ
    (1996, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)
    Π.Β.: Είχα καλεσμένο τον Γιάννη Λογοθέτη στο ραδιόφωνο, γιατί μου αρέσει, όπως και σήμερα, να κάνω ραδιόφωνο, και μου έδωσε ένα τραγούδι κι από κει μου έδωσε κι άλλα, του έβαλα εισαγωγές, έκανα ενορχήστρωση κ.λπ. και βγήκε το «Αμήν Και Πότε». Τραγουδούσε και ο Δημήτρης Κοντογιάννης ένα τραγούδι. Φάση είχε. Μου άρεσε ο δίσκος. Έχει μέσα ένα τσιφτετέλι, που λέγεται «Ant1, Mega, Star Και Sky», θαυμάσιο, το λέει ο Κοντογιάννης, που λέει «Το βράδυ για να κοιμηθώ / το πιο γλυκό υπνωτικό / Ant1, Mega, Star και Sky / με παίρνει ο ύπνος και με πάει…». Μάλλον καταλαβαίνουμε γιατί, όσο καλό και να είναι, δεν πρόκειται να παιχτεί από τα γνωστά ΜΜΕ! 

     

    ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΚΥΡ’ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ – Οπισθοδρομικοί, Μπάμπης Τσέρτος, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γλυκερία, Λάμπρος Καρελάς, Πέτρος Βαγιόπουλος
    (1997, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Στο τέλος του 1997, τον Δεκέμβριο, με παίρνει τηλέφωνο ο Ρασούλης. Μου λέει:
    - Άκουσες για έναν εισαγγελέα που...
    - Ναι, ναι!
    - Σημείωσε κάτι που έγραψα και βάλε μια μουσικούλα να το παίζουμε εδώ, στο Πλατώ.
    «Γράψ’το όπως το λέω» που έλεγε κι ο Κόκοτας. Ο Ρασούλης τότε τραγουδούσε στη Θεσσαλονίκη, στη μουσική σκηνή Πλατώ. Εγώ είχα μια παλιά μουσικούλα, είδα ότι ταίριαζε, την άλλαξα και λιγάκι. Ο Ρασούλης δεν μίλησε για δίσκο αλλά για ένα τραγούδι να το παίζει εκεί. Να πει στους θαμώνες π.χ. «και τώρα θα πούμε ένα τραγούδι καινούριο: Γεια σου κυρ’ εισαγγελέα με την Τζένη την ωραία». Χα, χα, να γελάσουμε. Επειδή είχα την αρχή του τραγουδιού, την «μαγιά», από άλλη μουσικούλα δική μου, μέσα σε δυο ώρες -που εγώ αργώ ένα χρόνο για να φτιάξω ένα- έβγαλα αυτό, γιατί επρόκειτο για τραγούδι που δεν θα κυκλοφορήσει σε δίσκο. Ήτανε για το μαγαζί, μου είπε. Οπότε του τηλεφωνώ στις 14:00 -αυτός με είχε πάρει στις 09:00- και του λέω:
    - Έτοιμο!
    - Πώς πάει;
    - Πήγα στο ΚΤΕΛ και σου έστειλα την  κασέτα. Θα είναι εκεί κατά τις 7-8. Πήγαινε να την πάρεις.
    Ο Μανώλης είναι απρόοπτος. Θα κάνει εκείνο που καταλαβαίνει εκείνη την στιγμή. Θα μου πεις «δεν θα σε ρωτήσει εσένα που είσαι ο κολλητός του συνεργάτης»; Όχι, δεν θα σε ρωτήσει. Στέλνει δελτίο Τύπου, εκείνο το βράδυ, στις εφημερίδες ότι σε μια εβδομάδα κυκλοφορεί δίσκος που λέγεται «Γεια σου κυρ’ εισαγγελέα με την Τζένη την ωραία». Εγώ, Κώστα, είμαι κατά των τραγουδιών της επικαιρότητας. Δεν θέλω «Γεια σου κυρ-εισαγγελέα με την Τζένη την ωραία», γιατί θα φύγει ο εισαγγελέας, θα φύγει και η Τζένη, και οι νέοι θα ρωτάνε «ποιοι είναι αυτοί». Θέλω να γράφω διαχρονικά. Δεν μ’ ενδιαφέρει ότι σήμερα έγινε αυτό και πάμε να το κάνουμε τραγούδι. Έχουν γραφτεί χιλιάδες τραγούδια για την επικαιρότητα, απ’ τα οποία δεν έμεινε τίποτα. Γιατί, για να μείνει, πρέπει να έχει πάρα πολύ καλή μουσική. Όπως το «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη». Κανένας δεν ξέρει τι ήταν ο Καπετανάκης, αλλά όλοι σηκώνονται και χορεύουν με την πρώτη νότα. Εγώ, λοιπόν, έβαλα μία πολύ καλή μουσική. Το «Γεια Σου Κυρ Εισαγγελέα» ακόμη παίζεται. Όμως κανένας από τους νέους δεν ξέρει τι ήταν ο «Εισαγγελέας». Και μου λέει ο Φωτιάδης, που αιφνιδιάστηκε από το Δελτίο Τύπου του Μανώλη:
    - Τι κάνουμε τώρα; Θα ξεφτιλιστούμε αν δεν το βγάλουμε! Πώς θα το γράψουμε;
    - Στέλιο, μόνο ένα μπορεί να γίνει. Όταν τελειώσει η Γλυκερία από το κέντρο, να έρθει μαζί με τους  μουσικούς, να το γράψουμε επιτόπου.
    Φώναξα και τα Παιδιά Από Την Πάτρα, φώναξα και τον Τσέρτο, φώναξα και τους Οπισθοδρομικούς και τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Πρέπει να ήταν 5 το πρωί. Αυτοί, ώσπου να γράψουν τη μουσική… οι μουσικοί (γέλια), κοιμόντουσαν, λόγω κούρασης. Και η Γλυκερία. Και το γράψαμε, το παίρνει ο Φωτιάδης, το κόβει, το ράβει, το κάνει, και παραγγέλνει 10.000 κομμάτια. Είναι περίπου 10 Δεκεμβρίου. Όλα τα εργοστάσια τυπώνουν CD για τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Θυμάσαι τι γινόταν, έτσι; Αν πας να ζητήσεις 10.000 κομμάτια, θα σου πει ο άλλος «κάτσε ρε φίλε, εδώ πέρα εμείς βγάζουμε 80-100.000, 200.000, και θα σου κόψω 10.000;». Πάλι καλά που βρήκε κάποιον. Βγαίνει το τραγούδι, ας πούμε στις 15 του μηνός ή 16, πάει ο αδελφός μου στις 17 να το αγοράσει και δεν υπάρχει! Πουλήθηκαν όλα! Και λέει ο Στέλιος:
    - Πω, πω, βλακεία ρε παιδί μου! Έπρεπε να κόψω 100.000!
    Και μου τηλεφωνεί ο Ρασούλης και μου λέει:
    - Τι κάνεις τα Χριστούγεννα;
    - Δεν κάνω τίποτα.
    - Έλα Θεσσαλονίκη να τραγουδήσουμε μαζί στο Πλατώ!
    - Θα έρθω, εντάξει!
    Παίρνω το τρένο και είχα το ραδιάκι μαζί μου. Να σου πω ότι από την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, σε διάφορους σταθμούς που έπιανα κατά τύχη στο ταξίδι, το άκουσα 7-8 φορές; Της Τζένης δεν της άρεσε το τραγούδι. Πουθενά ο Ρασούλης δεν αναφέρθηκε στην Τζένη. Αναφέρθηκε στην «Τζένη την ωραία». Όμως είπε… «Εσύ κύριε εισαγγελέα που μας δικάζεις, είσαι άνθρωπος. Βρέθηκες από κάτω. Βρέθηκες στο σκαμνί. Μαζί σου είμαστε». Αυτό έλεγε βασικά το τραγούδι. «Ξάφνου εσείσθηκ' η αυλαία / Φέραν τον εισαγγελέα / Και τον κάτσαν στο σκαμνί». Και λες «κάτσε ρε, άνθρωπος είσαι κι εσύ». Εμείς δεν ξέραμε ούτε αν είχε σαλέ στην Ελβετία κ.λπ. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος αγάπησε μία τραβεστί. Η πλάκα είναι η εξής: μου τηλεφωνούσαν από τα κανάλια για να τους μιλήσω για το «Γεια Σου Κυρ’ Εισαγγελέα». Αρνήθηκα. Αυτά έγιναν… αλλά έχουν περάσει τόσα χρόνια κι ακόμα ακούγεται.

    ΣΕΛΟΤΕΙΠ
    (1997, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Ο δίσκος βγήκε το 1997 από την Eros και τραγουδούν ο Ορφέας Περίδης το «Βαλς», ο Καρακότας, η Γλυκερία, οι Κατσιμιχαίοι, η Ναταλία Ρασούλη, οι Οπισθοδρομικοί, ο Μακεδόνας, ο Αντώνης Καφετζόπουλος μαζί με τον Μανώλη, εγώ και ο Αγάθωνας. Το πρώτο τραγούδι είναι το «Βαλς». Καθόμασταν με τον Ρασούλη στο μπαλκόνι και πίναμε καφεδάκι και μου λέει:
    - Πέτρο, φέρε το Walkman κι ένα χαρτί και βάλε μου το βαλσάκι.
    Είχε ακούσει ήδη τη μουσική που είχα γράψει και του άρεσε πολύ. Φόρεσε τ’ ακουστικά και πριν αρχίσει να γράφει λέει:
    - Αυτό, αν το έλεγε ο Περίδης θα γινόταν πολύ ωραίο τραγούδι.
    Είχαμε πάει στον Περίδη, ήταν καλεσμένος ο Μανώλης στην παρουσίαση του πρώτου του δίσκου [σ.σ. «Αχ Ψυχή Μου Φαντασμένη», 1992]. Μου είχε πει τότε:
    - Είναι ένας νεαρός, καινούργιος που βγαίνει, και μ’ έχουν καλέσει. Πάμε; 
    - Πάμε! Ποιος είναι;
    - Ο Περίδης.
    - Πάρα πολύ καλός! Πάμε!
    - Τον έχεις ακούσει;
    - Ναι, τον έχω ακούσει. Πολύ ωραίος δίσκος!
    Εκεί γνωριστήκαμε και λέει ο Περίδης στον Ρασούλη:
    - Μανώλη μου, εμένα μου αρέσει, απ’ αυτά τα δικά σου, το «Του Αθανάσιου Διάκου».
    «Του Αθανάσιου Διάκου» είναι στον προσωπικό δίσκο του Μανώλη «Ναι Στο Ναι Και Ναι Στο Όχι» (1984), ένα κατεβατό ολόκληρο, και του έκανε φοβερή εντύπωση του Ρασούλη. Μου είπε, λοιπόν, ότι αν έλεγε ο Ορφέας το βαλσάκι θα γινόταν ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Μετά μου λέει:
    - Πέτρο, θα το κάνω σαν το «A Casa D’ Irene» [σ.σ. ιταλικό τραγούδι, που ερμήνευσε ο Nico Fidenco το 1964]. Παρλάτα στην αρχή.
    - Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις...
    Κάναμε το «Βαλς» και το δίνω στον Περίδη. Μου λέει ο Περίδης:
    - Μήπως κάνετε λάθος;
    - Τι εννοείς, Ορφέα;
    - Αυτό είναι πολύ καλό τραγούδι! Γιατί το δίνετε σε μένα;
    (γέλια) Το είπε ο Ορφέας υπέροχα. Στον ίδιο δίσκο οι Κατσιμιχαίοι είπαν: «Κακοί ντυθήκανε καλοί και πιάνανε εξουσίες / Κι υπερωρία πέσανε στις αγιοαμαρτίες /…/ Στ’ άρματα, στ’ άρματα / Τρέχτε και κάνουν κατοχή / Τα μέσα και τα έξω μου καθάρματα /…/ Εγώ ό,τι είχα πια να πω το είπα / Και γαμώ του όζοντος την τρύπα». Μία σκέτη απογοήτευση από την τότε κατάσταση. Ενώ πριν δύο χρόνια, στο «Βαλκανιζατέρ», ο Ρασούλης είχε πει «Ήρθανε δύσκολοι καιροί / με γεια τους με χαρά τους / εμένα θα βρουν νικητή / κι αυτοί και τα παιδιά τους». Του λέω:
    - Ωραίος ρε συ, πολύ αισιόδοξος!
    - Αισιόδοξος δεν είμαι, αλλά πρέπει να περνάμε λίγη αισιοδοξία στον κόσμο για να μην τινάξει τα πέταλα.
    Στο τραγούδι με τον «μικρό» τίτλο «Στη Ζολί Που Άφησε Το Γάμο Και Πήγε Για Στουρνάρια», ο Μανώλης «βρίζει» μια γυναίκα σε όλο το τραγούδι! Μου λέει ο ηχολήπτης:
    - Φαλτσάρει, να το πει κάπως καλύτερα. Είναι καλό τραγουδάκι. Έχει πλάκα. Ή δώσε το να το πει κάποιος άλλος.
    Του λέω του Μανώλη:
    - Ρε Μανώλη, έλα, άσε το. Ας το πούμε άλλη μέρα. 
    Το έλεγε με… μίσος εναντίον της άλλης, γι’ αυτό και έφευγε από τον τόνο! Και μου έλεγε:
    - Μα είναι δυνατόν; Είναι η μοναδική γυναίκα που της έκανα πρόταση γάμου. Και να μη δεχτεί;
    Του είχε πει «βρε Μανώλη, εγώ θέλω να είμαι μαζί σου, δεν θέλω να παντρευτώ». Εγώ τη γνώρισα στη Θεσσαλονίκη. Μία με κοντό μαλλί, κούκλα. Τελικά το τραγούδησε μια χαρά… την άλλη μέρα όμως (γέλια). Ήθελε να την εκδικηθεί!

    Εμπορικά αυτός ο δίσκος πήγε καλύτερα απ’ όλους, τόσο που μετά από ένα χρόνο ο Φωτιάδης μάς έκανε δώρο ένα δίσκο, ο οποίος έχει αρχή, μέση, τέλος, είναι δηλαδή μια ιστορία ολόκληρη. Εμείς βασικά κάναμε δίσκους με τραγούδια διάφορα και μετά λέγαμε «Σε ποιον να το δώσουμε αυτό;», αν του ταιριάζει κ.λπ. Αυτός ο δίσκος όμως είναι ιστορία. Λέγεται «Στο Νοηματουργείο». 

    ΣΤΟ ΝΟΗΜΑΤΟΥΡΓΕΙΟ
    (1998, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Απ’ τα γραπτά που μου έδωσε ο Μανώλης, έβλεπα ότι ο παλιός ο μάγκας με την έννοια του μυαλωμένου, δηλαδή ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Ευκλείδης, ο Ελύτης, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, μεταλαμπαδεύουν τη γνώση στον νέο. Κι έβλεπα, λοιπόν, ότι ο νέος ήταν ο Ρασούλης. Οπότε έβαλα μουσικά τον Γιώργο τον Ξηντάρη, να είναι λίγο προς το ρεμπέτικο, και τον Γιώργο Λίζο, που ήταν φίλος του Μανώλη, από τη Θεσσαλονίκη -της σχολής Παπάζογλου- να τραγουδήσει το έντεχνο μέρος. Όπως είπε η Ελένη Βλάμη, η οποία έκανε εκπομπές στον 902 Αριστερά Στα FM, «τώρα θα βάλω δύο τραγούδια απ’ τον πιο μεστό δίσκο του Βαγιόπουλου και του Ρασούλη». Πρέπει ν’ ακούσεις το CD ολόκληρο. Έχει σημασία και το πόσο απέχει το ένα τραγούδι από το άλλο. Τόσο προσεγμένο είναι. Υπάρχουν τραγουδάκια τα οποία είναι ενός λεπτού, το άλλο είναι ενάμιση λεπτό, άλλο είναι ορχηστρικό, έχει όμως σημασία ακόμη και η σειρά που υπάρχει και, επίσης, και το διάκενο μεταξύ δύο τραγουδιών.

    Αυτό, όμως, πρέπει να το ακούσεις από το CD και όχι μεμονωμένα από το YouTube. Γιατί εδώ υπάρχει μια ιστορία. Αυτός ο δίσκος δεν ακούστηκε. Δεν έχει σημασία. Για μένα είναι από τους αγαπημένους μου. Όσοι, όμως, τον έχουν προσέξει και τον έχουν ακούσει, είπαν ότι είναι το κάτι άλλο.  

    ΤΙ ΓΥΡΕΥΕΙΣ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ, ΤΣΑΚΙ ΤΣΑΝ;
    (2000, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Ο δίσκος αυτός έχει ένα κομμάτι ιδιαίτερο, όπου ο Ρασούλης λέει «Μπορεί Ν’ Αλλάξει, Κεμάλ». Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του «Κεμάλ» του Μάνου (Χατζιδάκι) και του (Νίκου) Γκάτσου και του «Κεμάλ» του Μανώλη. Σε αντίθεση με τον Γκάτσο που έλεγε ότι ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ, ο Ρασούλης λέει ότι κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει, αλλά χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις. Και τις γράφει μέσα σε δυο σειρές για το πως θ’ αλλάξει ο κόσμος: «Να ‘ναι η ψυχή η νύφη και γαμπρός ο νους». Λέει σ’ ένα σημείο ότι για ν’ αλλάξει ο κόσμος πρέπει να συμφωνούν οι καρδιές, οι πλατείες και τα γραφεία οβάλ. Γίνεται να συμφωνούν όλα αυτά; Λέει ότι γίνεται ν’ αλλάξει, αλλά πρέπει να υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Λέει ακόμη «θέλει σωστοί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς» και όχι «νεκροί», όπως λέει ο Ελύτης. Εκεί έβαλα τη μουσική του Μίκη από το «Θέλει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς». Και μου λένε από την εταιρεία:
    - Βρε Πέτρο, αυτό είναι του Θεοδωράκη!
    - Ναι, και ο Θεοδωράκης θα χαρεί που τον χρησιμοποιούμε!
    Αυτό το τραγούδι είχαμε πει να το προτείνουμε στη Φαραντούρη, η οποία ήταν και φίλη και συνεργάτης του Μανώλη από παλιά, αλλά ήτανε σε άλλη εταιρεία και δεν μπορέσαμε.
    Η Νένα Βενετσάνου ήρθε και τραγούδησε το «Η Μαμά Μου Η Αγορά». Ο ηχολήπτης ήταν ένας νεαρός ροκάς, με κόκκινα μαλλιά. Του λέω:
    - Δεν την ξέρεις τη Βενετσάνου;
    - Όχι…
    Εν τω μεταξύ η Νένα λέει «Α, α, α, 1, 2, 1… εντάξει;», «Ναι» και τραγουδάει. Και λέει ο ηχολήπτης με ανοιχτό στόμα και μάτια:
    - Πω, πω, τι φωνή είναι αυτή;
    Η Νένα Βενετσάνου δεν υπάρχει μέρος που να τραγουδά και να μην πει το «Η Μαμά Μου Η Αγορά». Της αρέσει πάρα πολύ.
    Και πάμε στα «Ρώσικά Μου Μάτια» με τον Ορφέα Περίδη. Εδώ γράφτηκε πάλι πρώτα η μουσική. Μου λέει ο Μανώλης:
    - Ρε Πέτρο, μου το βάζεις σε μια κασέτα να το ακούω;
    Του δίνω, λοιπόν, μία κασέτα και, αφού περνάνε δύο χρόνια, του λέω:
    - Ρε συ Μανώλη, εκείνο το μπολερό που σου έδωσα σε κασέτα, τι έγινε;
    - Εντάξει! Μια χαρά! Βρήκα το θέμα! Ξέρεις ποιο είναι το θέμα; Ότι ένας γνωστός μου που ήταν διωγμένος πάνω στη Σοβιετική Ένωση, αριστερός, και γύρισε στην Ελλάδα, άνοιξε ταβέρνα κι έχει υπάλληλο μία Ρωσίδα!
    (γέλια) Μου το έδωσε μετά τρία χρόνια! Κώστα, εγώ μπορώ να σου γράψω, εδώ πέρα που είμαστε, 10 τραγούδια. Θα πεις «εντάξει». Όμως, ενδεχομένως να είναι συνηθισμένα. Ενδεχομένως να πεις «έλα μωρέ, τραγούδι είναι αυτό;». Και πάμε στο μεγάλο ερώτημα «Τι είναι τραγούδι». Εγώ θεωρώ ότι το τραγούδι είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Του λέμε, λοιπόν, του Ορφέα:
    - Ορφέα, έχουμε ένα τραγούδι για σένα!
    Το ακούει ο Ορφέας και λέει:
    - Μέσα! Όποτε θέλετε! 
    Σ’ αυτόν τον δίσκο, χαίρομαι πολύ για την ενορχήστρωσή μου, που εγώ δεν ξέρω καθόλου ενορχήστρωση. Δεν έχω σπουδάσει. Αλλά «κλέβω» απ’ όπου μπορώ. Ιδίως από ξένα. Ότι δηλαδή τα κρουστά δεν θα μπουν απ’ την αρχή, θα μπουν από τη μέση και μετά. Μπορεί και το μπάσο. Παίρνω ιδέες και τις ενσωματώνω. Επειδή, όμως, αυτός ο δίσκος είχε πολλά τραγούδια κι ήταν και ζόρικος, του λέω του Φωτιάδη:
    - Ρε συ Στέλιο, να πάρω κι έναν βοηθό να κάνουμε μαζί την ενορχήστρωση;
    - Όχι, εγώ θέλω εσένα!
    Κοίταξε, λέω, δεν θέλει να δώσει ένα χιλιάρικο παραπάνω για έναν βοηθό; Πρέπει να πω, όμως, ότι σ’ όλους τους δίσκους όταν ζήτησα τη βοήθεια του Αλέξη Βάκη, που είναι ενορχηστρωτής, πάντοτε ο Βάκης μού συμπαραστάθηκε. Μετά από 2-3 χρόνια, που ήταν η Γλυκερία στο Χαμάμ, ήμασταν μαζί με τον Δημήτρη Μανιάτη και τον Φωτιάδη και λέει ο Στέλιος:
    - Δημήτρη, ο Πέτρος ξέρεις τι ενορχήστρωση κάνει; Πέτρο, εγώ γι’ αυτό δεν ήθελα να πάρεις άλλον μαζί σου. Μ’ αρέσει αυτό που κάνεις. Τέτοια ενορχήστρωση που κάνεις εσύ, δεν κάνουν οι άλλοι. Είναι πρωτογενής ενορχήστρωση γιατί δεν αντιγράφεις τι κάνει ο άλλος. Έχεις ιδέες ωραίες κι αυτό που κάνεις μ’ αρέσει. Γι’ αυτό δεν ήθελα εγώ να βάλεις κι άλλον μέσα. Δεν ήξερα ο άλλος τι θα κάνει. Ήξερα, όμως, τι θα κάνεις εσύ.

    Μου εξηγήθηκε έτσι, αλλά τότε δεν μου το είπε. Μόνο ότι «εγώ θέλω εσένα». Θέλει να γλιτώσει λεφτά, είπα εγώ. Ενώ όταν του έλεγα «να πάρω τον Κώστα να παίξει μπουζούκι ή τον Δημήτρη;», μου έλεγε «πάρε όποιον θες, ένα χιλιάρικο διαφορά είναι». Δεν μου έφερε αντίρρηση. Μόλις είπα για συνενορχηστρωτή, είπε όχι. Αυτό μου έκανε εντύπωση. Δεν μου είχε πει, όμως, ότι έτσι κι έτσι.
    Συμμετέχει σ’ ένα τραγούδι και ο Καφετζόπουλος [«Τι Άλλο Ψάχνω Στη Ζωή»] κι έρχεται στο στούντιο να κάνει demo, για ν’ ακούσει δηλαδή τη φωνή του. Έγραψε κάτι εκεί πέρα, φεύγει και μου τηλεφωνεί από το αμάξι.
    - Πέτρο, άκουσα τη φωνή μου κι απογοητεύτηκα!
    - Ρε Αντώνη, μια χαρά το λες. Μην στεναχωριέσαι. Και μην ακούς καθόλου τη φωνή σου!
    Συμμετέχει κι η Γλυκερία, ο Μητσιάς, ήρθε κι ο Γιώργος Λίζος από τη Θεσσαλονίκη, ο Μπάσης, εγώ, ο Μανώλης, φυσικά, τραγουδάει κι αυτός -το «Ήρωας», όπου μιλάει για τον Γιλμάζ Γκιουνέι και το πόσο έχει κυνηγηθεί- η Ναταλί, η κόρη του, τραγουδάει μια μπαλάντα και τα Ημισκούμπρια το «Τι Γυρεύεις Μες Στην Κίνα, Τσάκι Τσαν;». Ο Ρασούλης, όταν τον ρώτησα τι εννοεί, μου είπε:
    - Κοίταξε να δεις, οι Αμερικάνοι, θα κάνουν το παν για να χειραγωγήσουν την Κίνα. Θα χρησιμοποιήσουν ακόμα και Κινέζους αμερικανοτραφείς εναντίον της Κίνας.
    Είπαν τα Ημισκούμπρια:
    - Εμείς δεν τραγουδάμε. Ραπάρουμε.
    - Ραπάρετε εσείς, να τραγουδήσουμε εμείς το ρεφρέν. 
    Μετά που το έμαθαν καλά το τραγούδι, είπαν:
    - Τραγουδάμε κι εμείς τώρα!
    Και τελειώνουμε με μία ιδέα του Μανώλη, που κρατάει μισό λεπτό. Λέει: «Νοστράδαμε, Νοστράδαμε, τα όσα είδες τα ‘δαμε»!

    Στο περιοδικό Δίφωνο, έκανε κριτική η Δήμητρα Γαλάνη σ’ αυτόν τον δίσκο μας  και είπε ότι «ο Ρασούλης θέλει να λέει τους στίχους του κι αν ήταν δυνατόν να λείπει και η μουσική και η ορχήστρα». Ποιος, ο Ρασούλης που έλεγε ότι στο τραγούδι η μουσική πρέπει να υπερέχει του στίχου! Το ίδιο και ο Χριστοδούλου. Η Γαλάνη, που είχε βγάλει και αυτή νέο δίσκο, μείωσε τον δικό μας καθώς και τον «Βραχνό Προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου για να φανεί ο δικός της αλλά, μετά από 25 χρόνια, οι δικοί μας ζουν και βασιλεύουν και ο δικός της πήγε «άπατος». Αυτά που λέει στον δίσκο ο Ρασούλης, τα έχει πει σε όλα τα ΜΜΕ, αλλά κανείς δεν άκουγε αυτόν τον «γραφικό»! Στον δίσκο αυτά που λέει, θα μείνουν για πάντα, να τον μελετά η Γαλάνη και ο Αργύρης Ζήλος, ο οποίος είπε ότι ο δίσκος είναι «εμβατήριο -πέστε κάτω να σας φάμε- και Μανώλης Αγγελόπουλος». Αλήθεια, πού υπάρχει ένα τραγούδι που να μοιάζει γύφτικο, όπως, προφανώς εννοεί ο… δικαστής; Είπε ο Τσάμπρας «τουλάχιστον, έχουμε να κάνουμε με τραγούδια» αλλά… ποιος το άκουγε. Έστειλα επιστολή στο Δίφωνο και είπα «Να είναι καλά η Γαλάνη, να ζήσει 150 χρόνια να ακούει το Ρώσικά Μου Μάτια με τον Περίδη». Δεκαπέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του δίσκου, οι εξαίρετοι Social Waste, στο τραγούδι τους «Στη Γιορτή Της Ουτοπίας» (2013) λένε «Σε κάποιο στίχο του Άκη Πάνου, ή του Ρασούλη που φωνάζει / Κι όμως αλλάζει Κεμάλ, κι όμως αλλάζει [ο κόσμος]». Μετά από 25 χρόνια, αν ξανακάνουν κριτική οι ίδιοι στον δίσκο, ξέρεις Κώστα τι θα πούν; Τα ίδια που είπαν και τότε, παρά την διάψευσή τους από τα γεγονότα. Είναι σαν τους πολιτικούς! Επιμένουν σε αυτά που είπαν πριν δεκαετίες ενώ τα πάντα άλλαξαν!

    Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, ΤΟ ΑΥΓΟ ΚΑΙ Ο ΛΑΜΠΗΣ
    (2001, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)
    Π.Β.: Ο Ρασούλης δεν ήθελε να συνεργάζομαι με άλλους στιχουργούς. Ήθελε, βασικά, αποκλειστικότητα. Δεν με πείραζε. Ξέρεις γιατί; Όλοι κυνηγούσαν τον Ρασούλη για να τους δώσει στίχους κι εγώ τον είχα όποτε ήθελα. Κι έγραφε και πάνω σε μουσικές που του έδινα. Με τον Γιάννη Λογοθέτη, όμως, ήταν μαζί σε μία εφημερίδα, στη «Δημοκρατική Αλλαγή» νομίζω, και ήταν φίλοι απ’ τα παλιά και του άρεσε όπως γράφει. Και μου έδωσε ο Λογοθέτης τρία τραγούδια, «Ο Ποιητής», «Το Αβγό» και «Ο Λάμπης».

    Ο «Ποιητής» βασικά ήταν μια μουσική του ΛοΓό, την οποία περιεργάστηκα εγώ. Έβαλα εισαγωγή, έκανα ενορχήστρωση και διασκευή. Το τραγούδησε ο Μαργαρίτης και το είπε τέλεια. Δεν ακούστηκε αυτός ο δίσκος. Βγήκε από μία εταιρεία που ήταν ένας φίλος εκεί και λέει:
    - Βοήθησέ με να γίνω κι εγώ παραγωγός.
    Εγώ, όμως, όταν έχω τη δυνατότητα να πάω σε μεγάλες εταιρείες, δεν πρέπει να τα κάνω αυτά. Γιατί είμαι επαγγελματίας συνθέτης. Αυτό ήταν… ερασιτεχνικό. Θα μπορούσε να βγει από την Eros, από τον Φωτιάδη. Γιατί να πάει στον ερασιτέχνη; Στον «Λάμπη», που τραγουδά ο ίδιος ο Λογοθέτης, περιγράφει μέσα σε τρία στιχάκια τη ζωή ενός άντρα: όταν είναι πιτσιρίκι, φαντάρος και όταν τελειώνει η ζωή του. Μέσα σε τρία στιχάκια! Και λέει σ’ ένα σημείο «είναι η ζωή ρε Λάμπη, ένα τίποτα που λάμπει». Το ακούει ο Μανώλης και λέει:
    - Δεν παίζεται ο ΛοΓό! 

     

    ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΠΕΓΛΕΡΙ – Γιώργος Μαργαρίτης
    (2007, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)
    Π.Β.: Το 2006, μου δίνει ένα στιχάκι ο Λογοθέτης που λέει «Το καλύτερο μπεγλέρι είναι τα κλειδιά στο χέρι». Κάνω, λοιπόν, τη μουσική και μου λέει:
    - Αυτό είναι σουξέ! Να κάνουμε ένα δίσκο και πες στον Μαργαρίτη να ‘ρθει σαν συμμετοχή.
    Του λέω του Μαργαρίτη:
    - Τζωρτζ, πάρε ένα τραγούδι που έχουμε κάνει με τον Γιάννη τον ΛοΓό. Θα κάνουμε ένα δίσκο και θα συμμετέχεις.
    Παίρνει την άλλη μέρα τηλέφωνο.
    - Πέτρε, το τραγούδι που μου έδωσες χθες.
    - Ναι, τι έγινε;
    - Πες του Λογοθέτη ξεχάστε το! Το παίρνω εγώ για τον δικό μου τον δίσκο!
    Είχε κάνει 12 τραγούδια με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο. Εγώ τον Κυριάκο Παπαδόπουλο δεν τον ξέρω. Ξέρω ότι έχει κάνει επιτυχίες, αλλά δεν τις γνωρίζω. Όμως αυτές οι μουσικές που έβαλε στον δίσκο του Μαργαρίτη είναι ωραίες λαϊκές μουσικές. Ο Μαργαρίτης τον κατεύθυνε και πράγματι έχει κάνει πάρα πολύ ωραία τραγούδια. Το μοναδικό τραγούδι που δεν ήταν δικό του, είναι «Το Καλύτερο Μπεγλέρι»,  το δικό μου και του Λογοθέτη, το οποίο έβαλαν και τίτλο του δίσκου. Δεν ακούστηκε κανένα άλλο από τον δίσκο. Όμως αυτό το επισημαίνω: ότι ο δίσκος είναι πολύ καλός. Και λέω του Γιώργου:
    - Αν έλειπε το «Μπεγλέρι», θα έκανες επιτυχία;
    - Όχι.
    Αν κι ήταν καλά λαϊκά τραγούδια, δεν είχε τον μπροστάρη για να τραβήξει τον δίσκο και να κάνει σουξέ. Ο Μαργαρίτης λέει ότι αυτό είναι σουξέ ισάξιο του «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Εγώ μπορώ να πω για μία μπαλάντα αν θα γίνει διαχρονική. Για ένα τσιφτετέλι δεν είναι εύκολο να πεις ότι θα γίνει. Χρειάζονται πολλά πράγματα. Και σ’ αυτό, όπως και στο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», βοήθησαν οι συγκυρίες.

    Ο Μαργαρίτης με πήρε να τραγουδώ μαζί του. Ο Γιώργος δεν με χρειαζόταν. Είχε μαζί του άλλες δύο τραγουδίστριες κι έναν τραγουδιστή. Κι όμως πήρε και μένα, για 10 χρόνια. Μου ξηγήθηκε όπως ξηγιούνται οι παλιοί. Το 2009 ήθελε να κάνει έναν δίσκο με τραγούδια του Τσιτσάνη. Τρικαλινός αυτός, ξέρεις, Τρικαλινός και ο Τσιτσάνης, του είχε μεγάλη αδυναμία. Του έκανε παρέα όταν ο Μαργαρίτης τραγουδούσε στη γειτονιά του Τσιτσάνη, στη Γλυφάδα, και πήγαιναν βόλτες κ.λπ. Έκανα την επιμέλεια του δίσκου [«Ο Γιώργος Μαργαρίτης Τραγουδά Τσιτσάνη»] κι είμαι περήφανος γι’ αυτό, αλλά κι ο Γιώργος είναι περήφανος. Ο γιος του Τσιτσάνη, ο Κώστας, τα ‘χασε. Πολύ ωραία παραγωγή και χαίρομαι που συμμετείχα σ’ αυτή.

    ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ – Γιώργος Μαργαρίτης
    (2010, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
    Π.Β.: Το 2010, κάνω στην Αυλαία, στη μουσική σκηνή που ήταν στην Κωνσταντινουπόλεως, δύο παραστάσεις για τα 25 χρόνια μου και ήρθαν 20 τραγουδιστές. Έβαλα τον Μαργαρίτη και τραγούδησε τις «Φάμπρικες» του Τσιτσάνη και είδα τον Ρασούλη ότι αιφνιδιάστηκε με την ερμηνεία του. Μου λέει ο Γιώργος:
    - Θα με γνωρίσεις με τον Ρασούλη;
    - Καλά, δεν γνωρίζεστε;
    - Ε, εντάξει, από μακριά.
    - Έλα ρε συ!
    Και γνωριστήκανε και μιλήσανε και του λέει ο Μαργαρίτης -κι εγώ λέω μέσα μου ωχ, ωχ, θα του πει «δώσε κανένα σουξέ σε μένα», αλλά δεν είπε «σουξέ»:
    - Μανώλη μου, άμα θες, κάποια φορά θέλω να μου δώσεις κι εμένα ένα κοινωνικό τραγούδι.
    «Ένα κοινωνικό τραγούδι»! Σε δυο μέρες, με παίρνει τηλέφωνο ο Ρασούλης και μου λέει:
    - Γράψε κάτι για τον Γιώργο!
    Και μου φάνηκε παράξενο γιατί εμείς 30 χρόνια δεν γράψαμε ποτέ τραγούδι για κανέναν τραγουδιστή. Ποτέ. Όταν τελειώναμε ένα τραγούδι, τότε σκεφτόμασταν σε ποιόν να το δώσουμε… Γράφουμε.
    Μιζέρια, φτώχεια, ανεργία / μα πιο πολύ μισώ την αδικία
    Σάμπως δεν υπάρχουν νόμοι / μόνο το λαθροκονόμι
    Περνά ο κοσμάκης βάσανα / μα κάποιοι φταιν’ για όλα αυτά
    Κι αν είμαι ένοχος κι εγώ / αμέσως να τιμωρηθώ
    Εγώ δεν είμαι δικαστής / εγώ ‘μαι ένας τραγουδιστής
    βγαλμένος μέσα απ’ το λαό / και όσο ζω θα τραγουδώ
    «κοινωνία ένοχη, παλιοκοινωνία»
    κι όπως είπε ο Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και τιμωρία»
    Λίγο παράξενο για να τραγουδάει ο Μαργαρίτης τέτοιο, αλλά όμως, τραγουδάει τώρα Ρασούλη και Βαγιόπουλο. Επίσης, ο Μαργαρίτης έχει τραγουδήσει πάρα πολλούς έντεχνους. Από το μαγαζί του πέρασαν όλοι οι έντεχνοι για να τον ακούσουν. Ποιοι δεν πέρασαν; Οι σκυλάδες! Δεν έχω δει εγώ σκυλάδες να πάνε στο κέντρο που εμφανίζεται ο  Μαργαρίτης. Ξέρεις τι τραγούδια λέει ο Μαργαρίτης στο μαγαζί του; Εκτός βέβαια από τα δικά του. Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι, Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Βαμβακάρη… τέτοια τραγουδάει.

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    Μετά τον Ρασούλη…
    Π.Β.: Το «Έγκλημα Και Τιμωρία» είναι το τελευταίο τραγούδι που άκουσε εν ζωή ο Ρασούλης. «Έφυγε» μετά από τρεις μήνες. Δυστυχώς, έφυγε γρήγορα. Είκοσι μέρες πριν πεθάνει, είδα τον Μανώλη και είχε χρώμα μελιτζανί. Εγώ όμως δεν είμαι γιατρός, δεν κατέχω, αλλά του είπα:
    - Ρε συ, πολύ κόκκινος είσαι.
    Αλλά δεν ήταν κόκκινος. Ήταν μελιτζανί. Ήταν άρρωστο το χρώμα που είχε. Μετά ανέβηκε για μια βδομάδα στη Θεσσαλονίκη, ήταν χειμώνας, ίσως έπαιξε ρόλο κι ότι το διαμέρισμα εκείνο δεν είχε θέρμανση, κι έκανε πολύ κρύο εκείνη την εποχή. Και η φίλη του, εδώ από την Αθήνα, του τηλεφωνούσε, αυτός δεν απαντούσε και ανησύχησε. Φυσικά, αν έπαιρνε σ’ εμένα τηλέφωνο και μου έλεγε «τηλεφωνώ στον Μανώλη και δεν απαντάει», θα της έλεγα «άσε, θα σε πάρει ο Μανώλης όταν θέλει αυτός». Γιατί έτσι έκανε ο Μανώλης. Σε έπαιρνε μετά από 15 μέρες και σου έλεγε «Πέτρο, πάμε για κάνα καφέ; Ξέρεις, είδα την κλήση σου, αλλά είχα τα δικά μου». Δηλαδή, θα την απέτρεπα να πάει στη Θεσσαλονίκη. Αυτή, όμως, ανησύχησε και πήγε. Και τον βρήκανε εκεί…

    Η φίλη του τον έβλεπε που έπιανε το στήθος του, σαν να χάιδευε την καρδιά του, και του έλεγε: «Πάμε ρε παιδί μου στον γιατρό» κι αυτός έλεγε «Δεν πρέπει να τρώμε το βράδυ». Όλα, δηλαδή, τα απέδιδε στο φαγητό. Δεν είχαμε πάει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια σε γιατρό. Αλλά ο ιατροδικαστής είπε ότι η καρδιά του ήταν σμπαράλια. Έφυγε 65 χρονών. Μου τηλεφώνησαν  από τα κανάλια να μιλήσω για τον Ρασούλη, όταν πέθανε. Αρνήθηκα, γιατί μιλάς ένα λεπτό εμπεριστατωμένα, κάνουν μοντάζ και παίζουν 10 δευτερόλεπτα. Και όπως μου έλεγε ο Κώστας Βίρβος, «μοντάζ είναι η σημερινή λογοκρισία». Έχω κάνει τηλεόραση 3-4 χρόνια, έχω κάνει συνεντεύξεις  και είμαι υπερήφανος για ό,τι έχω κάνει. Τηλεόραση βλέπω μόνο κάποιο έργο το βράδυ, όταν πάω για ύπνο. Όχι ειδήσεις, όχι «ενημερωτικές» εκπομπές, όχι σήριαλ και, φυσικά, όχι πρωινά κουτσομπολιά.

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    Π.Β.: Το 2012, η Χαρούλα κάνει έναν δίσκο [«Τρίπλα»] με τους συνεργάτες του Μανώλη, τον Περίδη, τον Νικολόπουλο, τη Βάσω Αλλαγιάννη, τον Λεωνίδα από το Ισραήλ [τον Leon Y. Poliker]… η ίδια έγραψε ένα τραγούδι κι έβαλα κι εγώ δύο τραγούδια εκεί [«Τουμπεκιστάν» και «Μαντινάδα»].
    Την ίδια χρονιά, ήθελε ο Γιάννης Λογοθέτης να κάνει ένα δίσκο με τίτλο «Πεινιάου» και να τραγουδήσει ο ίδιος. Του είπε ένας μουσικός ότι κάθε όργανο που θα παίζει θέλει 30€ και του λέω:
    - Είσαι στα καλά σου; Τι είναι αυτά που λέτε;
    Και πάλι επιμελήθηκα με συνθέσεις, με  ενορχήστρωση κ.λπ., του έφερα τον Περίδη, τον Λάμπρο Καρελά, τον Θοδωρή Παπαδόπουλο και τον Μαργαρίτη, είμαι κι εγώ με τον Λογοθέτη, και -με ελάχιστο κόστος- κάναμε ένα δίσκο, έτσι για να υπάρχει. Όχι για να κάνει σουξέ κ.λπ.

    Το 2014, σε ένα δίσκο που έκανε ο Μαργαρίτης για εφημερίδα, «Παίζουμε Για Τη Φανέλα», του έδωσα ένα τραγούδι, «Η Απληστία Κι Η Ψευτιά» σε στίχους του φίλου μου συγγραφέα Δημήτρη Τσιάκα, με τον οποίο έχω κάνει και το τραγούδι «Η Περηφάνεια» που βγήκε το 2023. Θα ήθελα εδώ να αναφέρω ότι αυτός ο δίσκος [«Παίζουμε Για Τη Φανέλα»], που είναι πολύ καλός και συμμετέχουν -εκτός από μένα -  οι Δημήτρης Παπαδημητρίου, Λάκης Παπαδόπουλος, Κυριάκος Ντούμος, Κραουνάκης, Λάκης Λαζόπουλος, Μαχαιρίτσας, Μηλιώκας, Γιάννης Εμμανουηλίδης, Ζήκας, Γιώργος Ανδρέου, Γκόνης, Γιάννης Χαρούλης, Οδυσσέας Ιωάννου, Άγγελος Σφακιανάκης, Κορακάκης, Φιλίππου, Σάννυ Μπαλτζή κ.α. Βλέπεις ονόματα; Και έχει και ωραία τραγούδια!

    Δόθηκε, μέσω της Real News τσάμπα παντού! Όμως κανένας σταθμός δεν έπαιξε τραγούδια από αυτόν τον δίσκο! Διότι βγήκε από συγκεκριμένη εφημερίδα. Και σου λέει ο τάδε παραγωγός «ας τον παίξουν από τον δικό τους σταθμό». Αυτά για εμένα είναι βλακείες. Είναι ένας δίσκος που έχει πολύ καλά τραγούδια και δεν παίζεται πουθενά! Αυτά είναι τρελά πράγματα. Εγώ μόλις ανακαλύψω ένα τραγούδι, ας είναι και αγνώστου, που έχει ενδιαφέρον, το στέλνω στον σταθμό Αρμονία 96,9 στη Χαλκίδα, με τον οποίο συνεργάζομαι, για να το παίξουν. Ούτε μ’ ενδιαφέρει ποιος είναι αυτός που το ‘χει γράψει. Ούτε αν ο δημιουργός του είναι «καλός άνθρωπος». Εξάλλου, έχω υπόψη εκείνο που απάντησε ο Βίρβος όταν τον ρώτησαν:
    - Κύριε Βίρβο, εσείς που έχετε γράψει 2.500 τραγούδια κι έχετε συνεργαστεί μ’ ένα σωρό κόσμο, αυτοί οι συνθέτες τι άνθρωποι ήτανε;
    - Οι μισοί ήταν καθάρματα αλλά είχαν ταλέντο!
    (γέλια)

    ΑΝ ΤΥΧΕΙ – Χριστιάνα Γαλιάτσου
    (2016, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Ησαΐα Παπαδοπούλου)
    Π.Β.: Στο Μικρό Πολυτεχνείο υπάρχουν πολλοί νέοι που κάνουν μαθήματα με γνωστούς στιχουργούς, όπως η Φωτεινή Λαμπίρη, ο Κώστας Φασουλάς, η Λίνα Νικολακοπούλου κ.α. Ήταν να πάει κι ο Ρασούλης να μιλήσει σ’ αυτούς τους νέους, αλλά, αφού έφυγε ο Μανώλης, πήγα εγώ κι η Ναταλία, η κόρη του. Μου έκανε εντύπωση κάτι που διάβασε μια κοπέλα, η Ησαΐα Παπαδοπούλου, και τη ρώτησα:
    - Αυτό που διάβασες, το έχεις δώσει κάπου;
    Και έφτιαξα ένα τραγούδι, το «Αν Τύχει» (2016), το τραγουδάει η Χριστιάνα Γαλιάτσου -νέα κι αυτή τότε στον χώρο- και το αναφέρω γιατί είναι ένα από τα τραγούδια μου που του έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Δεν έχει ακουστεί, αλλά είναι ωραίο κι είμαι περήφανος γι’ αυτό το τραγούδι.

    ΤΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΜΑΣ – Ιουλία Καραπατάκη
    (μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Ησαΐα Παπαδοπούλου)
    Π.Β.: Πάω ένα βράδυ στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Θοδωρής Παπαδόπουλος και ήταν μια κοπελίτσα που τραγουδούσε και μου έκανε πολλή εντύπωση. Πολύ ωραία. Λέει, κάποια στιγμή,  ο Θοδωρής:
    - Πέτρο, έλα να πούμε κάνα τραγούδι μαζί!
    Σηκώνεται η κοπέλα, κάθομαι εγώ, και με ρωτάει ο Θοδωρής:
    - Ποιο θα πούμε;
    - Κάτσε να πω δυο λόγια. Πώς τη λένε την κοπέλα που ήτανε εδώ;
    - Ιουλία.
    - Η Ιουλία, κύριοι, δεσποινίδες και κυρίες, είπε ένα τραγούδι της Βιτάλη καλύτερα κι από τη Βιτάλη. Είπε κι ένα τραγούδι της Αλεξίου και το είπε καλύτερα από την Αλεξίου. Μπράβο! Εύχομαι να προχωρήσει, γιατί το αξίζει…
    Ήταν η Ιουλία Καραπατάκη. Της λέω:
    - Ιουλία, όλα καλά, αλλά όταν τραγουδάς να μην έχεις τα μάτια κλειστά συνέχεια. Ο κόσμος θέλει να νομίζει ότι τον βλέπεις.
    Την άλλη χρονιά, οι νέοι στιχουργοί του Μικρού Πολυτεχνείου, παρουσίαζαν τα τραγούδια τους στο Γυάλινο, με διάφορους συνθέτες. Έγραψα κι εγώ ένα της Ησαΐας, που λέγεται «Τα Αποτυπώματά Μας». Κάναμε ένα demo, φώναξα την Ιουλία, ήρθε το τραγούδησε, πάμε στο Γυάλινο, το τραγουδάει και καταχειροκροτείται. Λέμε μαζί και το «Νοιώσε Με», νομίζω. Χαμός. Πήγα και στην ταβέρνα που τραγουδούσε, στο Παγκράτι.  Μετά ένα χρόνο, ήμουν καλεσμένος της Μαρίνας Λαχανά σε παρουσίαση βιβλίου.

    Ήρθε και ένα συγκρότημα με τέσσερα κορίτσια, η μία ήταν η Ιουλία. Δεν μου μίλησε. Και ούτε λέει ότι συνεργάστηκε με τον Θοδωρή Παπαδόπουλο, ούτε με τον Βαγιόπουλο. Κατευθείαν από την ταβέρνα… την πήρε ο Σωκράτης Μάλαμας. Αυτό το τραγούδι, «Τα Αποτυπώματά Μας», θα το βρεις στο YouTube. Στα σχόλια υπάρχει και το σχόλιο του Δήμου Μούτση και λέει «πολύ όμορφο τραγούδι, μπράβο…!».

     

    ΓΚΟΥΡΟΥ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΤΟ ΘΙΒΕΤ – Νίκος Ζιώγαλας
    (2017, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Τάκης Λιβανός)
    Π.Β.: Είμαστε φίλοι από χρόνια με τον Νίκο Ζιώγαλα και δεν είχαμε συνεργαστεί. Το 2017, του λέω:
    - Έλα εδώ, να μας πεις ένα τσιφτετέλι γαμάτο!
    Το είχαμε γράψει με τον Τάκη Λιβανό, στιχουργό αλλά περισσότερο τραγουδιστή. Είχε πάρει και το Α’ βραβείο στο «Να Η Ευκαιρία» -ο Τάκης ήταν ο πρώτος που το είχε πάρει. Το video clip το έχει κάνει ο Λευτέρης, ο γιος μου. Θα πάθεις πλάκα. Ο γιος μου, ο Λευτέρης, είναι αρχιτέκτονας, αλλά έχει πάρει και βραβεία φωτογραφίας στο εξωτερικό. 

    ΚΑΛΗΜΕΡΑ – Ορφέας Περίδης, ΣΟΥΑΡέ, Π. Βαγιόπουλος
    (2020, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μερόπη Γραμμένου)
    Π.Β.: Το 2001, γνωρίζω τη Μερόπη Γραμμένου. Ο Θοδωρής ο Γραμμένος ήταν λαϊκός στιχουργός, που συνεργάστηκε πολύ με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Θόδωρο Δερβενιώτη. Κι επειδή ήμασταν φίλοι, με κάλεσε στο σπίτι του να πιούμε καφέ και γνώρισα τη Μερόπη, την κόρη του, και μου είπε ο Θοδωρής ότι η Μερόπη γράφει στίχους. Είναι καθηγήτρια ιταλικής φιλολογίας.
    - Ε, φέρε Μερόπη κάτι!
    Και μου φέρνει τρεις στίχους και… παθαίνω! Με αυτά που διάβασα, έπαθα πλάκα. Δηλαδή, σαν τη γραφή του Ρασούλη, κατανοητά πράγματα, ολίγον φιλοσοφημένα, ολίγον ποιητικά και με ουσία. Τι άλλο θέλει ένας συνθέτης; Μου άρεσαν πάρα πολύ, μελοποίησα, έφτιαξα ένα δίσκο, τα πήγα στη Legend, η οποία είχε αγοράσει όλες τις εταιρείες και ό,τι τραγούδια είχα βγάλει με την Eros, τη Λύρα κ.λπ. μαζευτήκανε όλα στη Legend. Πάω εκεί και μου λέει ο Κώστας Μπουρμάς, ο οποίος ήταν διευθυντής στη SONY όταν βγάλαμε το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»:
    - Άντε βρε Πέτρο, μετά από τόσα χρόνια να συνεργαστούμε ξανά!
    Τ’ ακούει τα τραγούδια ο Κώστας:
    - Πάμε! Τον κάνουμε τον δίσκο! Ποιοι θα έρθουνε;
    - Όλοι! Όποιον και να πω θα έρθει.
    - Α, ωραία!
    Την άλλη μέρα, μου τηλεφωνεί και μου λέει:
    - Άκου, Πέτρο. Χθες συνεδρίαζαν και αποφάσισαν ότι στο εξής θα μας φέρνουν έτοιμους δίσκους και θα τους δίνουμε υψηλό ποσοστό.
    Αυτοί θα έφτιαχναν μόνο το εξώφυλλο, διανομή κ.λπ. Του λέω:
    - Ρε Κώστα, τι βλακείες είναι αυτές;
    - Τι να σου πω… Σου είπα χθες «εντάξει» και μετά αποφάσισαν να δέχονται μόνο έτοιμες δουλειές και θα πάρεις πολύ μεγάλο ποσοστό..
    Άκουσε, Κώστα. Εγώ συνήθως παίρνω προκαταβολή. Δεν κάνω τέτοια. Εκ των υστέρων, γιατί άλλαξαν τα πράγματα σιγά-σιγά, μιλάμε για το 2010, έκανα βλακεία. Διότι αν έπαιζαν οι γιοι μου τα μισά όργανα -που παίζουν 3-4 ο καθένας- οι φίλοι τα άλλα μισά, πάνε οι μουσικοί τσάμπα. Αν μιλούσα και με το στούντιο να πάρει το 10% του δίσκου, θα είχαμε τελειώσει. Τότε ακόμα, και με τόσα ονόματα μέσα, πουλούσαν οι δίσκοι. Θα βγάζαμε τα έξοδα και ένα σεβαστό ποσό. Δεν το σκέφτηκα και είπα «άστο».
    Τελικά δεν έγιναν, τα παράτησα. Μερικά από αυτά τα κομμάτια άρχισα να τα κυκλοφορώ από το 2018 και μετά.
    Το 2018, η Χριστιάνα Γαλιάτσου μού λέει:
    - Έρχομαι να σε πάρω να πάμε ν’ ακούσεις τον γιο σου που τραγουδάει στον Πειραιά!
    Πάω, λοιπόν, κι είναι εκεί οι ΣΟΥΑΡέ, οι οποίοι παίζουν έντεχνα, ρετρό, λαϊκά, ρεμπέτικα, επτανησιακά κ.λπ. και έκαναν διφωνίες, τριφωνίες, τετραφωνίες, χωρίς να κοιτιούνται καθόλου μεταξύ τους. Λέω «τι είναι αυτοί ρε παιδί μου!». Αυτοί είναι οι ΣΟΥΑΡέ, με τους οποίους συνεργάζομαι και σήμερα. Μου έκανε εντύπωση η άνεση που παίζουν. Ο Αλκαίος Σουγιούλ, που παίζει μπουζούκι, είναι μαθηματικός στη Λεόντειο. Ο παππούς του ήταν αδελφός του Μιχάλη Σουγιούλ. Ο Αλκαίος παίζει μπουζούκι, μαντολίνο, κιθάρα, μέσα σ’ ένα εξάμηνο έμαθε να παίζει τρομπόνι, τον είχα δει και με κλαρίνο, δηλαδή παίζει πέντε όργανα. Είναι επίσης ο γιος μου ο Λευτέρης, ο Γιάννης Δάφνος -αυτοί οι τρεις έχουν τις δουλειές τους- και άλλοι τρεις που ασχολούνται μόνο με τη μουσική: ο Μιχάλης Δάρμας, ο οποίος παίζει κοντραμπάσο και άλλα τέσσερα, ο Κώστας Σπυράτος, που παίζει κρουστά και άλλα 3-4 κι αυτός, και η Ανατολή Κουγιουμτζίδου, η οποία τραγουδάει, παίζει κιθάρα, παίζει πιάνο… Το κυριότερο απ’ όλα: είναι εξαιρετικά παιδιά, πνευματικά υψηλά και μπορείς να συζητήσεις άνετα και δημιουργικά μαζί τους. Παρά το ότι είναι μικρότεροί μου -ο Αλκαίος, που είναι ο μεγαλύτερος, είναι τουλάχιστον 25 χρόνια πιο μικρός από μένα- νιώθω κι εγώ πιο νέος, ξέρεις, κάνοντας μ’ αυτούς παρέα. Όταν συγκεντρωνόμαστε καμιά φορά για να γράψουμε, μπορεί να μη γράψουμε τίποτα και να κουβεντιάζουμε για διάφορα ή και για μουσική. Μ’ αυτούς, λοιπόν, συνεργαζόμαστε και βγάζουμε δύο τραγούδια τον χρόνο. Ένα από αυτά που βγάλαμε είναι το «Καλημέρα». Είχα τη μουσική από παλιά. Κι είπα στα παιδιά ότι «έχω ένα που σας ταιριάζει». Δεν είχα σκεφτεί καθόλου τον Περίδη. Και μόλις το άκουσαν τα παιδιά τούς άρεσε, επειδή είναι και εξωστρεφείς, χαμογελαστοί… Όταν πας και τους ακούς, λες «θα περάσω καλά». Και, αφού τους άρεσε, λέω:
    - Να φέρω και τον Περίδη να πει το ρεφρέν;
    - Ο Περίδης να έρθει εδώ;
    - Ναι. Κι ο Περίδης θα έρθει κι ο Μάλαμας θα έρθει κι ο Μαργαρίτης θα έρθει, αρκεί να έχετε όρεξη να γράψουμε.
    Ο Αλκαίος έχει home studio που είναι καλύτερο από τα άλλα. Και είναι φοβερός ηχολήπτης. Έδωσα το «Καλημέρα» στον Περίδη και του άρεσε πολύ. Έρχεται ο Ορφέας, λοιπόν, λέει το ρεφρέν, ο Δάφνος τον μαγνητοσκοπούσε κι αυτόν κι εμάς και λέει:
    - Θα γυρίσουμε και βίντεο κλιπ!
    - Κάντε ό,τι θέλετε!
    Διότι ο Γιάννης, αυτός που παίζει πιάνο, ακορντεόν, μπαγλαμά, κιθάρα, μπουζούκι…, του αρέσει πολύ να κάνει κινηματογράφο. Και ο γιος μου ο Λευτέρης. Οπότε αυτοί οι δύο συνεννοούνται και γυρίζουν ένα κλιπάκι. Μόλις βγήκε το «Καλημέρα», την άλλη μέρα το έπαιξε ο Παπαδάκης στον Ant1, επειδή η εκπομπή του λέγεται «Καλημέρα». Οπότε λέει: «Ακούστε κάτι». «Στο ξυπνητήρι το πρωί θα ρίξω μία σφαίρα…». Η πλάκα όμως η μεγάλη είναι ότι το έχουν πάρει οι νηπιαγωγοί και οι δάσκαλοι των Δημοτικών και το έχουν βάλει σε όλα τα νηπιαγωγεία και στα σχολεία. Και λέω «ναι, τέτοια πρέπει να ακούνε τα παιδιά!» κι όχι λάχανα και χάχανα. Το «Φεγγαράκι Μου Λαμπρό» είναι μια χαρά αλλά μία φορά-δύο. Δεν χρειάζεται παραπάνω. Τα παιδιά σήμερα είναι πάρα πολύ έξυπνα. Άκουσα όμως έναν γονέα, που πήγε να πάρει το παιδάκι του από γιορτή στο νηπιαγωγείο και είδε να βάζουν Φουρέιρα. Και λέει ο πατέρας:
    - Παιδιά, συγνώμη, Φουρέιρα βάζετε στα παιδάκια 4-5 χρονών; Τι είναι αυτά που βάζετε;
    Κι είπαν οι άλλοι γονείς:
    - Γιατί; Κι εμείς, στο σπίτι μας, Φουρέιρα βάζουμε!
    Εγώ που λες, αγαπητέ Κώστα, ξέρω ότι απευθύνομαι στο 20% των ακροατών. Ναι, θα μου πεις, αλλά το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» πήγε παντού. Ευχάριστο, αλλά ξέρω πού απευθύνομαι. Μια φορά πήγε ο Μαργαρίτης να τραγουδήσει σε καζίνο και πήρε κι εμένα μαζί. Και τραγούδησα την «Πριγκηπέσσα» του Μάλαμα και, μόλις τελείωσα, έρχεται μία κυρία με γούνα και μου λέει:
    - Αγαπητέ μου, συγχαρητήρια! Αυτό ιδίως που τραγουδήσατε, την Πριγκιπέσσα του Καρρά, το είπατε πάρα πολύ ωραία!
    - Ευχαριστώ πολύ!
    Και έφυγα τροχάδην! 

     

    ΕΧΕΙΣ ΘΕΜΑ, ΦΙΛΕΝΑΔΑ – Φοίβος Δεληβοριάς & Ελένη Τσαλιγοπούλου
    (2020, μουσική: Φοίβος Δεληβοριάς, στίχοι: Σωτηρία Αποκατανίδου)
    Π.Β.: Η Σωτηρία Αποκατανίδου, την οποία γνώρισα σαν τραγουδίστρια, μου είπε ότι έγραφε κιόλας. Και της είπα «δώσε μου κανένα». Μου έδωσε τέσσερα, μεταξύ των οποίων το «Έχεις Θέμα, Φιλενάδα!», το οποίο μου άρεσε πολύ. Λέει σ’ ένα σημείο: «..αν με ήχο ξεφυσάς και  τραβάς το φανελάκι». Εντύπωση μου έκανε. Δηλαδή κάνει «ουφ» και τραβάει το φανελάκι. Η κίνηση αυτή δεν έχει περιγραφεί σε κανένα άλλο τραγούδι. Αλλά ούτε το «έχεις θέμα, αγαπητέ μου». Μου άρεσε πάρα πολύ. Της έκανε εντύπωση που το διάλεξα από τα τέσσερα. Έβαλα μια μουσική και λέω στον γιο μου:
    - Αφού πας στον Αλκαίο, να έρθω κι εγώ να μας ηχογραφήσει ο Αλκαίος, να δούμε πώς ακούγεται αυτό το τραγούδι;
    Γράφει ο Λευτέρης την κιθάρα, γράφει ο Αλκαίος και μπουζουκάκι, κάνουμε κι ένα demo εκεί, πάρα πολύ ωραία ακούγεται και το λέω στον Φοίβο Δεληβοριά και λέει «μέσα!». Αυτό το τραγούδι, βασικά, είναι γυναικείο, δεν είναι ανδρικό. Λέει σ’ ένα σημείο: «Ανάθεμα τ’ αρσενικά…», οπότε πρέπει να το πει γυναίκα οπωσδήποτε. Λέμε να πούμε στην τάδε, την τάδε, την τάδε, και λέω «Τσαλιγοπούλου!».
    Παίρνουμε τηλέφωνο την Ελένη. «Ό,τι θέλετε»! Και φωνάζω και παίζει τρομπόνι ο Δημήτρης [Γιασεμίδης] απ’ τους Monsieur Doumani -είναι Κύπριοι που κάνουν διεθνή καριέρα. Απίστευτοι. Και ο Δημήτρης εκεί παίζει ένα εκπληκτικό τρομπόνι, που εγώ νομίζω ότι δεν παίζει άλλος Έλληνας τέτοιο τρομπόνι. Κυκλοφόρησε το τραγούδι και… έπεσε ο κορονοϊός! Εντάξει, δύσκολα πράγματα… Πολλοί μπορεί να το πήραν και αλλιώς το «Έχεις Θέμα, Φιλενάδα» γιατί το τραγουδάει και άνδρας. Δηλαδή… me too.

    Καμία σχέση, αλλά πρέπει να προσέχουμε τον κώλο μας από παντού. Δηλαδή… έλεος ρε παιδιά! Την άλλη την είπαν «χοντρή» και έγινε χαμός. Οι χοντροί οι άνδρες δεν έχουν παρεξηγηθεί ποτέ. Ο Κραουνάκης δεν παρεξηγήθηκε με το «χοντρός», ας πούμε.

    Όλη η φασαρία έγινε επειδή η Άλκηστις έκοψε τη λέξη. Αν δεν την έκοβε, δεν θα γινόταν καμία φασαρία. Κανένας ποτέ δεν θα κατηγορούσε την Άλκηστη ότι στο τραγούδι αυτό [σ.σ. «Άδωνις»] λέει «χοντρή». Ποτέ. Ούτε θα περνούσε ποτέ από το μυαλό κανενός. Άρα το δημιούργησε η ίδια. Και ο Σταμάτης το είχε φυλαγμένο από τότε που πήγε η Άλκηστις στον Μητσοτάκη. 

     

    ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ – ΣουαΡέ, Πέτρος Βαγιόπουλος, Κωστής Μαραβέγιας
    (2021, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μερόπη Γραμμένου)
    Π.Β.: Είναι το δεύτερο τραγούδι από τον κύκλο «Σμίλη», μετά το «Καλημέρα». Λέω στους ΣΟΥΑΡέ ότι πρέπει να δείξω τι γράφει η Μερόπη Γραμμένου και γιατί συνεργάζομαι μαζί της. Στο «Καλημέρα» έγραψε στίχους πάνω στη μουσική μου, είναι εξωστρεφές, αλλά θέλω να δείξω και τις άλλες πτυχές της. Είναι, λοιπόν, μια ιστορία, που τραγουδιστικά συμμετέχει κι ο Μαραβέγιας ο Κωστής, που λέγεται «Τροβαδούρος», ο οποίος είναι ένας ιδιαίτερος Κρητικός με τη λύρα του. Εμείς τραγουδήσαμε τα κουπλέ λίγο σοβαροί και ήρθε ο Κωστής Μαραβέγιας για τα ρεφρέν και έδωσε και μία πτυχή, ότι αυτός δεν είναι ντε και καλά εσωστρεφής, σαν μερικούς πάνω στα Ανώγεια, τους μαγκωμένους. Έχει και την ελαφράδα του, έχει και το χιούμορ του και τραγούδησε λίγο «εξωστρεφικά» το ρεφρέν κι όλο αυτό έδεσε κι έγινε ένα πολύ ωραίο πράγμα. Παίζεται στα ραδιόφωνα τα δικά μας, που παίζουν έντεχνα, αλλά δεν παίζεται γενικά. Δεν μ’ ενδιαφέρει εμένα. Στα ραδιόφωνα τα δικά μας μ’ ενδιαφέρει. Τα δικά μας ποια είναι; Τα κρατικά σ’ όλη την Ελλάδα. Αυτά μ’ ενδιαφέρουν. Και μερικοί σταθμοί οι οποίοι παίζουν το δικό μας τραγούδι. Το 20% που έλεγα προηγουμένως. Εγώ είμαι ευχαριστημένος και η εταιρεία είναι ευχαριστημένη. Το Όγδοο. Γιατί στο Όγδοο πάνε πακέτο όλα μαζί.

    Μου είπαν από την εταιρεία ότι «αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ με μας». Δηλαδή, τα πάμε όλα έτοιμα. Το εξώφυλλο, το εσώφυλλο, το τι περιγράφει μέσα, το δελτίο Τύπου, όλα είναι έτοιμα. 

    Το τρίτο τραγούδι που κάναμε με τους ΣΟΥΑΡέ είναι το «Άντε Να Δούμε Που Θα Βγει» (2021, στίχοι: Μερόπη Γραμμένου). Στο τέλος ακούγεται ο Μαργαρίτης να λέει «Άντε να δούμε που θα βγει». Είναι χαρακτηριστική η φωνή του.

    Το τέταρτο τραγούδι που κάναμε, το «Λέω Να Σιγοτραγουδήσω» (2021), το λέει ο Μάλαμας. Ήθελα να του το δώσω γιατί πάει ψηλά και κατεβαίνει. «Ξέρω, η ζωή μάς είχε στρώσει άλλους δρόμους / και το γνωρίζαμε κι οι δυο απ’ την αρχή / Μα αψηφήσαμε της μοίρας τους γραμμένους νόμους. Συναντηθήκαμε στη γη κι αυτό αρκεί». Λες «είναι Μάλαμας» και είπαμε ότι ταιριάζει. Ο Μάλαμας το τραγούδησε τρεις φορές. Ήρθε πανέτοιμος βρε παιδί μου. Δεν του έκανα καμία παρατήρηση. Ο Μάλαμας και ο Περίδης, και να λείπω εγώ απ’ το στούντιο, θα πουν αυτό που θέλω εγώ.

    Το επόμενο ήταν το «Τι Άλλο Θες Να Πω» (2022, στίχοι: Μερόπη Γραμμένου). Λέω στους ΣΟΥΑΡέ:
    - Ρε παιδιά, έχω ένα τραγούδι, που ταιριάζει στην Μποφίλιου.
    Η Μποφίλιου ήταν φίλη των παιδιών και του γιου μου. Δεν ήξερα την ιστορία, μου την είπε η Μποφίλιου όταν ήμασταν στη Σφίγγα κι ήταν κι αυτή, σαν συμμετοχή. Λέει ότι τα παιδιά τραγουδούσαν κάπου στο Νέο Ηράκλειο και πήγε σαν θαμώνας. Τότε είχε βγάλει την «Ασπιρίνη» (2004) και την αναγνώρισε ο Λευτέρης μου. Της λέει «Εσύ δεν είσαι που τραγουδάς την «Ασπιρίνη;». Και λέει η Μποφίλιου: «Κι εγώ απόρησα που με ξέρει ένας» (γέλια). Και τη βάλανε τότε πάνω, τραγούδησαν και μαζί και από τότε είναι φίλοι. Και της δώσαμε το τραγούδι, που είπα ότι της ταιριάζει, και στη μέση του τραγουδιού μου λέει η Νατάσσα:
    - Ανατρίχιασα!
    Της άρεσε πολύ, το είπε πολύ ωραία. 

    Επίσης, ήρθε η Λιζέτα Καλημέρη κι είπε ένα ζεϊμπέκικο, το «Για Να Ζω» (2023). Τη μουσική την έγραψα, φοιτητής, το 1970 ! Είναι, δηλαδή, 53 χρονών. Θέλω να προσέξεις τη Λιζέτα, πόσο συγκινητική είναι.
    Τώρα τραγούδησε ένα ο Ορφέας Περίδης, που θα είναι έτοιμο σε λίγο καιρό και το βίντεο κλιπ.
    Είναι και ο Γιάννης Κότσιρας. Του είχα δώσει δύο. Μία μπαλάντα κι ένα τσιφτετέλι. Και μου λέει:
    - Εγώ θέλω να πω τσιφτετέλι Βαγιόπουλου!
    (γέλια) Εγώ νόμιζα ότι θα διαλέξει την μπαλάντα, η οποία μπαλάντα είναι πολύ ωραία, αλλά θέλει να πει τσιφτετέλι Βαγιόπουλου. Ό,τι θέλει ο Γιάννης! Αυτά τα τραγούδια, συν δύο, συμπληρώνουν τον κύκλο «Σμίλη» και μετά θα βγουν σε βινύλιο. 

    Μελλούμενα
    Π.Β.: 10 τραγούδια υπόλοιπα από τη συνεργασία μου με τον Ρασούλη, φτιαγμένα, θέλω να γράψω κι άλλα δύο για να υπάρχει ένας δίσκος με 12 τραγούδια, αλλά και 10 να είναι, εντάξει. Πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον. Όμως μεγάλο ενδιαφέρον έχουν αυτά που άκουσε ο Ρασούλης από μένα σε στίχους του Χριστοδούλου, τα οποία δεν βγήκαν  και με πιέζει και ο Μωυσής Ασέρ και ο Αλέξης Βάκης. Αυτά τα τραγούδια δεν χρειάζονται καθόλου δουλειά από μας, ενορχηστρωτική. Δηλαδή τα ξέρουν και  οι γιοι μου, που θα έρθουν να παίξουν, και ο Ναπολέων Μουλιάκος, που τα ξέρει από τότε που μελοποιήθηκαν, και οι συνεργάτες μου φυσικά. Μέσα σε λίγες μέρες θα έχουμε τελειώσει. Ερμηνευτές που θα πούνε Χριστοδούλου; Σ’ όποιον και να πω θα ‘ρθει. Και γιατί δεν το ξεκινάμε; Με το μαλακό παιδιά. Χαλαρά. Οι ΣΟΥΑΡέ πρέπει να έχουν ελεύθερο χρόνο, γιατί έχουν τις δουλειές τους.

    Πρώτα οι δουλειές κι όταν ευκαιρούν θα κάνουμε και τα άλλα. Ας πούμε, δεν μπορεί ο Αλκαίος να αφιερώσει όλη του τη μέρα στα καλλιτεχνικά -επειδή κάνει και όλη τη δουλειά την τεχνική- όντας μαθηματικός στη Λεόντειο. Εγώ εν τω μεταξύ, που είμαι μαθηματικός, ξέρω τις υποχρεώσεις του καθηγητή και λέω «πρώτα το σχολείο και μετά τα άλλα». Αυτός το ξέρει και είναι και φοβερός καθηγητής. Έχει δημιουργήσει μέσα στη Λεόντειο χορωδία. Έχουν κάνει δίσκο τα παιδιά μέσα από τη Λεόντειο. Κάνανε μία εκδήλωση, όπου πήγα κι εγώ, και λες «τι ωραία πράγματα είναι αυτά ρε παιδιά!». Άρα, βλέπεις  ότι έχουμε πολλά να κάνουμε ακόμη. Λες «γερός να είσαι και να κάνεις» αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Σκέφτομαι ότι αν μαζευτούμε όλοι και κάνουμε, μέσα σε έναν μήνα, αυτά τα τραγούδια του Ρασούλη, είμαστε εντάξει; Κατ’ εμένα όχι. Εμένα μ’ αρέσει αυτός ο τρόπος που κάνουμε τη «Σμίλη» -από το «σμιλεύω». Βγαίνει ένα τραγούδι κάθε εξάμηνο, το οποίο παίζεται όσο παίζεται. Εγώ έχω μία άλλη εμπειρία από τους δίσκους με τον Ρασούλη. Πάντοτε ήταν πολυσυλλεκτικοί. Δηλαδή, στο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» ήταν 5 τραγουδιστές, στο «Βαλκανιζατέρ» 10,, στο «Σελοτέιπ» 15, καθώς και στο «Τι Γυρεύεις Μες Στην Κίνα, Τσάκι Τσαν». Όταν, λοιπόν, αυτός ο δίσκος, με τόσα πολλά ονόματα, πάει στον ραδιοφωνικό παραγωγό, έστω ότι έχει 10 σουξέ μέσα, δεν μπορεί ο παραγωγός να παίζει συνέχεια απ’ τον δικό μου τον δίσκο. Και 10 σουξέ να έχει, δύο ή τρία θα ακουστούν. Με αυτό που κάνω στη «Σμίλη» έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν όλα τα τραγούδια, καθώς και οι φίλοι ερμηνευτές που συμμετέχουν. Ξέρεις πόσα τραγούδια κυκλοφορούν σήμερα; Πάρα πολλά. Κάθε μέρα. Να ρωτήσεις μερικούς ανθρώπους που έχουν ραδιοφωνικούς σταθμούς. Δεν προφταίνουν ν’ ανοίξουν τα e-mail. Γεμίζει το e-mail τους συνέχεια με τραγούδια. Και πόσα ακούγονται; Ένα στα εκατό. Βγάζουν, όμως, συνέχεια. Μα τι βγάζουν; Δεν απογοητεύονται; Όχι. Το YouTube έδωσε μία δυνατότητα ο καθένας να ανεβάζει ό,τι θέλει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι κάθε παραγωγός πρέπει να παίζει ό,τι βλακεία κυκλοφορεί ο καθείς. Εγώ λέω ότι το φταίξιμο δεν είναι αυτών που γράφουν ή διασκευάζουν… Το φταίξιμο είναι σ’ αυτούς τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς που τους επιλέγουν. Ο καλός παραγωγός ξεχωρίζει από τις επιλογές του. Γι’ αυτό πολλοί διαλέγουν να παίζουν καθιερωμένα διαχρονικά τραγούδια. Αυτό, όμως, δεν κάνει τον καλό παραγωγό. Στις επιλογές των νέων τραγουδιών φαίνεται, καθώς και των διασκευών, που, τελευταία, βγαίνουν σωρηδόν.

    Εγώ στη μουσική μπήκα «πλούσιος» και θα «φύγω» πλούσιος. Αλλά, μόνο σε εμπειρίες!

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Teras, στον Νέο Κόσμο, παρουσία της Σωτηρίας Αποκατανίδου, τραγουδίστριας, στιχουργού και συνεργάτιδος του Πέτρου Βαγιόπουλου]. 

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!

    Πέτρος Βαγιόπουλος: Της ζωής μου το παιχνίδι!





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε