Ελπίζω ότι το 2008 σας μπήκε με το καλό, να το νιώσατε καλά, να σας άρεσε και να μη σας πόνεσε. Εγώ πάντως, ούτε που το κατάλαβα. Ή ήταν μικρό ή το έχω συνηθίσει τόσα χρόνια (το ρεβεγιόν εννοώ βέβαια…)
Ας αρχίσω λοιπόν τη χρονιά με ένα μουσικό ποστάκι (το ο όχι με ου, αλλά με ο). Τελικά όλα τα πράγματα είναι θέμα concept που θα λέγαμε και σε καλά ελληνικά. Κάτι είναι εντελώς διαφορετικό όταν βρίσκεται στο περιβάλλον του, στο σύνολο από όπου προέρχεται από ότι όταν το βλέπεις ξεκομμένο, μόνο του ή ακόμα χειρότερα μαζί με εντελώς άσχετα και ετερόκλητα πράγματα. Πόσες φορές δεν έχεις πάει διακοπές ή εκδρομή σε ένα μέρος, δοκιμάζεις ένα τοπικό προϊόν, ένα κρασί ας πούμε, ενθουσιάζεσαι, το αγοράζεις και το φέρνεις στο σπίτι σου όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο τότε; Τι έγινε, άλλαξε στο δρόμο; Και βέβαια όχι, απλώς, το εκεί περιβάλλον, οι μυρωδιές, το τοπίο, δένουν με το προϊόν, του δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω. Που κολλάει αυτό με τη μουσική; Μα είναι το ίδιο πράγμα. Μπορείς να ακούσεις τζαζ σε κουτούκι της Καισαριανής; Άριες από το Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ σε καφενείο ορεινού χωριού; Το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε μπιστρό στην Κηφισιά; Λάτιν και σάλσα σε εκκλησία; Τσάμικα και αργόσυρτα ηπειρώτικα σε καφέ με θέα την καλντέρα στην Οία της Σαντορίνης; Ντίσκο και ποπ σε χασαποταβέρνα της Βάρης;
Εγώ, καλώς ή κακώς, με την παραδοσιακή μουσική δεν τα πηγαίνω πολύ καλά. Αν και δεν αμφισβητώ την αξία της, τη λαϊκότητα, την αυθεντικότητά της και την λαογραφική της διάσταση, δεν μπορώ να την ακούσω, μόλις στο ραδιόφωνο πετυχαίνω σταθμό με τέτοια, στο δευτερόλεπτο έχω αλλάξει συχνότητα. Ίσως να φταίει που δεν έμαθα από μικρός, από το σπίτι μου να έχω τέτοια ακούσματα, αλλά αυτό δεν νομίζω ότι λέει και πολλά, διότι μεγαλώνοντας άρχισα να ακούω μουσικά είδη που δεν ακούγονταν ποτέ στο πατρικό σπίτι. Πάντως τα «βλάχικα», έτσι τα έλεγα μικρός, δεν τα άκουγα, όπως και τώρα άλλωστε. Όμως, όταν πήγα ως φοιτητής στα Γιάννενα, τότε δεν μου ήταν ανυπόφορα, ακόμα και τα πολύ αργά, βαριά ηπειρώτικα.
Θυμάμαι, λοιπόν, όταν ήμουν φρέσκος στα Γιάννενα, το χειμώνα του ‘90-91. Καινούριες παρέες, αισιοδοξία, αέρας ελευθερίας, νέων προοπτικών και ανεξαρτησίας, ασορτί με την οδό Ανεξαρτησίας με τα παλιά μαγαζιά, όπου ήταν το πρώτο μου δωμάτιο, ένα δωμάτιο σε παλιό σπίτι χωρίς κεντρική θέρμανση, με μια σόμπα πετρελαίου και κοινό μπάνιο και κουζίνα με τα άλλα τρία δωμάτια του σπιτιού. Στο ισόγειο, ένα παραδοσιακό τυράδικο-μπακάλικο και από πίσω ένα αποστακτήριο για τσίπουρο και βαρέλια με κρασί. Από το μπαλκόνι, έβλεπα επιβλητικό το τεράστιο βουνό, το Μιτσικέλι και τα υπεραιωνόβια παρακείμενα σπίτια από την τουρκοκρατία, με τα χαρακτηριστικά χαγάτια και τις στέγες. Μια παγωμένη νύχτα λοιπόν, γυρνούσα από τσιπουράδικο αφού είχα πιει τα πόδια μου, και ανέβαινα την έρημη οδό Ανεξαρτησίας, κουκουλωμένος, με κασκόλ και γάντια, ενώ έριχνε χιονόνερο. Ένα από τα παλιά μικρά καφενεία-τσιπουράδικα ήταν ανοιχτό, μέσα ήταν καμιά δεκαπενταριά άτομα από πενήντα ετών και πάνω, μοιρασμένοι σε τέσσερα-πέντε τραπέζια και δύο άλλοι, ο ένας με κλαρίνο και ο άλλος με νταούλι και ντέφι, έπαιζαν ηπειρώτικες μελωδίες, αργές, με μια μαεστρία που με καθήλωσε μαγεμένο για τουλάχιστον πέντε λεπτά ακίνητο μέσα στο γιαννιώτικο αγιάζι, παρακολουθώντας έξω από την τζαμαρία του καφενείου τη μυσταγωγία, ουσιαστικά την κατάνυξη που υπήρχε μέσα εκεί, ο ήχος του κλαρίνου ήταν απόλυτα δεμένος, ενσωματωμένος, εναρμονισμένος με το περιβάλλον, με το χιονόνερο, με τους ηπειρώτες με τα κόκκινα πρόσωπα. Όταν άρχισα να μην αισθάνομαι τα πόδια μου από το κρύο, αποφάσισα να πάω στο δωμάτιό μου και άναψα τη σόμπα, έχοντας ακόμα το κλαρίνο και το νταούλι στα αυτιά μου. Όταν ξύπνησα, στο μπαλκόνι είχε δέκα πόντους χιόνι.
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιοβιογραφίες επιστήμη μουσική χιούμορ σχέσεις χιούμορ παιδί