Παρασκευη μεσημερακι ηταν, όταν πεθυμησε πολύ νατην δει και περασε από την δουλεια της. Η καρδια του χτυπησε τρελα στην θεα των ματιων της, το φευγαλαιο μειδιαμα της τον εκανε να πονεσει. Να σε δω δυο λεπτα, τι κανεις;
Τα χαρακτηριστικα της σφιχτηκαν, το υφος της καρτερικο <<να με δεις και συ>> και του κοπηκαν τα γονατα. Πονεσε με τροπο που δεν θυμοταν άλλη φορα. Του εκανε την χαρη, να του απευθυνει τον λογο , και βαθεια μεσα του ενοιωθε ότι ενοχλει. Ηθελε να φυγει, δεν ακουγε τι του ελεγε, δεν ειχε σημασια πια. Νυχτωσε και η φυγη ζωο αγριεμενο εμπηγε τα νυχια της στα σωθικα του, στο μυαλο του. Σαββατο πια , ηπιε ένα καφε το πρωι εκλεισε τη μουσικη και μαζι την ροη των ματιων του,και όταν ξαναειδε ρολοι ηταν τεσσερις.
Βουρκωμενος ηταν οκαιρος, δεν το καταλαβε. Απλα φορεσε το μπουφαν το μαυρο το δερματινο, τα γαντια , το κρανος, ζεστανε την μηχανη και εφυγε.Να φυγω, βγηκε Εθνικη να φυγω , περασε τα πρωτα διοδια, να φυγω, 210 γραφει το κοντερ του , να φυγω.Οταν σταματησε και κοιταξε γυρω του,η αυρα του χωρου τον εκανε, να καταλαγιασει, λιγο ,τα χειλη του ξεσφιξαν . Μηχανικα εψαξε την φωτογραφικη, και αρχισε να τραβαει. Νυχτωσε, δεν πειναγε έναν καφε μονο. Η πολη ηταν ομορφη και αυτος ενοιωσε ακομα πιο μονος.Να φυγω. Σκοτεινιασε για τα καλα ,να βαλω βενζινη,μουρμουρισε, και οι πρωτες ψιχαλες θολωναν την ζελατινα του κρανους. Τον τρομαζε η βροχη , ειχε πεσει παλια, και ηταν χιλιομετρα, μακρια από το σπιτι. Ξανακουγε τα λογια της, το υφος το παγωμενο, δεν καταλαβε πως εστριψε αλλου.Εβρεχε δυνατα τωρα.Παραδρομος και τον εβγαλε περιφερεικα της μεγαλης πολης που κατευθυνονταν,εκανε δρομο παραπανω και η βροχη παντα εκει και η μορφη της παντα εκει. Εφτασε μουσκεμα σπιτι, εβγαλε τα βρεγμενα, εκανε ένα ζεστο μπανιο και εβαλε μουσικη. Να φυγω.
3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο