Τους βλέπεις συχνά όταν περπατάς στον πεζόδρομο, στην πλατεία, στην παραλία, στον δρόμο. Είναι πάντοτε εκεί είτε έχει ήλιο είτε βροχή. Και παίζουν μουσική, καταθέτουν την ψυχή τους έτσι απλά και γενναιόδωρα.
Εσύ πάλι με το που τους βλέπεις ίσως δυσφορείς λίγο, ψάχνεσαι, λογαριάζεις πότε ήταν η τελευταία φορά και κάποιες φορές τους βοηθάς να προσθέσουν άλλο ένα ψίχουλο στο καρβέλι του δείπνου τους. Μα τις περισσότερες φορές τους προσπερνάς δήθεν πως δε τους πρόσεξες, χωρίς όμως να ξεγελάσεις κανέναν. Από πότε άλλωστε μας έγινε αδιάφορη η μουσική;
Κάποιες φορές μπορεί να παίζουν φάλτσα, κάποιες άλλες αριστουργηματικά. Συνήθως έχουν μια ταλαιπωρημένη κιθάρα, ένα γερασμένο ακορντεόν ή ένα βιολί, παρόλο που υπάρχουν και αρκετοί με σαξόφωνο, τρομπέτα, φυσαρμόνικα ή φλογέρα.
Βασικό στοιχείο κάθε φορά η απομόνωση. Στέκονται μόνοι τους, κανείς δεν τους θέλει κοντά του. Για τους περισσότερους δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια ακόμα μορφή ζητιανιάς.
Κι όμως, αναρωτιόμαστε ποτέ με τι κόπους μάθανε να παίζουν μουσική; Σκεφτόμαστε ποτέ πόσο θάρρος και πόση απελπισία χρειάζεται για να βγεις στον δρόμο και να κάνεις το ίδιο; Δεν χρειάζεται βέβαια να βγούμε κι εμείς στον δρόμο, αλλά ίσως το να τους βλέπουμε διαφορετικά να είναι αρκετό.
Δεν θέλω να το συνεχίσω άλλο γιατί δεν ξέρω που θα βγάλει και σε τι θα ωφελήσει, απλά θα ήθελα να τους αφιερώσω το παρακάτω ταιριαστό (νομίζω) απόσπασμα από το 1793 του Victor Hugo.
[Ο ζητιάνος Τελμάρ ενώ έχει βοηθήσει τον πρίγκιπα της περιοχής του να ξεφύγει από τους εχθρούς του]
«Όταν κατέβηκες, σε αναγνώρισα, με το φεγγάρι.»
«Κι όμως, εγώ δεν σε ξέρω.»
«Με είχες δει, μα δεν μ’ έβλεπες.»
Και ο Τελμάρ πρόσθεσε:
«Εγώ όμως σ’ έβλεπα. Ο ζητιάνος και ο διαβάτης δεν έχουν την ίδια ματιά.»
«Σε είχα συναντήσει άλλοτε;»
«Συχνά, αφού ήμουν ο ζητιάνος σου... Ήμουν ο ζητιάνος του πύργου σου. Μου ‘δινες πότε πότε ελεημοσύνη. Εκείνος που δίνει δεν κοιτάζει. Εκείνος όμως που παίρνει προσέχει. Ζητιάνος θα πει σπιούνος. Εγώ όμως, αν και συχνά θλιμμένος, προσπαθώ να μην είμαι σπιούνος. Σου άπλωνα το χέρι. Εσύ αυτό έβλεπες μονάχα και μου ‘δινες ελεημοσύνη, που χρειαζόμουν το πρωί για να μην πεθάνω το βράδυ. Ήταν φορές που έκανα εικοσιτέσσερις ώρες να φάω. Κάποτε η πεντάρα σημαίνει ζωή. Σου χρωστάω τη ζωή. Και τώρα ξοφλάω το χρέος μου.»
13 σχόλια