Μεσαιωνικη πανοπλια. Θωρακας , δικτυωτα μεταλλικα χειροκτια.
Ασπιδα στρογγυλη με οικοσημο.
Ξιφος βαρυ, διστομο.
Δορυ.
Φαρι με χαμουρα ασημοκεντημενα.
Περηφανο.
Χτυπαε την οπλη ανυπομονα
Το ματι στραφταλιστο.
Φρουμαξε.
Αδημονα περιμενε τον κυρη του.
Δεμενο σε συνδεντρο.
Ένα χαδι στον τραχηλο του, δυο λογια τρυφερα.
Πατημα στη σκαλα της σελας , τανυσμα σαλτο στην ραχη του.
Σηκωθηκε στα δυο πισω ποδια, ανυπομονο για τροχασμο.
Ο κυρης δεν του χαλασε χατηρι.
Καλπαζαν ,στο ξεφωτο ανοιχτη πεδιαδα, τα σπαρτα διπλα
Υποκλινονταν στο περασμα τους.
Στον οριζοντα αχνοφαινονταν , ανταυγιες νερου.
Ταφρος που στεφανωνε δυναμαριο.
Δαντελωτες επαλξεις.
Φλαμπουρο ανεμιζε στο πιο ψηλο πυργι.
Φαρι και καβαλαρης σταθηκαν στην γεφυρα της ταφρου.
Ξεπεζεψε.
Το φαρι κατευθυνθηκε στο κοντινο ρυακι.
Σταθηκε ηπιε.
Αυτος επιασε ριζα θεριακομενου δεντρου,
Καταντυκρι του πυργου.
Ξεκρεμασε το λαγουτο από τον ωμο, ακραγκιξε τις κορδες του
Κι αρχινησε μελωδικη μπαλλαντα.
Φως κεριου αποκριθηκε , σε δικτυωτο παραθυρι και αγλαισμα
Μορφης αιθεριας φανερωθηκε.
Στυλωσε την στεφανωμενη με πλεξουδες κεφαλη στις δυο παλαμες
Κι αφεθηκε παραδομενη στο ακουσμα.
-Σ’ αγαπω
- Κι εγω απαντοχη μου…
Βουκινο βαρυ αντιχησε, σαιτες σφυριξαν σχιζοντας τον αγερα.
Το λαγουτο σιγησε.
-Σ’ αγαπω
-Κι εγω απαντοχη μου…
Οι φωνες διπλα του δυναμωσαν.
Εκλεισε το μπλοκακι του ενοχλημενος.
Πώς να ερωτευτεις με τοση φασαρια;
Η Ιζαμπω χαμογελασε χαιδευοντας το σημαδι
Το μυστηριακο στο μηνιγγι της.
Οι γατες στο πατρικο του Τερζακη ,
Τανυστηκαν , αργα , ηδονικα στον ηλιο.
Κι εσυ απεμεινες να ονειρευεσαι ακομα….
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο