Μεσα Αυγουστου πια. Λιγοστος ο κοσμος στο Αστυ. Αδεια η Πατησιων.
Τα βηματα οδηγησαν στην Δαιρπφελδ.
Τοπος εξοχης παλαι ποτε, για τους Αθηναιους της εποχης.
Διαδρομη του ηρωικου Θηριου, του τραινου που εκανε τρεις ωρες να φτασει μεχρι την Κηφισια.
Τωρα περνουν οι γραμμες του Ηλεκτρικου.
Εκει και το 18ο ,Γυμνασιο Πατησιων.Το μισο κτηριο παλια πετρινο, το υπολοιπο
προς τις γραμμες, παραγκες Σημερα ,κτισμα που τρομαξε να γνωρισει.
Απεναντι από την κυρια εισοδο του Γυμνασιου ένα από τα λιγα παρκακια της περιοχης.
Λιγοστα ψιλολιγνα δεντρα φοινικες μουριες, μια παιδικη χαρα, παγκακια.
Κιγκλιδωματα χαμηλα χωριζαν τα τμηματα του παρκου.
Ένα παγκακι ειχε στρωμενα πανω του χαρτοκουτα. Δεκαδες περιστερια,
γεμιζαν τον χωρο.Αλλα πανω στις πλατες των παγκων, αλλα πανω στις κουνιες,
Αλλα στα μικρα παρτερια, στο ισχνο γρασιδι.
Καθισε σ’ένα παγκακι, αναμεσα τους διπλα τους και εμεινε να κοιταζει το αγνωριστο παλιο του Γυμνασιο.
Ο φτερωτος πληθυσμος γρηγορα τον εβγαλε από τον νοστο.
Χρωματα καφε ασπρα μαυρα πιτσιλωτα ,φτερουγες, ουρες κεφαλακια
που κοιταζαν με τον χαρακτηριστικο τροπο ,που μονο τα πουλια μπορουν.
Καποια πλησιασαν περιμενοντας ισως φαγητο.
Εκτος από τον καπνο του δεν ειχε κατι άλλο.Κουρνιασαν δυο τρια
στα ποδια του, καποια αλλα στο κιγκλιδωμα διπλα του.
Αναψε με προσεχτικες κινησεις την πιπα του να μη τα τρομαξει.
Τα τζιτζικια συνοδευαν το γουργουρητο των περιστεριων.
Ειχαν αφοσιωθει στην τουαλετα τους.Καθαριζαν με το ραμφος τους το φτερωμα τους.
Με υφος σοβαρο περισπουδαστο.Καποια αλλα εψαχναν για υπολειματα τροφης
στο χωμα ,στο γρασιδι.
Το ιδιο κανουν τα τελευταια χρονια στη μεση της ασφαλτου.Καποια δεν ξαναπετουν ποτε.
Εχουν τοσο χασει την φυση τους, που όταν τα πλησιαζει οχημα αντι να πεταξουν τρεχουν.
Δεν προλαβαινουν παντα.
Μεσημερι προχωρημενο.Τα πιο πολλα ειχαν κουρνιασει , ένα καθαριζε τον λαιμο, το κεφαλακι του συντροφου του.Αυτο που δεχοταν τις περιποιησεις ειχε αφεθει με μισοκλειστα ματια, στην φροντιδα του πρωτου.
Ένα αρσενικο φλερταρε μια θηλυκια ,ειχε φουσκωσει τον θωρακα του και την γυροφερνε, μεχρι που το θηλυκο αρχισε να κανει το ιδιο.
Τζινα ,εδώ!
Ένα πεκινουα ορμηξε μεσα στο παρκο από την μια μερια, από την άλλη εισοδο ένα αρσενικο Δαλματιας μεγαλοσωμο και πισωθε τους η κυρια τους.
Συννεφο σκονης στον αερα, λαγωνιαρικο κυνηγητο στα πουλια και κεινα αλαφιασμενα πετουσαν σαν τρελα προς ολες τις κατευθυνσεις κοπαδιαστα.Οπου καθονταν ξοπισω ο σκυλος.
Ανεβοκατεβηκαν το παρκο δυο τρεις φορες , μπρος τα πουλια ξοπισω τα σκυλια.
Μεχρι που τα μαζεψε η κυρα τους και τα εβγαλε εξω.
Τα περιστερια αφου ηρεμησαν απλωθηκαν στον χωρο σχεδον στις προηγουμενες θεσεις τους.
Στο παρκο μπηκε καποια κυρια με μια σακουλα στα χερια ,που την αδειασε σε μια γωνια.
Το σμηνος πεταξε , καλυψε τον χωρο σε κλασματα δευτερολεπτου.
Εβλεπες ανοιχτα φτερα μονο το ένα πανω στο άλλο.
Καποιες μικροσωμες δεκοχτουρες ηρθαν απ’το πουθενα και ορμηξαν στο φαγητο.
Στο κατοπιν τους πεντε εξι σπουργιτια με το πηδηχτο τους βημα.
Εβαλε καινουργιο καπνο στην πιπα
Το παρκο εγινε ορχηστρα τα πουλια σχηματισαν Χορο.
Ξανθια ,φτερωτη χαρμονη,
Ακριβολατρευτη μου,εαρινη,
Του υμνου ψυχη και λαμπηδονα,
Συντεχνιτισσα μου αηδονα,
Δεχτηκες, καταδεχτηκες,
Ν’αρθεις να επιφανεις
Προικα σου τα μαγια θεικης φωνης
Με αποηχους τ’Απριλη και του Μαη τον αυλο,
Για την Ανοιξη μου πλεξε μου υμνο καλο,
Συντρεξε ν’αρχισω την παραβαση.
Δυο περιστερια ξεκοψαν ενωσαν τα ραμφη τους σε φιλι.
Τιναξε τον καπνο από την πιπα του ,εριξε μια τελευταια ματια στο παλιο του Γυμνασιο
Νεφελοκοκκυγια, ψιθυρισε, στην Δαιρπφελδ…
414πΧ ερμηνευτηκε ,Ορνιθες ο τιτλος δευτερο βραβειο στα Μεγαλα Διονυσια,
Μεσα στον Πελοποννησιακο Πολεμο, Αριστοφανης ο Ποιητης.
Σηκωθηκε από το παγκακι , τα περιστερια του εκαναν χωρο να περασει
Ο Κορυφαιος του Χορου, του χαμογελασε.
10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο