Από νωρις ξεκινησε, τα πρωτα ηταν ουζακια με ένα φιλο.
Αυγουστιατικη ,ζεστη τους ειχε βγαλει .
Ένα τραντζιστορακι πανω στο τραπεζι ,κατι μεζεδες
Πανω τους το φεγγαρι εριχνε κλεφτες ματιες
Στην αδεια πολη , και στο ποτηρι του ενός που αδειαζε .
Και αδειαζε.
Δεν ακουγε τα λογια του συντροφου του καλα καλα.
Η ματια του ηταν αδεια πλανιωταν ποτε στον ουρανο
Ποτε στο ραδιακι , σαν να προσπαθουσε να κρατηθει από καπου.
Ανηλεη η σκεψη του ασταματητη.
Δικη της ροτα δικους της νομους.
Σκαρφαλωνε στις νοτες οποιου τραγουδιου την ταξιδευε.
Πιανοταν γερα από το ποτηρι και του το αδειαζε.
Η σκεψη ειπε φυγε κι αυτος υπακουσε.
Μηχανικα η αληθεια.
Μια τυπικη καληνυχτα, ο άλλος τον εννοιωσε.
Η σκεψη ανοιξε ένα μπουκαλι ακομα.
Ξανασκαραφαλωσε στις νοτες και εμεινε εκει.
Ερημην του.
Τατου, ετσι ξεκαρφωτα ,τατου.
Γυρω μεσα στο δωματιο ,γυρω μεσα στο ταξιδι της .
Διπλα στην βιβλιοθηκη.
Μεσα σε στιχους τραγουδια απουσια.
Αλλαξε δωματιο ,αλλαξε μπουκαλι.
Ένα σπανιολικο κουκλιστικο λεπιδι επαιζε στα χερια της .
Το ανοιξε το ζυγισε χαιδεψε την στενη μακρυα λαβη του
Δοκιμασε την κοψη ,την μυτη του ατσαλιου.
Λεπιδα ομορφη , στενομακρη.
Και χαραξε πανω της μονογραμμα .
Σπλαχνικη λεπιδα.
Χαραξε απαλα ,τρυφερα ,εγραψε πανω της το θελω της.
Κι η σκεψη επιασε το ποτηρι της μια ακομα φορα
Κατι ευχηθηκε και εμεινε να κοιταζει το μονογραμμα της .
Ευθειες που τεμνονταν ,καπου δεν ηταν σιγουρη και ξαναχαραξε.
Δροσοσταλιες κοκκινες ακολουθουσαν τις ευθειες.
Εμεινε να τις βλεπει.
Περασαν μερες.
Περασαν νυχτες.
Μια από αυτές ηταν σκαρφαλωμενη σ’ένα μπαρκο.
Κατι της θυμησε…
Πηγε στην βιβλιοθηκη
Ανοιξε τον Καββαδια και διαβασε.
WILLIAM GEORGE ALLUM.
Ηταν το τραγουδι που ακουγονταν από από καποιους ξεμπαρκους.
Κοιταξε τις αυλακιες ,πανω της και την μυτη της λεπιδας.
Εκει στην ακρη της ειχε μεινει μια τελευταια δροσοσταλια.
Σκουπισε μαλακα το ομορφο λεπιδι , το εκλεισε και το εκρυψε.
4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο