Πάνε κάτι πάνω από δέκα χρόνια (ουουουου, σίγουρα απλά δεν με συμφέρει να τα υπολογίσω). Στους πρώτους μήνες μόνιμης εγκατάστασης στην πρωτεύουσα των… πρωτευουσών.
Είχα απλώσει βλέμμα, στο κενό που άφηνε διάσπαρτο η ταράτσα. Το κτίριο της εστίας στην Πολυτεχνειούπολη, ο τόπος. Γκριζαρισμένος ο ουρανός άφηνε πίσω του το καλοκαίρι. Ακόμη, τότε, υπήρχαν τα πρωτοβρόχια… Στο χέρι η «Ελευθεροτυπία». Πάντοτε, διάβαζα εφημερίδες. Τώρα πια, έμπλεξα κιόλας.
Το άρθρο για την επεισοδιακή συναυλία που είχαν αποπειραθεί να δώσουν οι «Τρύπες» στον Λυκαβηττό, δονούσε την παλάμη από την ένταση. Είχα φάει τον κόσμο να βρω εισιτήριο, μάταια. Αλλά, πάλι καλά. Κάποιοι άλλοι έφαγαν ξύλο. Ο Αγγελάκας το ‘λεγε –και ξέρω, το εννοούσε- «δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας».
Ωστόσο, όλο αυτό το κλίμα έγινε εκείνο το απόγευμα η σχεδία για να διασχίσω το τοπίο της απέραντης Αθήνας, πέρα ως πέρα. Η ατμόσφαιρα της δικής μου γενιάς. Κατέβαινα καθημερινά στο Μοναστηράκι. Για βινύλια, βόλτες, καφέδες. Μόνος ή με παρέα. Δεν με πείραζε. Τα παντελόνια μου επέπλεαν πάνω στα -πυρωμένα από τις διαδρομές- πόδια μου. Ετσι γύριζα τους δρόμους της πλανεύτρας. Τους έμαθα…
Και τι κατάλαβα… Η κιθάρα του Παπαδόπουλου ενορχηστρώνει, πλέον, Θανάση ή Σωκράτη ή... Ο Αγγελάκας απέκτησε «Επισκέπτες», τα «Σπαθιά» αποδείχτηκαν… ξύλινα, οι θλιμμένοι ακόμη αποφεύγουν τις γιορτές.
Και αναρωτιέμαι για τον εαυτό μου. «Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε, τα άλλα τρένα να περνούν». Τουλάχιστον, μου αρέσει ακόμη να παρατηρώ. Ειδικά από ψηλά…
Υ.Γ. Η φωτογραφία από το www.trypes.tk 3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο