06 Αυγούστου 2014, 19:47
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιβ' μέρος) Κόκκινη κλωστή δεμένη...
 …Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη καταγής, κρατώντας το μωρό της στην αγκαλιά, και οι δυο έμοιαζαν ξυλιασμένοι.
Με απελπισία κοίταξε γύρω της η βασιλοπούλα, ζητώντας βοήθεια.
Μακριά πολύ, είδε ένα χωριό και, χωρίς στιγμή να χάσει, πήρε το δρόμο της πάλι τρεχάτη και πήγε στο χωριό.
Τον πρώτο άνθρωπο που βρήκε, τον ρώτησε που ήταν ο γιατρός’ της έδειξε το σπίτι του και χτύπησε την πόρτα.
-Έλα, γιατρέ, μη χάνεις ώρα’ θα φθάσομε αργά! του είπε όταν της άνοιξε.
Θέλησε ο γιατρός να ρωτήσει περισσότερα, μα όταν την είδε τόσο όμορφη, σώπασε και έκανε ό, τι του είπε.
Ενώ ετοίμαζε ο γιατρός το μουλάρι του, η βασιλοπούλα έκοψε ένα κουμπί από το μανίκι της και το έδειξε σε μια γυναίκα, που περνούσε, μ’ ένα καλάθι αυγά και δυο ψωμιά.
-Το θέλεις; τη ρώτησε. Δώσ’ μου το καλάθι σου και τα ψωμιά σου, και χάρισμά σου το κουμπί.
Η γυναίκα δεν πίστευε στα μάτια της’ το κουμπί ήταν ένα μεγάλο σμαράγδι.
Πήρε η βασιλοπούλα το καλάθι και το έδεσε με τα ψωμιά στη ράχη του μουλαριού.
-Εσύ κι εγώ θα περπατήσομε, γιατρέ, του είπε. Πάμε σε πεινασμένους, πρέπει να τους φέρομε φαγί.
Ο γιατρός για την όμορφη κοπέλα θα έκανε με χαρά πολύ περισσότερον κόπο. Θέλησενα την καθίσει αυτήν στο μουλάρι, γιατί φαίνουνταν κουρασμένη, αλλά δε δέχτηκε η βασιλοπούλα, και πεζοί ανέβηκαν και οι δυο προς το δρόμο.
Λίγο παραπάνω αντάμωσαν ένα χωρικό με μια καρδάρα γάλα και τρεις κότες, δεμένες από τα πόδια και κρεμασμένες στον ώμο του. Η βασιλοπούλα έκοψε άλλο ένα κουμπί από το μανίκι της και το πρόσφερε.
-Δώσ’ μου το γάλα και τις κότες σου, και πάρε το σμαράγδι μου, είπε.
Ο χωρικός πήγε να τα χάσει, έδωσε την καρδάρα και τις κότες, τα έδεσαν στο μουλάρι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.
Η βροχή είχε σταματήσει όταν έφθασαν κοντά στη μισοπαγωμένη γυναίκα’ ο γιατρός με τα γιατρικά του γρήγορα τη συνέφερε, κι ενώ φρόντιζε το μωρό, η βασιλοπούλα έδινε της γυναίκας να πει γάλα από την καρδάρα και της έκοψε ψωμί.
Η δυστυχισμένη μητέρα όμως δε σήκωνε τα μάτια της από το μικρό της, που με κόπο γύρευε να το ζεστάνει ο γιατρός.
(…συνεχίζεται)
|