Αφού παραγγείλαμε στην βαριεστημένη σερβιτόρα με το αγελαδίσιο βλέμμα, περιμέναμε καρτερικά την άφιξη των φαγητών διαβάζοντας μια ξεπουπουλιασμένη κυριακάτικη εφημερίδα, από αυτές που έτσι και σου πέσουν στο πόδι τριγυρνάς καμιά βδομάδα με πατερίτσες. Η σύζυγος είχε πάρει το πολιτιστικό ένθετο, η αφεντιά μου είχε καβατζώσει τα αθλητικά, ενώ ο μικρός είχε χώσει τη μούρη του σε ένα ένθετο με αφιέρωμα σε κάτι εξωτικά κάμπριο αυτοκίνητα με εξαψήφια τιμή και προσπαθούσε να αποστηθίσει τις επιδόσεις και τα χαρακτηριστικά τους.
Και μέσα στην ωραία αυτή ατμόσφαιρα με την υπογλυκαιμία να υποβόσκει, στο διπλανό τραπέζι κάθεται ένας τύπος, εξηντάρης με χοντρά ηδυπαθή χείλια, φαλακρός με βαμμένο το υπόλοιπο μαλλί κομοδινί-καρυδιά και με το κλασικό γύρισμα της τούφας από τα πλάγια να κολλάει πάνω στην καράφλα, κόκκινο πουκάμισο καφέ σουέντ σακάκι, χρυσό δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα, καδενίτσα και μισό τόνο κολώνια να απλώνεται μέχρι τον κόμβο Αμπελοκήπων. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό του: “έλα, ρε, τι γίνεται; στην πλατεία είμαι, ναι, με το “αραπάκι”, καλά, θα σε πάρω μετά”.
Σηκώνω το κεφάλι μου από την εφημερίδα, και κοιτάζω τη σύζυγο πάνω από τα σκούρα μου γυαλιά χαμογελώντας. Με κοίταξε και εκείνη με τον ίδιο τρόπο, όμως δεν χαμογέλασε καθόλου. Αμέσως μετά σκάει μύτη και το “αραπάκι”, ένας εικοσάχρονος το πολύ, από αυτούς με τα όρθια μαλλιά και το σκουλαρικάκι και την ποντικομούρη τύπου Τσαλίκη με το θράσος, την αναίδεια και τη βλακεία αποτυπωμένη ανάγλυφα στα χαρακτηριστικά του. Σχεδόν αμέσως προστέθηκε κι άλλος ένας πανομοιότυπος νεαρός στην ομήγυρη.
“Δεν έχει λίγο ψύχρα, εδώ έξω; Δεν πάμε μέσα καλύτερα;” λέει η σύζυγος φρικαρισμένη. “Ας πάμε”, λέω κι εγώ ειδοποιώντας την γκαρσόνα για τη μετακίνηση, η οποία με κοίταξε σαν να της σκότωσα τον πατέρα. Ο μικρός, που φυσικά δεν πήρε χαμπάρι τίποτα, ενοχλήθηκε από το ξεβόλεμα “Ώχου, εγώ δεν κρυώνω, να κάτσουμε εδώ”, εισπράτοντας το δολοφονικό βλέμμα της μάνας του. Την ώρα που μπαίναμε μέσα μού λέει η γυναίκα μου, “μα είναι πράγματα αυτά; είναι θεάματα αυτά για ένα παιδί;”. “Ω, καημένη”, της απαντώ “νομίζεις ότι επειδή εσύ κατάλαβες τι παίζει, ο μικρός μπορεί να καταλάβει τίποτα; Τι κάνουν οι άνθρωποι; κάθονται και πίνουν ένα ποτάκι. Από κει και πέρα τι μας νοιάζει εμάς τι κάνουν με τον κ^%ο τους;”, “Ρε, δεν τ΄αφήνεις αυτά τα ψευτοκουλτουριάρικα;” μου λέει εκείνη. Αφού φάγαμε, ήρθε η ώρα να φύγουμε. Βγαίνοντας, ρίχνω ένα βλέμμα στον μπάρμπα, ο οποίος κάθονταν με ένα ύφος όλο αυτοπεποίθηση να καπνίζει κάτι μακρουλά τσιγάρα και οι νεαροί να κρέμονται από τα χείλια του, λοξοκοιτώντας και το πορτοφόλι του….Μια συνηθισμένη μέρα σε πλατεία του κέντρου της Αθήνας…
6 σχόλια - Στείλε Σχόλιοβιογραφίες επιστήμη μουσική χιούμορ σχέσεις χιούμορ παιδί