Φανταχτερά τα στολίδια τους που στόλισαν τη ζωή στον τόπο που ζούμε.
Συσκότισαν τα όνειρά μας.
Κλάψαμε για τα αδιέξοδα που νιώθαμε να σφίγγουν τη ύπαρξη του κόσμου.
Τράβηξα, για να δω καλύτερα, την συγχορδία του ψέματος.
Συννεφιά κουβαλά ο ήλιος μας και χλομός όπως είναι εκεί ψηλά κοιτά με αποστροφή τα καμώματα του παρελθόντος.
Συννεφιά κουβαλά ο ήλιος μας και πικραμένος κοιτά τον πόλεμο τον όλεθρο και τις εκατόμβες των νεκρών τη συναλλαγή.
Εργατών υπαλλήλων θανατικές καταδίκες ζωντανές πληγές.
Γκρι το τσιμέντο γκρι το χαμόγελο γκρι το σούρουπο που περνά πάνω από τα τριαντάφυλλα του κήπου το γρασίδι δροσερό θαρραλέο καλύπτει ξεκάθαρα κάθε χώρο.
Κουράζει η ξιπασμένη εξουσία τα έσχατα σημεία του μέλλοντος
πικραίνουν τις πέτρες τα βουνά
μα εξοργίζει τα χρώματα τα κάδρα του καλλιτέχνη
οι ζωγραφιές φωνάζουν κλαίνε φοβερίζουν.
Οι μάζες μαθαίνουν κοιτάζουν το παλιό,
να αφουγγράζονται το καινούριο πικράθηκαν και θα μεθύσουν.
Από νωρίς το πρωί έκλαψα για τους νεκρούς του κόσμου
εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί από το χέρι της εξουσίας ανά τους αιώνες πεθαίνουν
σαν άβουλα μοσχαράκια
χωρίς να γνωρίζουν χωρίς να αντιδρούν.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι