Ερώτησαν, το Μανωλιό
στον καφενέ μια μέρα.
Πιότερο τι αγαπά,
να πεί δίχως φοβέρα.
Σηκώθηκε ο Μανωλιός ,
ολόγυρα θωριάζει.
Δίχως ντροπή, δίχως αιδώ,
τους λέγει, δεν κομπάζει.
Τη Μάνα μου την αγαπώ,
δε λέω.
Όταν πονά, πονώ,
μαζί της σιγοκλαίω.
Όμως, πιότερο αγαπώ,
σ’αυτήν εδώ την πλάση.
Τα πλούτη, και τη δόξα
του Ωνάση,
Σφυρίγματα κακό,
μεγάλη οχλαγωγία.
Σαν άκουσαν τα λόγια του,
εκάμαν σαν θηρία,
Εδάκρυσε, ο Μανωλιός,
πόνος, βουβός στα στήθια.
Μα εγνώριζε όπως κι αυτοί,
είπε τους την, Αλήθεια…
Δημιουργός: Ακριτας, Αναστάσιος. Π.
Διευκρινίζεται ότι η δημοσίευση των στίχων δε συνεπάγεται παραχώρηση των πνευματικών δικαιωμάτων .
https://www.youtube.com/watch?v=h1ErCMLKnLw