Έβλεπα χτες σε κάτι “παράθυρα” για την απόσυρση του βιβλίου της ιστορίας, βουλευτή πλέον του ΛΑΟΣ να υπερασπίζεται προς μεγάλη μου έκπληξη το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, όμως υποτίθεται ότι δήλωνε δημοκρατικών φρονημάτων και δεν συμφωνεί, τάχα, με τη χούντα των απριλιανών. Σαν να λέμε δηλαδή, μου αρέσει το παστίτσιο αλλά μη βάλεις μέσα μακαρόνια.
Είχα πιστέψει ότι όλα αυτά τα ανόητα και κιτς ανοσιουργήματα της επταετίας είχαν γελοιοποιηθεί τόσο πολύ στη συνείδηση μας μετά από 35 χρόνια ώστε όποιος τα έλεγε τουλάχιστον θα ήταν παράφρων. Το θεωρούσα απόλυτα φυσικό ύστερα από τόσα αφιερώματα στη χούντα με την ελληνοχριστιανική εθνικοφροσύνη, με την αισθητική του Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, την κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας και τις ασυναρτησίες τους, που προκαλούν ακόμα άφθονο γέλιο. Έλα όμως που αρχίζουν οι κρυφο (ή φανερο-;) χουντικοί σιγά-σιγά να παίρνουν τα πάνω τους και να δούμε έως που θα φτάσουν.
Θυμήθηκα εχθές βλέποντας αυτά, ένα περιστατικό που μου συνέβη πριν μερικά χρόνια, τον Οκτώβρη του 1999. Είχα τότε πάρει μια υποτροφία τριών μηνών του Γαλλικού κράτους για μεταπτυχιακή έρευνα στο Παρίσι. Όταν πήγα εκεί, έπρεπε να βρω κάπου να μείνω αυτό το διάστημα για να μην καταλήξω σαν κλοσάρ κάτω από καμιά γέφυρα στην όχθη του Σηκουάνα. Στις παρισινές φοιτητικές εστίες στα νότια του Παρισιού, υπάρχουν διάφορα οικήματα ξεχωριστά για κάθε χώρα που στεγάζουν τους αντίστοιχης εθνικότητας φοιτητές. Έτσι, έκλεισα ραντεβού (ή μάλλον rendez-vous) για να δω που θα καταλήξω τελικά. Όταν πήγα με υποδέχθηκε ένας ευγενέστατος κύριος, Έλληνας, γύρω στα 70, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος του ελληνικού σπιτιού. Ήταν πρώην καθηγητής στη Σορβόννη. Πρόσεξα επίσης ότι κρατούσε μπαστούνι και κούτσαινε, όχι λόγω ηλικίας.Πιάσαμε φιλική κουβέντα, με ρώτησε για τις σπουδές μου, ενδιαφέρθηκε για την έρευνά μου και με ρώτησε για την Ελλάδα:
-“Πως είναι τα πράγματα τώρα εκεί;”-“Ε, πώς να είναι δεν ακούτε ειδήσεις;”-“
Πως, ακούω, αλλά θέλω να μου πεις εσύ, εγώ έχω να πάω χρόνια…”-“Χρόνια; Δηλαδή από πότε έχετε να πάτε;”-
“Από το 1968 (!). Από τότε που με κατάντησαν έτσι”- μου δείχνει το πόδι του-“και έφυγα σκαστός άρον-άρον”-“Θέλετε να πείτε ότι δεν έχετε ξαναπάει από τότε;”-“
Όχι. Φοβάμαι τους κολονέλους”-“Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι δεν έχετε κανένα λόγο να φοβάστε πια. Η Δημοκρατία είναι γερά θεμελιωμένη. Δεν υπάρχουν πια χουντικοί, είναι στη φυλακή, και όσοι, ελάχιστοι πια είναι έξω αντιμετωπίζονται πλέον ως τελείως γραφικά άτομα, προκαλούν τη σκωπτική διάθεση”-
“Μακάρι, παιδί μου, να είναι έτσι. Αλλά, δεν το πιστεύω. Κι’ αν δεν είναι οι ίδιοι οι κολονέλοι, θα είναι άλλοι…”
Έφυγα από εκεί, νομίζοντας ότι ο παππούς τα είχε λίγο χαμένα. Τελικά δεν έμεινα στο “μεζόν ελενίκ” αλλά κάπου με μεγαλύτερο ανθρωπολογικό και περιηγητικό ενδιαφέρον (επιφυλάσσομαι για άλλο post). Όμως αυτά που βλέπω και ακούω τις τελευταίες μέρες με κάνουν να φοβάμαι πως ο παππούς μπορεί και να είχε δίκιο…
7 σχόλια - Στείλε Σχόλιοβιογραφίες επιστήμη μουσική χιούμορ σχέσεις χιούμορ παιδί