1η Πέμπτη του Ιούλη πέρυσι. Ξεκινήσαμε, όπως κάθε μέρα, από το νοσοκομείο. Φορτώσαμε στο ένα λεωφορείο τα φάρμακα, το γάλα και λίγα πράγματα και επιβιβαστήκαμε. Προορισμός η επονομαζόμενη "Κοιλάδα των Ληστών". Δύσβατη περιοχή, δύσκολη η πρόσβαση κι άγνωστο σε εμάς και τον υπέροχο παππούλη γιατρό-συνοδό μας το πώς θα πάμε ακριβώς. Άγνωστο και το γιατί η Επισκοπή της Μουάνζα δεν μας είχε στείλει οδηγό. Σε ένα σταυροδρόμι, όπου υπήρχε σχολείο, πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι και μία υπαίθρια αγορά (τι νόστιμα εκείνα τα τηγανητά ψωμάκια που μας πήρε ο παππούλης και μας έκαναν να αψηφήσουμε τον κανόνα ότι δεν τρώμε τίποτα από πλανόδιους, τι ονειρικές οι μίνι (παιδικές για τους ντόπιους) μπανάνες!), ανέβηκαν να μας οδηγήσουν ένας -δύο ντόπιοι που έλεγαν ότι ήξεραν που είναι η ενορία του Αγ. Δημητρίου (η εκκλησία, δηλ. γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί) μέσα στην περίφημη, επικίνδυνη κοιλάδα. Στην πορεία αποδείχτηκε ότι δεν είχαν ιδέα... και χαθήκαμε! Βρήκαν, ομως, ένα σκοπό για την ημέρα τους κι εκείνοι: να μοιραστούν αυτήν την περιπέτεια μαζί μας. :)
Δρόμος ουσιαστικά δεν υπήρχε μέσα στην πάλαι ποτέ ζούγκλα, μόνο κόκκινοι χωματόδρομοι (όπως παντού στη χώρα), αλλά με τεράστια σκαμπανεβάσματα, λοξότητες και λακκούβες, που μόνο τζιπ θα μπορούσαν να διαβούν. Πού πηγαίναμε εμείς με τα δύο αυτά "αρχαία" λεωφορεία με πινακίδες Ουγκαντας, κατακόκκινα μέσα κι έξω από το κοκκινόχωμα... Κάποια στιγμή, μετά από 6 ώρες πολύπαθης πορείας, έγινε το (αναμενόμενο;) "γκουπ." Ήταν τόσο μεγάλο το βαθούλωμα, που το λεωφορείο έσπασε στο πίσω μέρος του κι ακινητοποιήθηκε. Φαινομενικά αδύνατο να βγει από τη λακκούβα, σοβαρός (άραγε;) κίνδυνος για μας, που βρεθήκαμε στη μέση του πουθενά; Κατεβήκαμε όλοι και από τα δύο λεωφορεία. Για πότε εμφανίστηκαν ντόπιοι γύρω μας, εκεί, στην τόσο έντονη ερημιά, ούτε που το καταλάβαμε. Κάποιοι από περιέργεια, κάποιοι να βοηθήσουν. Για πότε βρήκαμε σανίδες λεπτές, γερές και πλατιές, ως φτιαγμένες από χέρι ανθρώπου (και τοποθετημένες πίσω από τους παράπλευρους θάμνους από χέρι Θεού) ήταν κάτι που μόνο ψυχή πιστού θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να δεχτεί ως λογικό. Το λεωφορείο βγήκε στο διπλανό ίσιωμα. Και είχαμε φτάσει στον προορισμό μας! 10' λεπτά περπάτημα κι ήμασταν εκεί. Από λάθος δρόμο, αλλά εκεί.
Μεταφραστές δεν υπήρχαν, η ώρα είχε περάσει πολύ και αποφασίστηκε να μη στηθούν ιατρεία. Νομίζω οι οδοντίατροι κάτι θα έκαναν με τα επείγοντα μέσα στην εκκλησία, αλλά με τους παιδιάτρους, που βοηθούσα εγώ, αποφασίστηκε να δώσουμε ό,τι πράγματα είχαμε, δηλ. παιχνίδια, ρουχαλάκια, καραμελίτσες, γάλα και κρεμούλες, στα παιδάκια και τις μαμάδες.
Στηθήκαμε κάτω από το μοναδικό τεράστιο δέντρο στα δυτικά της εκκλησίας. Μπροστά μας ένας χαμός, σχεδόν πανζουρλισμός. Προσπαθήσαμε να οργανώσουμε τις μαμάδες και τα παιδάκια (με τάξη;!) σε 3-4 ουρές, ώστε με τη σειρά να τους δίνουμε ό,τι είχαμε. Για να ησυχάζουν τα μικρά, γεμίζαμε τα χεράκια τους "πίπι", καραμελίτσες!:) Κάποια κοριτσάκια γύρω στα 5,6 κουβαλούσαν στην πλατούλα ένα αδερφάκι τους. Ήταν τόσο μικρά και γλυκά, που δε χόρταινα να τα παίρνω αγκαλιά.:)
Πίσω μας, μακριά από το χαμό, σχεδόν αόρατη, κάθησε μόνη, ήσυχη, πάνω στο γρασίδι, μία γιαγιά. Φαινόταν να μας παρατηρεί. Την πρόσεξα και της χαμογέλασα. Δεν είμαι σίγουρη αν κατάλαβε ότι της χαμογέλασα. Θυμάμαι ότι μου ανταπέδωσε το βλέμμα κι ότι τα μάτια της ήταν ιδιαίτερα, έτσι τα ένιωσα εγώ, δηλαδή. Καθώς έδινα στα μικρά καραμελίτσες, θυμήθηκα ότι η γιαγιά πιο πίσω, μακριά, μας κοιτάει. Πήρα καραμελίτσες, πήγα προς το μέρος της και της τις έδωσα. Με κοίταξε πάλι με αυτό το βαθύ, σοφό (;), υγρό της βλέμμα...
Κάποια στιγμή αρχίσαμε να μαζεύουμε. Ήταν σημαντικό να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής πριν νυχτώσει, κυρίως γιατί, με "τραυματισμένο" λεωφορείο, δεν μπορούσαμε να πάρουμε το ρίσκο να μείνει πάλι. Στα σημεία που ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος, ο οδηγός θα πήγαινε το λεωφορείο άδειο, όσο γίνεται προς το πλάι κι εμείς θα κάναμε τη διαδρομή με τα πόδια.
Εκεί, ανάμεσα στα λεωφορεία, σε μια στιγμή που ξαπόσταζα, αφού είχαμε λίγο πριν τελειώσει τη μικρή ανθρώπινη αλυσίδα που σχηματίζαμε, για να φορτώνουμε γρήγορα, η γιαγιούλα με το υγρό βλέμμα με πλησίασε. Κοιτάζοντάς με, έκανε με το χέρι την κίνηση που κάνουμε όταν βουρτσίζουμε τα δόντια. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβα εγώ. Οι άλλοι κατάλαβαν ότι ήθελε οδοντίατρο και κουνώντας τα χέρια της έλεγαν ότι τέλειωσε, ότι θα φεύγαμε τώρα. Εκείνη με ξανακοίταξε κι επανέλαβε την κίνηση. Θυμήθηκα εκείνο το χαρτόνι που είχα δει πριν με τις πολλές οδοντόβουρτσες μία δίπλα στην άλλη, καλυμμένες με διάφανο πλαστικό, όπως τα παιχνιδάκια στα παζάρια. Έψαξα να βρω τη μοναδική λευκή σακκούλα που είχε τα πράγματα που περίσσεψαν, βρήκα με χαρά το χαρτόνι, έβγαλα μία οδοντόβουρτσα και της την έδωσα.
Δακρύζω και τώρα, έναν ολοκληρο χρόνο μετά, και μόνο που σκέφτομαι την αντίδρασή της. Χαμογελούσε με τα πολυκαιρισμένα δοντάκια της, μου μιλούσε, μου έπιασε το χέρι. Και καταλάβαινα κι ας μην καταλάβαινα.... Την αγκάλιασα τρυφερά και της χάιδεψα το μπράτσο. Με αγκάλιασε κι εκείνη.
Αυτή η γιαγιά με το υγρό, βαθύ βλέμμα, το φαφούτικο στόμα, το μακρύ καφέ ύφασμα τυλιγμένο στο κορμί της και την ευτυχία ... που της χάρισε μία οδοντόβουρτσα στοιχειώνει τη σκέψη μου και τη μνήμη της Αφρικής.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος κι εγώ δεν ησύχασα. Να ξαναπάω. Ναι, αυτό θέλω. Να ξαναπάω εκεί, στην "επικίνδυνη" μέση του πουθενά...
10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Αγάπη Έρωτας Ζωή Αγαπημένα Σχέσεις Προσωπική αλήθεια Μητέρα Βασικές αρχές Σινεμά Ποίηση Ψυχολογία Φιλοσοφία της καθημερινότητας Σελίδες ημερολογίου Το τέλος της ιδιωτικότητας Καταναλωτής (ο) ενημερωμένος Μουσική Ορθογραφία Προσωπική αληθεια