Μετά από πολύ καιρό έκλαψε ο Θεός και πότισε το χώμα.Μύρισε ο άνεμος τη γη, ξελογιάστηκε και άρχισε τις εκπνοές. Εγώ πίσω από το τιμόνι να οδηγώ χωρίς σκοπό και κατεύθυνση. Μηχανικά και με ταχύτητα προχωρώ μπροστά προσπαθώντας να μη συναντήσω κανένα πεζό από κοντά ή έστω να κτυπήσω κανα αμάξι. Τα σύννεφα κάλεσαν γενική συνέλευση μα εγώ δεν έχω ψήφο. Παρατηρητής σκέττος. Ανίμπορος.Σχεδόν ανίκανος. Προχωρώ με δύναμη για να τα προσπεράσω να δώ αν πίσω από αυτά έχει ήλιο ή κάτι πιο αισιόδοξο. Κρατάω το καφέ μου και το τιμόνι και σκέφτομαι πόσες στροφές έχω ακόμα. Χάνομαι στο μέτρημα. Κάνω συνέχεια λάθη. Δε με πειράζει όμως. Θα μου περάσει.
Κάθομαι στο δωμάτιο μου. Λίγο φώς από τα παντζούρια, τα πουκάμισα φρεσκοσιδερωμένα, τα παλίά μου πόστερ, τα βινύλλια μου, τα κλειδιά μου, δώρα κάτι φίλων από το Λονδίνο.Ακόμα ακούω τη βροχή να πέφτει κι ας έχει σταματήσει από ώρα. Θυμάμαι που στεκόμουνα στο Χίθροου, μετά προσγειώθηκα στη Λάρνακα, τη μιζέρια για τον επαναπατρισμό, τους καβγάδες, τη καλοκαιρινή μου δουλειά, τη Βαρκελώνη, το τέλος του έρωτα, την επιστροφή, την αρχή στην νέα μου δουλειά και τον ενθουσιασμό του καινούργιου. Στα 30 μου έχω ζήσει πολύ περισσότερα από πολλούς. Να ναι καλά οι γονείς μου που μου έδωσαν την ευκαιρία να τα βιώσω. Μπορεί να μη τους το λεώ αλλά είμαι τόσο ευγνώμων για τις ευκαιρίες που μου έδωσαν και ακόμα με ανέχονται και με βοηθάνε.
Μετράω πόσες φορές έπεσα κάτω από το καιρό που γύρισα. Ξαναχάνομαι στο μέτρημα. Σημασία όμως έχει ότι σηκώθηκα, ξεσκονίστηκα και προχώρησα με βήμα γοργό. Δε χάνω χρόνο όμως. Αρκετά καθυστέρησα. Εντάξει κατανόησα τι έγινε, το σκέφτηκα λίγο αλλά οκ δε θα κάτσω να σκάσω.Κόβω γαρδένιες και γιασεμί και γεμίζω το μυαλό μου. Στολίζω κάθε άκρη του. Γεμίζω τη καρδιά με τριαντάφυλλα και φτιάχνω ραβανί για τις δύσκολες ώρες. Με μπόλικο σιρόπι όμως. Δε μπορώ αυτά τα ξενόφερτα έθιμα που στους χωρισμούς τρώνε και καλά παγωτά. Σιροπιαστό να σου καθίσει στο στομάχι ωσαν το πρόβλημα.Ώσπου να σου περάσει το στομάχι, θα σου έχει περάσει και το πρόβλημα.
Περπατάω στη παραλία με το μπαμπά μου. Κοντά σε ένα φάρο και μαζεύω κοχύλια. Το πιο όμορφο το έχω ακόμα. Για κάποιο λόγο το κράτησα. Αποφάσισα πως θα το ρίξω μαζί με το μπαμπά μου όταν φύγει. Θυμάμαι πως το βρήκα ανάμεσα σε φύκια. Γυάλιζε στον καλοκαιρινό ήλιο του 1984.Ακριβώς σαν και μένα. Μπορεί να κάνω λάθη, μα οι καλοί άνθρωποι δε χάνονται. Κάποιος ήλιος θα γυαλίσει και τα δικά μου χρώματα. Κάτι θα βρεθεί και για μένα. Αρκεί να κοιτάζω ψηλά.Εκεί.
6 σχόλια - Στείλε Σχόλιο