Το σημερινό απόγευμα μου ξέφυγε εντελώς. Δε θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Είχα ραντεβού στην αισθητικό, ακυρώθηκε λόγω ασθενείας. Είχα κανονίσει να καθαρίσω* το διαμέρισμα αλλά κι αυτό αναβλήθηκε ένεκα του ότι θα ερχόταν ηλεκτρολόγος να εγκαταστήσει σύστημα θέρμανσης. Ο ηλεκτρολόγος με έστησε χωρίς να μπει καν στον κόπο να με ειδοποιήσει και το έμαθα τυχαία. Πήγα να δω τους γονείς μου, δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Έφυγα. Γυμναστήριο δεν πήγα, επειδή αν δεν προσέξω λίγο από τη βροχή και το κρύο, η φωνή μου δε θα επιστρέψει ποτέ. Δεν ήρθε κανένας να με δει, δεν πήγα καν για σουσ(h)ι! Ένα απόλυτα κενό απόγευμα και βράδυ. Δεν συμβαίνει ποτέ αυτό, με κάνει να νιώθω ενοχές ότι σπαταλώ τον ελεύθερο μου χρόνο χωρίς να κάνω τίποτα. Το ξεπερνάμε όμως, δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Ευκαιρία να γράψω κάτι που ήθελα εδώ και πολύ καιρό. Την ιστορία μου με τη Λούπα. Μια ιστορία που θέλω να θυμάμαι…
Ξημερώματα Πέμπτης, 1ης Οκτωβρίου 2009, γύρω στις 2 το πρωί. Είμαι στην παραλιακή της Λεμεσού. Και πριν προλάβω να βγω κανονικά στο δρόμο, πέφτει πάνω στο αυτοκίνητο μου (κυριολεκτικά) μια κοπέλα. Για να μην την πατήσω (δεν ήξερα πόσους πόντους πιάνει) σταματώ. Με πιάνει ανησυχία, δε μ’ αρέσει αυτό. Δεν σταματάω ποτέ στο δρόμο, ούτε για αδέσποτα, ούτε για αδέσποτους που κάνουν οτοστόπ. Ανοίγω το παράθυρο. Μου λέει σε σπαστά αγγλικά:
«Μπορείς να με πάρεις στο σπίτι σε παρακαλώ;»
Ξαφνιάζομαι. Δε μου χε ξανασυμβεί αυτό. Δεν απαντάω. Μου ξαναλέει:
«Δεν έχω λεφτά, μπορείς να με πάρεις σπίτι;»
Με παρακαλούσε.
Είπαμε, μια τρέλα την κουβαλάω και πάντα νόμιζα πως είμαι Power Ranger, ηλίθια, όμως, δεν είμαι. Αρπάζω την τσάντα μου από το μπροστινό κάθισμα και τη χώνω πίσω, κάτω από το κάθισμα του οδηγού. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και το κλειδώνω.
Τη ρώτησα τι συμβαίνει και γιατί ζητάει βοήθεια.
Άρχισε να με παρακαλάει να την πάω αμέσως σπίτι γιατί ο άντρας της είναι θυμωμένος και μεθυσμένος και δε θέλει να μείνει μαζί του. Δεν έχει λεφτά και δεν μπορεί να πάρει ταξί. Και πρέπει να φύγουμε γρήγορα πριν βγει από το περίπτερο.
Την παρατηρώ όσο μου μιλάει. Είναι γύρω στα 35. Φοράει ένα φόρεμα αμάνικο, κοντό. Δεν κρατάει τσάντα, δεν έχει τσέπες, δεν φοράει σακάκι, και τα χέρια της είναι απλωμένα και με παρακαλάει.
Ρίχνω μια ματιά στο περιβάλλον. Είναι πίσσα σκοτάδι, είμαι σταματημένη πίσω από ένα δέντρο, λίγο μακριά από το περίπτερο. Υπάρχουν 2 αυτοκίνητα παρκαρισμένα μπροστά στο περίπτερο και υπάρχει κόσμος μέσα.
Και τον βλέπω. Έναν θεόρατο άντρα, με κάτι μπράτσα που το καθένα είναι μεγαλύτερο από το κεφάλι μου. Είναι μέσα στο περίπτερο και στέκεται μπροστά στο ψυγείο. Διαλέγει ποτά, δεν μας είδε. «Αυτός είναι ο άντρας σου;» «Ναι, είναι Ρώσος» μου λέει.
Στα επόμενα 3 δευτερόλεπτα έκανα τους ακόλουθους συλλογισμούς για να πάρω απόφαση:
Αν λέει αλήθεια η κοπέλα και βγει ο άντρας της έξω και δει ότι συζητάμε για να την πάρω να φύγουμε, δε μας γλυτώνει ούτε ο Spiderman από τα χέρια του. Αν την πάρω και φύγουμε και βγει έξω, θα μας κυνηγήσει. Αν μας πιάσει, η κατάληξη στις πρώτες βοήθειες είναι το best case σενάριο. Αν πάρω την κοπέλα και φύγω, και ο τύπος προλάβει να δει τα νούμερα του αυτοκινήτου μου, θα ειδοποιήσει τη ρώσικη μαφία και μέχρι το πρωί, θα πρέπει να αποχαιρετήσω το αυτοκινητάκι μου! Θα είμαι τυχερή αν δεν είμαι μέσα την ώρα της έκρηξης.
Αν πάλι όλο αυτό είναι στημένο κόλπο, και το ζευγάρι είναι συμμορία, τότε η κοπελιά είναι πολύ καλή ηθοποιός! Θα με πάει κάπου που είναι τάχα το σπίτι της, θα με περιμένουν εκεί 3 θεόρατοι Ρώσοι (και ο άντρας της μαζί), θα κλέψουν το αυτοκίνητο και όλο το περιεχόμενο, πιθανόν να με πουλήσουν για ναρκωτικά, ή να με βιάσουν, να με σκοτώσουν και να με πετάξουν στη θάλασσα. Worst case σενάριο. Με πειράζει; Μπα.
Αν όμως λέει αλήθεια και μπροστά μου έχω μια γυναίκα που είναι θύμα της βίας, μπορώ να τη βοηθήσω. Τουλάχιστον γι’ απόψε. Δεν έχω επιλογή.
«Μπες μέσα» της λέω.
Ανοίγω το αυτοκίνητο, κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Δεν υπάρχει τίποτα στο οπτικό της πεδίο που να μπορεί να κλέψει, ή να χρησιμοποιήσει εναντίον μου. Βάζω μπρος, βγαίνω στο δρόμο και αναπτύσσω ταχύτητα.
Όταν το αυτοκινητάκι μου μεγαλώσει και γίνει Ferrari θα μπορεί να κάνει και προσπεράσματα στην παραλιακή, όμως ακόμα είναι μικρό και δεν δοκιμάζει επικίνδυνα παιγνίδια. Τρέχει με ασφάλεια. Παρακολουθώ συνέχεια το καθρεφτάκι, να δω αν μας ακολουθεί κανείς. Δεν ερχόταν κανένα αυτοκίνητο και μετά από λίγο σταμάτησε η καρδιά μου να κτυπάει δυνατά. Νομίζω γλύτωσα από τη Μαφία. Στο κάτω κάτω, δεν μένω μόνιμα σ’ αυτή την πόλη, άρα πώς θα με ξαναβρούν;
Πιάσαμε κουβέντα. Τη λένε Λούπα. Είναι 38 χρονών από τη Λευκορωσία. Έχει 2 παιδιά, το ένα στην πατρίδα της 16 χρονών, το άλλο είναι μικρό και το έχει μαζί της. Δεν ήθελε να πάει στην αστυνομία. Ο άντρας της είναι καλός αλλά όταν πίνει, αγριεύει και δε θέλει να μένει μαζί του. «Σε κτυπάει;», τη ρωτάω. «Ναι», λέει, και επαναλαμβάνει πως είναι καλός όταν δεν είναι μεθυσμένος. Τη ρώτησα αν έχει εδώ βοήθεια, οικογένεια ή καμιά φίλη. Μου είπε δεν έχει κανέναν. Ήρθε να βρει δουλειά για να στέλνει λεφτά στη Λευκορωσία για να μεγαλώσει το γιο της.
Μπήκαμε στην κίνηση της πόλης, ησύχασα τελείως. Τη ρώτησα που δουλεύει και μου είπε πως είναι καθαρίστρια σ’ ένα από τα ξενοδοχεία της Λεμεσού. Την πήγα τελικά στο σπίτι της και την άφησα. Της ευχήθηκα να βρει την ευτυχία που ζητάει η ψυχή της.
Μ’ ευχαριστούσε σ’ όλη τη διαδρομή. Με φίλησε 5 φορές πριν κατεβεί. Έκλαιγε. Μου είπε να προσέχω και μου έβαλε χίλιες ευχές. Δεν υπάρχουν πολλές κοπέλες σαν εμένα, είπε. Κανένας Κύπριος δεν έκανε ποτέ κάτι τέτοιο για κείνην, ή για οποιοδήποτε άλλο ξένο. Δεν ξέρω γι’ αυτό. Ξέρω μόνο πως ο κάθε άνθρωπος που φεύγει από τη χώρα του για να καθαρίζει τουαλέτες σε μια άλλη, κουβαλάει πολύ πόνο. Και υπομένει πολλά για να επιβιώσει, πολλά περισσότερα απ’ ότι θα άντεχαν οι ιδιοκτήτες και οι χρήστες της τουαλέτας…
Εκείνη τη νύχτα συναντήθηκα με τον εαυτό μου. Θυμήθηκα τον προορισμό που είχα βάλει στόχο να φτάσω, πριν βγω στον πηγαιμό. Και όλ’ αυτά που έμαθα δεμένη στο κατάρτι. Και όσα ορκίστηκα να προστατεύω στη ζωή μου. Για να έχω ένα λόγο να ξυπνάω το πρωί και να με αντέχω κατά τη διάρκεια της μέρας. Κι όταν γεράσω, να έχω κάτι καλό να θυμάμαι και κάτι διηγηθώ στα εγγόνια μου.
Δεν θέλω να φλυαρήσω άλλο. Την άλλη μέρα κάποιος με είπε ριψοκίνδυνη. Δεν είμαι και τόσο. Είμαι παρατηρητική και δεν ενεργώ από επιπολαιότητα. Ακόμα και στον πάτο της θάλασσας να κατέληγα (σίγουρα κάνα δυο άτομα θα στενοχωριούνταν, δε λέω), δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να κάνω κάτι.
*η χρήση του πρώτου προσώπου του ενικού είναι καθαρά σχήμα λόγου. Δεν καθαρίζω εγώ, σόρρυ..
18 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Livin Single αυτοβιό γραφικά αφετηρία Γάλακτος επεισόδια καθημερινότητας τουρλού-τουρλού ψίθυροι Κύπρος μαθαίνω-σχολιάζω ντοκουμέντο πολιτικ φλαμπε Πολιτικ Φλαμπε πολλά για το τίποτα σαν ποίηση Σιγκαπούρη ταξίδια Σοκοπτήσεις Στα όρια το σίριαλ Τράβελ ψυχανάλυση
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |