Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
29 Απριλίου 2014, 15:09
Συνοικία Το Ουράνιο Τόξο, Συνοικία Το Όνειρο
Σπουδαίοι άνθρωποι  

Δεύτερη ανάρτηση σε μία μέρα: είναι τόσο υπέροχη, που επιβάλλεται! Την "κλέβω" από το προφίλ της Λήδας Βαρβαρούση στο facebook και έχει την υπογραφή της Κατερίνα Πρωτοσυγγελίδου-Φλατσούση.

Περισσότερες φωτογραφίες μπορείτε να δείτε στην ομάδα των Ηλιχτίδων εδώ:

https://www.facebook.com/pages/%CE%97%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%87%CF%84%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CF%82/800630663300101

"Σε μια υποβαθμισμένη περιοχή στην Ταϊβάν, το Taichung, τα σχήματα και τα χρώματα τρέχουν στους δρόμους σαν τρελά. 


Ο 88χρονος βετεράνος πολέμου Huang Yung-Fu δεν τρελάθηκε και άρχισε να ζωγραφίζει τοίχους, παράθυρα, πόρτες, δάπεδο.


Αντιστάθηκε μ' αυτόν τον τρόπο στην κατεδάφιση που απειλούσε την περιοχή του. Το πρώην στρατιωτικό κατάλυμα που εξελίχθηκε σε μόνιμη κατοικία, έμοιαζε παραφωνία στην οικοδομική εξέλιξη της περιοχής. 


Η κατεδάφιση σύντομα, τους χτύπησε την πόρτα. Όλα προγραμματισμένα. Θα ισοπεδωθούν τα παραπήγματα και θα σηκωθούν μεγαλεπήβολα εξαμβλώματα.Όλα μελετημένα και προγραμματισμένα, εκτός από το πείσμα του γέρο-βετεράνου. Αποφάσισε να σώσει το σπίτι και την περιοχή του και... έριξε χρώμα και σχήμα παντού. Το αποτέλεσμα απίστευτο. 


Δημιούργησε ένα χαρούμενο, φωτεινό και διαφορετικό περιβάλλον, με ιδιαίτερες, σαν παιδικές, ζωγραφιές που σήμερα πλέον είναι έργο τέχνης και απαραίτητος τουριστικός προορισμός.


Το Rainbow Family Village, η υποβαθμισμένη περιοχή που σου φτιάχνει το κέφι, έρχεται σε αντίθεση με τις, γύρω, ψηλές μοντέρνες πολυκατοικίες. 


Όμως η συνέχιση της ύπαρξής του, έρχεται να μας επιβεβαιώσει, πως όπου "πέσει" ο πολιτισμός, σώζει, αναδεικνύει, προβάλλει, τονώνει, ανθοφορεί.


Δεν ξέρω, αν βγαίνοντας από αυτήν τη χρωματιστά "υποβαθμισμένη" περιοχή, βγαίνεις στον πολιτισμό, σίγουρα όμως, βγαίνεις στη ρουτίνα."

- Στείλε Σχόλιο
29 Απριλίου 2014, 11:13
ΕΥ-ΠΟ! ΕΥ-ΠΟ!
Αποσπάσματα από βιβλία  

…Αν είχα γεννηθεί συγγραφέας θα ‘γραφα μια πολύ χαρούμενη ιστορία. Θα ‘γραφα για τον Νίκο και το καπλάνι. Όχι, όμως, για τον Νίκο που κρυβότανε στον Μύλο με το Μισό Φτερό και στο καμαράκι με τα άδεια κλουβιά. Ούτε για το καπλάνι, που κειτόταν πληγωμένο στη μεγάλη σάλα. Θα ‘γραφα πως γύρισε ο Νίκος καβάλα στο καπλάνι, που ‘χε τώρα και τα δυο μάτια γαλάζια. Μπορεί κιόλας να γύριζαν πετώντας, να ‘χει ανακαλυφτεί πώς να πετάνε οι άνθρωποι και τα καπλάνια. Θα ‘ρχοταν πρώτα σε μας, στο Λαμαγάρι. Ύστερα θα πετούσαν σ’ όλες τις χώρες κι όπου πήγαιναν θα ‘καναν όλα τα παιδιά του κόσμου ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ!...

ΑΛΚΗ ΖΕΗ, Το καπλάνι της βιτρίνας, εκδόσεις Μεταίχμιο

- Στείλε Σχόλιο
28 Απριλίου 2014, 17:57
Επώδυνη αποκάλυψη
Το ποίημα της εβδομάδας  

Ό,τι λες στην πένα το γράφει.

Σκέπτεσαι θυμάσαι νομίζεις αγαπάς υπαγορεύεις.
 
Μερικά τα αποσιωπάς.
Όχι πως είσαι υποκριτής αλλά
λιγάκι σα να ντρέπεσαι που είναι τόσο λίγα
και σα να κομματιάζεσαι τόσα πολλά που είναι.
 
Με αφοσίωση σ’ ακούνε οι λέξεις
σε αντιγράφουν και η πένα διψασμένη
ρουφάει όσο μελάνι αφήνουν πίσω τους
-σαν τις σουπιές – τα συνταρακτικά
θολώνει η σύλληψή τους.
 

Όπως σου υπαγόρευσε η μοίρα να τα ζήσεις
γραμμένα σε δικό της απορροφητικό χαρτί
έτσι ακριβώς κι εσύ τα υπαγορεύεις
στην άγνωστη ποιότητα του μέσου που διαθέτεις.

Καμιά φορά όταν η πένα μπάζει κρύο
γιατί οι προφυλάξεις έχουνε πετσικάρει
απ’ των δεινών την παλαιότητα
λίγο παραμορφώνεις την εικόνα –
αίσθημα που δριμύ χειμώνα δρέπει
το στρέφεις να μαζεύει χαμομήλια

και κάπως έτσι γλυκαίνει του κειμένου ο καιρός.

 Όλα ετούτα κι άλλα μαζί
τα παίρνει φεύγοντας ο χρόνος
σα να ’τανε δικά του.
Κάποια στιγμή του τα ζητάς τ’ ανοίγεις
θέλεις να δεις αν θυμάται το χαρτί όσα
του υπαγορεύεις γιατί ακόμα
και της άψυχης εγγύησης η μνήμη
με τον καιρό κι αυτή αδυνατίζει.
 
Ταράζεσαι χλωμιάζεις βλέπεις
να ’χουν γραφεί πράγματα που δεν είπες
τον εαυτό σου αγνώριστο
κι οι πράξεις του θρασύδειλες
να ενοχοποιούν άλλων την προδοσία
ενώ η δική σου σε ανύψωση
να θριαμβεύει ως θύμα
 
κι άλλα κι άλλα τερατώδη, επονείδιστα
που και νεκρός να είσαι
ντρέπεσαι να τα πεις
με το γυμνό όνομά τους.
 
Φρίττεις κι ερμηνεύεις
πως όλα είναι βγαλμένα
τάχα απ’ της γραφής το άρρωστο μυαλό.
 
Σε λιγοστεύει σε ταπεινώνει να παραδεχτείς
πώς όλα αυτά τα ανίδεα που γράφουμε
γνωρίζουνε για μας περισσότερα
και πιο αβυσσαλέα
απ’ όλα μισοξέρουν όσα ζήσαμε.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, Χλόη Θερμοκηπίου, εκδόσεις Ίκαρος.

Καλή εβδομάδα.
 

- Στείλε Σχόλιο
23 Απριλίου 2014, 19:13
23 Απριλίου: Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου
Βιβλίο  

Είναι μυστήριο αυτό που συμβαίνει με τα πάθη στους ανθρώπους. Κι είναι το ίδιο ακατανίκητο το πάθος στα παιδιά, όπως είναι και στους μεγάλους. Αυτοί όμως που υποφέρουν από ένα πάθος δεν μπορούν να το εξηγήσουν και αυτοί πάλι που ποτέ τους δεν το ένιωσαν δεν μπορούν ούτε καν να το φανταστούν. Υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, μόνο και μόνο για να πατήσουν πρώτοι μια βουνοκορφή. Και κανένας, ούτε κι αυτοί οι ίδιοι μπορούν να εξηγήσουν γιατί το κάνουν αυτό! Άλλοι καταστρέφονται προσπαθώντας να κατακτήσουν την καρδιά ενός προσώπου, που όμως αυτό δε θέλει ούτε να τους ξέρει. Άλλοι πάλι χάνονται γιατί δεν έχουν τη δύναμη ν’ αντισταθούν στην απόλαυση του ουρανίσκου ή της μπουκάλας! Άλλοι ξοδεύουν ό, τι έχουν και δεν έχουν στα τυχερά παιχνίδια ή θυσιάζουν τα πάντα για μια έμμονη ιδέα, που δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να πραγματοποιηθεί. Μερικοί νομίζουν ότι μόνο όταν βρεθούν σε κάποιο άλλο μέρος κι όχι σ’ αυτό που ζούνε μπορεί να ευτυχήσουν κι αναζητώντας την ευτυχία ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο. Άλλου δεν μπορούν να ησυχάσουν αν δεν αποχτήσουν δύναμη. Με λίγα λόγια, υπάρχουν τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά πάθη, όσοι είναι κι οι άνθρωποι.

Και του Μπάστιαν Μπάλταζαρ Μπουξ το πάθος ήταν τα βιβλία.

Όποιος δεν ξενύχτησε με κοκκινισμένα αυτιά κι ανάκατα μαλλιά, πεσμένος με τα μούτρα σ’ ένα βιβλίο και δε διάβασε ξεχνώντας τον κόσμο τριγύρω του και μη νιώθοντας την πείνα και το κρύο-

Όποιος δεν έχει διαβάσει κρυφά με το φως του κλεφτοφάναρου κάτω από τα σκεπάσματά του, επειδή ο πατέρας ή η μητέρα του ή κανένα άλλο καλοπροαίρετο πρόσωπο του ‘σβηνε το φως, με την αιτιολογία ότι είναι πια ώρα για ύπνο και ότι το πρωί πρέπει να σηκωθεί νωρίς-

Όποιος δεν έχει χύσει δάκρυα πικρά, ούτε κρυφά ούτε φανερά, επειδή η θαυμαστή ιστορία του τέλειωσε κι ήρθε η ώρα ν’ αποχωριστεί τα πρόσωπα που μαζί τους έζησε  τόσες περιπέτειες, που τ’ αγάπησε και τα θαύμασε, πρόσωπα που γι’  αυτά ανησύχησε και έθρεψε ελπίδες και τώρα, χωρίς τη συντροφιά τους, η ζωή φαίνεται αδειανή και χωρίς νόημα-

Όποιος δε γνώρισε τίποτε απ’ όλα αυτά από προσωπική πείρα, ε, αυτός είναι πολύ πιθανό να μην κατανοήσει αυτό που έκανε ο Μπάστιαν.

Τα μάτια του παιδιού καρφώθηκαν μαγνητισμένα στον τίτλο του βιβλίου. Αυτό ήταν το βιβλίο που τόσες φορές  είχε ονειρευτεί και που είχε λαχταρήσει με πάθος: Μια ιστορία που να μην τελειώνει ποτέ! Αυτό ήταν το βιβλίο των βιβλίων.

….

-Ήθελα να ξέρω, ψιθύρισε μόνος του, τι να συμβαίνει άραγε μέσα σ’ ένα βιβλίο, όσο είναι ακόμα κλειστό. Φυσικά στις σελίδες του απάνω έχει μόνο γράμματα, που είναι τυπωμένα στο χαρτί. Παρόλα αυτά στο βιβλίο κάτι πρέπει να συμβαίνει. Γιατί, όταν το ανοίξεις, έχεις ξαφνικά μπροστά σου μια ολόκληρη ιστορία. Υπάρχουν πρόσωπα που δεν τα έχεις γνωρίσει ακόμα, διάφορες περιπέτειες, γεγονότα και μάχες ή καμιά φορά θύελλες και τρικυμίες ή ταξίδια σε ξένες χώρες. Όλα αυτά βρίσκονται οπωσδήποτε μέσα στο βιβλίο. Αλλά, φυσικά, είσαι υποχρεωμένος να το διαβάσεις. Ήθελα να ξέρω πώς έχουν μπει;

23 Απριλίου έφυγαν από την ζωή τρεις σπουδαίοι «τεχνίτες» του λόγου: ο Θερβάντες και ο Σαίξπηρ, αλλά και ο Περουβιανός Γκαρθιλάθο ντε λα Βέγκα . Προς τιμήν τους, λοιπόν, η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στο βιβλίο!

Μάλιστα στην Καταλονία, 23 Απριλίου γιορτάζεται η «Μέρα των Βιβλίων και των Ρόδων», κατά την οποία οι βιβλιοπώλες χαρίζουν ένα τριαντάφυλλο σε κάθε αγοραστή βιβλίων.

Πρόκειται για μία τοπική παραλλαγή της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, όπου με το σύνθημα «Ένα τριαντάφυλλο για την αγάπη, ένα βιβλίο για πάντα», ο άνδρας χαρίζει στην αγαπημένη του ένα τριαντάφυλλο και εκείνη το ανταποδίδει με ένα βιβλίο. Μόνο την ημέρα αυτή, εκτιμάται ότι διακινούνται στη Βαρκελώνη 500.000 βιβλία και 4 εκατομμύρια τριαντάφυλλα.»

(Πληροφορίες από την σελίδα των εκδόσεων Φυλάτος στο facebook)

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
18 Απριλίου 2014, 11:01
Η Μεγαλοβδομάδα των 'Περσών'
Πάσχα  

Ήταν μεγάλη βδομάδα. Οι δρόμοι μοσκοβολούσαν πεθαμένο θεό. Τα κορίτσια ήσαν όλα όμορφα με τα χαμηλωμένα τους μάτια. Βαστούσαν όλες λουλούδια –μα κείνες μοσκοβολούσαν πιότερο. Η παρέα του Δακρυτζίκου μάζευε τρακατρούκες. Φκιάχνανε και τον Ιούδα για να τον κάψουνε στους απάνω μαχαλάδες και να τρομάξουνε τις γριές.

Ο αρχηγός έγραψε, αυτοπροσώπως, με τα ίδια του τα χέρια, την καταδίκη του Ισκαριώτη: «Με καίνει επειδής που πρόδωκα τον Ισούν».

-Το πιστεύεις, ρε Θωρή, αυτό; ρώτησε ο Χαμωλιάς.

-Καουρήθηκα.

-Ε, τότες γιατί τον φκιάχνουμε;

-Γιατί μας τ’ απαγόρεψε ο Καρούμπαλος, ρε! Να, γι’  αυτό!

-Γι’ αυτό;… Ααα… Γι’  αυτό;

-Όχι. Για του σκύλου το καφτό!

Ο Κούρκουλος έκλεψε απ’ το ντάμι τους άχερο, για να παραγεμίσουνε τα παντελόνια του Γιούδα. Τότε, το κοφτερό μυαλό του αρχηγού σκέφτηκε κάτι άλλο:

-Εγώ λέω να τον ποτίσουμε και με πετρέλαιο, για ν’ αλαμπουρδιάσει καλά.

Απ’ το δρόμο πέρασε ένα γεροντάκι με σκληρό βρώμικο γιακά. Το γένι του έσταζε απορία.

-Τι κατασκευάζετε αυτού οι ευγενίες σας; ρώτησε.

Ο αρχηγός έκλεισε το μάτι και τον κοίταξε περιπαιχτικά.

-Μήπως το ομοίωμα του Ισκαριώτου; συνέχισε ο γεράκος.

Ο Χαμωλιάς σκούντησε τον αρχηγό του.

-Τι λέει αυτός, ρε Θωρή;

-Το κέρατό του το τράγιο λέει! Αυτός, ρε, μιλάει σαν τη Σύνοψη. Πού να πάρω κάβο;

-Διότι… συνεχίζει το γεροντάκι… διότι, εάν κατασκευάζετε το ομοίωμα του Ισκαριώτου, τότε κάμνετε μίαν ιστορικήν ανακρίβειαν.

-Γιατί, ρε μπαρμπούλη;

-Διότι ο Ισκαριώτης δεν εφόρει παντελόνια…

-Τι;

-Δεν εφόρει.

-Αμάν, κάηκα! Και τι φόραγε, ρε παππού; Φουστάνια;

-Περίπου…

Στου Κούρκουλου το μάτι κάτι άστραψε.

-Ρε σεις, φώναξε τους άλλους. Δε θέλετε να είναι η «φουστάνα» και να μας τη σκάει!

Μα στην ώρα τρώει μια σπρωξιά που ήρθε τ’ ανάσκελα.

-Μάπα! Τρύπησε το μυαλό σου και κατουράει σάλια! Η φουστάνα είναι πιο λ ε β ε ν τ ι ά κι απ’  τον Χριστό, ρε! Γένεται ποτές Ιούδας;

Ο Κούρκουλος τραβήχτηκε παράμερα, για να μη μαζέψει κι άλλες.

Ο αρχηγός τότε γύρισε κατά το γέρο με τη σφήνα:

-Ρε μπάρμπα… του λέει… πειράζει τίποτις που είναι με παντελόνια; Έτσι, να χαρείς το γενάκι σου, πες μου.

-Μου ενθυμίζεις την ιστορίαν του βλάχου μετά του ζωγράφου, όστις ήθελε δεν ήθελεν εφόρεσε του Ιησού κόκκινα υποδήματα…

-Δε μπήρα χαμπάρι τι μου λες. Μήπως μπορείς να μου πεις κάτι άλλο; Πόσο χρονών ήταν ο Γιούδας;

-Περίπου… τεσσαράκοντα.

-Καλά. Και τι δουλειά έκανε;

-Μήπως ήταν επιστάτης; πετάχτηκε ο Κούρκουλος.

-Σκάσε, ρε! Λέγε, μπάρμπα. Τι δουλειά έκανε;

Ο γέρος δε δυσκολεύτηκε. Χάιδεψε το γενάκι του και είπε πρόθυμα.

-Μαθητής.

Ο Δακρυτζίκος τότε τινάχτηκε, σα να τον κάψανε με βραστό λάδι.

-Ρε γέρο… του λέει με σιχασιά… δεν πας στο καθικάκι σου…ε; Άντε άντε, γιατί κουράζεσαι να κλάνεις όρθιος.

-Λυπούμαι διά τας εκφράσεις σου.

-Τι να σου κάνω, αφού λες τέτοιες κοτσάνες;

Τότε μπήκε στη μέση ο Χαμωλιάς.

-Στάσου, ρε Θωρή… μπορεί να ‘τανε μεξασταίος πολλά χρόνια. Δε μου λες, μπάρμπα… Ήταν κακός μαθητής ο Γιούδας… Ε;

-Κάκιστος.

-Να το… «Πέρσης» ήτανε. Κατάλαβες; Βιάζεσαι

Ο γέρος όμως είχε αντίρρηση.

-Ουδόλως Πέρσης…

-Τ’ είπες;

-Λέγω…Ουδόλως Πέρσης, νεαρέ μου. Ήτο Ιουδαίος…

-Τα σκάτωσες.

Η συμμορία βρέθηκε σε σφίξη. Μια χαρά πηγαίνανε πρώτα. Τι ήθελε και μπερδεύτηκε τώρα στη μέση ο γέρος;

Το κέφι τους για Γιούδα τώρα ξίνισε, πάει. Του Χαμωλιά η ιδέα ήταν να παρατήσουνε τον Ιούδα και να φύγουνε. Μα ο αρχηγός είχε αντίρρηση.

-Άσε. Θα πιάσουμε ένα σκυλί και θα τον δέσουμε πίσω.

-Όχι, ρε Θώρη… λέει παρακαλεστικά ο Χαμωλιάς. Θ’ απορίξουνε οι φουκαριάρες οι γκαστρωμένες.

-Καλύτερα. Θα γλυτώσουμε απ’ τα μπαστάρδικα. Μπρος! Αμολυθήτε!

-Και πού θα το βρούμε το σκυλί, ρε Θωρή;

-Το σοκάκι είναι γιομάτο. Πιάστε έναν «κοπρίτη» και φέρτε τον.

Η συμμορία σκόρπισε στα σοκάκια. Σε λίγο φέρανε έναν κοκκινοτρίχη που έκλαιε και τον ζέψανε.

Ο αρχηγός τότε του ‘κατσε μια κλοτσιά και το σκυλί ξεκίνησε.

Ύστερα φύγανε κι αυτοί και γύριζαν άκεφα μες στην πόλη. Τα μάτια τους ήταν θολά… τα θάμπωνε μια παράξενη θλίψη. Όχι, δεν ήταν για τη Μεγάλη Βδομάδα. Κάτι βούλιαζε σιγά σιγά μέσα τους. «Δε θέλεις, ρε, να μην υπάρχει Ιούδας;» Ο αρχηγός κάηκε. Σκέψου να ήταν αλήθεια… Και τότε όλος αυτός ο σαματάς;… Γινόταν, δηλαδή, του βρόντου; «Τι το θέλουμε, τότε, το Πάσκα; Μόνο και μόνο για να καίμε τις κοτσίδες των κοριτσιών; Ε, καλά! Δε σου λέω… καλό είναι και αυτό. Μα, πάλι, μόνο αυτό;».

Φορτωμένο και άρρωστο ήταν το μυαλό του αρχηγού.

-Να βρίσκαμε καμιά γάτα… λέει ο Χαμωλιάς.

-Το τη θέλεις; ρώτησε κρύα ο Δακρυτζίκος.

-Να την σκοτώναμε. Αλλά, βλέπεις, τα πουτανάκια, χάθηκαν όλες! Ρε συ, Θώρη… εσείς δεν έχετε μια σταχτιά; Πάμε να την πάρουμε.

-Όχι… είπε κοφτά ο αρχηγός.

Σκέψου λέει και να μην υπάρχει Ιούδας!...Τότε οι παπάδες τι τα φοράνε κείνα τα χρυσά και μας κάνουνε τον καμπόσο; Καλύτερα ας μας το πούν καθαρά. «Δεν υπάρχει Γιούδας». Τι τον ονοματίζουνε ανοιχτά μες την εκκλησία;

[…]

Η συμμορία προχωρούσε τώρα με πιο κατεβασμένα αυτιά. Θεέ μου, πόσο βαριά ήταν η μέρα! Και δεν είχε ούτε ένα παρατσούκλι ο Χριστός… Ο Ιούδας πάλι ήταν ξεβράκωτος, και κανείς δε μας βεβαιώνει ότι υπάρχει. Πώς να περάσουν ολόκληρη Μεγάλη Βδομάδα τρεις βαλαντωμένοι «Πέρσες»; Ο Δακρυτζίκος πέτυχε στο δρόμο ένα κοφίνι και το κλοτσούσε, ώσπου να  λιώσει. Τυχερός αυτός. Μα οι άλλοι, τι να κάνανε; Ο Χαμωλιάς κλότσησε κάνα δυό πόρτες, μα του πόνεσε το πόδι και τ’ άφησε. Τότε ο Κούρκουλος κάτι θυμήθηκε πάλι κι έπεσε απάνω τους.

-Ρε, σεις! τους φωνάζει. Ρε, σεις!

Ο Δακρυτζίκος τον κοίταξε σα χαλασμένο φαί.

-Τι θέλεις;

-Ένας στου μπάρμπα μου τον καφενέ είπε ότι δεν υπάρχει θεός!

Όλοι χάσανε το κέφι τους.

-Πολύ που με νοιάζει!... έκανε ο αρχηγός. Εμένα, ρε, με κόφτει άλλο. Υπάρχει Γιούδας; Να, τι με κόφτει. Γιατί, αν δεν υπάρχει, χαθήκαμε.

-Χαθήκαμε… αυτό λέω κι εγώ… είπε κι ο Χαμωλιάς.

-Και γιατί;

-Γιατί, λέει το μουσκάρι! Ρε συ!... Γιούδα μπορείς να τον γιομίσεις άχερο. Μπορείς να τον κάψεις. Μπορείς να τον δέσεις στο δέντρο και να τον τουφεκάς. Έτσι; Το Χριστό μπορείς;

-Όχι…

-Οχιά!

-Ε, τι είπα κι εγώ; Σάματις είπα ότι μπορείς;

-Κι άμα δεν μπορείς, ρε, τι να τον κάνεις; Ο Χριστός είναι καλόπαιδο, «φρόνιμος», πώς το λένε, τι να τον κάνεις;

-Δεν τον γουστάρω… είπε ο Χαμωλιάς.

-Εμένα μ’ αρέσει… Έχει και γενάκι… Μ’ αρέσει πολύ.

Ο αρχηγός τον κοίταξε ύποπτα.

-Εσύ, όπως πας… μου φαίνεται πως γλήγορα θα πάρεις πόδι απ’ τη συμμορία! Έτσι μου φαίνεται…

Ο Χαμωλιάς συμφώνησε.

-Άρχισες και χαλνάς… του λέει.

-Ε, τι έκανα;

-Χαλνάς, ρε! πώς το λένε; Άρχισες και φρονιμεύεις, γίνεσαι γαλατόπαιδο.

-Ε, τι να κάνω;

-Να το πεις καθαρά: Με το Χριστό είσαι ή με το Γιούδα;

-Με το Γιούδα.

-Ναι, μα…έρχεται κείνος ο σκυλογένης και σου λέει ότι «δεν υπάρχει Γιούδας». Άντε, τώρα, να ξαναζυγώσεις σ’ εκκλησιά.

-Δεν έρχεται κι η Ανάσταση, να πάμε να κάψουμε καμιά κοτσίδα…

-Αργεί βλέπεις κι αυτή…

Ο Κούρκουλος κάτι πήρε να ψέλνει μεσ’ στα δόντια του. Το έλεγε μόνος του σαν τροπάρι.

-Μεγάλη Δευτέρα-μεγάλη μαχαίρα.

Μεγάλη Τρίτη-ο Χριστός στη λύπη.

Μεγάλη Τετάρτη-ο Χριστός εχάθη.

Μεγάλη Πέμπτη-ο Χριστός ευρέθη.

Μεγάλη Παρασκευή-ο Χριστός στο καρφί.

Μεγάλο Σάββατο-ο Χριστός στο θάνατο.

Μεγάλη Κυριακή-Μπαμ εδώ, μπουμ εκεί!

-Σκάσε!..

-Μου το ‘μαθε η μάνα μου.

-Και τι με μέλει εμένα;

-Είπα γω ότι σε μέλει;

Ο Δακρυτζίκος έπιασε απ’ το μανίκι το Χαμωλιά…

-Ψιτ… Διώχτ’ τον! του λέει με θολωμένο βλέμμα. Διώχτ’ τον, πριν σε πάρει η μπάλα και σένα. Το σκολνάω.

-Δηλαδής;

-Παίρνει πόδι απ’ τη συμμορία. Κυνήγα τον.

Ο Χαμωλιάς προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράματα.

-Άσε, ρε Θωρή… του λέει. Άσε ν’ ανοίξουνε πρώτα τα σκολειά και να δούμε… αν κάνει κι άλλες κουτσικέλες, τον σκολνάμε.

-Ακούς «μπαμ» εδώ, «μπουμ» εκεί!... λέει ο Δακρυτζίκος.

-Δεν είμαι καλός άνθρωπος…

-Αυτό φαίνεται! Και τι γυρεύεις –αν επιτρέπεται;

-Είμαι σεκλετισμένος.

-Τι σου στάθηκε;

Ο Δακρυτζίκος τον μελέτησε καλά, σωπαίνοντας.

-Εσύ, που είσαι μεγάλος… του λέει. Πες μου: γιατί δεν υπάρχει Ιούδας;

-Δεν υπάρχει: Πρώτη φορά τ’ ακούω αυτό. Μα… για στάσου… κι εσύ πώς το ‘μαθες;

-Υπάρχει; Τι σε μέλει πώς το ‘μαθα;

-Και γιατί να μην υπάρχει; Υπάρχει!

-Ε, τότε, να πας να ξύσεις πατσές. Εγώ το ‘μαθα θετικά. Δεν υπάρχει.

-Για στάσου! Με κάνεις τώρα και με ζώνουν κάτι ιδέες… Ο θεός να μας λυπηθή, αν δεν υπάρχει. Γιατί, χωρίς Ιούδα, σβήσε τα όλα. Και προδοσά, και σταύρωμα, και Ανάσταση… Σβήσ’ τα όλα!

-Σταλιά δε με νοιάζει γι’ αυτά. Εγώ τον Ιούδα τον ήθελα για άλλα πράματα. Για να μπορώ να τον καίω, να τον ντουφεκάω, να κάνω σαματά. Αν είναι για να κάνει τις ανάστασες και τα τέτοια που μου λες, εγώ τον βράζω.

-Ένα γιατρό Καρδαμίτση, τον ξέρεις;

-Όχι.

-Ρώτα πού κάθεται και τράβα να τον βρεις.

-Γιατί;

-Τράβα… τράβα… Θα σου χρειαστεί.

Ο Δακρυτζίκος απόμεινε ολομόναχος. Κανείς δεν τον καταλάβαινε. Ήταν λάσπη η ψυχή του. Συνεννόηση σ’ αυτόν τον κόσμο δεν εύρισκε. Άλλος κόσμος δεν υπήρχε. Η γιαγιά του, βέβαια, έλεγε ότι υπάρχει, αλλά αυτός κάτι τέτοια τα ‘βραζε.

Ένα τρένο σφύριξε… λίγο μόνο σα για να διώξει τον ύπνο του. Φαίνεται ότι η σφυρίχτρα του ξεχάστηκε και σφύριξε μόνη, κι ύστερα πάλι ξανάπεσε στον ύπνο. Αν μπορούσε να φύγει… Αλλά, όπου και να πήγαινε, Μεγάλη Βδομάδα θα ήταν και κει, και δε θα υπήρχε Ιούδας. Όχι, πουθενά. Ούτε τη συμμορία του δεν ήθελε απόψε. Τι είχε λοιπόν; Τι είχε;… Κάτι μοσκοβόλησε εκεί κοντά. Άπλωσε το χέρι του. Ήταν μια αγράμπελη. Τώρα τη νύχτα η μοσκοβολιά της ήταν πιο δυνατή. Α γ ρ ά μ π ε λ η… Δάγκασε σκληρά και κλαίοντας το χέρι του. Α γ ρ ά μ π ε λ η… να μην το μάθει κανείς. Μπορούσε να πέσει απ’  τον καταρράχτη. Τα μάτια της σου έκοβαν την ανάσα! Αγράμπελη… Όχι, δε θα το μάθει κανείς. Έπεσε κάτω και δάγκανε τα χόρτα. Ήταν αρμυρά και ζεστά απ’ τα δάκρυά του. Τώρα έδωσε μια πιο γερή δαγκωματιά στο χέρι του. Όχι, δε θα το μάθει κανείς! Μα κείνος γιατί… γιατί να τη συλλογιστεί; Και κείνη δεν ήξερε τίποτα… Κι ούτε κι αυτός ήξερε. Πώς βρέθηκε αυτό το σκατολούλουδο εδώ; Στο διάολο!... Τι ζωή είναι αυτή! Να μην μπορείς ν’ αγαπάς, χωρίς να το ξέρεις; Όχι… Δεν έπρεπε να το μάθει. Μπορούσε να σέρνει τον εαυτό του έτσι… χωρίς να παίρνει είδηση τι τρέχει… Και τώρα…ήρτε αυτό το σκατολούλουδο, κι ανακάλυψε την κ α ρ δ ι ά του! Ήταν ανάγκη, δηλαδή, μέσα στο πετσί του να υπάρχει αυτό το παλιομηχάνημα; Κι ήταν ανάγκη, σ’ αυτή τη σκυλοζωή να υπάρχει αγάπη… και να πηγαίνει να κολλάει ίσα ίσα πάνου σ’ αυτό το παλιομηχάνημα; Δεν μπορούσε, δηλαδή, ν’ αγαπούμε… να, με το πόδι; Άμα σε παραζορίζει, το κόβεις και ησυχάζεις… Ή του δίνεις μια κλοτσιά και το στέλνεις από κει που ήρτε!... Στο διάολο!! Και να μην υπάρχει ούτε μια πέτρα, να την κλοτσήσεις!...

 

 

- Στείλε Σχόλιο
12 Απριλίου 2014, 08:40
Το Σάββατο του Λαζάρου
Πάσχα  

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,

ήρθε η μάνα σου από την πόλη,

σου ‘φερε χαρτί και κομπολόι.

Οι κοτούλες σας αυγά γεννάνε,

οι φωλίτσες σας δεν τα χωράνε,

δώστε μας και μας να τα χαρούμε

και του χρόνου να τα ξαναπούμε.

Και του χρόνου!


Συνταγή για λαζαράκια

Για 16 λαζαράκια… θα χρειαστείς:

-2 κούπες ζάχαρη

-250 γρ. ταχίνι

-30 γρ. νωπή μαγιά

-Λίγο μοσχοκάρυδο τριμμένο

-1 κουταλιά κανέλα

-1/2 κουταλάκι μπέικιν πάουντερ

-2 κούπες νερό

-7-8 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις

-Γαρίφαλα

-1 κούπα καρύδοψιχα ή αμυγδαλόψιχα κοπανισμένη

-1/2 κούπα ξανθές σταφίδες

-Σησαμέλαιο

Ακολούθησε τα βήματα:

1.Διάλυσε τη μαγιά σε μία κούπα χλιαρό νερό.

2.Βάλε σε μια λεκάνη το αλεύρι, κάνε στη μέση λακκούβα και ρίξε μέσα τη ζάχαρη, το ταχίνι, το μοσχοκάρυδο, την κανέλα, το υπόλοιπο χλιαρό νερό και τη διαλυμένη μαγιά.

3. Ζύμωσε όλα τα υλικά μαζί, προσθέτοντας, αν χρειαστεί, λίγο ακόμα χλιαρό νερό μέχρι να γίνει η ζύμη μαλακή και εύπλαστη.

4.Σκέπασέ την και άφησέ τη σε ζεστό μέρος για 3 με 4 ώρες να φουσκώσει.

5.Χώρισε τη ζύμη σε 16 κομμάτια.

6.Ανακάτεψε την καρυδόψιχα με τις σταφίδες.

7.Πάρε ένα κομμάτι ζύμης, βάλε στο κέντρο λίγη γέμιση και πλάσε ένα φραντζολάκι.

8. Για να μοιάσει με ανθρωπάκι το φραντζολάκι σου, κάρφωσε γαρίφαλα στη θέση των ματιών, ενώ για τα πόδια χώρισε τη ζύμη με ένα μαχαίρι στο κάτω μέρος. Με ένα κορδόνι ζύμης σχημάτισε τα χέρια σταυρώνοντάς τα πάνω στο σώμα.

9. Άλειψε το ταψί με σησαμέλαιο και βάλε μέσα τα λαζαράκια. Σκέπασέ τα και άφησέ τα περίπου μία ώρα να ξαναφουσκώσουν. Στη συνέχεια, ψήσε τα σε φούρνο προθερμασμένο στους 180 βαθμούς, επί 20 έως λεπτά, μέχρι να ροδήσουν.

National Geographic Kidepaidia, Μαθαίνω τον κόσμο μέσα από το pc, Πάσχα, εκδόσεις 4π.

- Στείλε Σχόλιο
09 Απριλίου 2014, 09:23
Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας
Ξένη λογοτεχνία  

«…Το πουλί με το αγκάθι στο στήθος ακολουθεί ένα νόμο της φύσης’ δεν ξέρει τι είν’ αυτό που το σπρώχνει να πάει να τρυπηθεί, και να πεθάνει κελαηδώντας. Ακόμα κι όταν το σουβλίζει το αγκάθι, δεν έχει επίγνωση του επερχόμενου θανάτου’ μονάχα κελαηδάει και κελαηδάει μέχρι που δεν απομένει πια φωνή να βγάλει, έστω και μια νότα παραπάνω. Εμείς όμως, όταν μπήγουμε στα στήθια μας τ’ αγκάθια, ξέρουμε. Καταλαβαίνουμε. Κι ωστόσο, επιμένουμε να το κάνουμε. Επιμένουμε πάντα να το κάνουμε…»

COLLEEN McCULLOUCH

….

Για άλλη μία φορά και για ακόμα ένα βιβλίο έχω μείνει να απορώ: γιατί τόσα χρόνια δεν το διάβαζα…

 «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» ,ένα υπέροχο βιβλίο, με έντονη πλοκή, εξαιρετικά καλοφτιαγμένους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, και, βέβαια, με πολλαπλά μηνύματα.

«Ένα έπος, που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του».

«…ένα από τα λαμπρότερα αναγνώσματα στα χρονικά της λογοτεχνίας».

Δεν θα σταθώ στο κομμάτι της αγάπης ή στο μοιραίο που σε κάθε σελίδα του βιβλίου φαίνεται ξεκάθαρα ότι η συγγραφέας πιστεύει πως υπάρχει στη ζωή μας και ξεπερνά τα πάντα.

Θα μείνω σε αυτό που εγώ αφουγκράστηκα και εισέπραξα διαβάζοντάς το. Και είναι η φθορά. Η φθορά που έρχεται με τα χρόνια και είναι αναπόφευκτη. Η φθορά που σβήνει πίσω της σχεδόν τα πάντα, όχι όμως τις πράξεις μας και τον τρόπο με τον οποίο διαχειριστήκαμε τη ζωή μας…

Γι’ αυτό και το μήνυμα που εγώ κρατάω από το βιβλίο είναι το εξής: όταν τα χρόνια περάσουν και η φθορά αρχίσει σιγά σιγά ή απότομα να μας αγγίζει, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι πίσω μας αφήσαμε κάτι… Κάτι όμορφο...

- Στείλε Σχόλιο
08 Απριλίου 2014, 14:40
Τα λαγουδάκια
Πάσχα  

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό λαγουδάκι που το έλεγαν Θεμιστοκλή. Είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Θωμά και μαζί πήγαιναν κάθε μέρα στο δάσος για να μαζέψουν άγρια καρότα και να παίξουν με τις ώρες τα αγαπημένα τους παιχνίδια.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσαν συνάντησαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά ένα μικρό γυμνό αγόρι που είχε φτερά στους ώμους του. Καθόταν μπροστά σε ένα καλάθι γεμάτο αβγά και φαινόταν πολύ εκνευρισμένο.

-Τι κάνεις εκεί αγοράκι; το ρώτησαν.

-Τι να κάνω; Δεν βλέπετε; Προσπαθώ να μετατρέψω αυτά τα άσπρα αυγά σε κόκκινα, αλλά δεν μπορώ. Αυτό το ραβδάκι είναι άχρηστο! Δεν κάνει τίποτε μαγικό! Θα το πετάξω!

Και λέγοντας αυτά δίνει μια στο ραβδί και το στέλνει πάνω στον Θωμά!

Ο Θωμάς μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους γίνεται σοκολατένιος! Ο φίλος του τον κοιτούσε και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πως από τη μία στιγμή στην άλλη ο αγαπημένος ου Θωμάς έγινε μια σοκολατένια στήλη, που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί! Άρχισε να φωνάζει δυνατά για βοήθεια γυρίζοντας γύρω από τη βελανιδιά με μεγάλους πήδους.

Το φτερωτό αγοράκι ήταν κι αυτό πολύ στεναχωρημένο. Δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν και να που τώρα δύο πλάσματα υποφέρανε εξαιτίας του. Πετούσε δεξιά κι αριστερά, αμήχανο, μην ξέροντας πού να πάει για να ζητήσει βοήθεια.

Εν τω μεταξύ από τις φωνές του Θεμιστοκλή είχε ξυπνήσει μια κουκουβάγια που είχε το σπίτι της στη βελανιδιά, που κάτω της είχε συμβεί το άτυχο αυτό συμβάν. Μόλις ρώτησε και έμαθε όσα είχαν γίνει, τους ρωτά με τον πιο φυσικό τρόπο:

-Γιατί δεν δοκιμάζετε να ξαναχτυπήσετε το Θωμά με το ραβδάκι να δείτε μήπως ξαναγίνει φυσιολογικός;

Η αλήθεια είναι ότι από την πολλή τους σαστιμάρα δεν το είχαν σκεφτεί. Αμέσως πιάνει το ραβδάκι ο Θεμιστοκλής και το ρίχνει με φόρα πάνω στο φίλο του. Αυτό, αφού χτύπησε το Θωμά στο κεφάλι, έπεσε μέσα στα αυγά, έσπασε μερικά, όλα όμως τα έκανε κόκκινα! Γυρνάν να δουν το φίλο τους, όμως αυτός στεκόταν ακόμα ακίνητος και σοκολατένιος. Τα μάτια του έμοιαζαν τόσο λυπημένα που ο Θεμιστοκλής απέφευγε να τον κοιτάζει.

 Η ώρα περνούσε και λύση δεν έβρισκαν. Κάθε τους προσπάθεια πήγαινε χαμένη. Κάθονταν κάτω από τη βελανιδιά σκεφτικοί κι ένιωθαν ανήμποροι και λυπημένοι. Το αγόρι ορκίστηκε πως δεν θα ξανακάνει μαγικά, όμως το Θεμιστοκλή αυτό καθόλου δεν τον παρηγορούσε. Έφτασε το μεσημέρι, ο ήλιος έπεφτε καυτός στο χώμα και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν πολύ κεφάτα. Ένα από αυτά, που στεκόταν γαντζωμένο πάνω στη δική τους βελανιδιά και τραγουδούσε στο τσακίρ κέφι, σταμάτησε ξαφνικά το τραγούδι του και τους φώναξε:

-Για κοιτάξτε εκεί! Το πόδι του φίλου σας κινείται!

Γύρισαν έκπληκτοι κι οι δυο και βλέπουν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Θωμά να κινείται και γύρω του να υπάρχει λιωμένη σοκολάτα! Το σημείο αυτό ήταν το μόνο μέρος του σώματός του που δεν βρισκόταν στη σκιά της βελανιδιάς. Ώστε ο ήλιος ήταν η λύση που ζητούσαν! Σήκωσαν αμέσως το μαγεμένο λαγό και τον έβαλαν κάτω από τον καυτό ήλιο. Σε λίγο ο Θωμάς ήταν ελευθερωμένος και γεμάτος χαρά έγλυφε τα δάχτυλά του.

-Βρε παιδιά, είπε, ελάτε, χάνετε καταπληκτική σοκολάτα!

Ενθουσιασμένοι οι φίλοι του έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να τον ρωτήσουν αν είχε καταλάβει τι του είχε συμβεί.

-Όλα τα κατάλαβα, σας άκουγα αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω. Φοβήθηκα, όμως πίστευα ότι θα βρίσκατε τη λύση. Αν και τώρα θα έπρεπε να σας κρατάω μούτρα γιατί έχασα τη γλύκα μου και τη σοκολατένια μου επιδερμίδα!

Από τότε κάθε Πάσχα συνηθίζουμε να βάζουμε στα κόκκινα αβγά παρέα ένα σοκολατένιο λαγουδάκι για να θυμόμαστε το πάθημα αυτών των καλών φίλων.

Ξένια Καχρή, περιοδικό Παράθυρο Junior, τεύχος 8 (Μάρτιος-Απρίλιος 2010)

- Στείλε Σχόλιο
07 Απριλίου 2014, 08:37
Αποσπάσματα από το Μονόγραμμα
Το ποίημα της εβδομάδας  

Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

 

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

 

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

Με το δριμύ του μαύρου θανάτου.

 

ΙV

[…]

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;

Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;

 

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε

Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς

Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

 

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς

Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς

Μες στη μέση της θάλασσας….

 

V

Για σένα μόνο εγώ μπορώ, και η μουσική

Που διώχνω μέσα μου, ἀλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη

Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο

Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά πικρή

Που βρίσκει μες στο χώμα και που τρυπάει τη θύμηση

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία η γη μας.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, Το Μονόγραμμα, εκδόσεις Ίκαρος

Καλή εβδομάδα :)

- Στείλε Σχόλιο
02 Απριλίου 2014, 15:41
Αφίσα-κείμενο για την Παγκόσμια Ημέρα του Παιδικού Βιβλίου 2014
Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου  

Το μήνυμα και την αφίσα του 2014 ανέλαβε η Ιρλανδία.

Το κείμενο γράφτηκε από την συγγραφέα Siobhán Parkinson.

Την αφίσα φιλοτέχνησε η εικονογράφος Niamh Sharkey.

Το φετινό μήνυμα

Γράμμα στα παιδιά του κόσμου - Siobhán Parkinson (Ιρλανδία)

Συχνά οι αναγνώστες ρωτούν τους συγγραφείς πώς γίνεται και γράφουν τις ιστορίες τους -από πού έρχονται οι ιδέες; Από τη φαντασία μου, απαντάει ο συγγραφέας. Α, μάλιστα, μπορεί να πουν οι αναγνώστες. Αλλά πού είναι η φαντασία σας κι από τι είναι φτιαγμένη, κι έχουν όλοι φαντασία; Α, λέει τότε ο συγγραφέας, η φαντασία είναι μέσα στο κεφάλι μου βέβαια και είναι φτιαγμένη από εικόνες και λέξεις, αναμνήσεις και ίχνη από άλλες ιστορίες και λέξεις, κομμάτια από πράγματα και μελωδίες και σκέψεις και πρόσωπα και τέρατα και σχήματα και λέξεις, κινήσεις και λέξεις, κύματα και αραβουργήματα και τοπία και λέξεις, αρώματα και αισθήματα και χρώματα και ρίμες και μικρούς ήχους και ξαφνικούς θορύβους και γεύσεις κι εκρήξεις ενέργειας και γρίφους και αύρες και λέξεις. Και στροβιλίζονται όλα εκεί μέσα και τραγουδούν κι αλλάζουν διαρκώς σαν τα βλέπεις από καλειδοσκόπιο κι αιωρούνται και κάθονται και σκέφτονται και τσιγκλούν το κεφάλι.

Βέβαια φαντασία έχει ο καθένας, διαφορετικά δε θα μπορούσαμε να ονειρευόμαστε. Η φαντασία του καθενός, ωστόσο, δεν έχει μέσα της το ίδιο υλικό. Στους μάγειρες ίσως περιέχει γεύσεις κυρίως και στους ζωγράφους χρώματα και σχήματα κυρίως. Όμως η φαντασία των συγγραφέων είναι γεμάτη κυρίως από λέξεις. Με λέξεις λειτουργεί επίσης και η φαντασία εκείνων που διαβάζουν ή ακούνε ιστορίες. Η φαντασία του συγγραφέα πλάθει και ανακατεύει και φτιάχνει ιδέες και ήχους και φωνές και χαρακτήρες και γεγονότα μέσα στην ιστορία και η ιστορία είναι φτιαγμένη από λέξεις και μόνο, στρατιές από κουλουριαστά σημαδάκια που γεμίζουν τις σελίδες. Έρχεται τότε ο αναγνώστης και τα σημαδάκια ζωντανεύουν. Μένουν στη σελίδα, εξακολουθούν να μοιάζουν με στρατιές, αλλά τρεχοβολούν και στη φαντασία του αναγνώστη και ο αναγνώστης τώρα σχηματίζει και συνδέει έτσι τις λέξεις, ώστε η ιστορία να εκτυλίσσεται μέσα στο δικό του ή στο δικό της το κεφάλι, όπως έκανε κάποτε στο κεφάλι του συγγραφέα.

Αυτός είναι ο λόγος που ο αναγνώστης είναι εξίσου σημαντικός για την ιστορία με το συγγραφέα. Υπάρχει μόνο ένας συγγραφέας για κάθε ιστορία, υπάρχουν όμως εκατοντάδες ή χιλιάδες ή μπορεί και εκατομμύρια αναγνώστες, που διαβάζουν στη γλώσσα του συγγραφέα, ή σε άλλες γλώσσες στις οποίες μπορεί να έχει μεταφραστεί. Χωρίς τον συγγραφέα η ιστορία δε θα είχε γεννηθεί ποτέ. Αλλά χωρίς τις χιλιάδες των αναγνωστών σε όλο τον κόσμο, η ιστορία δεν θα είχε ζήσει όλες τις ζωές που θα μπορούσε να ζήσει.

Κάθε αναγνώστης μιας ιστορίας έχει κάτι κοινό με κάθε άλλο αναγνώστη της. Ξεχωριστά ο καθένας, αλλά και μαζί κατά κάποιον τρόπο, ξαναδημιουργούν την ιστορία του συγγραφέα στη δική τους φαντασία - μια πράξη που είναι ταυτόχρονα ιδιωτική και δημόσια, προσωπική και κοινή, ατομική και διεθνής. Κι αυτό ίσως είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι.

Συνεχίστε να διαβάζετε!

μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου

 

- Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links