Με τα μάτια κολλημένα πίσω από το μεγάλο τζάμι του κινούμενου τραίνου, προσπαθούσα να αποφύγω τις αντανακλάσεις του γυαλιού και να εισέλθω ολοκληρωτικά στο παράξενο εκεινο ηλιοβασίλεμα. Παράξενο στην επιλογή των χρωμάτων. Αλήθεια, πως του ήρθε να ντυθεί έτσι;
Κυρίαρχο παντού ήταν το φως. Τα πάντα ήταν φως. Άλλοτε κιτρινωπό, άλλοτε χρυσαφί, κάποιες φορές πορτοκαλί και ίσως και λίγο από το γνώριμο βαθυκόκκινο. Μα οι αποχρώσεις ήταν κάπως άγνωστες, σίγουρα το καινούργιο υπήρχε διάσπαρτο παντού.
Η φύση γιόρταζε την ολοκλήρωση μιας μέρας και την αρχή μιας νύχτας. Τι όμορφη, τι γιορτινή γιορτή! Το φως έφευγε για ταξίδι, γινόταν λοιπόν να μην το γιορτάσει, να μην χορέψει όσο μπορούσε;
Τα σύννεφα ήταν σκούρα, με μια υποψία ασημιού στις ράχες τους. Συμπαγείς σκούροι όγκοι στεριάς μέσα στην θάλασσα του φωτός. Και κάποια από αυτά, ίσως τα πιο παιχνιδιάρικα, μικρά πλοιάρια, κινούμενα με την πνοή του ανέμου, αν και χωρίς πανιά.
Ήταν ένα χορευτικό παιχνίδι, μια γιορτή, μα θα μπορούσες άνετα να πιστέψεις πως είχες μπροστά σου το στιγμιότυπο ενός πολέμου, την εικόνα μιας αδιάκοπης μάχης. Κάπου κάπου το φως κατακτούσε νέα εδάφη διαπερνώντας οριστικά τα σύννεφα και άλλες φορές έχανε περιοχές, υποτασσόταν στην μαύρη απουσία χρωμάτων που έφερνε αναγκαστικά η κίνηση της γης. Μπορείς να τα βάλεις με τους νόμους της φύσης; Ούτε και το φως μπορεί.
Το τραίνο σφύριξε δυνατά και άλλαξε πορεία. Η εικόνα κρύφτηκε και μόνο ένα μικρό κομματάκι της ξεχώριζε. Ένα μικρό, με κέφι καμωμένο, κόσμημα χρυσού και ασημιού. Ίσως να μου ήταν κι αυτό αρκετό για να χορτάσω το ακόμη πεινασμένο μου βλέμμα.
Φτάνοντας στον προορισμό μου, έψαξα για το φως, μακριά από τα τεχνητά μέσα του σιδηροδρομικού σταθμού. Όλα είχαν τελειώσει, ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρα και μόνο το φεγγάρι απόμενε να θυμίζει κάτι από το προηγούμενο θαύμα...
6 σχόλια