Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στην Κομοτηνή, τα έζησα σε μια φτωχογειτονιά με πλίνθινα σπίτια. Εκεί είδα φτώχεια, που δε θα ξεχάσω ποτέ. Όλοι όσοι έμεναν εκεί ήθελαν να ξεφύγουν απ’ τη μίζερη και αδιέξοδη ζωή τους. Ακόμα και η διεύθυνση μας το θύμιζε καθημερινά. Οδός Πύργου- Αδιέξοδος Α. Στη διπλανή αυλή έμενε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, που ήταν τρίτο στη σειρά. Ο Χρήστος μόλις είχε τελειώσει τη θητεία του, αλλά τα πραγματικά ζόρια τώρα άρχιζαν γι’ αυτόν. Θα έπρεπε πρώτα να παντρέψει τα κορίτσια και ύστερα, αν του έμενε χρόνος και κουράγιο, θα έκανε κι αυτός οικογένεια.
Τα κορίτσια στο βελόνι κι ο Χρήστος εργάτης, που έκανε μεροκάματο, όταν και όπου έβρισκε. Δύσκολες μέρες και το χειρότερο, χωρίς προοπτική. Υπήρχε όμως μια μέρα που ξεχώριζε. Η Κυριακή. Τότε ο Χρήστος έβγαινε στην αυλή φορώντας ένα άσπρο φανελάκι κασκορσέ, που τόνιζε το γεροδεμένο και ηλιοκαμένο του κορμί, στερέωνε ένα καθρεφτάκι πάνω στο μουσλούκι (δοχείο με νερό κρεμασμένο στον τοίχο) και καθώς ξυριζόταν, από ένα φορητό πικάπ άκουγε τα αγαπημένα του δισκάκια. Αποκλειστικά Καζαντζίδη. Μόλις άκουγα μουσική πήγαινα κι εγώ στην αυλή τους, γιατί μου άρεσε το σκηνικό, αλλά τα τραγούδια του Στέλιου μου ήταν αδιάφορα. Μια Κυριακή άκουσα έναν άλλο τραγουδιστή (αργότερα έμαθα ότι τον έλεγαν Αγγελόπουλο) κι όταν πήγα στην αυλή, ο Χρήστος δεν ήταν εκεί. Είχε πάει στη Γερμανία και προφανώς είχε πάρει τα αγαπημένα δισκάκια μαζί του.
Τα χρόνια περνούσαν και καθώς μεγάλωνα στην καινούργια μου γειτονιά, κάθε φορά που άκουγα τις…φάμπρικες της Γερμανίας, έφερνα την εικόνα του Χρήστου στο μυαλό μου να λιώνει εκείνα τα δισκάκια στην καταραμένη ξενιτιά. Άκουγα αχόρταγα από το ραδιόφωνο κάθε τι καινούργιο ( κυρίως Νέο Κύμα ) κι αργότερα ξόδευα το χαρτζιλίκι μου στα juke box για χάρη του Elvis, των Beatles και των Stones, αλλά ποτέ δεν χάλασα μια δραχμή για χάρη του Στέλιου. Είδα με συμπάθεια την προσπάθειά του να μπει στα χωράφια του Μπιθικώτση, τραγουδώντας Μίκη και Μάνο, αλλά ως εκεί. Έπρεπε να ωριμάσω για να γίνω πιο διαλλακτικός με τις επιλογές μου και τότε πρόσεξα την ερμηνεία του στο «Τι θέλεις απο μένανε» του Νικολόπουλου κι έπαθα την πλάκα μου. Δε χόρταινα να τον ακούω να παίζει με μια jazz διάθεση με τα ημιτόνια, να βυθίζει τη φωνή του στα έγκατα του πεντάγραμμου και με άνεση να την εκτοξεύει δυο οκτάβες επάνω, χωρίς να χάσουν οι νότες τίποτε απ’ τη δυναμική τους. Άνοιγε το στόμα του για το αγαπημένο του ΑΑΑΑ και νόμιζε κανείς πως έκρυβε τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς στο λαρύγγι του.
Ανακάλυψα το «Μίσος» του Άκη Πάνου και υποκλίθηκα. Και κάποια στιγμή επέτρεψα στον εαυτό μου να βουρκώσει ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά» του Λοίζου. Α ρε Χρήστο, δίκιο είχες που λάτρευες την «απόλυτη φωνή».
Κομοτηνή 07-09-2009
Θανάσης Γκαϊφύλλιας
ΥΓ
Χθες, 14 Σεπτεμβρίου, έκλεισαν οκτώ χρόνια απο το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη κι ο φίλος Ηρακλής Οικονόμου με παρακάλεσε να γράψω ένα κείμενο που το δημοσίευσε στην εφημερίδα "Εποχή" την Κυριακή 13/09/2009 και στα Μουσικά Προάστια. Το δημοσιεύω και εδώ για να το μοιραστώ μαζί σας.
8 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοGaza Παλαιστίνη άδοξο τέλος γκαϊφύλλιας θανάσης κιθάρες ελευθερίου τραγούδι γρίπη χοίρος πανδημία tamiflu θέατρο μαρώνεια βολουδάκης αντιφωνητής ιστορία διομήδης θράκη Ιστοριούλα καζαντζίδης στέλιος κείμενο Κατσαρός ποίηση πολιτική Μαρώνεια Μικρή ιστορία. Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη πρέβεζα gkaifilias καρυωτάκης στιχάκια Συνέντευξη τανγκό tango Τραγούδι