Απόψε θέλω να σας πω την όμορφη ιστορία
του Διομήδη του τρελλού που φάγαν τα θηρία
όχι απ'αυτά που συναντά κανείς μέσα στη ζούγκλα
μα κάτι άλογα γερά,με πέταλα και φούντα.
Αυτός λοιπόν γεννήθηκε στη μακρινή τη Θράκη
κι είχε μια κούνια αργυρή κι ένα χρυσό βρακάκι.
Ήταν ωραίος πρίγκηπας,(βραδύνους και τεμπέλης)
όπως θα έγραφε γι αυτόν κι ο φίλος Καμπανέλης.
Ήταν γλυκός,ήταν ψηλός,είχε δυο μέτρα μπόϊ
κι μάννα τον καμάρωνε και όλο του το σόϊ
ώσπου μια μέρα ,συμφορά χτύπησε το παλάτι
κι ο βασιλιάς αρρώστησε απ'το κακό το μάτι.
Βρε τι ξυνά του δώσανε,σιρόπια και ματζούνια,
τι ξεματιάστρες φέρανε,απ'άγνωστα καντούνια,
αυτος εκεί,μουλάρωσε.Δεν έλεγε να γιάνει.
Ώσπου μια μέρα πέθανε τελείως στο ντιβάνι.
Κι όπως συνήθως ο λαός,μια μέρα τον πενθούσε
και τις υπόλοιπες εννιά,χόρευε και πηδούσε.
Μετά την ψάξαν τη δουλειά,διαπλοκές και αίμα
κι ο Διομήδης βρέθηκε με θρόνο και με στέμα.
Μαζί με το βασίλειο,του δώσανε και προίκα
κάτι παλάτια εξοχικά,κάτι συκιές με σύκα,
βόδια,γελάδια κι άλογα,που ζούσανε σε σταύλους,
κάτι ρεμάλια αυλικούς και μια χιλιάδα σκλάβους.
Τον πρώτο χρόνο χαίρονταν,πετούσε στα ουράνια.
Γλεντούσε με τους φίλους του,τους έδινε και δάνεια,
δάνεια θαλασσοδάνεια,διπλές τριπλές μερίδες,
όπως αυτά που πέρνουν όσοι έχουν εφημερίδες.
Στον δεύτερο τα πράγματα δυσκόλεψαν λιγάκι,
είναι και άγριος ο καιρός Δεκέμβριο στη Θράκη,
οι αποθήκες άδειασαν,καθώς και τα ταμεία,
κατά διαόλου πήγαινε λοιπόν η οικονομία.
Και τότε του'ρθε έμπνευση,τεράστια,μεγάλη,
αφού κι αυτός απόρησε πώς του'ρθε στο κεφάλι.
Αντί σανό που δίνουμε στα άλογα του σταύλου
εμείς θα εφαρμόσουμε τη δίαιτα του σκλάβου.
Κάθε πρωί θα σφάζουμε πεντ'έξη απ'τους θρεμμένους
κι αφού χορτάσουν τ'άλογα θα κάνουμε πολέμους.
Καινούργιους σκλάβους θα'χουμε,τροφή εν αφθονία
για τις μελλούμενες γενιές,τη νέα κοινωνία.
Έσφαζε αδιάκριτα αρσενικά και κόρες
κι οι άλλοι σκλάβοι φώναζαν "O tempora! O mores!"
Αλλά αυτός ανάλγητος,πήγαινε και για τσάρκα
όσο οι άλλοι τάϊζαν τα άλογα με σάρκα.
Μα ο χειμώνας ο βαρύς δεν έλεγε να φύγει,
θαρείς και ερωτεύτηκε τη γη του Διομήδη.
Κι όταν οι σκλάβοι τέλειωσαν,δεν είχε άλλα κομμάτια,
απο την πείνα θόλωσαν τα αλογίσια μάτια.
Χτυπούσαν τα κεφάλια τους,τα κάναν όλα χάλια,
κοιτάζονταν με νόημα,τους τρέχανε τα σάλια
κι όταν μια μέρα ο βασιλιάς άνοιξε το πορτάκι,
πέσαν όλα επάνω του και χόρτασαν λιγάκι.
Έτσι λοιπόν τελείωσε ο βίος του Διομήδη
που προς στιγμήν εζήλωσε τη δόξα του Αρχιμήδη.
Η φύση τον αντάμειψε δίκαια και ωραία
και πάσα ομοιότητα είν'εντελώς τυχαία.
Υ.Γ.
Το τραγούδι μου αυτό είναι μια σύγχρονη ματιά στην ιστορία του Διομήδη με τα άγρια άλογα,που είναι το όγδοο απο τα θελήματα που έκανε ο Ηρακλής.
Οι παλιοί μας το στείλαν το μήνυμα κλεισμένο μέσα στο μπουκάλι της μυθολογίας.
Προσέξτε,μας είπαν.Τέτοιες μαλακίες να μην κάνετε.
Σιγά μη τους άκουγαν οι τρελλαμένες Εγγλέζες.Και ιδού οι τρελλές αγελάδες!
9 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Gaza Παλαιστίνη άδοξο τέλος γκαϊφύλλιας θανάσης κιθάρες ελευθερίου τραγούδι γρίπη χοίρος πανδημία tamiflu θέατρο μαρώνεια βολουδάκης αντιφωνητής ιστορία διομήδης θράκη Ιστοριούλα καζαντζίδης στέλιος κείμενο Κατσαρός ποίηση πολιτική Μαρώνεια Μικρή ιστορία. Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη πρέβεζα gkaifilias καρυωτάκης στιχάκια Συνέντευξη τανγκό tango Τραγούδι