ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
29 Απριλίου 2017, 18:29
Οδός Τζαβέλα με την ματιά ενός μοναχικού ανθρώπου


 Είχα τα μάτια μου κλειστά ακούγοντας τους ήχους του βαδίσματος των περαστικών και του δικού μου να ανακατεύεται με τον ήχο της βροχής που έπεφτε χαϊδεύοντας την άσφαλτο του δρόμου.Ένοιωθα σιγά σιγά τις κάλτσες μου να μουσκεύονται από τονερό που κατάφερνε να περάσει από τα μισοτρύπια ταλαιπωρημένα μαύρα υποδήματά μου, με τον ίδιο τρόπο που οι στιγμές δραπετεύουν από την ευτυχία, όσο σφιχτά κι αν τις κρατάμε. Μυρωδιά καμένου ξύλου έφτανε στα ρουθούνια μου και γαργαλούσε την όσφρησή μου ξεγελώντας με πως βρίσκομαι σε ήσυχο επαρχιακό δρόμο μικρής κωμόπολης.

Όμως ο βόμβος της συναυλίας των τροχοφόρων ,με τα μαρσαρίσματα και τις κόρνες των αυτοκινήτων να ξεσηκώνουν την ακοή μου, μου υπενθύμιζε πως μερικά στενά πιο κάτω χτυπά η καρδιά μιας πόλης πολυσύχναστης, τεράστιας, που σαν γκρίζος γίγαντας ήταν έτοιμη να με καταπιεί και να με αφανίσει στην ανωνυμία της. Να μου κρύψει τον ουρανό κάτω απ τα ψηλά κτίρια και το νέφος, να μου ισοπεδώσει τη φαντασία και τα όνειρα ,αφήνοντάς μου μόλις μια μικρή διέξοδο διαφυγής. Εκείνη που είναι ορατή μόνο αν έχει κάποιος τα μάτια του κλειστά. Μόνο τότε μπορούν να ζωντανέψουν όλες οι αναμνήσεις του παρελθόντος ενώπιών του ,συνδυάζοντας ήχους, εικόνες και αρώματα που είχε γνωρίσει σαν παιδί.

 Όλος αυτός ο όμορφος προσωπικός μικρόκοσμος ανασταινόταν κάθε φορά που διάβαινα το στενό ήσυχο σοκάκι, το οποίο για τους πιο πολλούς δε σήμαινε τίποτα περισσότερο από ένα σκοτεινό, υγρό κι απόμερο δρόμο στο κέντρο της Αθήνας, μόλιςλίγα μέτρα από την πλατεία του πόνου των εξαρτημένων από ανεκπλήρωτα όνειρα που γεννά η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Όμως για μένα αυτό το δρομάκι- η οδός Τζαβέλα - αποτελούσε μια γερή ‘’πρέζα’’ για τις πάλλουσες φλέβες μου που μπόλιαζε με δύναμη και τόλμη την καρδιά ,να αποτινάζει το ζυγό της λογικής απ την πλάτη της. Ήταν μια γραμμή ‘’σνιφαρίσματος’’ που γέμιζε τα ρουθούνια και τους πνεύμονές μου με άνεμο ικανό να οδηγήσει τα ιστιοφόρα των ονείρων μου και στις πλέον αδάμαστες θάλασσες των πόθων μου.

Στη μια γωνία του δρόμου βρισκόταν ένα μικρό καφέ με λιγοστά τραπεζάκια έξω και μικρό φαινομενικά ασφυκτικό περιβάλλον μέσα. Σαν εισέβαλλε όμως κάποιος στα ενδότερα, με το που αντίκριζε τις τοιχοκολλημένες αφίσες από παλιές διαφημίσεις ή τα πορτραίτα διάσημων μουσικών περασμένων δεκαετιών, έκανε αυτόματα ένα μεγαλοπρεπές ταξίδι πίσω στο χρόνο. Ο φωτισμός του χώρου απαλός και φιλικός, προερχόταν από ηλεκτρικά ‘’κηροπήγια’’ μεσαιωνικού σχεδιασμού. Το ρετρό ύφος δέσποζε παντού σ αυτό το μέρος που παρ όλα αυτά φιλοξενούσε κυρίως νέο κόσμο γεμάτο χτυποκάρδι και δίψα για ζωή. Τους έβλεπα να τη ρουφούν σ ένα φλυτζάνι πεντανόστιμης σοκολάτας…άλλους να την απολαμβάνουν κι άλλους να βιάζονται να την τελειώσουν πριν τους κρυώσει.

Καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω, το μάτι μου έπεφτε στη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου. Το πεντακάθαρο μεγάλο τζάμι της έδινε οπτική πρόσβαση σε κάποια παλαιά έπιπλα, τα οποία αν είχαν στόμα θα μαρτυρούσαν τα πάντα γύρω απ τις ζωές των ανθρώπων που κάποτε τα χρησιμοποίησαν. Ο καθρέπτης πάνω από το ξύλινο κομοδινάκι που καμάρωνε ακριβώς πίσω από τη γεμάτη μεγαλοπρέπεια αριστοκρατική σαλοτραπεζαρία, πότε θα έλαμπε από χαρά, πότε θα ράγιζε δακρυσμένος αν μπορούσε να προβάλλει σαν κινηματογραφική ταινία όσα κατά καιρούς είχε καθρεφτίσει.

Οι πίνακες ζωγραφικής στο βάθος, έχασκαν το θέαμα κρεμασμένοι απ τον τοίχο σα βουβοί θεατές. Κάτω απ τη σκόνη τους, έκρυβαν το πάθος του ζωγράφου που τους έφτιαξε. Κάθε περίγραμμά τους ήταν και μια τροχιά χειρός γεμάτη σφυγμό και ζωή. Κάθε χρώμα έντονο ήταν πόθος, ενώ οι σκιές κρυψώνες της ντροπής του απωθημένου. Κι όλα τους, αποτυπωμένα σ έναν φθαρμένο, πολυκαιρισμένο καμβά, διάτρητο πλέον σε αρκετά σημεία όπως ακριβώς τα γεμάτα ζωή και βρόχινο νερό υποδήματά μου, τα οποία είχα φορέσει εκείνη τη μέρα για να βολτάρω. Ένοιωθα κι εγώ μια κινούμενη πινελιά με χρώμα στο γκριζόμαυρο φόντο του μουντού, συννεφιασμένου καιρού εκείνης της μέρας. Όμως δεν ήθελα να κρυφτώ πίσω από καμία σκιά του πίνακα που απεικόνιζε την τρέχουσα πραγματικότητα που με περιέβαλλε.

Δεξιά κι αριστερά, έγχορδα μουσικά όργανα πλαισίωναν όμορφα τους πίνακες. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αντίκες, που μόνο οι αράχνες και η φαντασία όσων τις χάζευαν, γρατζουνούσαν τις χορδές τους που και που, γεμίζοντας με μελωδία το χώρο. Στο βάθος ο γέρος καταστηματάρχης καθόταν πίσω από το γραφείο του, φορώντας πάντα το ίδιο γκρίζο κασκέτο, ενώ κάπνιζε την ίδια πάντα πίπα. Πότε πότε ανασήκωνε αργά και διερευνητικά το βλέμμα του κοιτώντας διαρκώς προς την είσοδοτου μαγαζιού, σαν να περίμενε ανυπόμονα κάποιον πελάτη.

Προς το τέλος του δρόμου, λίγο πριν αυτός ξανασυναντήσει το χάος και τη βαβούρα της πρωτεύουσας ,υπήρχε μια είσοδος σφραγισμένη με μια σκουριασμένη μπεζ πόρτα. Φαινόταν πως οδηγούσε σ ένα ημιυπόγειο χώρο χωρίς παράθυρα. Όσες φορές κι αν πέρασα από εκεί δεν είδα ούτε μια φορά την πόρτα να ανοίγει. Το μυστήριο πίσω από το σφαλιστό της μάνταλο παρέμενε ανεξερεύνητο.

Το στενάκι αυτό ήταν το καθημερινό μου πέρασμα καθώς πήγαινα κάθε πρωί στο σχολείο. Γεμάτος άγχος να προλάβω να είμαι στην ώρα μου,ξεχείλιζα απ το φόβο μήπως ξεχάσω το μάθημα της μέρας που αποβραδίς είχα αποστηθίσει… μη και ο δάσκαλος με βάλει τιμωρία γι άλλη μια φορά. Κάθε φορά λοιπόν καθώς περνούσα απ εκεί έριχνα μια κλεφτή κοφτή ματιά στη μυστήρια αυτή πόρτα που η περιέργειά μου ποθούσε να παραβιάσει ενώ η φαντασία μου ήθελε να γεμίσει το χώρο πίσω της. Μερικά λεπτά μετά, καθώς έφτανα στο προαύλιο του σχολείου, άκουγα το κουδούνι της προσευχής να τρυπά τα αυτιά μου και την ψυχή μου.

Δεν ήμουν δημοφιλές παιδί στην τάξη, το αντίθετο μάλιστα. Οι συμμαθητές μου με είχαν απομονώσει κι εγώ ένοιωθα πως ο κόσμος τους δεν με χωράει. Στριμωγμένος σε μια γωνιά σε κάθε διάλειμμα έκλεινα τα μάτια μου και ταξίδευα ,ενώ η βαβούρα των συμμαθητών μου που έπαιζαν γεμάτοι ξενοιασιά, αποτελούσε απλά ένα ηχητικό παράσιτο που είχα μάθει με τον καιρό να αγνοώ. Όπως ακριβώς έμαθα να κάνω με το ηχητικό νταβαντούρι της πόλης.

Το μυαλό μου κάθε μέρα έφτιαχνε και μια διαφορετική ιστορία για το τι θα μπορούσενα κρύβεται πίσω από αυτή τη μυστηριώδη πόρτα της οδού Τζαβέλα, απ αυτό το τελευταίο στην ουσία προπύργιο πριν συναντήσω το σαματά της πόλης και του σχολείου. Πριν γίνω κι εγώ μέρος μιας γεμάτο περιορισμούς σκληρής πραγματικότητας. Κάποιες φορές τύχαινε να είχα αργήσει να ξυπνήσω για να πάω στομάθημα. Τότε, φανταζόμουν πως η πόρτα αυτή ανοίγει και ως δια μαγείας βρίσκομαι στην τάξη στο θρανίο μου, ενώ μόλις έχω πει μάθημα στο δάσκαλο που με κοιτά επιβραβευτικά.

Κάποιες άλλες φορές, μόλις είχα εγκαταλείψει το μέρος των καλοκαιρινών διακοπώνμου και ονειρευόμουν πως η πόρτα αυτή γινόταν είσοδος σε πρώτης θέσης καμπίναστο καράβι της επιστροφής μου στο μέρος που παραθέριζα. Μπορούσα να νοιώθω το θαλασσινό αεράκι να γεμίζει με άρωμα αρμύρας τα πνευμόνια μου, ενώ φανταζόμουντον εαυτό μου να ρεμβάζει στην κουπαστή και να κοιτά ανυπόμονα τον ορίζοντα τηςθαλάσσης να του αποκαλύψειτη γη του νησιού που είχε αγαπήσει.Αρκούσε νακλείσω τα μάτια μου, να πάρω μια βαθιά ανάσα και να αφεθώ.Αυτό ήταν αρκετό για ν αρχίσει το ταξίδι.

Ξάφνου, ένα αμάξι πέρασε από δίπλα μου, ρίχνοντάς μου πάνω τα νερά που είχαν λιμνάσει σε μια λακκούβα του δρόμου. Η ονειροπόληση της στιγμής διακόπηκε βίαια και η πόρτα των ‘ονειροδρομιών’ μου ξανάκλεισε με κρότο όταν συνειδητοποίησα πως δεν είχα πέσει σε τρικυμία στη μέση του πελάγους. ‘’Τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα’’ σκέφτηκα για μια στιγμή γεμάτος μελαγχολία. Κοίτα να δεις όμως πόσο ίδια κι απαράλλακτα είναι όλα. Το καφέ στη γωνία ,με τις επιτοίχιες διαφημίσεις να έχουν ξεθωριάσει, αλλά τη νεολαία να συνεχίζει να‘’κόβει και να ράβει’’, κουβαλώντας την ίδια πάντα αστείρευτη όρεξη για ζωή και σοκολάτα. Η βιτρίνα με τις αντίκες στη θέση της με το περιεχόμενό της ακλόνητο και τον μαγαζάτορα στην ίδια εκείνη θέση, με άντε λίγο παραπάνω γκρι στο μαλλί και το μουστάκι του, να συνεχίζει να ελπίζει πως κάποιος θα αγοράσει την πολύτιμη πραμάτεια του. Η δε πόρτα των μυστικών μου, σταθερός φύλακας ονείρων που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν… φρεσκοβαμμένη λευκή πλέον, σχεδόν σαν καινούργια,δίχως ίχνος σκουριάς καμαρώνει στο ίδιο πάντα σημείο, παραμένοντας ερμητικά κλειστή,συνεχίζοντας να κουβαλά αναπάντητα ερωτήματα για το τι μπορεί να κρύβει πίσω της.

Κι εγώ συνεχίζω να χτίζω ιστορίες …τάχα μου πως ανοίγω τη μυστηριώδη πόρτα, πως ξαναβρίσκω εκεί πίσω ό,τι πιο πολύ αγάπησα,πόθησα κι έχασα. Μα περισσότερο απ όλα μια δεύτερη ευκαιρία να γυρίσω πίσω στα παιδικά μου χρόνια, αυτά που έχασα κλεισμένος στο κουκούλι μου μακριά απ όλους και όλα.Εκείνα στα οποία έκλεισα τα μάτια μου και άκουγα μόνο τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν προσφέροντάς μου το μοναδικό ειλικρινές χάδι που ένοιωσα ποτέ.

Αυτό ήταν, δεν άντεξα. Γεμάτος νοσταλγία και πόθο για το ανεκπλήρωτο, άρχισα ναχτυπάω την παλιά πόρτα …τα δάκρυα κυλούσαν απ τα μάτια μου, ανακατευόμενα μετο βρόχινο νερό, ενώ πίσω της, άκουγα παιδικές φωνές να με καλούν να παίξω μαζίτους …έβλεπα τον εαυτό μου ξανά παιδί να ονειροπολεί και να βιάζεται να μεγαλώσει. Ένοιωθα πως ήθελα να του φωνάξω να ζει την κάθε στιγμή, να ρουφάειτο μεδούλι της, κι ας εκείνη δραπετεύσει απ την ευτυχία ή τον απογοητεύσει.Αςεκείνη μουλιάσει το χαρτί των ονείρων του και σκίσει τη ζωγραφιά τους.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Η βροχή σταμάτησε. Ο ήλιος βγήκε και πάλι δυνατός να λαμποκοπά στον ουρανό. Ήταν 8 και τέταρτο και είχα αργήσει για το μάθημα…

- Στείλε Σχόλιο


Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
freddiekrueger
Χρήστος
από Αθήνα, Ελλάδα


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/freddiekrueger

Αυθόρμητες δίχως λογοκρισία σκέψεις που καθορίζονται απο μια στιγμή...αυτη ειναι ικανη να φερει την καταστροφη η το μεγαλειο...τις πιο πολλες φορες απλα φερνει την επομενη στιγμη...



Επίσημοι αναγνώστες (12)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr
Template design by Jorge