Λοιπόν, παρασυρμένος από την όλη φάση, μιας και έχετε γράψει όλοι ποιήματα και μόνο εγώ δεν έχω γράψει, σκεπτόμενος ότι δεν πάει άλλο, είπα να αφήσω το ταλέντο μου, εδώ, να διαρρεύσει…
Πριν το κοροιδεύσετε και το λοιδορήσετε (και καλά θα κάνετε) θα ήθελα πολύ να σας πληροφορήσω (σούζα όλοι) ότι το ποίημα αυτό ήταν υποψήφιο για το βραβείο Πούλιτζερ το 1999 και δυο φορές υποψήφιο για το βραβείο Λένιν! (γιατί είναι κι ολίγον ταξικό)
Θα μου λεγε ένας κακεντρεχής ότι κι ο Λεβέντης είναι υποψήφιος, αλλά δεν τον ψηφίζει ούτε ο καμεραμάν του! Και τι έγινε?
Μπορεί να μην το ψηφίζει ούτε ο καμεραμάν του, αλλά τον τρώει στη μάπα πέντε ώρες την ημέρα! Τουλάχιστον αν τον ψήφιζε, θα τον έβλεπε μία τα τέσσερα χρόνια και αυτή απ’ το ψηφοδέλτιο! Ποιο είναι καλύτερο λοιπόν?
Αφιερωμένο λοιπόν, σ’ όσα παιδάκια της ΜΗ θυμούνται την πρώτη τους χυλόπιτα…(έστω κι έτσι)
Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΟΤΣΙΔΑ
Σαν παιδί κι εγώ μικρούλι, είχα όμορφες στιγμούλες
Μα με πήγαν στο σχολείο για να μάθω αλλωνών
Έκλεινα κι εγώ τ’ αυτιά μου και ζωγράφιζα φατσούλες
Στην κοσμάρα μου ήμουν μέσα, μα στο μάθημα απών
Αγιασμός ήταν, και ήμουν ούτε καν οχτώ χρονών
Όταν κάθισε μπροστά μου μια τεράστια κοτσίδα
Από μπρος της είχε φάτσα, καψουρεύτηκα λοιπόν
Είχε πράσινα τα μάτια, σ’ όλο το μαλλί ψαλίδα
Ήθελα να με προσέχει και έψαχνα όλο ενόχους
να το παίζω ήρωας της! Σαν shampoo στην πιτυρίδα
όταν έλεγε η δασκάλα «τα αγαθά κτώνται με κόπους»
όλο κει ήταν το μυαλό μου, πως θ’ αρπάξω την κοτσίδα
Στα διαλλείματα γελούσε και γω ήμουνα στην τσίτα
Σαν να είχα δυο δεκάρια, και εκείνη φουλ του άσσου
Έγραψα ένα στιχάκι και της το κανα σαΐτα
Μα της μπήκε μες το μάτι και μου φώναξε «καλά σου»
Όλα μου ήταν εναντίον, της κολλούσε κι ο Ηλίας
το παιζε μάγκας της τάξης, κι όλο την πολιορκούσε
μα εγώ δεν τον φοβόμουν, ήτανε μπασκλασαρίας
μα τη φάση προς τα άκρα με τα χέρια του τραβούσε
Μπαίνοντας ξανά στην τάξη, είχαμε «εμείς κι ο κόσμος»
Γύρισε να με ρωτήσει «Τι ‘ναι Γιώργο η Αιθιοπία?»
Χάθηκα στα δυο της μάτια, που ήταν πράσινα σα δυόσμος
Μα αυτή να με κοιτάει, λες και έχω πρεσβυωπία
Σα να λέει «βλαμμένο είναι» και γυρίζει απ’ την άλλη
Μου ρχεται στο κούτελο μου σύσσωμη η τρελλή κοτσίδα
ήθελα να τη βουτήξω απ’ το υπόλοιπο κεφάλι
και ευθύς να τη ρωτήσω «ή εγώ ή τον κλαπαρχίδα!»
Μέσα στον εγωισμό μου, ήθελα να κάνω πίσω
Μα ένοιωθα να με ρουφάει ένα αίσθημα βαρύ
Κείνον το σαχλαμαράκια με αυτήν να μην αφήσω
μες στην ήττα να πλανιέμαι σαν μοναχικό κρι-κρι
Αυτή το παιζε μοιραία, γαργαλιάρα, ντεγλαρέ
Κι ο παπάρας να χει βάλει όλα τα δικά του μέσα
να την πείσει πως εκείνος είναι ο πιο σοφιστικέ
κι έμοιαζα ωσάν το ψάρι που το κάνουν μπουγιαμπέσα
Είπα πρέπει να ενεργήσω, μου χουν πάρει τον αέρα
Την εικόνα μου ν’ αλλάξω προφανώς πρώτα σ’ αυτή
Να φυλάξω εγώ για κείνην τα δικά μου τα ωραία
Και γι’ αυτόν τη μπουγιαμπέσα, μες στη μούρη του καυτή
Είχε βάλει ο χλαπάτσας τη δική του την παρέα
Να την πείσει πως αξίζει, πως δεν είναι χτεσινός
Παίρνοντας το εγώ πρέφα, τα ‘πα όλα στο Αντρέα
Που ταν φίνο φιλαράκι, κολλητός και διπλανός
Έπειτα απ’ το σχολείο, πήγαμε ηλεκτρονικά
Και κει πέρα βρήκα χρόνο να του πω το μυστικό
Όπως μου πε του φανήκαν όλα φυσιολογικά
Μα ‘πε πως δεν έχω ελπίδα, πως με βλέπει ποταπό
«Γι’ αυτό κάνε την καλή και βοήθησε με τώρα,
πριν ορμήσει ο Ηλίας και τα κάνει γης Μαδιάμ,
όπως βλέπω ο παπάρας παραπήρε πάλι φόρα
εύχομαι να της μιλήσει και να κάνει όλο σαρδάμ!»
«Κι εγώ τι μπορώ να κάνω, δεν τη ξέρω και καλά
Δεν αντέχω να τη βλέπω να φοράει όλο μίνια
Θα τη βάλω να τα φάει που το φίλο τυρρανά
Και μετά θα τηνε δέσω και θα τρώω δρακουλίνια»
«Πήγαινε να της μιλήσεις κι εγώ θα μαι δω απόξω
Πες της πως γι’ αυτήνε λιώνω κι είμαι φάση αρρωστημένη
Κι αν σου πει πως εγώ μοιάζω με ανάποδο γαμώτο
Πες της πως την αγαπάω και ας είν’ μαλακισμένη
Ο Αντρέας πήγε κι ήρθε, σαν τον Άγιο-Βασίλη
Γελαστός σαν να χε δώρα, και με πήγε παραπέρα
«Φιλαράκο τον Ηλία, μου πε πως τον έχει στείλει
πήγε χτες αλλά γι’ αυτόνε, ήταν αποφράδα μέρα!»
«Και για μένανε τι σου ‘πε? Είπε τίποτα καλό?»
«Δεν προλάβαμε να πούμε, γιατί άρχισε εκείνη.»
«Σου πε ότι με γουστάρει? Πως με είδε πια αλλιώς?»
«Μου πε Αντρέα όταν σε βλέπω, μ’ ανεβαίνει η αιμοσφαιρίνη!»
Κι έτσι τα φτιαξε ο Αντρέας με την όμορφη κοτσίδα
Πήγε κι έκατσε μαζί της και μου φώναζε «Βρε Αία!»
Κι εγώ μόνος να χτυπιέμαι «πως το προφανές δεν είδα?»
Κι ήρθε δίπλα ο Ηλίας για να κλάψουμε παρέα…
25 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Ζω ένα δράμα...
50 χρόνια μπροστά... Grande Bretagne Haute-culture... see through συντακτικό τζιβάνες ααα... αλλαξοκωλιές Βζζζζουμ Γκόρτσος! Γκόρτσος! Δρακουμέλ Ελλάδα- Αχ πατρίδα μου γλυκειά! Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι Ευτυχισμένοι μαζί Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη... θου κύριε καλλιγραφία αδερφή γιαπί κάργες Καρχαρίες Κοκό κουλτούρα μας να φύγουμε Λίγο καλύτεροι από μένα... λοίμωξη Μάγια η μέλισσα καραμπουζουκλής τσόντα Μελέτη σκιάχτρο Συγγρού Μόγλης μπατανόβουρτσες μπουρμπουλήθρες Μπουτάκια Ντάμπο το ελεφαντάκι ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι... Οι ηττημένοι της ιστορίας... Όταν ήμουνα παθιάρης... πηγάδι μεγιεμελέ juventus πολυμίξερ αστροφεγγιές captain-Iglo προφήτης Ηλίας φάλαινα Τσε σαμιαμίδι φουλ της ντάμας αστερίας Τις πταίει Ψώνια στο καμπαναριό