video | |
Αυτό το άρθρο το διάβασα πρόσφατα σε κάποιο περιοδικό. Εντάξει έχει μια υπερβολή. Αλλά η ουσία είναι μια. Πως όλοι μας πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να μετράμε τα παιδιά μας με μέτρο τον εαυτό μας. Εδώ πρόκειται για την πραγματική εξομολόγηση ενός πατέρα προς τον γιο του.
«Άκου γιε μου! Στα λέω αυτά ενώ εσύ κοιμάσαι, διπλωμένο κουβαράκι μικρό , και τις σγουρές ξανθές σου μπούκλες να σου πέφτουν στο μέτωπο. Μπήκα κρυφά στο δωμάτιο σου λίγα λεπτά πριν, καθώς κοιμόμουν και διάβαζα στο σαλόνι, ένα αποπνικτικό κύμα τύψεως με πλημμύρισε.
Νιώθοντας λοιπόν ένοχος ήρθα στο κρεβάτι σου. Να τι σκεφτόμουν:
Τα έβαλα μαζί σου γιέ μου, σου φώναξα και σε μάλωσα ην ώρα που ντυνόσουν για να πας στο σχολείο επειδή δεν έπλυνες καλά το πρόσωπό σου. Τα βαλα μαζί σου επειδή έφευγες με αγυάλιστα παπούτσια. Σου φώναξα αγριεμένος όταν κάτι από το χέρι σου έπεφτε στο πάτωμα.
Την ώρα του προγεύματος σου ανακάλυπτα σφάλματα. Λέρωνες το τραπεζομάντηλο. Μπουκωνόσουν με πολύ φαγητό. Ακουμπούσες του αγκώνες σου στο τραπέζι. Αλοιφές με πιότερο βούτυρο την φέτα του ψωμιού σου. Κι ωστόσο όταν έβγαινες έξω να παίξεις, κι εγώ έφευγα για την δουλεία μου εσύ μου φώναζες και μου κουνούσες το χέρι: Γεια σου μπαμπά! Κι εγώ ζάρωνα τα φρύδια μου και σου έλεγα: Μην καμπουριάζεις…. !
Αυτά όλα λοιπόν σκεφτόμουν το απόγευμα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά ! Γυρνώντας από τη δουλειά σε στο πεζοδρόμιο πεσμένο στα γόνατα, να παίζεις αμάδες. Οι κάλτσες σου ήταν τρύπιες. Σε ταπείνωσα μπρος στους φίλους σου, παίρνοντας σε μαζί μου στο σπίτι. Σου φώναζα πως οι κάλτσες είναι ακριβές και πως αν τις πλήρωνες εσύ θα τις πρόσεχες περισσότερο!
Θυμάσαι αργότερα όταν διάβαζα στο σαλόνι, που μπήκες μέσα ντροπαλά, με μια πληγωμένη έκφραση στο βλέμμα; Όταν σήκωσα τα μάτια μου από την εφημερίδα, εκνευρισμένος από την διακοπή στάθηκες διστάζοντας στην πόρτα. Τι συμβαίνει; Σου φώναξα; Κι εσύ δεν είπες τίποτα, παρά μονάχα έτρεξες ίσια πάνω μου και με αγκάλιασες και με φίλησες , και τα μικρά σου χέρια μ έσφιγγαν με τόση τρυφερότητα, όση μπορούσε να βάλει ο Θεός στην μικρή σου καρδούλα, και που σ αυτήν κανένας δε θα μπορούσε ν αντέξει. Κι ύστερα έφυγες ανεβαίνοντας τρέμοντας τη σκάλα.
Λοιπόν γιέ μου, αμέσως μετά από αυτό, η εφημερίδα μου πέσε από τα χέρια κι ένας τρομερός αρρωστημένος φόβος με πλημύρισε. Τι ήταν αυτό που μου έκανε η συνήθεια; Η συνήθεια να βρίσκω λάθη παντού, να κατηγορώ τους άλλους; Τάχα δεν έκανα κι εγώ τα ίδια όταν ήμουν μικρός; Όχι πως δεν σ αγαπώ γιέ μου, αλλά είναι που έκανα το λάθος να περιμένω πολλά από ένα μικρό αγόρι σαν κι εσένα. Σε μετρούσα με το δικό μου μέτρο.
Κι ωστόσο υπάρχουν τόσα πολλά που είναι καλά , αληθινά, κι όμορφα στον χαρακτήρα σου. Η μικρή σου καρδιά ήταν πελώρια και γεμάτη καλοσύνη και τρυφερότητα. Αυτό μου έδειξες με τον αυθόρμητο τρόπο που έτρεξες να μ αγκαλιάσεις και να με φιλήσεις για να με καληνυχτίσεις . Τίποτε δε άξιζε περισσότερο από αυτό γιέ μου! Έτσι ήρθα μες το σκοτάδι, πλάι στο κρεβατάκι σου και γονάτισα ταπεινωμένος.
Είναι κάτι πολύ λεπτό το ξέρω πως δεν θα τα καταλάβαινες όλα αυτά αν σου τα έλεγα όταν θα ξυπνήσεις. Αλά από αύριο θα είμαι ένας αληθινός πατέρας! Θα παίζω μαζί σου, και θα υποφέρω όταν υποφέρεις, και θα γελώ όταν γελάς. Θα δαγκάνω την γλώσσα μου όταν ανεβαίνουν στο στόμα μου απότομες κουβέντες. Θα λέω συνέχεια μέσα μου: «Μα είναι ένα μικρό αγόρι- μόνο αγόρι!» Φοβάμαι πως σε αντιμετώπιζα σαν άντρα ως τώρα.
Όμως καθώς σε βλέπω τώρα γιε μου μαζεμένο σαν κουβαράκι να κοιμάσαι αδύναμος καταλαβαίνω πως είσαι ακόμη μωράκι. Χτες ακόμη ήσουν στην αγκαλιά της μητέρας σου κι ακουμπούσες το κεφαλάκι σου στον ‘ώμο της.
Σου ζήτησα πολλά! πάρα πολλά!
7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο