Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σπάνιο μικρό πουλί. Ήταν στολισμένο με δυο γυαλιστερά, πολύχρωμα, φανταχτερά, τέλεια, φτερά! Μετά από λίγο διάστημα έγινε ένα πλάσμα ικανό να πετάει ελέυθερα στον ουρανό, μαγνητίζοντας τα βλέματα όσων είχαν την τύχη να το συναντήσουν.
Μια μέρα, μια γυναίκα το είδε και το ερωτεύτηκε. Παρακολουθούσε την πτήση του με ανοιχτό το στόμα ενώ η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την ομορφιά και την έκπληξη. Τα μάτια της έλαμπαν από το εντυπωσιακό θέαμα. Κάλεσε το πουλί να πετάξει μαζί της και οι δυο τους πετούσαν στον ουρανό με μια καταπληκτική αρμονία! Θαύμαζε, σεβόταν και τιμούσε αυτό το εκπληκτικό πουλί.
Αλλά μια μέρα σκέφτηκε: Πολύ πιθανόν, να βαρεθεί εδώ και να θέλει να πετάξει ως πέρα στα μακρινά βουνά. Και ξαφνικά άρχισε να φοβάται και να αγχώνεται πως αν φύγει θα είναι πολύ δυστυχισμένη γιατί ποτέ δεν θα ξανανιώσει το ίδιο για κάποιο άλλο πτηνό.
Και σκέφτηκε: Θα φτιάξω μια παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί δεν πρόκειται να φύγει ποτέ ξανά. Το πουλί που ήταν κι αυτό ερωτευμένο μαζί της, φάνηκε την επόμενη μέρα. Έπεσε στην παγίδα που του είχε στήσει η γυναίκα και μπήκε στο κλουβί.
Η γυναίκα ευτυχισμένη κοιτούσε το πουλί μέσα στο κλουβί κάθε μέρα. Είχε εκεί το αντικείμενο του πάθους της και όποιος φίλος της ερχόταν να την επισκεφτεί του το έδειχνε με καμάρι. Κι εκείνοι της έλεγαν: Τώρα έχεις ότι ήθελες κι ευχόσουν πάντοτε!
Εντωμεταξύ μια περίεργη μεταμόρφωση άρχισε να συμβαίνει: Τώρα που είχε το πουλί στο κλουβί και δεν χρειαζόταν να το ψάχνει κάθε μέρα για να ερωτοτροπήσει μαζί του άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον της. Το πουλί ανίκανο να πετάξει αλλά και να βιώσει την πεμπτουσία της ζωής, την ελευθερία, άρχισε να μαδάει και να χάνει μέρα με την μέρα την λάμψη του. Έγινε άσκημο. Η γυναίκα έπαψε να έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για αυτό εκτός από το να του καθαρίζει το κλουβί και να το ταϊζει.
Μια μέρα το πουλί πέθανε… Και η γυναίκα στενοχωρληθηκε πάρα πολύ! Περνούσε όλη της τη μέρα με το να το σκέφτεται! Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί. Θυμόταν μόνο την πρώτη μέρα που το είδε να πετάει ευχαριστημένο κι ελέυθερο ανάμεσα στα σύννεφα.
Αν είχε κοιτάξει λίγο πιο βαθιά μέσα της, θα είχε ανακαλύψει πως αυτό που την είχε ενθουσιάσει στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια και η κίνηση των φτερών του και όχι το σώμα του.
Χωρίς το πουλί η ζωή της έχασε κάθε νόημα. Και ο θάνατος ήρθε χτυπώντας της την πόρτα…
«Γιατί ήρθες;» Ρώτησε τον θάνατο.
«Για να σε βοηθήσω να πετάξεις ψηλά στον ουρανό μαζί του ακόμη μια φορά » Απάντησε ο θάνατος.
«Εάν του είχες επιτρέψει να πηγαινοέρχεται, θα το αγαπόυσες και θα το θαύμαζες για πάντα. Αλοίμονο! Τώρα με χρειάζεσαι προκείμένου να τον συναντήσεις ξανά!
(Paulo Coelho) in eleven minutes. (translated by Maria)
Once upon a time, there was a bird. He was adorned with two perfect wings and with glossy, colorful, marvelous feathers.
In short, he was a creature made to fly about freely in the sky, bringing joy to everyone who saw him.
One day, a woman saw this bird and fell in love with him.
She watched his flight, her mouth wide in amazement, her heart pounding, her eyes shining with excitement. She invited the bird to fly with her, and the two travelled across the sky in perfect harmony. She admired and venerated and celebrated that bird.
But then she thought: He might want to visit far-off mountains!
And she was afraid, afraid that she would never feel the same way about any other bird. And she felt envy, envy for the bird’s ability to fly.
And she thought: “I’m going to set a trap. The next time the bird appears, he will never leave again.”
The bird, who was also in love, returned the following day, fell into the trap and was put in a cage.
She looked at the bird every day. There he was, the object of her passion, and she showed him to her friends, who said: “Now you have everything you could possibly want.”
However, a strange transformation began to take place: now that she had the bird and no longer needed to woo him, she began to lose interest.
The bird, unable to fly and express the true meaning of his life, began to waste away and his feathers to lose their gloss; he grew ugly; and the woman no longer paid him any attention, except by feeding him and cleaning out his cage.
One day, the bird died. The woman felt terribly sad and spent all her time thinking about him. But she did not remember the cage, she thought only of the day when she had seen him for the first time, flying contentedly amongst the clouds.
If she had looked more deeply into herself, she would have realized that what had thrilled her about the bird was his freedom, the energy of his wings in motion, not his physical body.
Without the bird, her life too lost all meaning, and Death came knocking at her door.
“Why have you come?” she asked Death.
“So that you can fly once more with him across the sky,” Death replied.
“If you had allowed him to come and go, you would have loved and admired him ever more; alas, you now need me in order to find him again.”