Φυλλομέτρησα το ημερολόγιό μου και σε κάποιας
μέρας φύλλο είχα γράψει το όνομα μιας γυναίκας.
Της τραγούδησα ένα σιγανό σκοπό και ο λυγμός δεν
άργησε.
Κάπου απ’ έξω τα φρένα μιας νταλίκας έσβησαν το
σημάδι του αχναριού της
...θα την κουκουλώσουμε επειδή κάποιοι
καταχράσθησαν της εννοίας;
...η αγάπη είναι Αγάπη ωρή...
...Ωρή γυναίκα...
σ’ αγαπαώ ωρή...!
(βουκολικόν)
Περπάτησα. Ώρα πολλή. Ήπια νερό. Έφαγα ψωμί. Κράτησα ένα χέρι γυναίκας στο χέρι μου. Σφίχτηκε το δικό μου άθελά του, στο δικό της, (ακόμα ένα φανερό δήγμα), προσπαθώντας να αντέξω. Άντεξα, -ακόμα αντέχω.
μια γυναίκα μου κράτησε το χέρι, μια ελπίδα μου, χαρακώθηκε στο μέτωπό μου, που μια απλή μου καλημέρα στους δρόμους, δεν μπόρεσε να με κάνει να μην αντέξω.
Και μια γυναίκα χρώμα από το σύμπαν, γεμάτο μουσική βρίσκεται δίπλα μου κοντά μου και την ερωτεύομαι και με συνεπαίρνει, φλογερή, μοναδική, σαν ήχος μουσικής, ήσυχου γέλιου μιας θάλασσας παφλάζουσας σε έρημα νησιά, σαν άνεμος, στην ώρα της, Αιγαίου και Κυκλάδων.
Κάθε στροφή ανάλυση σε διήγημα
Γυναίκα μόνη της σε παλαβό χορό
στην πίστα χορεύει της ζωής
με πάθος με λατρεία με αγάπη
με πείσμα αληθινό ισότητας
που μετανάστης ήτανε.
Οι σχέσεις μας γίνονται αμφίρροπες.
Θέλεις μια γυναίκα,
θέλεις τα πικρά της και τα γλυκά της
και εις άλλα τυρβάζει
το πρέπον και το πρέπει.
η γυναίκα σου πρέπει μάλλον να σε σέβεται παρά να σε φοβάται. Δεν την πήρες για υπηρέτρια αλλά για σύντροφο. Επίκουρος.
αγαπήσαμε ποτέ πραγματικά κάποια γυναίκα αν αφού μετά τον χωρισμό μας δεν της συγχωρήσαμε ποτέ την νέα της χαρά;
Γνώρισε μία γυναίκα. Τον κοίταξε από ψηλά. Την κοίταξε από χαμηλά. Βρέθηκαν να κουβεντιάζουν, να ανταλλάσσουν απόψεις, να συμφωνούν. Να σκέφτονται το αύριο. Ακόμα και να το προγραμματίζουν.
Έπειτα, υπάρχει ο αντικειμενικός όρος, πως, η γυναίκα αυτή δεν είναι μόνη της. Δεν είναι μόνη της. Μπορεί να σημαίνει αυτό κάτι; Όταν…