05 Δεκεμβρίου 2014, 12:03
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιστ’ μέρος) Κόκκινη κλωστή δεμένη...
 …
-Γιατί είσαι εδώ και δεν πας σπίτι σου; ρώτησε.
-Δεν μπορώ να κουνήσω, κυρά μου, είπε το παιδί με κλαψιάρικη φωνή. Στραμπούλισα το πόδι μου και δεν μπορώ να σηκωθώ’ κι έρχεται η βροχή, και τι θα γίνω!
Και πάλι άρχισε το παράπονο, βγάζοντας όλο και μεγαλύτερες φωνές.
-Πού είναι το σπίτι σου; ρώτησε η βασιλοπούλα.
Το αγόρι άπλωσε το χέρι.
-Να, είπε, αυτού.
-Δε βλέπω τίποτα.
-Δε φαίνεται, μα είναι από κει, πίσω απ’ το βράχο.
Η βασιλοπούλα, στεναχωρημένη κοίταξε τον ουρανό που όλο και περισσότερο μαύριζε, και γύρευε να λογαριάσει πόσος δρόμος της έμενε ακόμα ώσπου να φθάσει στη χώρα.
-Είναι μακριά το σπίτι σου; ρώτησε πάλι.
-Όχι, ούτε μισό στάδιο δε μας χωρίζει από κει. Μα δεν μπορώ να περπατήσω μόνος μου.
-Έλα να σε βοηθήσω, είπε η βασιλοπούλα. Μα κάνε γρήγορα, είμαι βιαστική.
Το αγόρι της έριξε μια ύπουλη ματιά, που της θύμισε τη γριά που είχε ελεήσει πρωτύτερα. Συλλογίστηκε μια στιγμή βασιλοπούλα να μη χασομερήσει κοντά του, μήπως πάγει χαμένη η πονοψυχιά της. Αλλά λυπήθηκε να τον αφήσει μονάχο στη βροχή.
-Θα τρέξω πιο γρήγορα και θα ξανακερδίσω τον χαμένον καιρό, είπε μέσα της.
Σήκωσε με προσοχή το αγόρι και, κρατώντας το από το μπράτσο, προχώρησε μαζί του κατά το βράχο. Αυτό κλαίγουνταν και όλο περισσότερο κούτσαινε’ κάθε λίγο της έριχνε καμιά πονηρή ματιά, και πάλι άρχισε το παράπονο.
Έφθασαν στο βράχο, μα σπίτι δε φάνηκε.
Η βασιλοπούλα σταμάτησε.
-Μου είπες ψέμα, είπε αυστηρά, και τώρα δεν πιστεύω πια τίποτε απ’ όσα λες. Δείξε μου το πόδι σου.
Το αγόρι γύρευε να διαμαρτυρηθεί, μα η βασιλοπούλα επέμενε:
-Δείξε μου το πόδι σου ειδεμή σε παρατάω εδώ.
Αυτός, αντί να υπακούσει, έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά.
Η βασιλοπούλα ξαφνίστηκε και κατάλαβε πως είχε πέσει σε παγίδα. Κοίταξε γύρω της βιαστικά και, βλέποντας από πίσω τα χαμόκλαδα να βγαίνουν σκιές ανθρώπων, έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς το μεγάλο δρόμο.
Μόλις όμως έκαμε μερικά βήματα, πετάχθηκε από πίσω από ένα θάμνο η βρώμικη κουρελιασμένη γριά με τα πονηρά μάτια, και όρμησε πάνω στη βασιλοπούλα, χώνοντας τα κοκαλιάρικα αγκυλωτά της δάχτυλα μέσα στον άσπρο της λαιμό.
-Πιάστε την! Πιάστε την! τσίριξε με τη σπασμένη γέρικη φωνή της, ανοίγοντας σαν πηγάδι το κουτσοδόντικο στόμα της.
Γύρεψε η βασιλοπούλα να της ξεφύγει, μα η γριά είχε κρεμαστεί πάνω της και δεν την άφηνε…
(συνεχίζεται…)
|