Σε μια γκαρσονιέρα κάπου στην Αθήνα , εκεί που έβγαλες σιωπηλά μπροστά του τα ρούχα σου και έστειλες οριστικά την αθωότητα ταξίδι για δουλειές . Ο λεκές της στο εργένικο κατωσέντονο έκαιγε πούστικα κατακόκκινος σαν την κάφτρα στα δαχτυλά σου και δεν έσβησε ούτε το βράδυ , χωμένη στο κρεβάτι της μαμάς, εφτά χρονών δήθεν, φορώντας πυτζάμες με αυτοκινητάκια.
"Εκτός από αυτούς που αγαπάμε πρέπει να προστατέψουμε και όσους μας αγαπούν" άντεξες μόνο να πεις και το στομάχι σου γέμισε με εκείνη την αίσθηση του κορεσμού αποχέτευσης. Πριν φτάσεις στο σπίτι άναψες τσιγάρο και μαζί με την κάπνα του, κατάπιες αμετάκλειτα το αγαπημένο σάλιο που χοροπήδαγε αχνιστό ακόμα πάνω στα χείλη σου.
Απουσία είναι οι αμέτρητες μικρές παρουσίες, που δεν έχουν αρκετή δύναμη να προφέρουν ένα όνομα, σκέφτηκες καθώς στο βάθος του συρταριού της τα τσιγάρα της, τα δικά της ξεχασμένα τσιγάρα σε περίμεναν έναν ολόκληρο χρόνο μετά από το άδειο εκείνο Σάββατο με τα σταματημένα του ρολόγια. Τρία τον αριθμό, τα κάπνισες σχεδόν τελετουργικά, με τον καπνό μπαγιάτικο και αιχμηρό να κατακάθεται στην πληγή του οισοφάγου για όλο το υπόλοιπο της ζωής σου και να την ξύνει να την ξύνει να την ξύνει.
"Κι ούτε που θα σε ξαναδώ" σου είπε μέσα στο στόμα ψιθυριστά και η φωνή σου δεν είχε ήχο κανένα, δακρύζοντας δήθεν από τον καπνό . Τα δαχτυλά σου τυλίχτικαν γύρω από ένα σκληρό αμερικάνικο και η γλώσσα σου γύρω από την δική του, ανταποδίδοντας τον ψιθυρισμό.Την υπόλοιπη τελευταία νύχτα σου άναβε τα τσιγάρα, μόνο και μόνο για τα ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου που έβλεπε στην λάμψη του αναπτήρα τα μάτια σου.
Έφτα μήνες και δύο βδομάδες ακόμα , σου είπε χαμογελώντας ο άγνωστος κύριος που είχε σπουδάσει να ψάχνει σε γυναικεία σκέλια αν υπάρχουν μωρά.
Στον δερμάτινο καναπέ ένα αγχωμένο τελευταίο στριφτό σε καλωσόρισε στην πρώτη ναυτία. Ένιωσες το ασχημάτιστο ανθρωπάκι να αναδιπλώνεται και να ασφυχτιά μέσα σου. Κουλουριάστηκες γύρω του να κοιμηθείτε με το χέρι σου ξύπνιο για πάντα πάνω στην κοιλιά σου.
Το όστρακό μου πονάει μαμά της είπες και για πρώτη φορά μετά από χρόνια κάθησε πλάι σου , πάλι χωρίς να ανταλλάξετε χέρια , παρά ένα κατοστάρι από το καινούργιο της πακέτο και λίγη από την δική σου φωνή . Εντάξει, αλλά πως γίνεται οι λέξεις «δύο βότκα πορτοκάλι» να διπλασιάζουν την μοναξιά μου; Έφερες τα χέρια στο πρόσωπο κι αν γύρισε να σε κοιτάξει για τελευταία φορά, σίγουρα ήταν εκείνη τη στιγμή.
Το άναψες πριν ξεκινήσεις να κατεβαίνεις τρέχοντας την σκάλα. Η πρώτη τζούρα στο κεφαλόσκαλο και η δεύτερη 5-6 σκαλοπάτια πιο κάτω.
Τώρα μ’αγαπάς! Τώρα που δεν με έχεις, έκλαιγες σιωπηλά δέκα λεπτά πριν, την ώρα που υπέγραφες το μεγάλο χάρτινο «χώρια» σε εκείνο το παλιό γραφείο με τους πράσινους ρουστίκ δερμάτινοι καναπέδες και τα παλιομοδίτικα κάδρα.
Πότε πηδήχτηκες τελευταία φορά, σε ρώτησε και χώθηκε μέσα σου. Έξω απ' το ξενοδοχείο φωνές, σαν πλήθος συγκεντρωμένο, η ένταση μιας τηλεόρασης, οι ξεφτισμένες πετσέτες , μια πόρτα που ακόμα προλάβαινε να οδηγήσει σε κάποιο άλλο σκηνικό πιο φωτισμένο και μια δυνατή καταιγίδα. Στο τέλος του fake οργασμού σου, ντύθηκες βιαστικά και βγήκες στο δρόμο. Έκανες όσο τσιγάρο προλάβαινες πριν σβήσει και αποφάσισες την λέξη που θα χτυπούσες ακριβώς στο κέντρο της πλάτης σου. Δεν με νοιάζει.Και στο χέρι. Δεν με νοιάζει. Και στην κοιλιά. Δεν με νοιάζει.
Το ανάβεις κάθε φορά. Και σχεδόν κάθε φορά ποτέ δεν το καπνίζεις. Για να στραγγίξεις τα τραγούδια χρειάζεσαι όλα τα δάχτυλα. Για να εξουθενώσεις την μουσική, να την στείλεις για ύπνο. Για να σκεφτείς τα τσιγάρα σου. Για να πεις την αλήθεια. Για να μπορείς να την διηγηθείς με μια ανάσα.
To κείμενο είναι κλεμμένο από το Χνούδι.
4 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΓλυκό του κουταλιού Εμμονές Καρρέ Φιξ Κλεμμένα Μνημορραγίες Σχέδια & εικασίες
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |