Οι φίλοι σ’ επισκέπτονται με δόσεις. Παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι. Χαρά τους λένε, δική σου η χαρά τούς λες. Περνάνε από μία ώρα στον δερμάτινο καναπέ και πίνουν τον καφέ που έχεις ετοιμάσει για εκείνους. Υπέροχος καφές σου λένε. Ευχαριστείς και ξέρεις πως ο καφές σου ποτέ δεν είχε ωραία γεύση. Πάντοτε παραπάνω ο καφές από τη ζάχαρη, πάντα λιγότερο βρασμένος. Τρώνε και το μπισκοτάκι με τη λευκή σοκολάτα. Σου μιλούν για τον καιρό και για τα πολιτικά. Έχουν συμπαθητικές απόψεις για την παγκόσμια οικονομία. Σου μιλούν και για τους άλλους φίλους. Ο Δ. έβγαλε πολλά λεφτά στο χρηματιστήριο, ο Γ. έριξε τα λεφτά του στα αμοιβαία και αναμένει να περάσει η κρίση. Ο Π. συμμαθητής μας, τον θυμάσαι έτσι; χρωστά σε τοκογλύφους επειδή έπαιξε τα λεφτά στου στα χαρτιά. Μακριά από τα χαρτιά, λένε, λίγο μονάχα στις γιορτές για το καλό του χρόνου. Το καλό του χρόνου δεν έχει να κάνει με το αν κερδίσεις; Σώπα καημένε, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη. Πάλι κερδισμένοι είμαστε, εκεί είναι η πονηριά.
Κι εσύ ακουμπάς τα δάχτυλα στην άκρη των χειλιών σκεπτόμενος πως η κουρτίνα ίσως να θέλει πλύσιμο, παρόλο που μπήκαν οι γιορτές και τέτοιες δουλειές θα έπρεπε να είχαν γίνει ήδη. Και το χαλί που φέτος δεν έστρωσες γιατί δεν βρήκες κέφι. Δεν ήξερα πως θέλει κέφι για να στρώσεις ένα χαλί. Και τη βιβλιοθήκη που αυξάνεται γεωμετρικά μειώνοντάς τις αντιστάσεις σου. Μια φωτογραφία ξεχασμένη, βουτηγμένη στις σελίδες ενός αδιάφορου μυθιστορήματος. Σκόνη και παγωνιά, πόσους χειμώνες ανέγγιχτο; Ένα βιβλίο χωρίς σημειώσεις από μολύβι, χωρίς τσακίσματα, χωρίς μυρωδιές από τις μέρες που διαβάστηκε. Ξανθά μαλλιά πιασμένα προς τα πίσω. Ένα φόρεμα μαύρο, καθημερινό και στο λαιμό να αχνοφαίνεται η αλυσίδα από το στρατιωτικό ταμπελάκι, αντίδωρο στη συντροφιά. Κι αν λιποθυμήσεις και δουν το ταμπελάκι; Τουλάχιστον θα καταλάβουν ότι δεν είμαι μόνη.
Μια λέξη σε ένα κείμενο του Κ. ανακινεί τα εντός και δίνει νέους προσανατολισμούς. Τραβέρσο ανάποδο. Ποιος όμως ο ορισμός της μνημορραγίας; Να’ ναι οι θύμισες ή η λησμονιά; Προς τα μέσα τρέχουν άραγε οι μνήμες και λιμνάζουν ή προς τα έξω και μας χαιρετούν; Μπερδεμένα μου τα λες, μάλλον δε σπούδασες την τέχνη του μυαλού. Κι εσύ που πέρσι μάζεψες όλο το καρέ σε χρήματα μην πιστεύοντας τα περί αγάπης, τώρα μαζεύεις τις δυνάμεις σου για να ρεφάρεις στην πονηριά. Γιατί εκεί είναι η πονηριά. Τι κι αν ποντάρεις τον εαυτό σου τριακόσιες εξήντα τέσσερις ημέρες τον χρόνο; Η τελευταία θα κλειστεί στις σελίδες ενός αδιάφορου βιβλίου για να την θρέψει η σκόνη και η παγωνιά κάποιων αμείλικτων χειμώνων.
Γλυκό του κουταλιού Εμμονές Καρρέ Φιξ Κλεμμένα Μνημορραγίες Σχέδια & εικασίες
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |