Τους βλέπω συχνά. Μεσήλικες με μουστάκι κιτρινισμένο απ΄τον καπνό, γυναίκες με ομιχλιασμένο βλέμμα, κοπέλες με ντροπαλά σιδεράκια, κουρασμένοι οικογενειάρχες που γελούν και βλέπεις να βγαίνει νύχτα, άνθρωποι μονάχοι. Όλοι τους έχουν φτιάξει τις άμυνές τους γερά, μες στα τείχη που 'χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει, κρύβοντας καλά τις δικές τους ιστορίες. Μονάχα κάποιες στιγμές, όταν νομίζουν ότι δεν τους βλέπει κανείς, βγάζουν για λίγο τη μάσκα που φορούν για να γυρνούν στο καρναβάλι ετούτο. Τότε κοιτάζουν γύρω σαν τους κλόουν όταν ξεβάφονται μετά από μια παράσταση.
Νησιά χειμωνιάτικα όλοι τους ( όλοι μας ), περιμένουν ένα χέρι άγονης γραμμής. Ψάχνουν για αυτιά που θα ακούσουν για το διαζύγιό τους μετά από δεκαετίες γάμου, για τις ανασφάλειες της παρατεινόμενης μοναξιάς τους, για το πως είναι να πνίγεσαι σε μια δουλειά που δεν αγαπάς (και που -ακόμα χειρότερα- αγαπούσες κάποτε). Θέλουν να αφήσουν την κούραση να τους κυριέψει, να μη χρειάζεται να σου πουν κάθε φορά που θα σε δουν: "Γειά σου, τι κάνεις;", να πάψουν να πετούν κούφια και άτονα "Καλά, ευχαριστώ", να απολύσουν τον τύπο στο μυαλό τους με τις ταμπελίτσες για το κοινό: "Χαμογέλα", "Δείξε ότι ακούς", "Πες αστείο", "Απάντησε έξυπνα"...
Σπάνια πετυχαίνουν κάτι απ' όλ' αυτά. Παίρνουν καμιά-δυο βιαστικές ανάσες έξω απ' τη στολή τους κι έπειτα φορούν το σκάφανδρο και καταδύονται ( ή μήπως "υποδύονται"; ) και πάλι. Κλείνονται και πάλι στο δάσος της σιωπής -της μέσα, όχι της έξω- παίζοντας κρυφτό ο καθένας με τα δικά του φαντάσματα. Οι πιο τυχεροί έχουν για συντροφιά αναμνήσεις, προβάλλοντας στο μυαλό τους για χιλιοστή φορά την προσωπική τους βιντεοκασέτα. Για αυτούς λωτός δεν είναι η λήθη, αλλά η ανάμνηση. Θυμούνται ένα δικό τους, εξωραϊσμένο παρελθόν, αφήνοντας το παρόν για το μέλλον. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να θυμηθούν ένα (καλύτερο) μέλλον αφήνοντας το παρόν στο παρελθόν.
Πιάνω συχνά τον εαυτό μου να τους παρατηρεί καθώς γίνονται ζεϊμπέκικα που τρεκλίζουν μ' ένα στριφτό στο χέρι, μπαλάντες σε βρώμικες ταράτσες, στιχάκια σε τοίχο φυλακής, λες και ο μόνος δρόμος για να βρεθούν στα χείλη μας είναι να γίνουν τραγούδι. Συλλέγω μια-μια τις κρυφές τους κινήσεις, τις ανεπαίσθητες αλλαγές στο βλέμμα τους, τα ραγίσματα της φωνής τους, σαν να είναι τα κομμάτια του θρυμματισμένου καθρέφτη μου.
Φαίνεται όμως ότι έχω χτίσει κι εγώ ψηλά τείχη. Δεν τολμώ να απλώσω τα χέρια. Κρύβομαι πίσω από ανούσια λογοπαίγνια, δήθεν φιλικές συμβουλές, αμήχανα χαμόγελα. Ίσως δεν έχω τα φτερά ακόμα. Κι όταν τους αφήνω με ένα "Τα λέμε!" ή μια μαγκωμένη καληνύχτα, θυμάμαι ένα τραγούδι που άκουγα σε μια παλιά κασέτα είκοσι λεπτά -τι λέω, είκοσι χρόνια- πριν ("Πώς πέρασεν η ώρα...Πώς πέρασαν τα χρόνια..."): "Μα τα φτερά μας βγαίνουνε την ώρα που πεθαίνουμε..."
11 σχόλια - Στείλε Σχόλιο