Είδα τον παππούλη μου τον Μικρασιάτη, ξεκινούσε ο Ξυλούρης σ' ένα τραγούδι των Μαρκόπουλου - Κ.Χ. Μύρη που ακούω εδώ και δύο ώρες περίπου. Ο δικός μου ο παππούς μοιάζει πολύ με τον παππούλη του τραγουδιού, μόνο που δεν ήταν Μικρασιάτης, αλλά Θρακιώτης, σχεδόν Πολίτης, καθώς ήρθε με την ανταλλαγή από το Μεγάλο Τσεκμετζέ, μια κωμόπολη λίγο έξω από την Πόλη. Τον βλέπω κι εγώ συχνά μπροστά μου από τότε που έφυγε για να πει τις τόσες ιστορίες του και αλλού. Εδώ και μερικές βδομάδες μάλιστα έρχεται διαρκώς στη σκέψη μου με έναν καινούριο, ιδιαίτερο τρόπο, σα να μου ζητά αυτός τώρα να τον κάνω ιστορία.
Ο λόγος; Μια ταινία ενός μεγάλου παραμυθά, του Tim Burton, που με στοίχειωσε από τα πρώτα κιόλας λεπτά που την είδα, το Big Fish. Ο ήρωας, ένας μεσήλικας που αργοπεθαίνει από καρκίνο, είναι ένας άνθρωπος που του άρεσαν οι ιστορίες και διηγόταν τη ζωή του σαν παραμύθι: με γίγαντες, μάγισσες, εξωφρενικές τερατολογίες και απίστευτα κατορθώματα. Ο γιος του προσπαθεί -έστω και την τελευταία στιγμή- να τον πείσει να του πει ποια ήταν πραγματικά η ζωή του, ποιος στ' αλήθεια ήταν ο πατέρας του. Μόνο που καταλαβαίνει τελικά ότι ο πατέρας του ήταν οι ιστορίες που έλεγε. Είχε ζήσει μια ενδιαφέρουσα ζωή, αλλά αφηγούμενός τη, έβαζε και έβγαζε φανταστικές λεπτομέρειες, πρόσθετε μικρά και μεγάλα επεισόδια σε αυτήν, μπλέκοντας την αλήθεια με το ψέμα τόσο πολύ, που η ζωή του, ο ίδιος ο άνθρωπος, έγινε πλέον ένα αξεχώριστο μείγμα πραγματικότητας και παραμυθιού. Ήταν ένα πολύ μεγάλο ψάρι μέσα σε μια πολύ μικρή λίμνη. Και φρόντισε να τη μεγαλώσει με τις ιστορίες του.
Από ένα σημείο και μετά έβλεπα την ταινία με γυάλινα μάτια και ολόκληρο το τελευταίο τέταρτο έκλαιγα γοερά. Όχι από θλίψη ή πόνο, αλλά όπως όταν συναντάμε μετά από χρόνια κάποιο αγαπημένο πρόσωπο... Ένιωθα τον παππού να στέκει σε μια γωνιά και να κουνά επιδοκιμαστικά το κεφάλι ψιθυρίζοντας μου μια ακόμη ιστορία. Τέτοιος ήταν κι αυτός. Παραμυθάς και μυθομανής που έφτασε τα επίπεδα του θρύλου: όλοι τον ήξεραν σαν τον "Μπαρμπαντώνη τον ψεύτη", έναν άνθρωπο που δεν έλεγε ποτέ ψέμματα για να βλάψει κάποιον ή να επωφεληθεί από αυτά, αλλά που, όταν τον άκουγες να σου διηγείται πράγματα που του συνέβησαν, ένιωθες ότι έπρεπε να κρατάς (πολύ) μικρό καλάθι.
Και να πεις ότι δεν είχε ζήσει πράματα και θάματα...Έξι χρονών πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στη δύσκολη περίοδο της εγκατάστασης και της προσαρμογής, με φτώχεια και άπειρες δυσκολίες. Μετά στρατός και για μια δεκαετία περίπου στα χακί. Αλβανία, αναγκαστική στρατολόγηση από τους Γερμανούς, φυγή στο βουνό, αντάρτικο (στον ΕΛΑΣ), στρατιώτης του Εθνικού στρατού στον Εμφύλιο. Κι έπειτα δημιουργία οικογένειας, διωγμός από το πατρικό, καινούρια μετεγκατάσταση, καινούρια φτώχεια μέχρι που τελικά ορθοπόδησε. Η ζωή ενός απλού ανθρώπου που μπλέχτηκε στα γρανάζια της περίπλοκης και απάνθρωπης Ιστορίας του 20ου αιώνα.
Κι όμως...Σαν να μην του έφτανε αυτό. Ακόμα και τώρα, σαν τον γιο της ταινίας, δεν ξέρω πόσα από τις διηγήσεις του είναι αληθινά και πόσα όχι. Είναι το επίθετό μας το αποτέλεσμα ενός φονικού και μιας απόδρασης; Ποια ήταν στ' αλήθεια η σχέση της οικογένειας με την Κρήτη; Ήρθε όντως πρόσωπο με πρόσωπο με μια αρκούδα στο βουνό; Είχε δει τον Βελουχιώτη από κοντά; Υπήρξε ήρωας ή όχι; Τι έγινε με εκείνον τον αναπτήρα στο ποτάμι; Πετύχαινε όλα εκείνα τα θηράματα στο κυνήγι ή τα αγόραζε;
Πολλές φορές προσέθετε στην αφήγησή του καινούρια πράγματα και αναρωτιόμασταν αν είναι το χούι ενός ανθρώπου που τον κατακτά η ιστορία του ή αν είναι απλά λεπτομέρειες που τις είχε ξεχάσει. Έμοιαζε με έναν άνθρωπο που δεν τον νοιάζει η αλήθεια, αλλά το να πει "καλά" μια ιστορία. Και κοντά σε αυτές τις -υποτίθεται- αληθινές ιστορίες μας έλεγε και κάτι παραμύθια τεράστια, που διαρκούσαν πολλά βράδια. Για την Παλιονακούσα, για μάγισσες, για νεαρούς ήρωες που περνούσαν τη μια δοκιμασία μετά την άλλη μέχρι να κερδίσουν την αγαπημένη τους, για δράκους που άλλες φορές ήταν σαν φίδια και άλλες σαν γίγαντες. ’ντε μετά να τον πιστέψει κανείς...
Στην ταινία ο γιος παθαίνει ένα απρόσμενο σοκ στο τέλος, όταν πια κηδεύεται ο πατέρας του. Κάτι παρόμοιο, που μου θύμισε την ωραιότερη ίσως σκηνή που έχω δει στο σινεμά, το τέλος του "Ρεμπέτικου", ένιωσα στην κηδεία του παππού. Αφού άκουσα από συγγενείς που δεν ήξερα και φίλους του ιστορίες που ενώνονταν με τις δικές του, είδα έκπληκτος τους κυνηγούς της περιοχής να τον αποχαιρετούν στο μνήμα του με μια ομοβροντία.
Ο παππούς μου δε ζει πια, έφυγε ξαρμάτωτος λίγο πριν μπαρκάρει για μακρύ ταξίδι στους μικρούς μπαξέδες του καρασεβντά. Νίκησε όμως τη λήθη με το πιο έξυπνο κόλπο. Επιβίωσε μέσα από τις ιστορίες του. Τώρα πια είναι οι ιστορίες του.
5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο