Η Μαρία ήτανε κορίτσι από σπίτι. Μεγάλωσε στην Καλαμάτα με γαλλικά και πιάνο. Τώρα θα μου πείτε πού βρήκανε στην Καλαμάτα πιάνο στα 1910? Το κουλό δεν είναι αυτό αλλά πού βρήκανε άνθρωπο να τους το κουρδίσει είναι το θέμα! Τέλος πάντων…
Ο Κωστάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη. Γόνος κι αυτός μεγάλης οικογενείας μπήκε στο δημόσιο στο τσακ μπαμ αν και οι μεταθέσεις του σε διάφορες πόλεις ξεπεράσανε και τις ομάδες που άλλαξε ο Ριβάλντο κι έτσι μεταπήδησε στο υπουργείο πρόνοιας και ξυνότανε στην Αθήνα ενώ απαλλάχτηκε από φαντάρος λόγω ψύξης.
Κι οι δυο το ‘χανε ρίξει στην ποίηση σαν τρελλοί ενώ η Μαρία ήρθε κι αυτή στην Αθήνα ως δημόσια υπάλληλος κι έτσι γνωριστήκανε. Τα κοινά τους ενδιαφέροντα τους ενώσανε. Το πρώτο ραντεβού πάντα κρύβει ένα μυστήριο για όλους, ειδικά αν πρόκειται για δυο ποιητές που πρωτοσυναντιούνται…
- Θα κατεβάσω τ’ αστέρια όλα στη χούφτα σου!
- Για ονειροκρίτη με πέρασες μαντάμ?
- Θα πιω αθάνατο νερό να μη σε χάσω ποτέ μου!
- Δε πα να πιεις και μουρουνέλαιο…
- Θα κλέψω φως από τον ήλιο και θα στο δώσω να το φορέσεις!
- Καλά είσαι τελείως κουλή?
- Θα κρύψω μέσα σου ο,τι πολυτιμότερο έχω!
- Και για τι με πέρασες? Για σιφονιέρα?
- Καλά δεν είσαι ο Κώστας ο ποιητής?
- Όχι είμαι ο Κώστας ο ταξιτζής, ο άλλος κάθεται πίσω!
Τελικά βγαίνουνε, συνεννοούνται μετά δυσκολίας (άλλη σχολή ποίησης οι δύο) και κάνουνε σχέση μετά από χιλιάδες πτώσεις αστεριών, ανεβοκατεβάσματα από το ουράνιο τόξο και τσάρκες γύρω από το φεγγάρι. Αλλά ο Κωστάκης προσβάλλεται από σύφιλη και προκειμένου να μην κολλήσει η Μαρία, τη ξαποστέλνει κι αυτή πέφτει σε θλίψη και ανασκελώνεται σα φέτα στη ντοματοσαλάτα.
Αλλά μετά γυρίζει το μάτι της, δεν το βάζει κάτω και πάει κι αρραβωνιάζεται έναν χλε-χλε έτσι για σπάσιμο, τυλίγεται μ’ ένα κασκόλ σα χιονάνθρωπος και την κάνει στο Παρίσι όπου το παίζει κουλτούρα. Ο άλλος το ‘χει ρίξει στην καλογερική, γράφει ένα σωρό ποιήματα και σιχτιρίζει την ώρα και τη στιγμή που το γέννησε η μάνα του με καισαρική και δεν έγινε φλούφλης.
Η Μαρία όμως κολλημένη με τον Κωστάκη, χωρίζει τον φιόγκο, αλλά η καταραμένη εποχή έδειξε και πάνω της το κακό της πρόσωπο. Προσβάλλεται από φυματίωση, επιστρέφει Ελλάδα κι ο Κώστας την επισκέπτεται για τελευταία φορά στο νοσοκομείο. Μετά από καιρό η Μαρία μαθαίνει το κακό το νέο από το νοσοκομείο. Ο Κώστας αυτοκτόνησε. Και το ρίχνει ξανά στην ποίηση.
Είμαι τρελή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
Να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
Να νοιώθω τώρα πως αυτό που μου ‘δωσες δε φτάνει,
Δε φτάνει η δρόσος των παλιών…
Δυο χρόνια μετά σβήνει κι η ίδια δίνοντας ένα δραματικό τέλος στον έρωτα που σημάδευσε το μεσοπόλεμο…
(Πάνω δεξιά. Η μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων.)
13 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΖω ένα δράμα...
50 χρόνια μπροστά... Grande Bretagne Haute-culture... see through συντακτικό τζιβάνες ααα... αλλαξοκωλιές Βζζζζουμ Γκόρτσος! Γκόρτσος! Δρακουμέλ Ελλάδα- Αχ πατρίδα μου γλυκειά! Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι Ευτυχισμένοι μαζί Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη... θου κύριε καλλιγραφία αδερφή γιαπί κάργες Καρχαρίες Κοκό κουλτούρα μας να φύγουμε Λίγο καλύτεροι από μένα... λοίμωξη Μάγια η μέλισσα καραμπουζουκλής τσόντα Μελέτη σκιάχτρο Συγγρού Μόγλης μπατανόβουρτσες μπουρμπουλήθρες Μπουτάκια Ντάμπο το ελεφαντάκι ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι... Οι ηττημένοι της ιστορίας... Όταν ήμουνα παθιάρης... πηγάδι μεγιεμελέ juventus πολυμίξερ αστροφεγγιές captain-Iglo προφήτης Ηλίας φάλαινα Τσε σαμιαμίδι φουλ της ντάμας αστερίας Τις πταίει Ψώνια στο καμπαναριό