"Κουράστηκα", είπε...
"Κουράστηκα μόλις πλησιάζω στην πηγή, στο κρυστάλλινο νερό, αυτό να γίνεται χείμαρρος και να με πνίγει.
Κουράστηκα να κοιτώ τον ήλιο, να χορεύω στην ζεστασιά του κι αυτός να ρίχνει πάνω μου με μανία όλη την ύπαρξή του και να με καίει.
Κουράστηκα ν' αρχίζω την αναζήτηση αγκαλιάζοντας την ακτίνα του φεγγαριού, κι αυτή να κόβεται από τα μαύρα σύννεφα.
Κουράστηκα να δημιουργώ συνέχεια νέους δρόμους και να 'ρχεται η καταιγίδα να τους διαλύει.
Κουράστηκα να βλέπω γύρω μου ν' αναπαράγονται τα όσα, κι ας έχουν κάθε φορά το προσωπείο τού διαφορετικού.
Κοίτα τα χέρια, τα χείλη, τα πόδια, τα μάτια μου. Κουράστηκαν να φυτεύουν, να γυρεύουν τη δροσιά, να περπατούν στα αγκάθια, να χάνουν συνεχώς τη λάμψη τους.
Κοιτάζω το πρόσωπο, το σώμα τα μαλλιά. Σκάφτηκαν ξαφνικά, λύγισαν και ασπρισαν από τις πέτρες και τη σκόνη που έπεσαν πάνω τους.
Ματαιώνομαι.... Κάθε ξημέρωμα μέρας λίγο λίγο, κάθε δείλι πιο πολύ. Δεν αξίζει, λέω, δεν αξίζει..."
Κοίταξα το σκαμμένο πρόσωπο, τα άδεια μάτια, τα στεφανομένα από τους κύκλους της θλίψης . Άπλωσα το χέρι μου κι αγκάλιασα το λυγισμένο σώμα.
"Δεν πειράζει", είπα "θα πάμε μαζί. Θα σε κουβαλήσω εγώ για όσο. Σήκωσε το κεφάλι και δες με. Δεν είναι ότι αντέχω παραπάνω από σένα. Είναι ότι μέσα μου υπάρχει μια φωνουλα που λέει ακόμη 'Σε πιστεύω '."
1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο