-Πεθαίνουν οι νεκροί; ρώτησε το σπουργίτι τη λεβάντα που στόλιζε τη γλάστρα στο μπαλκόνι.
- Οι νεκροί είναι νεκροί. Παύουν να υπάρχουν. Για να πεθάνει κάτι πρέπει να είναι ζωντανό, απάντησε το άνθος και κούνησε στον πρωινό αγερα τους λεπτούς μίσχους.
- Κι όμως, πρέπει να πεθαίνουν κάθε νύχτα, επέμεινε το σταχτί πουλί κοιτώντας μέσα απ' το παράθυρο στο σαλόνι. Κοίτα την. Χθες πέθανε ξανά. Κοίτα τα μάτια της πώς μαύρισαν, άκου τον χτύπο της καρδιάς - δεν είναι χτύπος πια, παρα μόνο μια μηχανή που δίνει αίμα. Είχε πεθάνει από καιρό, το ξέρω-ειναι χρόνια τώρα που έρχομαι εδώ. Ίσως υπάρχει μα δεν ζει. Είχε παγώσει η ψυχή κι ας έλεγε πως όχι.
- Δεν γίνεται να έχει πεθάνει. Κινείται, αναπνέει, μιλάει. Την βλέπω κάθε μέρα, γιατί λες πως δεν ζει πια; το μωβ λουλούδι απόρησε με τον επισκέπτη και την επιμονή του.
- Δεν αρκεί αυτό... Δεν φτάνει... Ζωή σημαίνει γέμισμα. Κι αυτή έχει αδειάσει. Κι ας σηκώνεται ξανά και ξανά κάθε που ξημερώνει. Κι ας φοράει χαμόγελα και νότες. Έμαθε να επιβιώνει. Αλλά είναι νεκρή. Και θα ξαναπεθανει τη νύχτα...
Το μικρό πουλί πέταξε ψηλά. Η γυναίκα στο σαλόνι σηκώθηκε κι ας ήταν νεκρή.
- Στείλε Σχόλιο