Το αγάπησε αυτό το σπίτι από την πρώτη στιγμή που γύρισε το κλειδί και μπήκε μέσα στο φωτεινό σαλόνι του. Μετά από χρόνια και χρόνια περιπλανήσεων και μετακομισεων είχε πιστέψει ( ή μήπως είχε πειστεί) πως θα μπορούσε ίσως να στεριώσει κάπου. Θα μπορούσε να στήσει μια νέα ζωή μέσα στα δωμάτιά του, να δημιουργήσει αναμνήσεις και ιστορίες πίσω από τους τοίχους του.
Εκείνη την πρώτη φορά άφησε για δευτερόλεπτα τη φαντασία να καλπάσει. Βγήκε στο μπαλκόνι και είδε τη θέα στη θάλασσα και τα απέναντι βουνά: είχε ήδη ερωτευτεί την εικόνα. Μπορούσε άνετα να φανταστεί να κάθεται εκεί ώρες, να γράφει, να διαβάζει να χαλαρώνει τα πρωινά ή να ρουφάει τα δειλινά τα χρώματα του ουρανού. Μπορούσε να δει τις φλόγες να καίνε στο μεγάλο τζάκι τα βράδια του χειμώνα, την ανατολή του ηλίου στο κρεβάτι στα υπνοδωμάτια.
Πέρασαν χρόνια. Άλλαξαν πολλά... Το σπίτι μένει εκεί... Όμως το ξέρει. Δεν θα είναι για πολύ ακόμη ένοικος μέσα του. Κάπου εδώ ξέρει τελειώνει η ιστορία τους. Θα πρέπει να το εγκαταλείψει. Μια ακόμη σκληρή απόφαση Πάλεψε να κρατήσει αλλά μάλλον ο αγώνας είναι μάταιος. Όπως τότε που έβλεπε την αρχή, έτσι και τώρα βλέπει το τέλος.
Πονάει; Δεν ξέρει... Έμαθε από παιδί να μη δένεται με πράγματα (ούτε με ανθρώπους μάλλον). Έμαθε να προσαρμόζεται σε κάθε τούμπα που έκανε η ζωή. Είχε μάθει να μην κάνει σχέδια - εξάλλου διαψεύστηκε περίτρανα όταν δοκίμασε να ακολουθήσει το προδιαγεγραμμένο πλάνο. Όμως αγάπησε αυτό το σπίτι. Και τώρα που θα το χάσει κόβεται και το τελευταίο σκοινί με το παρελθόν.
Δεν φοβάται το αύριο. Δεν φοβάται να αρχίσει από το μηδέν. Έχει όμως κουραστεί... Η εξάντληση χτυπάει την πόρτα συνεχώς... Αυτό άρχισε να μην αντέχει. Να ψάχνει συνεχώς μια λύση με ένα κορμί που πονάει και μια ψυχή που ψάχνει οξυγόνο.
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο