Εσυρε τα βήματα βαριά στις εκβολές του ποταμού. Εκεί που το γλυκό νερό ενώνεται με την αλμύρα. Πονούσε... ξανά... συνεχόμενα. Είχε περάσει τόσος καιρός μα δεν έβρισκε τη γαλήνη και τη λύτρωση πουθενά.
Το σώμα έπεσε κι έσκαψε τη γη με τη μορφή του. Διπλωθηκε στα δύο κι έκανε ένα αυλάκι στο χώμα.
Εκεί το βρήκε η θάλασσα. Χύθηκε μέσα από τη διαδρομή αντίθετα στο ρεύμα κι αγκάλιασε το τραυματισμένο κορμί. Κύλησε πάνω στην πληγή και δρόσισε την λάβα και τον πυρετο. Σαν χέρι χάιδεψε απαλά το δέρμα κι έστειλε τη δύναμή της βαθιά στα σπλάχνα. Τράβηξε πάνω της τον πόνο, ξέπλυνε το δηλητήριο. Κι έφυγε... Αποσύρθηκε πίσω στο γαλάζιο της.
Και το σώμα σηκώθηκε. Ατσάλινο... Άφοβο όπως η ψυχή που κατοικούσε μέσα του. Άπλωσε τα φτερά του...και πέταξε...
- Στείλε Σχόλιο