Η ζωή μου, με κοροίδευε συνεχώς και αδιαλλείπτως. Αγαπημένη της δε ασχολία να κρύβεται στις γωνίες και να πετάγεται ξαφνικά μπροστά μου βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα της.
"Τι έγινε κοπελιά; Να σπουδάσεις ήθελες; Καραβάκια; Χαχαχα. Κάτσε εκεί στο γραφειάκι σου και παίξε με τα χαρτάκια σου και άκου το μακρύ και το κοντό του κάθενος. Δεν πρόκειται να ασχοληθείς με καράβια. Παρ' το απόφαση. Και επειδή το πτυχίο σου δεν χρησιμεύει, δε θα σε πληρώνουν καλά. Δεν θα έχεις πρόσβαση στα mail σου, θα παρακολουθούν κάθε σου κίνηση και θα βγάζεις και όλη τη γραφειο-χαμαλό δουλειά. Αααα, και όλοι επειδή δεν θα ξέρουν τι έχεις κάνει, θα σου φέρονται λες και είσαι μικρή και ανόητη. Χαζή ξανθιά."
Και με είχε βάλει στη διαδικασία να το πιστέψω. Και το πίστεψα. Κάθε πρωί ξύπναγα με ένα κόμπο στο στομάχι, ντυνόμουνα με ένα βαρύδι στα πόδια και έφευγα με μια θηλιά στο λαιμό. Η μόνη μου παρηγοριά μερικά τραγουδιά στο αυτοκίνητο.
Όπως το πρωί της Τρίτης, που ήταν μια συνηθισμένα, βαρετή μέρα. Στο αυτοκίνητο το CD ήταν στο repeat. "Γράμμα σε έναν ποιητή" του Ζερβουδάκη σε στίχους Καββαδία.
Ξέρω εγώ κάτι, που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει...
Και εμένα, και εμένα...σώσει!
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
και ταξιδεύει αδιάκοπα σε όλη τη γη...
Κύριε, κύριε να το πω; Ξέρω τι είναι. Καραβάκια...Αχ καραβάκια...
Τραγουδώντας με όλη τη μανία, που με έπνιγε, φαίνεται πως η ζωή μου με λυπήθηκε και είπε να σοβαρευτεί λιγάκι και να κόψει το δούλεμα. Ή για την ακρίβεια να με δουλέψει τόοοοοοσο πολύ που να μείνω παγωτό.
Δύο ώρες, μετά την καθ' οδόν συναυλία χτυπάει το κινητό μου. Απόκρυψη. Και ενώ συνήθως δε απαντάω σε τέτοιες κλήσεις, αυτή τη φορά το σήκωσα.
"Παρακαλώ"
Γυναικεία φωνή "Καλημέρα σας. Είμαι από την τάδε εταιρεία. Μας είχατε στείλει ένα βιογραφικό."
Ποιος ήρθε; Ούτε που το θυμόμουνα. Όχι μόνο είχε σταλλεί πριν από ένα χρόνο, αλλά το είχε στείλει και αυτοβούλως η μάνα μου.
"Ναι, πείτε μου. Συνάντηση; Ναι, βεβαίως. Πότε; ΣΗΜΕΡΑ;"
Είχα ραντεβού για συντεύξη. Τόσο γρήγορα, τόσο απλά. Όλη την υπόλοιπη μέρα ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Το ραντεβού είχε οριστεί στις 6 και μισή. Το ρολόι έδειχε πέντε παρά τέταρτο. "Άντε σε ένα τέταρτο σχολάω".
Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή μας φωνάζει ο προϊστάμενος στο γραφείο για να μας συγχαρεί. Οι δείκτες του ρολογιού έτρεχαν. Έχει πάει ήδη έξι παρά τέταρτο. "Συγνώμη, ξέρετε εγώ πρέπει να φύγω."
Και αν μπορεί κάτι να πάει στραβά, θα πάει. Μποτιλιάρισμα. Η πίεση να χτυπάει κόκκινο. Να μην ξέρω τι κάνω. Ανησυχούσα και για το αν θα βρω το δρόμο, καθότι άσχετη. "Παναγίτσα μου, να φτάσω εγκαίρως και θα πάω στην Τήνο να ανάψω μια λαμπάδα, ίσα με το 1,58 μπόι μου. Να τους πάρω τηλέφωνο να τους ειδοποιήσω. Αμαν δεν έχω το τηλέφωνο. Παίρνω το Γιάννη να το βρει." Το βρίσκει, τους τηλεφωνώ, τους ζητάω συγνώμη. Όλα καλά μέχρι στιγμής...
Φτάνω. Μπαίνω μεσά. Έρχεται ένας κύριος με μια κυρία και αρχίζουν τις ερωτήσεις. "Ναι οι σπουδές μου μπλα, μπλα, μπλα. Ξένες γλώσσες μπλα, μπλα, μπλα..."
Κάποια στιγμή ο κύριος μας αφήνει μόνες μας για κανα δεκάλεπτο και επιστρέφει. "Μπορείτε να με ακολουθήσετε" λέει "πάμε στον πρόεδρο."
Από το άγχος να τρέμω σαν το ψάρι και να κατουριέμαι και ανελέητα. Μπαίνουμε στο γραφείο του προέδρου, με κοιτάει και απευθύνεται στον κύριο "Αυτή είναι η κοπέλα που θες να προσλάβουμε;"
Με γελάν τα αυτάκια μου; Προσλάβουμε; Χαλάρωσε, χαζοβιόλα, δεν είπε κάτι τέτοιο ακόμα ο άνθρωπος.
"Αναστασία, λοιπόν, με τόσα, μπα λίγα είναι, να τα κάνουμε τόσα, βάλε και άλλα πενήντα και ΙΚΑ και υπερωρίες είσαι ευχαριστημένη;"
Παγωτό η Αναστασία. Εννοείται πως δέχτηκα. Εννοείται πως την επόμενη μέρα έλουσα με παγάκια τον προϊσταμενό μου και εννοείται πως σε δύο εβδομάδες θα είμαι μέσα σε καραβάκια, σκαφάκια, φουσκωτά και ιστιοφόρα...
Ένα βιογραφικό που είχε σταλλεί, εν αγνοία μου, πριν ένα χρόνο...
Ένα τηλέφωνο, μία συνάντηση και μία πρόσληψη αυθ' ημερόν...
Εεε πάει πολύ. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Κάποιος μου κάνει χοντρή πλάκα. Μήπως τρελαίνομαι;
12 σχόλια - Στείλε Σχόλιο