17 Νοεμβρίου 2011, 17:54
Παραλογιστάν (συνέχεια)

Μια μέρα σαν τις άλλες στο Παραλογιστάν. Κουρδισμένη όπως πάντα, τις ίδιες κινήσεις κάνει… Τις ίδιες σκέψεις στο μυαλό, την ίδια απόγνωση στο βλέμμα..
Πάει καιρός που ζει εδώ. Σε μια μικρή πόλη στο Παραλογιστάν. Νόμιζε ότι θα βρει την ανάσα που έχασε. Ότι θα βρει φίλους. Ότι θα βρει μια απασχόληση να την κρατά σε εγρήγορση. Κι όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν πέτυχε.
Νιώθει όμως τυχερή. Έχει αυτό που λείπει από άλλους. Έναν άνθρωπο που την αγαπά με πάθος. Κι εκείνη τον αγαπά. Του το δείχνει με κάθε τρόπο.
Μόνο ο ένας τον άλλο έχουν.. Το καράβι βουλιάζει…
Εκείνος γύρισε συντετριμμένος.. Αναρωτιέται.. ‘’ποιόν έβλαψα’’…
‘’τους χαλάς την πιάτσα, η τιμιότητα σου κάνει να κραυγάζει περισσότερο η δική τους ανεντιμότητα. Τους κάνεις να μοιάζουν ανεπαρκείς και το ξέρουν. Να είσαι έτοιμος. Θα σε πολεμήσουν. Αλλά εσύ ψηλά το κεφάλι. Δεν θα σε λυγίσουν’’…
Θέλει πολύ να το πιστέψει. Εκείνη πιο πολύ που το λέει. Εκείνος πάει να λυγίσει. Τον κρατάει. Ανέκαθεν ήταν δυνατή, να σηκώνει και τους άλλους. Σήκωσε τα βάρη του κόσμου από μικρή, δεν την τρομάζει τίποτα. Όσο πιο δύσκολα είναι τα πράγματα, τόσο θέλει να τρίβει στη μούρη όσων την πολεμούν, τη δική της επιτυχία.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει…
Πέρασαν τόσα χρόνια. Ο κόσμος μόνο φαινομενικά έκανε βήματα προς τα μπρος. Στην πραγματικότητα τα ίδια και τα ίδια συνθήματα θα είναι επίκαιρα και σήμερα και μετά από χρόνια. Σήμερα οι εχθροί ντύνονται φίλοι, για να σε ξεγελάσουν. Όλα καμουφλαρισμένα. Ο λύκος φοράει τη στολή του προβάτου. Μπαίνει στη ζωή σου, κάθεται δίπλα σου.. Κάνεις παρέα ένα αθώο προβατάκι και ξαφνικά, στην επόμενη στροφή, βγάζει τη μάσκα και βλέπεις τα δόντια του, έτοιμα να τα χώσει στη σάρκα σου.
Δεν τα δέχεται αυτά που λένε. Για εκείνον. Γιατί δεν τον αφήνουν ήσυχο; Δεν έχει πειράξει ούτε μυρμήγκι. Το ξέρει καλά. Κι αυτοί το ξέρουν. Είπαμε, τους χαλάει την πιάτσα. Στο Παραλογιστάν επιπλέουν οι φελλοί. Ξέρει καλά, και τον εαυτό της και τον άνθρωπο που αγαπά. Ξέρει καλά. Όταν έχεις ουσία και περιεχόμενο, στο Παραλογιστάν, ενοχλείς. ‘’Θέλουν να σε κάνουν σαν κι αυτούς, μην πέσεις στην παγίδα’’, λέει στο σύντροφό της.
‘’Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές.. Εδώ το τώρα ζητιανεύει λίγη πίκρα απ' το χτες’’…
‘’Δεν θα γίνω ΠΟΤΕ σαν κι αυτούς, ακόμα κι αν δεν δω Θεού πρόσωπο, ποτέ μου. Κάλλιο το ‘χω να πεθάνω’’, σκέφτεται…
Όταν κοιτάζεται στον καθρέπτη, χαμογελά στο είδωλο της. Αν γίνει σαν κι αυτούς, το είδωλο της, μέσα από την καθρέπτη, θα την φτύνει. Χωρίς να έχει φτύσει αυτή, θα φτύνει η μορφή της. Γιατί θα έχει πουλήσει τις ιδέες της. Δεν θα γίνει. Είναι το μόνο ΄΄ΠΟΤΕ’’ που λέει και το λέει με κεφαλαία γράμματα. ΠΟΤΕ. Θα μείνω όπως είμαι. Δεν θα τους κάνω τη χάρη.
‘’Μείνει όπως είσαι, μην αλλάξεις τίποτα. Εγώ σ’αγάπησα όπως είσαι, έτσι αγνός, αθώος, τίμιος, ήσυχος’’, του λέει.
Τι θα φέρει το αύριο; Ποιος το ξέρει; Ούτε τα μέντιουμ δεν το ξέρουν πλέον. Κάθε μέρα και πιο γκρίζα. Σκουραίνει ο τόνος. Κάθε μέρα τείνει στο μαύρο.
‘’Με την πρώτη ευκαιρία θα έφευγα από το Παραλογιστάν, για όπου με βγάλει, για μια χώρα ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΗ. Εδώ ανθρωποφάγοι κατάντησαν όλοι. Ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου. Καμία ανθρωπιά…’’, του λέει και εκείνος συμφωνεί.
Το ψάχνουν. Τι μας κρατά εδώ; Τίποτα.
Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη, κραυγάζει… Αυτό θέλουν… Να σας διώξουν.. Κι εσάς και όλους τους νέους…Έχουν τρόπους, έχουν τα όπλα (ανεργία, ναρκωτικά, αλκοόλ, βία-χουλιγκανισμός, κλπ).
‘’Θα τους κάνουμε τη χάρη; Θα λυγίσουμε; Αυτό θέλουν, για να έρθουν από πάνω και να πανηγυρίσουν την ήττα μας’’.
Κάπου εκεί το μυαλό τους παίρνει ανάποδες στροφές.
Κοιτάζονται. Μιλάνε τα μάτια μόνο. Δεν χρειάζεται να μιλήσουν. Τα είχαν πει όλα τα βλέμματα τους.
Πάνω στο μέτωπο αναβόσβηναν 5 λέξεις.
‘’ΜΕΝΩ ΕΔΩ. ΠΑΛΕΥΩ. ΚΕΡΔΙΖΩ. ΖΩ’’ .
|