Η Θεσσαλονίκη, από Περαία, ένα Αυγουστιάτικο δειλινό του 2019...(Φωτο sven)
Το έχω ακούσει εκατοντάδες φορές, όπως και το «Βαριά βαλίτσα», και δεν υπήρξε ούτε μία που να μη συγκινηθώ βαθιά και, συνηθέστερα, να μη δακρύσω ή και να μην κλάψω. Τις ευαισθησίες μου και τους λόγους ύπαρξής-τους τους γνωρίζω πολύ καλά, μα υπάρχει κι ένας επιπλέον λόγος που δεν είναι άλλος από τις φορές που έχω ακούσει τα υπέροχα αυτά τραγούδια από τον ίδιο το Νικόλα, στις Σαββατιάτικες τσιπουροκατανύξεις μας σε μικρά, απλά, συνοικιακά ταβερνάκια ή στο εργαστήριο κατασκευής παραδοσιακών οργάνων του Γιάννη. Σ΄αυτό το τελευταίο, είτε ψήναμε ψάρια, από τον Απρίλη και μετά που είναι η εποχή τους, που τα βάζαμε φρεσκοψημένα σε ένα τεράστιο ταψί για να παίρνει άνετα ο καθένας με το χέρι, και σε ένα άλλο δίπλα τη μοσχοβολιστή αγγουροντοματοσαλάτα, με μπόλικο κρεμμυδάκι, αγνό λαδάκι και μυρωδάτη βουνίσια ρίγανη, μαζεμένη πάντα από τα χέρια κάποιου από εμάς. Και, φυσικά, όλα αυτά να τα συνοδεύει άφθονο τσιπουράκι καζανεμένο από την παρέα μας, όπως και κρασάκι από τον αμπελώνα του Νικόλα που τον τριγούσαμε, όταν έρχονταν η ώρα του, όλοι μαζί με φαγοπότι, οργανοπαιξίες, τραγούδια, χορούς, αλληλοπειράγματα και μπόλικα…ανέκδοτα.
Τις υπόλοιπες εποχές, έφερνε ο καθένας μας ό,τι εκλεκτό μεζεδάκι ή έδεσμα έφτιαχνε σπίτι του που το πάντρεμα όλων τα έκανε ακόμα νοστιμότερα…
Ο επιπλέον λόγος συγκίνησής μου, λοιπόν, από τα συγκεκριμένα τραγούδια έχει να κάνει με τον τρόπο που τα τραγουδούσε ο Νικόλας, αφήνοντας, καθώς ήμασταν «εν στενώ», τα δικά του συναισθήματα και τη συγκίνησή του να εκφρασθούν ελεύθερα, αβίαστα και ανεπιτήδευτα. Εμείς οι υπόλοιποι σιωπούσαμε ή το πολύ-πολύ να σιγοτραγουδούσαμε, τα όργανα χαμήλωναν αυθόρμητα την έντασή τους και αφήναμε τη μοναδική προσωπική ερμηνεία να διαπεράσει σώμα και ψυχή. Το όλο σκηνικό ήταν μια πραγματική μυσταγωγία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το δάκρυ άστραφτε και στα δικά του μάτια, βάζοντας μία επιπλέον μοναδική πινελιά στον καμβά των μαγεμένων αισθήσεών μας.
Μια από τις φορές αυτές, κάπου στη μέση της ερμηνείας του «Απόψε σιωπηλοί», έτυχε να κάθομαι δίπλα του όταν, κάποια στιγμή, πιάνοντάς μου σφιχτά το χέρι, μου ψιθυρίζει χαμηλόφωνα στο αυτί: «Καρντάσι, θέλω να μιλήσουμε». Ήρθε η ώρα και μιλήσαμε…
Πόσο αγαλλιάζουν και ανακουφίζονται οι ψυχές όταν μπορούν να αλληλοεμπιστεύονται, να ξεγυμνώνονται και να σφιχταγκαλιάζονται…
Αγαπημένο καρντασάκι, θα είσαι για πάντα μέσα στην καρδιά μου.
5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο