Ο Charlie στον ουρανό με τις μπαγκέτες, τα μεταξωτά φουλάρια και τα μανικετόκουμπα πολυτελείας. Πιθανότατα τον υποδέχεται ο Brian Jones (« it’s been a long time, mate»). Αυτοί οι δύο πέρα από τα οργανοπαικτικά των Rolling Stones είχαν και άλλον ένα κώδικα επικοινωνίας: τους άρεσαν τα κομψά ρούχα και τα σένια αξεσουάρ. Μπορεί όμως και να μην είναι έτσι, μπορεί οι πρώτοι που τον ξεναγούν στα λιβάδια του κυρίου να είναι ο τζαζίστας Charlie Parker παρέα με τον Telonious Monk, τον Elvin Jones, τον Jelly Roll Morton και τον Chico Hamilton. Μικράκι και άφραγκος στα δεκατρία του, πολλά χρόνια πριν οι Stones αλώσουν την ήπειρο και τινάξουν την μπάνκα στον αέρα, ο πιο σύντομος τρόπος για τον άφραγκο Charlie με τα μεγάλα όνειρα να ταξιδεύει στην Αμερική ήταν να ονειρεύεται πως ακομπανιάρει τις ορχήστρες τους με κόλπα δανεικά από τους τυμπανιστές τους.
Αυτό ήταν ο Charlie μέχρι και να σβήσει: ένας τζαζ πάνθηρας που ο βρυχηθμός του δεν σκεπάστηκε ποτέ στο τσίρκο από τα άλλα δυο πολεμοχαρή Rock ‘n’ Roll λιοντάρια, τον Mick και τον Keith. Αιωνία του.
Μεταπολεμικά διαλυμένο και βομβαρδισμένο Λονδίνο, περιοχή Γουέμπλεϊ, 23 Pilgrims Way, στη γειτονιά με τα λυόμενα, αφού η Luftwaffe δεν άφησε σπίτι όρθιο σε εκείνο τον τομέα. Ο Charlie ακούει τους δίσκους της τζαζ, μόνο τζαζ, και αναρωτιέται τι να διαλέξει: ντράμερ, καλές τέχνες ή μήπως παίκτης του κρίκετ ή του φούτμπολ; Ακολουθεί το πρώτο, ούτως ή άλλως τα τύμπανα πέρα από γερά χέρια και δυνατή καρδιά θέλουν και γερό κουμάντο και στα δύο πόδια. Σπουδάζει όμως και καλές τέχνες. Τα πρώτα μεροκάματά του τα κερδίζει σαν γραφίστας, μερικά χρόνια αργότερα, εκτός από το να μπαγκετάρει με τους Stones, φτιάχνει και το εξώφυλλο του Between the Buttons. Ακόμα πιο πολλά χρόνια μετά, στις μεγάλες περιοδείες, όταν οι Stones θερίζουν σε στάδια και αρένες, ο Charlie διευθύνει εκτός από τον ρυθμό και τη σκηνική παρουσία των Stones. Έχει λόγο ακόμα και στην γκαρνταρόμπα, όπου φυσικά εξαιρείται ο Keith - φοράω ό,τι θέλω- Richards! Μετά τον θάνατο του Μπράιαν, ο Keith είναι ο πιο αγαπημένος φίλος του Charlie, τόσο διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις αλλά και τόσο μαζί βουτηγμένοι στην τζαζ και τα ρυθμ εντ μπλουζ, ακόμα και τα χρόνια που ο Mick τους έψηνε να το γυρίσουν στην ντίσκο. Δεν υπήρξε ρυθμός που ο Charlie δεν μπορούσε να τον οικειοποιηθεί αλλά και να τον ρολάρει με τον δικό του αξεπέραστο τρόπο. Ο Watts μαζί με τον λιγομίλητο αλλά στιβαρό μπασίστα Bill Wyman ήταν οι καρβουνιάρηδες που δεν άφησαν ούτε για ένα δευτερόλεπτο ατάιστη την ατμομηχανή των Stones, ώστε οι άλλοι δύο, ο Mick με τον Keith, να μπορούν να την τρέχουν μανιασμένα.
Παίξιμο ελεγκάντ αλλά και νευρικό, άριστα μετρονομημένο αλλά και αρκούντως πονηρό. Ειδικά στα λάιβ ο Charlie πάντα φρόντιζε ώστε η ροκίλα και τα μπούγκι να αντισταθμίζονται με ριξιές φινετσάτης μπλούζι και τζαζ εσάνς. Εσαεί φόρος τιμής στις πρώτες μέρες που οι Stones έπαιζαν τα «μαύρα» με τον δικό τους τρόπο. Αλλά και αυτός ούτε που φανταζόταν πως θα έφτανε ως εδώ: συνάδελφοι μουσικοί και κριτικοί να τον αποκαλούν «ο Elvis της ροκ εν ρολ τυμπανοσύνης».
Ο χόνδρινος σκελετός της μπάντας: αν οι Stones παραμένουν το μεγαλύτερο ψάρι που κολυμπά στον ωκεανό του ροκ εν ρολ και με δεδομένο πως τα ψάρια δεν έχουν μυελό στα οστά τους, ο Watts με το παίξιμό του παρήγε τα ερυθρά τους ρυθμικά αιμοσφαίρια, ήταν η σπλήνα και το επιγονίδιο -ζωτικής αξίας για την ύπαρξή τους- όργανο. Κάτι ακόμα κοινό με τον Keith: Τόσο ο Watts όσο και ο Richards, μέσα σε όλο αυτό το πανδαιμόνιο που οι σωστές λέξεις για να το περιγράψουν είναι τα λήμματα «μουσική», «πρέζα με το γαλόνι» και «μουνοθύελα», κατάφεραν να βγουν ζωντανοί και μονογαμικοί. Ο Keith, δυο αιώνες τώρα με την κυρά του την Pattie Hansen, κι ο Charlie, νυμφευθείς από το 1964 (!) με την Shirley Shepherd, κατάφεραν να περισωθούν, γιατί, πέρα από τύχη κι ένα δαιμονισμένο ένστικτο επιβίωσης και αυτοσυντήρησης, είχαν δίπλα τους γυναίκες που δεν είχαν καμιά σχέση με τα θηλυκά που προσπαθούσαν να ξεζουμίσουν τον Jagger: μονογαμικοί σε σημείο παρεξηγήσεως, καμιά σχέση με τον αρχετυπικό μύθο των πολυγαμικών ροκ εν ρόλερ. Ίσως στην μονογαμία του Charlie και την πιο τακτοποιημένη ζωή που έκανε σε σύγκριση με τους άλλους Stones να οφείλεται κι αυτό το κουλαριστό «πέρα βρέχει» παίξιμό του ή το ατάραχο βλέμμα του, ενώ κάτω από τη σκηνή επικρατούσε πανζουρλισμός. Ο Charlie Watts μπήκε και πορεύτηκε στη μουσική με την αξιοπρέπεια ενός ιπποτικού δανδή που δεν ξέχασε ποτέ ούτε τη μουσική που τον καρδάμωσε αλλά ούτε και τους γαμήλιους όρκους του.
Και φυσικά οι Stones δεν θα βγουν ποτέ ξανά περιοδεία, μιας και αυτό είναι το συμπαντικό ερώτημα που στροφάρει ανά τον πλανήτη μετά την είδηση του θανάτου του. Δεν νομίζω πως οι Stones θα ξαναπαίξουν ενώπιον κόσμου. Όσο ψωνάρα κι αν είναι ο Jagger, το πένθος του χαμού του Charlie σε πρακτικό, αισθητικό και ηθικό επίπεδο δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Κανένας δεν μπορεί να πάρει τη θέση του, εκτός κι αν ο Πανάγαθος του δώσει μερικά ρεπό για μια τελευταία γύρα.
Κλείνω με το βασικό (ίσως) ερώτημα που σηματοδοτεί το φευγιό του Charlie: Μήπως αυτό είναι και το σβήσιμο των Rolling Stones; Το τέλος τους; Νομίζω πως ναι. Δεν χωρά καμιά αμφιβολία, ακόμα και αν κάποιοι λένε πως με τον Jagger ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να παραγγείλει από τους ψηφιακούς μηχανικούς να του τον φτιάξουν ολόγραμμα, ώστε οι Stones να ξαναβγούν στη σκηνή έστω κι έτσι, με τον Watts να κάθεται πάντα πίσω από τη ντραμς σαν πίξελ. Όμως με άλλον παίκτη στη θέση του Charlie το θεωρώ αδιανόητο. Και ίσως για αυτόν τον λόγο ο διαπλανητικός θρήνος για τον θάνατο του Watts ακούγεται πιο γοερός και πιο γιγαντωμένος. Μιλάμε για το τέλος των Rolling Stones εάν δεν το καταλάβατε, μωρά μου, συμβάν τόσο ιστορικής σημασίας όσο και το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου. Μετά από αυτό ο κόσμος παύει να είναι ίδιος και δεν νομίζω πως διαφωνεί κανείς.
Ίσως η εικόνα-ανάρτηση του Keith Richards λίγες ώρες μετά τον χαμό, αφήνει να υπονοηθούν αλλά και να δικαιωθούν όλες οι παραπάνω σκέψεις μου. Closed θα πει πως μάλλον το «μαγαζί» έκλεισε.
Τον είδα για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1988 στη Ριζούπολη, στο γήπεδο του Απόλλωνα (κυριολεκτικά δίπλα στο σπίτι μου), που ήρθε με τους Jethro Tull, και θυμάμαι ότι μετά τη συναυλία δεν μπορούσα να μιλήσω. Είχε κλείσει ο λαιμός μου από τις φωνές.
Το 2007 ήρθε στην Αθήνα στον Λυκαβηττό, και είχα τη φαεινή ιδέα να του ζητήσω συνέντευξη, την οποία δεν μου έδωσε λόγω ελλείψεως χρόνου. Με αποζημίωσε όμως διαφορετικά. Στο ταμείο του θεάτρου, με περίμενε ένα εισιτήριο "ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ" με την υπογραφή του.
Αυτό που σας Μπερδεύει, Είναι η Φύση του Παιχνιδιού μου.
Μια ζεστή ανοιξιάτικη βραδιά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εμφανίστηκε ξαφνικά στη Μόσχα ο ίδιος ο διάβολος αυτοπροσώπως. Δε συστήθηκε βέβαια ως διάβολος, το επισκεπτήριό του έγραφε "Professor Woland", και παρουσιάστηκε ως ειδικός στη μαύρη μαγεία. Μαζί του κατέφθασε και η εκλεκτή συνοδεία του, μια παρδαλή ομάδα που περιλάμβανε τον Behemoth, έναν μεγάλο μαύρο γάτο που μπορούσε να στέκεται στα δυο πόδια, να μιλάει με ανθρώπινη φωνή και ενίοτε να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο, τον αχώριστο φίλο του τον Koroviev, έναν ψηλό, καλοντυμένο και ιδιαίτερα εύγλωττο ταχυδακτυλουργό, τον τρομερό και φοβερό Azazello, μια πραγματικά δαιμονική φιγούρα, έναν γεροδεμένο κοκκινομάλλη που τα μάτια του ήταν διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο και ο οποίος ήταν άσος στο σημάδι με όπλο, και τέλος, την όμορφη δαιμόνισσα Hella. Ο Διάβολος-Woland και η συνοδεία του αναστάτωσαν για κάμποσες μέρες την καθημερινότητα των Μοσχοβιτών. Ιδιαίτερα η παράσταση που έδωσαν ενώπιον χιλιάδων θεατών στο Βαριετέ προκάλεσε τεράστια αναταραχή. Αλλά και οι ξεκαρδιστικές φάρσες του ζεύγους Behemoth και Koroviev εις βάρος ανυποψίαστων πολιτών δημιούργησαν επίσης πανδαιμόνιο. Ακόμη πιο βαθιά άλλαξε η ζωή κάποιων συγκεκριμένων προσώπων, και ειδικά του Master και της Margarita. Ο ανώνυμος Master, ένας σπουδαίος αλλά παραγνωρισμένος συγγραφέας, είχε γράψει ένα σπουδαίο έργο, για το οποίο όμως δεν μπορούσε να βρει εκδότη. Επρόκειτο για μια λογοτεχνική εξιστόρηση της ανάκρισης του Ιησού από τον Πιλάτο. Ένα έργο που προκάλεσε την καταστροφή του. Η Margarita, ερωτευμένη μαζί του μέχρι θανάτου, θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει, και δεν θα διστάσει να πουλήσει ακόμα και την ψυχή της στο διάβολο.
Αυτή είναι η υπόθεση του "The Master and Margarita", του Mikhail Bulgakov. Το αριστούργημα αυτό του Bulgakov γράφτηκε τη δεκαετία του 1930. Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας ξεκίνησε να το γράφει ήδη από το 1928 και το δούλευε διαρκώς μέχρι το 1940 που πέθανε. Θα χρειαστεί όμως να περάσουν είκοσι έξι χρόνια προτού μια πρώτη, λογοκριμένη έκδοση του βιβλίου δει το φως της δημοσιότητας το 1966, αλλά η πρώτη πλήρης έκδοση θα γίνει τελικά το 1973. Από τότε και μέχρι σήμερα το βιβλίο του Bulgakov διαβάζεται όλο και περισσότερο, έγινε διάσημο στη Ρωσία και διεθνώς, αγαπήθηκε με πάθος, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, και ενέπνευσε ζωγραφικά αλλά και μουσικά έργα. [1]
Η πλοκή του βιβλίου εκτυλίσσεται σε δύο χρονότοπους: αφενός, στη Μόσχα της δεκαετίας του 1930, όπου γινόμαστε μάρτυρες της τρυφερής και άτυχης ερωτικής ιστορίας του Master και της Margarita, και του ερχομού του Woland με τη συνοδεία του στη ρωσική πρωτεύουσα, και αφετέρου, στην Ιερουσαλήμ της εποχής του Ιησού, όπου ο Ρωμαίος Έπαρχος Πόντιος Πιλάτος ανακρίνει τον Yeshua Ha-Notsri και μετά από διάφορες παλινωδίες αναγκάζεται να τον καταδικάσει σε θάνατο. Η σχέση μεταξύ των δύο ιστοριών –που τις χωρίζουν 1900 χρόνια– υποδεικνύεται ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο Bulgakov θέτει το ζήτημα του "ιστορικού Ιησού", όπως επίσης και το ζήτημα του αθεϊσμού και των μεταφυσικών αναζητήσεων, που ήταν κεντρικό ζήτημα στη Σοβιετική Ένωση τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1917.
Τα κεφάλαια του μυθιστορήματος στα οποία η δράση εξελίσσεται στην Ιερουσαλήμ έχουν γραφτεί με ουδέτερο τόνο, στο αντικειμενικό ύφος της ιστοριογραφίας. Ο αφηγητής δε θέλει να εκφράσει την πίστη του στον Ιησού ή στις διδασκαλίες του. Αντίθετα, προσπαθεί να αφηγηθεί αμερόληπτα αυτό που πραγματικά συνέβη εκείνες τις ταραγμένες μέρες του 33 μ.Χ.
Ο Bulgakov όμως σχολιάζει ειρωνικά τη θρησκευτική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης. Με την επικράτησή τους, οι μπολσεβίκοι επέβαλαν τον κρατικό αθεϊσμό, έθεσαν ως στόχο τους την εξάλειψη όλων των θρησκειών και προπαγάνδισαν δογματικά την ανυπαρξία μεταφυσικών όντων. Ο Bulgakov σατιρίζει διαρκώς στο βιβλίο του την αφελή ιδέα ότι μπορούν όλα να εξηγηθούν ορθολογικά και εμπειρικά. Διακωμωδεί τη βεβαιότητα του σοβιετικού ανθρώπου ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά, οι μηχανισμοί της κοινωνίας και η εξέλιξη της ιστορίας μπορούν να ερμηνευτούν αποκλειστικά και μόνο με τον υλισμό. Η μαγεία, η δεισιδαιμονία, η θρησκεία και ο ανορθολογισμός επανέρχονται δριμύτερα, κάθε φορά που οι άνθρωποι προσπαθούν να τα εκδιώξουν και να τα καταπιέσουν. Και μάλιστα όσο πιο εκτεταμένος είναι ο διωγμός τους, τόσο πιο ορμητική είναι η επιστροφή τους.
Η εξιστόρηση της ανάκρισης και της σταύρωσης του Ιησού εντάσσεται στη γενικότερη προβληματική του έργου σχετικά με τη σύγκρουση του ατόμου με το κράτος και σχετικά με τη βία με την οποία συνυφαίνεται αξεδιάλυτα κάθε εξουσία. Ο Yeshua Ha-Notsri στην αρχαία Ιερουσαλήμ, όπως και ο Master στη σύγχρονη Ρωσία, είναι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με την εξουσία όχι γιατί εξεγείρονται εναντίον της με σκοπό να την ανατρέψουν, αλλά επειδή αμφισβητούν με τις πράξεις τους το δικαίωμα των εξουσιαστών να ελέγχουν κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Ο Yeshua και ο Master αμφισβητούν τη βεβαιότητα της εξουσίας πως ελέγχει ό,τι είναι σημαντικό για τον άνθρωπο: την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την τέχνη, τον έρωτα... Όσα έχουν αξία στην ανθρώπινη ζωή, λέει ο Bulgakov, δεν έχουν σχέση με την εξουσία, και δεν μπορούν ν’ αποκτηθούν με τη βία.
Στο κέντρο λοιπόν του μυθιστορήματος, τίθεται το ζήτημα της σχέσης εξουσίας και αλήθειας, ένα ζήτημα κεντρικό σε όλη την ιστορία του εικοστού αιώνα. Διότι με την εμφάνιση και την επικράτηση ολοκληρωτικών κρατών, τέθηκε γρήγορα το ερώτημα: αν οι εξουσιαστές επιβάλλουν δια της βίας τη μία και μοναδική τους αλήθεια, τότε πώς θα φανερωθεί μια άλλη αλήθεια; Πού θα βρει καταφύγιο εκείνη η αλήθεια που δε χωράει στην ιδεολογία τους; Στο Ευαγγέλιο του Νικόδημου, από το οποίο ο Bulgakov αντλεί πολλά στοιχεία για την αφήγηση της ανάκρισης και της σταύρωσης του Ιησού, αναδεικνύεται ακριβώς αυτό το ζήτημα, και η απάντηση που δίνει ο Bulgakov με το μυθιστόρημά του είναι ότι η αλήθεια είναι διαχρονική και δεν μπορούν να την ελέγξουν οι επί της γης εξουσιαστές, όσο και αν προσπαθούν.
Ο αναγνώστης του βιβλίου διαπιστώνει με έκπληξη ότι ο διάβολος του Bulgakov -παρ’ όλο που διατηρεί τον εξεγερσιακό του χαρακτήρα απέναντι στη θεϊκή τάξη-, δεν είναι ακριβώς το σκοτεινό πνεύμα του κακού που γνωρίζουμε από την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση. Κατά μία έννοια, ενσαρκώνει το πνεύμα της εξέγερσης. Όπως ο διάβολος εξεγέρθηκε ενάντια στον παντοδύναμο Θεό, έτσι και ο Woland επαναστατεί ενάντια στο ολοκληρωτικό κράτος. Γιατί στη δεκαετία του 1930, ο παντοδύναμος Θεός είναι το ολοκληρωτικό κράτος. Η διαβολική εξέγερση είναι ταυτόχρονα και μια παθιασμένη υπεράσπιση της αληθινής τέχνης ενάντια στην ηθικολογία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, του αγνού έρωτα ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό, της πνευματικότητας και του αυθορμητισμού ενάντια στον υλισμό και τον μικροαστισμό.
Ο συγγραφέας επιτίθεται με σφοδρότητα, χρησιμοποιώντας τέλεια το διαβρωτικό του χιούμορ, σε όλους τους θεσμούς της σοβιετικής κοινωνίας, όπως επίσης και στη μικρόνοια και την υποκρισία των συμπατριωτών του. Κανείς δεν γλιτώνει από την πένα του. Ούτε οι κρατικοί υπάλληλοι, ούτε οι γιατροί, ούτε οι μικροέμποροι, ούτε οι συνάδελφοί του συγγραφείς. Οι ακόλουθοι του Woland εισβάλλουν παντού και προκαλούν αναστάτωση και χάος. Ο σατανάς του Bulgakov λοιπόν δεν είναι ο παραδοσιακός σατανάς. Δεν είναι φορτισμένος με το αρνητικό νόημα που έχει στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση.
Αρνητικό νόημα εδώ, παίρνει ο Θεός. Δηλαδή οι δυνάμεις του κράτους, της εξουσίας και της τάξης. Θα έλεγε κανείς ότι στο "Master and Margarita", αποδεικνύεται ότιο διάβολος και το πνεύμα του κακού είναι ο Θεός, και ο διάβολος αποδεικνύεται ότι είναι ο Θεός και το πνεύμα του καλού. Ο Bulgakov δηλαδή, αναποδογυρίζει την παραδοσιακή ιστορία, υψώνοντας τον διάβολο στη θέση του Θεού και υποβιβάζοντας τον Θεό στη θέση του διαβόλου. Το ίδιο κάνει, άλλωστε, και με άλλα στοιχεία της λογοτεχνικής παράδοσης, όπως για παράδειγμα με το μύθο του Faust. Αντίθετα με την παραδοσιακή φαουστική ιστορία, εδώ είναι η Margarita –και όχι ο Faust- που πουλά την ψυχή της στον διάβολο για χάρη του έρωτά της, και ο έρωτάς της είναι αγνός και ανιδιοτελής.
Η έκδοση του συγκλονιστικού μυθιστορήματος του Bulgakov "The Master and Margarita" στα ελληνικά, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να ξαναδιαβαστεί, ή να διαβαστεί για πρώτη φορά από νέους αναγνώστες, διότι αυτό το μοντερνιστικό, μαγικο-ρεαλιστικό αριστούργημα, διατηρεί τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια του ακέραια. Μοιάζει να έχει γραφτεί σήμερα, και τα επεισόδια της πλοκής του θα μπορούσαν να διαδραματίζονται δίπλα μας εδώ και τώρα, κι ας περιλαμβάνει γάτους με ανθρώπινη μιλιά, θεούς και διαβόλους, νεκρούς που ζωντανεύουν ή ανθρώπους που ερωτεύονται αληθινά.
[1]: Το μυθιστόρημα του Bulgakov "The Master and Margarita" μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1967, με τεράστια επιτυχία. Η Marianne Faithfull έδωσε το βιβλίο στον Mick Jagger, ο οποίος επηρεάστηκε τόσο πολύ, ώστε εμπνεύστηκε και έγραψε το τραγούδι "Sympathy for the Devil", το οποίο ακολουθεί πιστά ολόκληρο το concept του Bulgakov:
Ο Διάβολος ζει ανάμεσά μας ως "a man of wealth and taste", αλλά δεν καταλαβαίνουμε "the nature of his game" και μπερδευόμαστε. Ο στίχος “Tell me baby, what’s my name” συνάδει απόλυτα με το σημείο του βιβλίου που όλοι έχουν ξεχάσει το όνομα του Βόλαντ.
«Το Life of Brian δεν είναι βλάσφημο, είναι αιρετικό. Δεν είναι βλάσφημο επειδή ακολουθεί κατά γράμμα τη βιβλική ιστορία. Στην ουσία, πρέπει να πιστεύεις στη Βίβλο, πρέπει να καταλαβαίνεις και να γνωρίζεις τη βιβλική ιστορία για να καταλάβεις την ταινία. Είναι αιρετική επειδή γελοιοποιεί τον τρόπο με τον οποίο την ερμηνεύει η εκκλησία. Αίρεση κατά βάση σημαίνει να πηγαίνεις κόντρα στην ερμηνεία της εκκλησίας κι όχι κόντρα στο βασικό πιστεύω”. (Terry Jones)
Η ιδέα για το Life of Brian προέκυψε στη διάρκεια μιας διαφημιστικής περιοδείας των Monty Python για την προβολή της πρώτης ταινίας τους Monty Python and the Holy Grail στο Άμστερνταμ, όταν ο Eric Idle και ο Terry Gilliam σκέφτηκαν ότι το επόμενο φιλμ θα έπρεπε να ονομαστεί «Jesus Christ – Lust for Glory», μόνο και μόνο για να δίνεται μια απάντηση στην επιμονή των δημοσιογράφων που ρωτούσαν συνεχώς για τον τίτλο της επόμενης ταινίας. Εντούτοις, η ιδέα ενθουσίασε τους υπόλοιπους Pythons και έτσι βάλθηκαν να σκαρώσουν μια κωμωδία βασισμένη στη θρησκεία, με έντονες πολιτικές αναφορές. Είχαν ήδη αφήσει πίσω την επιτυχία της πρώτης τους ταινίας Monty Python and the Holy Grail.
Ωστόσο, χωρίς τη συμβολή του George Harrison των Beatles, μέγα θαυμαστή του ανατρεπτικού θιάσου, ίσως η ιδέα να μην είχε πραγματοποιηθεί ποτέ και το κοινό να έχανε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια από τις καλύτερες και πιο εμπνευσμένες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Και όταν λίγες μόλις μέρες πριν την αναχώρηση του συνεργείου για την Τυνησία η ΕΜΙ, που αρχικά θα χρηματοδοτούσε την ταινία, αρνήθηκε να συμμετάσχει λόγω του σεναρίου, οι Pythons στράφηκαν στον George. Ο πρώην Beatle δέχτηκε με χαρά να προσφέρει τα χρήματα και μάλιστα αποφάσισε να ιδρύσει την HandMade Films, μια εταιρεία παραγωγής μόνο και μόνο επειδή ήθελε να δει την ταινία. Μια και μόνο ανάγνωση του σεναρίου ήταν αρκετή για να του πάρει τα μυαλά. Μάλιστα, δεν δίστασε να βάλει σε υποθήκη το σπίτι του στο Χένλεϊ και το γραφείο του στο Λονδίνο, προκειμένου να δανειοδοτηθεί από την τράπεζα. Αργότερα, οTerry Jones θα έλεγε ότι αυτό ήταν το ακριβότερο εισιτήριο στην ιστορία του κινηματογράφου. Η «αμοιβή» του Harrison ήταν ένα πέρασμα δευτερολέπτων σε μια σκηνή της ταινίας (στη μια ώρα και 9 λεπτά): εμφανίζεται στη σκηνή όπου η μητέρα του Brian (δηλαδή ο Terry Jones) γυρίζει στο δωμάτιο από το παράθυρο, (έχοντας προσπαθήσει μάταια να πείσει το πλήθος από κάτω ότι ο γιος της δεν είναι ο Μεσσίας) και βρίσκει μέσα ένα σωρό κόσμο να ψάχνει το γιο της. Ο Harrison διακρίνεται μέσα στον αχταρμά φορώντας ψεύτικη γενειάδα.
«Πάντοτε έβλεπε την παράλογη πλευρά των πραγμάτων και για αυτό ακριβώς του άρεσαν οι Monty Python», θα έγραφε ο Michael Palin μετά το θάνατο του Harrison τον Νοέμβριο του 2001. «Όταν σε έχουν θεοποιήσει όπως συνέβη με τους Beatles, ο κόσμος μπορεί να σου φαίνεται παράλογος. Νομίζω ότι είδε τους Pythons σαν μια μορφή λογικής».
Για την ιστορία, το σενάριο άρχισε να γράφεται τον Δεκέμβριο του 1976 και το προσχέδιο για την προπαραγωγή ήταν έτοιμο τον Ιανουάριο του 1978. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στο Μοναστήρι της Τυνησίας (μερικές σκηνές κινηματογραφήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, στην τυνησιακή πόλη Σους και στην αρχαία Καρχηδόνα), ενώ οι Pythons χρησιμοποίησαν μέρος από τα σκηνικά που είχε εγκαταλείψει ο Franco Zeffirelli όταν ολοκλήρωσε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. Ο θίασος χρησιμοποίησε πολλούς ντόπιους σαν κομπάρσους. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στις 16/9 και τις 12/11 του 1978 και η πρώτη ιδιωτική προβολή διάρκειας δυο ωρών έγινε τον Ιανουάριο του 1979. Τους επόμενους μήνες οι Pythons ασχολήθηκαν με το μοντάζ.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο Terry Jones και ο ρόλος του Brian ανατέθηκε στον Graham Chapman – αρχικά ήταν να τον αναλάβει ο John Cleese, αλλά υποχώρησε μπροστά την επιμονή του Chapman. Ο τελευταίος ήταν ήδη αλκοολικός, αλλά θα φρόντιζε να αποτοξινωθεί προκειμένου να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και τελικά θα πέθαινε δέκα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1989, έχοντας χάσει τη μάχη με τον καρκίνο.
Το Life of Brian θα προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και έντονες διαμαρτυρίες εκ μέρους διαφόρων θρησκευτικών οργανώσεων, χριστιανικών, εβραϊκών, ακόμα και μουσουλμανικών, αλλά αυτό βοήθησε ακόμα περισσότερο την προβολή του. Απέφερε κέρδη 20 εκατομμυρίων δολαρίων μόνο στις ΗΠΑ, πενταπλάσια από τον αρχικό προϋπολογισμό.
ΜΕΡΙΚΑ TRIVIA ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
- Αρχικά, ο Eric Idle ηχογράφησε το τραγούδι «Always Look at the Bright Side of Life» με την κανονική του φωνή, αλλά τελικά αποφάσισε ότι δεν του καθόταν καλά κι έτσι το ξαναηχογράφησε με προφορά cockney στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, χρησιμοποιώντας σαν μόνωση στρώματα που στερεώθηκαν στους τοίχους.
- Η ταινία παρέμεινε υπό απαγόρευση στην Ιρλανδία μέχρι το 1987 λόγω «βλάσφημου περιεχομένου». Μια πόλη στη Νότια Ουαλία απαγόρευσε την προβολή της χωρίς να διαθέτει καν… κινηματογραφική αίθουσα! Μια άλλη πόλη στη Σκωτία επέτρεψε την προβολή της μόλις το 2009, κρίνοντάς την ωστόσο ακατάλληλη κάτω των 18 ετών. Στη Νορβηγία το Life of Brian παρέμεινε απαγορευμένο για ένα χρόνο και οι Σουηδοί δεν έχασαν την ευκαιρία να διαφημίσουν την ταινία υποστηρίζοντας ότι «είναι τόσο αστεία, ώστε απαγορεύτηκε στη Νορβηγία»
- Στη σκηνή που ο Michael Palin ως Πόντιος Πιλάτος προκαλεί τους φρουρούς του σχετικά με το όνομα «Biggus Dickus» είναι αληθινή. Οι κομπάρσοι που υποδύονται τους στρατιώτες είχαν ενημερωθεί ότι δεν έπρεπε να γελάσουν στη διάρκεια του γυρίσματος αλλά δεν τους είχαν ενημερώσει για το τι θα έλεγε ή τι θα έκανε ο Palin.
- Στη σκηνή όπου το πλήθος ακολουθεί τον Brian μετά την ομιλία του στη σκηνή, ο κομπάρσος που μένει πίσω λέγοντας «ας προσευχηθούμε… ας προσευχηθούμε», είναι ο σπουδαίος Ιρλανδο-βρετανός κωμικός Spike Milligan, συνεργάτης του Peter Sellers στη βρετανική κωμική ραδιοφωνική εκπομπή The Goon Show. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε διακοπές στην Τυνησία.
- Σύμφωνα με μια από τις αρχικές ιδέες του σεναρίου, ο Brian θα ήταν ο δέκατος τρίτος Απόστολος που θα έχανε όλες τις κρίσιμες στιγμές από τη ζωή του Χριστού.
- Ο Graham Chapman ήταν πτυχιούχος της Ιατρικής και έτσι στο τέλος των γυρισμάτων πρόσφερε ιατρικές υπηρεσίες στο συνεργείο και στους ηθοποιούς.
- Αρκετές σκηνές της ταινίας περιλάμβαναν μια ομάδα Εβραίων Ζηλωτών με επικεφαλής έναν ψυχοπαθή ονόματι Ότο, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως σύμβολό τους κάτι ανάμεσα στη χιτλερική σβάστικα και το εβραϊκό άστρο του Δαβίδ. Τελικά, οι σκηνές αυτές κόπηκαν στη διάρκεια του post-production επειδή αρκετοί από τους ηθοποιούς αποφάσισαν ότι μια τέτοια σύγκριση ανάμεσα στο ναζισμό και τον ακραίο σιωνισμό, ακόμα κι αν επρόκειτο για σάτιρα, ήταν πολύ εμπρηστική για μια ταινία που ήξεραν πολύ καλά ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις. Ο Terry Gilliam πάντως θεωρούσε ότι οι σκηνές έπρεπε να παραμείνουν λέγοντας χαρακτηριστικά, «Εντάξει, αποξενώσαμε τους Χριστιανούς, τώρα ας πιάσουμε τους Εβραίους».
- Το μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου γράφτηκε στα νησιά Barbados, όπου κατέφυγαν οι Monty Python για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Ο Κeith Moon, ο ντράμερ των Who, τους ακολούθησε για παρέα και τους περίμενε αραχτός στην παραλία μέχρις ότου τελειώσουν την καθημερινή τους δουλειά, καθώς τηρούσαν ωράριο γραφείου. Ο Moon προσπαθούσε να αποτοξινωθεί από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ και ο Terry Jones τον είδε για τελευταία φορά τον Σεπτέμβριο του 1978, μια μέρα πριν το θάνατό του (7/9/78).
- Για να προβληθεί η ταινία ως «κατάλληλη» κάτω των 18 στη Βρετανία, η λέξη «μουνί» αφαιρέθηκε από τη σκηνή όπου ο Reg (ο αρχηγός των επαναστατών Gleese) κατηγορεί τον Brian ότι εξαιτίας του οι Ρωμαίοι παρά λίγο να ανακαλύψουν το κρησφύγετό τους. Αντικαταστάθηκε με τη λέξη «klutz» (αδέξιος), ωστόσο το κοινό έπιασε αμέσως το νόημα.
- Για τη σκηνή του γκραφίτι, κατασκευάστηκαν ψεύτικα τείχη μπροστά από τα κανονικά. Ωστόσο, έμεινε ένα ίχνος μαύρης μουτζούρας πάνω στα πραγματικά και η παραγωγή υποσχέθηκε ότι θα την αφαιρούσε, πράγμα που τελικά δεν έγινε. «Χρειάστηκε να γυρίσουμε νύχτα και να ξαναβάψουμε τις πέτρες στο κανονικό τους χρώμα. Ακόμα δεν ξέρουμε αν το πήρε χαμπάρι κανείς».
- Ο Terry Gilliam δεν ήξερε πού να ταιριάξει τα κινούμενα σχέδια, όταν του προέκυψε η ιδέα με το διαστημόπλοιο και την απαγωγή του Brian από εξωγήινους. «Ο Brian προσπαθεί να ξεφύγει από μια ανέφικτη κατάσταση κι εγώ του πρόσφερα μια ανέφικτη λύση. Ήταν πολύ μέσα στα πλαίσια των Python… Συνήθως τα διαστημόπλοια δεν έχουν ταχύτητες, αλλά σκέφτηκα πως θα ήταν μια ωραία ανατροπή. Οι ηχολήπτες νόμισαν ότι είχα παλαβώσει. Για τον ήχο χρησιμοποιήσαμε μια μοτοσικλέτα. Οι εκρήξεις ήταν εφέ που έγιναν στο τέλος της ταινίας. Χρησιμοποιήσαμε τάσια τροχών αυτοκινήτου για το διαστημόπλοιο. Μας είχαν τελειώσει τα χρήματα».
- Γνωρίζοντας την ενδεχομένως βλάσφημη φύση του σεναρίου, οι Pythons το έστειλαν σε έναν καθηγητή της Θεολογίας για να το τσεκάρει. Εκείνος συμφώνησε ότι το έργο δεν είναι βλάσφημο, απαντώντας ωστόσο ότι «εκμαιεύει το μέγιστο της κωμωδίας από την ψευτοθρησκεία και τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις».
Το περιεχόμενο του ιστοτόπου αυτού, μπορεί να αναπαραχθεί ελεύθερα, εφόσον αναφέρεται η πηγή. Το περιεχόμενο που υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας, ανήκει στον αξιότιμο ιδιοκτήτη του.
(Ποιό είναι αυτό; ...βρείτε το)