Χθες βράδυ, παρακολουθώντας στο Mega την εκπομπή του Στ. Θεοδωράκη -που αφορούσε υιοθεσίες παιδιών, τις δεκαετίες του ΄60 και ΄70, από ιδρύματα της Ελλάδας σε ζευγάρια στην Ολλανδία- συγκλονίστηκα για μία ακόμη φορά, παρόλη την εξοικείωσή μου με το θέμα. Συγκλονίστηκα από τον επίμονο αγώνα και την απίστευτη ανάγκη αυτών των παιδιών να συναντήσουν τους βιολογικούς τους γονείς, παρόλο που ζούσαν μία ευτυχισμένη ζωή. Συγκλονίστηκα από την κοινωνική υποκρισία της εποχής εκείνης που εξανάγκαζε ανύπαντρα κορίτσια να αφήνουν κρυφά τη νύχτα στη βρεφοδόχο κάποιου ιδρύματος το σπλάχνο τους, από τον αγώνα κάποιων από τις μητέρες αυτές να εντοπίσουν το παιδί που αναγκάστηκαν κάποτε βίαια να αποχωριστούν, και από την άρνηση κάποιων άλλων από αυτές να συναντήσουν το παιδί που εγκατέλειψαν για να μη «πληγεί» η ηρεμία της οικογένειας που απέκτησαν αργότερα…
Κάποιες φορές, μέσα στην κουβερτούλα του βρέφους υπήρχε και ένα χαρτάκι από τη μητέρα του που, εκτός από την αναγραφή της ημερομηνίας γέννησής του, υπήρχε και η παράκληση προς το προσωπικό του ιδρύματος να προσέχει το σπλάχνο της και πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει για να το πάρει κοντά της. Η πραγματικότητα, όμως, είναι μερικές φορές ισχυρότερη από τις επιθυμίες μας…
Ισχυρότερη ήταν και πριν από αρκετά χρόνια, όταν αναγκάστηκα να αποχωριστώ, μετά από ένα χρόνο περίπου, ένα 5χρονο τότε αγγελούδι, την Κ., που είχα κοντά μου ως ανάδοχος γονιός. Το ίδρυμα, βασιζόμενο «στο γράμμα του νόμου», την έδωσε κάποια στιγμή σε ένα άτεκνο ζευγάρι ελλήνων κάπου μακριά. Εγώ, ως ανήκων στην κατηγορία των μονογονεϊκών οικογενειών, δεν είχα δικαίωμα/προτεραιότητα να το υιοθετήσω...
Τη μικρή Κ. τη γνώρισα όταν την έφεραν από το συγκεκριμένο ίδρυμα στο τμήμα μας για εκτίμηση και παρακολούθηση. Ήταν ένα σωματικά και συναισθηματικά κακοποιημένο 4χρονο παιδί που έζησε, εκτός αυτών, και το δράμα της σεξουαλικής κακοποίησης από τους ίδιους της τους γονείς που ήταν χρήστες ουσιών. Όταν βγήκα να την υποδεχθώ στο χώρο αναμονής, με συγκλόνισε το απίστευτα θλιμμένο βλέμμα της. Είχε τεράστια καταγάλανα ματάκια, μακριά κατάξανθα μαλλάκια με υπέροχες μπούκλες και μια ελαφρώς χλωμή επιδερμίδα. Η όλη εμφάνισή της έδινε την εντύπωση πληγωμένου αγγέλου…
Αφού της συστήθηκα, με ακολούθησε σχετικά πρόθυμα στο χώρο εξέτασης, κρατώντας σφιχτά μια μικρή κούκλα που είχε φέρει μαζί της. Άρχισε, σχεδόν αμέσως, να παίζει με τα παιχνίδια που υπήρχαν στο δωμάτιο. Δεν τη διέκοψα, και το μόνο που της είπα, μετά από λίγο, ήταν πως είμαι εκεί για να τη βοηθήσω, πως μπορεί να μιλήσει για οτιδήποτε θέλει, αλλά και να μη μιλήσει καθόλου αν δεν θέλει, και πως έχω όση υπομονή και χρόνο χρειάζεται για να περιμένω μέχρι η ίδια να θελήσει να μιλήσει για οτιδήποτε την τρομάζει, τη θυμώνει, τη στεναχωρεί ή επιθυμεί. Έτσι, και χωρίς άλλα λόγια, κύλισε όλη η επόμενη ώρα. Στο διάστημα αυτό, γυρνούσε και με κοιτούσε πότε-πότε με ένα διερευνητικό, όπως ένιωσα, βλέμμα.
Στην επόμενη συνάντησή μας, ήταν εμφανώς πιο χαρούμενη και μόλις με είδε μου έδωσε από μόνη της το χεράκι της για να την κρατήσω, καθοδόν προς το εξεταστήριο. Σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, διέκοπτε αρκετές φορές το παιχνίδι της και, πλησιάζοντάς με, μου έδειχνε την κούκλα της, ρωτώντας με αν μου αρέσει και αν τη βρίσκω όμορφη. Ο συμβολισμός και το νόημα σαφέστατα. Επιβεβαιώθηκαν με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο, όταν, στο τέλος της συνεδρίας μας και πριν φύγει, με πλησίασε και, δίνοντάς μου την κούκλα της, μου είπε πως θέλει να μου την αφήσει για να μην την ξεχάσω (την ίδια την Κ.) και για να την θυμάμαι μέχρι την επόμενή μας συνάντηση…
Κρύβοντας με πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια τη συγκίνησή μου, της είπα πως με μεγάλη μου χαρά θα κρατήσω την κούκλα της και πως σίγουρα δεν θα την ξεχνούσα, ακόμα και αν δεν μου άφηνε την κούκλα της.
Περάσαμε μαζί έναν πολύ κουραστικό αλλά και υπέροχο συνάμα χρόνο. Υπήρξαν περίοδοι που παλινδρόμησε, λειτουργώντας σαν ένα παιδί 1-2 χρονών, καθώς ποτέ μέχρι τότε στη σύντομη ζωούλα της δεν είχε νιώσει μικρό παιδί. Αναγκάστηκε να μεγαλώσει πριν την ώρα της. Οι χαρές και τα διδάγματα ζωής που μας έδωσε, όμως, ήταν απείρως περισσότερα από οποιαδήποτε κούραση ή δυσκολία.
Τη στιγμή του αποχωρισμού μας δεν θέλω σχεδόν να τη θυμάμαι. Μέσα μου να συνθλίβομαι από τον πόνο και να προσπαθώ, για χάρη της, να φαίνομαι χαρούμενος, θέλοντας να της δείξω πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί γιατί εκεί που θα πάει θα είναι πολύ καλά και πως θα συνεχίσουμε να βλεπόμαστε συχνά. Δυστυχώς, όμως, οι θετοί της γονείς αθέτησαν την υπόσχεσή τους για διατήρηση της επικοινωνίας μας…
Πριν από λίγα χρόνια, βγαίνοντας από ένα ραντεβού μου στο χώρο της δουλειάς μου, με πλησιάζει μια κοπελίτσα 14 περίπου χρονών και με ρωτά αν είμαι ο κύριος τάδε. Σχεδόν δεν πρόλαβα να απαντήσω καταφατικά, όταν, προς έκπληξή μου, τη βλέπω να βουρκώνει και αμέσως μετά να με αγκαλιάζει σφιχτά, λέγοντας με λυγμούς πως είναι η Κ. και πως γι΄αυτήν εγώ είμαι ο πατέρας της. Είχε αναγκάσει τους θετούς γονείς της να τη φέρουν για να με συναντήσει μετά από τόσα χρόνια…
Αν κάποτε οι συνηθέστεροι λόγοι της εγκατάλειψης παιδιών σε βρεφοκομεία ήταν κυρίως η κοινωνική κατακραυγή για μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου, η ορφάνια, η παραμέληση ή η κακοποίηση, τα 2-3 τελευταία χρόνια, οι περιπτώσεις εγκατάλειψης παιδιών σε διάφορα ιδρύματα της χώρας μας έχουν αυξηθεί κατά 125%, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Αυτή τη φορά οι λόγοι είναι η πείνα, η ανέχεια και -κατά πως λέγεται- το εθνικό συμφέρον... Ποιών συμφέρον, όμως…;
3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο