Όταν τον πρωτογνώρισα, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Ήταν μια Κυριακή του Αυγούστου, και η θεία μου -η αδελφή του πατέρα μου, που μου είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία- με πήρε μαζί της να πάμε για ένα μπανάκι στη θάλασσα. Εκεί, στο ήσυχο και γραφικό παραλιακό ταβερνάκι, σε ένα τραπεζάκι κάτω από τη δροσιά της κληματαριάς, μας περίμενε. Ξαφνιάστηκα, δεν το περίμενα, γιατί η θεία μου δεν μου είχε πει το παραμικρό από πριν.
- Από εδώ ο φίλος μου ο Χάρης, μου είπε.
Με εντυπωσίασε απίστευτα η όλη του παρουσία. Λεπτός, ψηλός, κομψός -με το κατάλευκο λινό πουκάμισο και το ανοιχτό γκρι παντελόνι- γκρίζα, πλούσια, μεταξένια μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, σταρένια επιδερμίδα και μαύρα σπινθηροβόλα μάτια με εντυπωσιακά μεγάλα και γυριστά ματόκλαδα. Εκτός από πολύ όμορφος, είχε και κάτι που σε μάγευε. Οι κινήσεις του, ο τρόπος που μιλούσε και κρατούσε το τσιγάρο ανάμεσα στα μακριά και λεπτά δάκτυλα του χεριού του, το εγκάρδιο χαμόγελό του και, τέλος, εκείνο το βλέμμα, που άλλοτε σε καθήλωνε και άλλοτε σε ξεσήκωνε και που κάποιες στιγμές έμοιαζε να χάνεται στο άπειρο…
Αυτό που ακόμα θυμάμαι και που με έκανε να νιώσω τόσο περήφανος και σπουδαίος τη μέρα ΄κείνη -αλλά και στη συνέχεια, καθώς έγινε ο σύζυγος της θείας μου και έμεναν πάνω από εμάς- είναι πως με αντιμετώπισε τόσο ισότιμα, που ούτε έστω και για μια στιγμή δεν ένιωσα σαν ένα παιδαρέλι που δέχεται τις τυπικές, σε ανάλογες περιπτώσεις, ερωτήσεις του τύπου: «Τι τάξη πηγαίνεις στο σχολείο;», «Τι ομάδα είσαι;», «Πόσα μπάνια έχεις κάνει ως τώρα» ή άλλες ανάλογα ανούσιες κι ανόητες.
Χωρίς να με ρωτήσει, μισογέμισε το ποτηράκι που βρίσκονταν μπροστά μου με ούζο και κρύο νερό, και σηκώνοντας το δικό του ποτήρι είπε: «Στην υγειά μας, χαίρομαι που είσαι εδώ». Από τη στιγμή εκείνη, έγινε ο αρχηγός μου, όπως και τόσων άλλων παλαιότερα. Από 17 χρονών στην εθνική αντίσταση, αργότερα καπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. και, μετά το τέλος του εμφυλίου, πέντε θανατικές καταδίκες, φυλακές, εξορίες, ξερονήσια, βασανιστήρια φριχτά…
Όπου κι αν βρισκόταν -είτε ανάμεσα σε γνωστούς ή αγνώστους είτε μιλούσε είτε άκουγε σιωπηλός- γινόταν, χωρίς ποτέ να το επιδιώκει και χωρίς να κάνει το παραμικρό για αυτό, ο φυσικός αρχηγός και ο πόλος έλξης της παρέας. Το έβλεπες πως όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, όταν μιλούσε, και ένιωθες πως όλοι αναζητούσαν τη φανερή ή σιωπηρή επιδοκιμασία του για όσα έλεγαν. Ήταν γεννημένος αρχηγός, με έναν φυσικό και αβίαστο τρόπο και επηρέασε καθοριστικά τη ζωή, τις αρχές και την προσωπικότητά μου.
Με έπαιρνε από τότε και για τα επόμενα χρόνια μαζί του σε ταβέρνες, σε γνωστά μπουζουκομάγαζα της εποχής εκείνης και σε διάφορα άλλα «μαγικά» στα μάτια μου μέρη της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο, που κανένας άλλος, ούτε κατά προσέγγιση, υπήρχε στην ηλικία μου. Δειλινά, Φαρίντα, στου Διαμαντή στη Ν. Ραιδεστό, στο περιβόητο Μινουί και σε τόσα άλλα…
Όπου και αν πηγαίναμε, όλα τα γκαρσόνια και όλες οι μεγάλες φίρμες που εμφανίζονταν εκεί έρχονταν στο τραπέζι μας και τον χαιρετούσαν εγκάρδια και ταυτόχρονα με ιδιαίτερο σεβασμό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που η παλιά ρεμπέτισσα Λιλή -που τη συνόδευαν τα μπουζούκια Καμπουρέλος και Σωκράτης- τον υποδέχονταν κάθε φορά που έμπαινε στο Μινουί, όπου για χρόνια η ίδια τραγουδούσε. Σταματούσε, όποιο τραγούδι και αν τύχαινε εκείνη τη στιγμή να τραγουδά, σηκωνόταν όρθια, άνοιγε σαν αγκαλιά τα δυο της χέρια και λέγοντας πρώτα «Καλώς τον, το λεβέντη μας», πρόσθετε: «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν κι οι καμπάνες…». Πολύ αργότερα κατάλαβα τι σήμαιναν τα λόγια αυτά…
Ακόμα και ο τρόπος που χόρευε ήταν στην κυριολεξία μοναδικός. Ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή μου δεν έχω δει άνθρωπο να χορεύει ζεϊμπέκικο και ταγκό όπως αυτός. Και δεν εννοώ το ίδιο καλά, όσο το ίδιο μοναδικά και συγκλονιστικά. Για κάποιον περίεργο τρόπο, όσοι άλλοι τύχαινε να χορεύουν ταυτόχρονα, σιγά-σιγά αποχωρούσαν, αφήνοντάς τον μόνο στην πίστα να χορεύει ζεϊμπέκικο με τα χέρια ανοιχτά και επιτόπιες κινήσεις που θύμιζαν σταυραετό που ζυγιάζεται με καμπουριασμένα φτερά πάνω από το υποψήφιο θύμα του, έτοιμος να εφορμήσει.
Αρκετά χρόνια αργότερα, σχεδόν με έδιωξε μία φορά από το σπίτι του, μετά από μία από τις πολλές και εντονότατες πολιτικές συζητήσεις μας, όπου ασκούσα σκληρή κριτική για την απουσία πολιτικής ή άλλης ελευθερίας στις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού, για τα προκλητικά προνόμια των κομματικών στελεχών και για τον ανηλεή διωγμό και αφανισμό του οποιουδήποτε τολμούσε να αρθρώσει εναλλακτικό πολιτικό λόγο ή οποιουδήποτε είδους κριτικής. Παρόλα αυτά, είπε αμέσως μετά στη θεία μου: «Με εκνευρίζει πολύ με τις απόψεις του, αλλά τον χαίρομαι, το μπαγάσα, έχει πάθος και α…..α!». Με αγαπούσε και με χαιρόταν, πάντα μετρημένα, σαν το γιο που ποτέ του δεν απέκτησε…
Κάποια στιγμή, αποφάσισε να κάνει το μοιραίο, απ΄ό,τι αποδείχθηκε, εκείνο ταξίδι στην αγαπημένη του μέχρι τότε Σοβιετική Ένωση, από το οποίο επέστρεψε άλλος άνθρωπος. Μετά από αυτό, χάθηκε οριστικά η τόσο γνώριμη λάμψη στα μάτια του, η σπιρτάδα και το γνωστό του πάθος, κάθε φορά που αναφέρονταν στα σοσιαλιστικά ιδεώδη και στον τιτάνιο, όπως έλεγε, αγώνα των συντρόφων, εκεί μακριά, ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή η θεία μου, στη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού μονολογούσε συχνά, λέγοντας: «Αυτά που βλέπω δεν μου αρέσουν καθόλου»…
Πέθανε σχετικά νέος, λίγα χρόνια μετά από το ταξίδι αυτό. Βλέπαμε εκείνον τον πανέμορφο και γεμάτο ζωή και ενέργεια άνδρα να μαραζώνει και να λιώνει σιγά-σιγά σαν το κερί. Η κηδεία του πραγματική λαοθάλασσα. Εκπρόσωποι οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης από όλη την Ελλάδα καθώς ο ίδιος ήταν ενεργός πρόεδρος σε μία από τις μεγαλύτερες από αυτές. Κανείς δεν θα μου βγάλει από το μυαλό τη βεβαιότητα πως δεν άντεξε, διαπιστώνοντας «ιδίοις όμμασι» τη διάψευση των ονείρων, των προσδοκιών και, σε μεγάλο βαθμό, των ηρωικών αγώνων και θυσιών τόσων χρόνων του ιδίου και εκατοντάδων χιλιάδων άλλων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του Ε.Α.Μ. για έναν κόσμο ειρηνικό, ελεύθερο και στον οποίο να κυριαρχεί η κοινωνική δικαιοσύνη…
4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο