Ήταν άντρας όμορφος, μερακλής, καλοφαγάς, γλεντζές, γενναιόδωρος κι αγαπούσε τη ζωή, όπως κι ο καθένας άλλωστε, αλλά αυτός ίσως λίγο περισσότερο. Όποτε έβγαινε η παρέα για φαγητό, αυτός ήταν πάντα που έδινε την παραγγελία. Είχε καθιερωθεί, σαν τους άγραφους εκείνους νόμους που είναι πιο ισχυροί και από τους γραπτούς, συν το ότι οι σερβιτόροι, μάλλον από ένστικτο και διαίσθηση, πάντα αυτόν πλησίαζαν, όταν έφθανε η στιγμή να πάρουν παραγγελία. Τις περισσότερες φορές, οι σερβιτόροι που δεν τον γνώριζαν ρωτούσαν αν περιμένουμε κι άλλους γιατί πάντα παράγγελνε τα διπλάσια από αυτά που φυσιολογικά χρειάζονταν. Και δεν έφθαναν όλα αυτά. Στο τέλος, υπήρχε πάντα, ασχέτως αν δεν κατέβαινε συνήθως μπουκιά παραπάνω, η περίφημη παραγγελία του «Χιονισμένου Καϊμάκτσαλαν», όπως την αποκαλούσε, που αποτελούνταν από 2 ή 3 πακέτα μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα , σε μια τεράστια πιατέλα, και επάνω τους τριμμένη περίπου ένα κιλό γραβιέρα ή κεφαλογραβιέρα.
Ποτέ δεν του χαλούσαμε χατίρι σε αυτές του τις υπερβολές γιατί είχε πολύ καλή καρδιά κι ευαισθησία μικρού παιδιού, αλλά και γιατί ήταν ένας πονεμένος άνθρωπος που γνώρισε από τα τρυφερά του χρόνια το σκληρό πρόσωπο της πραγματικής φτώχιας καθώς ορφάνεψε πολύ νωρίς από πατέρα, με τη μάνα του να δουλεύει από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ηλίου για να μπορέσει να μεγαλώσει τον ίδιο και τον μικρότερο ανάπηρο αδελφό του που σκοτώθηκε στα 19 του από αυτοκίνητο σε έναν χωματόδρομο της φτωχικής προσφυγικής γειτονιάς που ζούσαμε…
Αυτά τα μαύρα χρόνια σημάδεψαν την ψυχή του με ίχνη ανεξίτηλα, και είναι βέβαιο πως αυτός ήταν ο λόγος που παράγγελνε -τώρα που είχε πλέον την άνεση- τα διπλάσια από αυτά που χρειάζονταν κάθε φορά. Το τελευταίο μας γεύμα ήταν το Σάββατο πριν τη Μεγάλη εβδομάδα, στο λιτό μα με υπέροχα κρεατικά ταβερνάκι ενός μικρού ορεινού χωριού στο Πάικο, όπου πάντα τέτοιες μέρες, Χριστούγεννα και Πάσχα, πηγαίναμε για το καθιερωμένο τσιμπούσι μας αλλά και για να αγοράσουμε το καλό βιολογικό κόκκινο κρασί που έφτιαχνε από τα αμπέλια του ένας απόμαχος ιερέας, στις παρυφές του χωριού. Ήταν η πρώτη φορά, στα τριάντα χρόνια που είμαστε φίλοι, που δεν επέμεινε στην παραγγελία του «Χιονισμένου Καϊμάκτσαλαν». Αυτό ήταν για μένα ένα πολύ ανησυχητικό σημάδι που μαρτυρούσε την πολύ επιβαρυμένη του πλέον υγεία…
Δύο-τρεις φορές το χρόνο, καλούσε όλη την παρέα από Θεσσαλονίκη στην ταβέρνα «Χρυσό παγώνι» ενός φίλου του, στα Ν. Πλάγια Χαλκιδικής, όπου γίνονταν αξέχαστα γλέντια με ότι καλύτερο βγάζει η θάλασσα και η στεριά, αλλά και όργανα και τραγούδια μέχρι εξάντλησης. Στο τέλος πάντα βέβαια, παρέμενε, σχεδόν ανέπαφο μέσα στην τεράστια πιατέλα του στη μέση του τραπεζιού, το αγέρωχο «Χιονισμένο Καϊμάκτσαλαν», που στα μάτια μου φάνταζε σαν την πληγωμένη, μεταφορικά και πραγματικά, καρδιά του αγαπημένου μας φίλου.
Σήμερα το πρωί, έγινε στην Άθυτο Χαλκιδικής το μνημόσυνό του. Όλοι οι φίλοι ήμασταν εκεί. Όχι όμως για τσιμπούσια και τραγούδια, τη φορά αυτή, αλλά για να τιμήσουμε τη μνήμη του (ήταν μόνο 61 χρονών) και για να πιούμε έναν πικρό καφέ θυμούμενοι ατάκες και πεπραγμένα του. Εκεί, λοιπόν, έμαθα σήμερα, από έναν φίλο της παρέας που έχει εξοχικό στα Ν. Πλάγια, πως την Τετάρτη το βράδυ, λίγο πριν ξεσπάσει ο φονικός ανεμοστρόβιλος, πήγε με την οικογένειά του να φάνε στο «Χρυσό παγώνι». Επειδή, όμως, ήταν γεμάτο έφυγαν για να πάνε με το αυτοκίνητο σε μιαν άλλη κοντινή ταβέρνα. Δεν απομακρύνθηκαν ούτε 100 μέτρα από το «Χρυσό παγώνι» όταν άρχισε ο χαλασμός. Μία λαμαρίνα ήρθε με δύναμη από το πουθενά και έσπασε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους, σταματώντας με τη γωνία της ανάμεσα στο φίλο μου και τη σύζυγό του στα μπροστινά καθίσματα. Σώθηκαν σαν από θαύμα. Εκατό μέτρα πίσω, την ίδια στιγμή, έπεφταν νεκροί η μητέρα από τη Ρουμανία και ο 8χρονός γιός της από το στέγαστρο του «Χρυσού παγωνιού».
Το μέρος που στέγαζε τόσα χρόνια τις χαρές και τα γλέντια μας έγινε τάφος για κάποιους άλλους άτυχους συνανθρώπους μας. Ίσως καλύτερα που δεν πρόλαβε ο φίλος μας να ζήσει κι αυτά. Έφυγε για πάντα, τελείως άδικα όμως, σε μεγάλη ιδιωτική κλινική, εξαιτίας εντελώς λανθασμένων και καταδικασμένων εξαρχής ιατρικών πράξεων που οδήγησαν άμεσα σε επιπλοκές, ελαφρύνοντάς τον από το ένα του πόδι, μέχρι επάνω από το γόνατο, από 80 000 ευρώ για νοσηλεία δύο περίπου βδομάδων και, τελικά, και την ίδια του τη ζωή. Ευτυχώς, είχε πέσει σε κώμα και δεν αντιλήφθηκε ποτέ πως έμεινε με ένα πόδι. Είναι απολύτως βέβαιο πως δεν θα το άντεχε…
Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μας φίλε, εσύ ήσουν το πραγματικό χρυσό παγώνι με την ομορφιά ψυχής και παρουσίας που είχες, αν και με μια υπέροχη φωνή -που δεν διαθέτει ένα παγώνι όσο όμορφο κι αν είναι- που πάντα με καλούσε να κάνουμε ντουέτο…
Σ΄αγαπούμε πολύ, τόσο εγώ όσο κι η Μαριάνθη, που πάντα αποκαλούσες «φύλακα άγγελό» σου, και που για πρώτη φορά δεν ακολούθησες τις ιατρικές συμβουλές της που σου έσωσαν πολλές φορές τη ζωή τα τελευταία δέκα χρόνια…
ΥΓ. Σου αφιερώνω αυτό το τραγούδι που τραγουδήσαμε οι δυο μας σε ένα γλέντι μας στο Χρυσό Παγώνι, με τη συνοδεία των καταπληκτικών μουσικών φίλων σου που είχες φέρει
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο