Ένας άνθρωπος του μόχθου ήταν ο πατέρας μου. Ακάματος δουλευτάρης που φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από τα απαραίτητα στη γυναίκα και στα τρία του παιδιά. Όσο για τον εαυτό του, ότι περίσσευε και αν περίσσευε. Όσο σκληρή ήταν η δουλειά που έκανε και με τον τρόπο που την έκανε, άλλο τόσο τρυφερή ήταν η όμορφη ψυχή του. Ποτέ χατίρι δεν μας χάλασε και λάτρευε τη μητέρα μας, δείχνοντάς το με κάθε τρόπο. Της μιλούσε μόνιμα γλυκά και τρυφερά -πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο για τους άνδρες της εποχής εκείνης- και τη βοηθούσε πάντα τις Κυριακές στις βαριές δουλειές του σπιτιού και όχι μόνο, έχοντας γυρίσει μόλις το προηγούμενο βράδυ, αργά, από τα μακρινά, κουραστικά και επικίνδυνα, ιδιαίτερα τους χειμωνιάτικους μήνες, επαγγελματικά του ταξίδια.
Λάτρευε τη μουσική ο πατέρας μου και είχε μια υπέροχη δυνατή φωνή τενόρου που συνέβαλε στο να πρωτοστατεί σε όλα τα τόσο όμορφα γλέντια που γίνονταν στα σπίτια συγγενών και φίλων τότε. Καντάδες και διάφορα ελαφρά τραγούδια της εποχής ήταν το σύνηθες ρεπερτόριό του. Θυμάμαι, όμως, πως, πάντα και κάποια στιγμή που άναβε το γλέντι, όλοι του ζητούσαν να τραγουδήσει διάφορα πολύ δημοφιλή ρώσικα παραδοσιακά τραγούδια, όπως το «Ochi Chernye», το «Katyusha», το «Moscow Nights», «Song of the Volga man» και διάφορα άλλα. Ήταν μόλις 5 χρονών ο πατέρας μου όταν η οικογένειά του, μια εύπορη ελληνική οικογένεια εμπόρων στην Οδησσό, έφυγε άρον-άρον για την Ελλάδα, για να γλυτώσει τους διωγμούς του τότε, μετά Λένιν, καθεστώτος. Παρόλ΄αυτά, θυμόταν και μιλούσε άψογα τη ρωσική γλώσσα. Σε ηλικία 4 χρόνων, άρχισε τα μαθήματα βιολιού και είχε χαρακτηριστεί τότε ως παιδί-θαύμα, αλλά, ευτυχώς ή δυστυχώς και έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, παρέμεινε απλά παιδί, αλλά με μια απίστευτα γενναιόδωρη ψυχή…
Του άρεζε πολύ η κλασσική μουσική και, όποτε τύχαινε να έρθει καμιά συμφωνική ορχήστρα ή κάποιος επώνυμος σολίστ της κλασσικής μουσικής στην πόλη μας, με έπαιρνε μαζί του να τους ακούσουμε. Κι εγώ, παιδί 5-6 χρονών τότε, άκουγα όσο άντεχα πριν αποκοιμηθώ στο πλάι του…
Έτσι, όμως, έμαθα να αγαπώ την κλασσική μουσική από τότε και, όταν κάποια στιγμή αγόρασε ένα ραδιόφωνο-έπιπλο που είχε ενσωματωμένο και ένα πικ-απ, του ζητούσα συχνά να μου βάζει ένα δίσκο που του είχαν φέρει από το εξωτερικό και ο οποίος είχε, μεταξύ άλλων, το πρώτο μέρος του κοντσέρτου για βιολί του Μπετόβεν. Έπαιρνα θέση στον δερμάτινο καναπέ απέναντι και τα δάκριά μου άρχιζαν να τρέχουν, ως δια μαγείας, ποτάμι. Ιδιαίτερα από το σημείο 21:45 μέχρι το τέλος στο παρακάτω βιντεάκι, τα δάκρια μετατρέπονταν σε λυγμούς.
Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω με σιγουριά τι μου προκαλούσε τόσο μεγάλη συγκίνηση το άκουσμα της συγκεκριμένης μουσικής, σε τόσο μικρή ηλικία αλλά και μέχρι σήμερα. Η πιο πιθανή ερμηνεία που δίνω είναι πως ενεργοποιείται εντός μου το συλλογικό υποσυνείδητο της οικογένειάς μου, και ιδιαίτερα του πατέρα μου, με τον ξεριζωμό, τους διωγμούς, την προσφυγιά και με τα όσα μύρια συνακόλουθα, καθώς και με τη θλίψη του για το χαμό της μητέρας του τότε και το οριστικό αντίο του στο αγαπημένο του βιολί που ποτέ πια στη συνέχεια δεν του δόθηκε η ευκαιρία να συνεχίσει…
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο