Οι ψίθυροι των πεθαμένων ονείρων
Μουσικολογο(α)τεχνία
26 Φεβρουαρίου 2023, 07:34
Εγκλωβισμένος στον Παράδεισο


Μερικά πράγματα εισαγωγικά πριν διαβάσετε το διήγημά μου. Πρώτα απ' όλα, το έγραψα τον Οκτώβριο του 2014, έχοντας δει το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας στον ύπνο μου. Ήμουν τόσο... συγκλονισμένος από το όνειρο, που το θυμόμουν ολόκληρο και οπτικοποιημένο, με τους διαλόγους, με τα πρόσωπα κ.λπ., και κάθισα την επόμενη μέρα και το έγραψα. Η εισαγωγή και το φινάλε είναι δικής μου έμπνευσης ενώ όλο το κεντρικό μέρος είναι αυτούσιο το όνειρο. Αν και είναι κάπως μεγαλούτσικο, πιστεύω ότι αξίζει να το διαβάσετε. Έχει σημασία να το διαβάσετε ολόκληρο χωρίς να παρακάμψετε κείμενο.

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Σ’ ένα μικρό και γουστόζικο καφέ στη Λιλ της Γαλλίας, ο Ζακ παίρνει μία ανήσυχη ανάσα, σαν να έχει ένα βάρος μέσα του.
- Σάρα, ο λόγος για τον οποίο ήθελα να μιλήσουμε είναι επειδή σκέφτηκα ότι…
- Καταλαβαίνω Ζακ. Θες να χωρίσουμε, έτσι;
- Ναι, αλλά ήθελα πρώτα να σου πω ότι…
- Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα Ζακ! Εγώ μόνο έχω κάτι να σου πω!
- Τι;
- Ότι είσαι μεγάλος κόπανος!
- Μα…
- Εξαφανίσου από τη ζωή μου! Και καλά θα κάνεις να εξαφανιστείς από τη ζωή γενικώς για να μην πικράνεις και άλλους ανθρώπους!
- Μα, τι είναι αυτά που λες;
- Καλό παράδεισο Ζακ!

- «Καλό παράδεισο»; Αυτό σου είπε;
- Ναι, αυτό μου είπε.
- Και «να εξαφανιστείς από τη ζωή»;
- Ναι! Εντάξει, είναι αλήθεια ότι θα της ζήταγα να χωρίσουμε. Αλλά δεν ήθελα να χωρίσουμε έτσι!
- Καταλαβαίνω…
- Θα μπορούσαμε να είχαμε χωρίσει φιλικά. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο.
- Κοίτα, Ζακ… Δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη στιγμή, αλλά οφείλω να σου πω ότι πάντα πίστευα ότι αυτή η σχέση δεν θα προχωρούσε.
- Γιατί το λες αυτό, Κλωντ;
- Γιατί είσαστε η μέρα με τη νύχτα. Εσύ είσαι ήπιος άνθρωπος, σοβαρός, χαμηλών τόνων, κι αυτή είναι τρελή!
- Δεν είπες τίποτα, όμως, όσο καιρό ήμασταν μαζί.
- Τι να σου έλεγα δηλαδή; Αφού σ’ έβλεπα πως ήσουν ερωτευμένος. Όχι μόνο δεν θα με άκουγες αλλά θα χαλούσε κι η φιλία μας. Εγώ πάντα φοβόμουνα πως μία μέρα αυτή θα σε σκότωνε πάνω στην τρέλα της!
- Τώρα λες ανοησίες, Κλωντ.
- Μακάρι! Αλλά πλέον δεν έχει σημασία. Πίστεψέ με Ζακ, ότι ίσως είναι καλύτερα που χωρίσατε έτσι. Τουλάχιστον να ξεμπερδέψετε μία και καλή.
- Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι το καλύτερο.
- Και τι θα κάνατε Ζακ; Θα κρατούσατε επαφές; Θα βγαίνατε σαν φίλοι; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!
- Γιατί; Τόσα και τόσα πρώην ζευγάρια είναι τώρα φίλοι. Οι πρώτοι θα ήμασταν ή οι τελευταίοι;
- Ζακ! Ξέρεις κανέναν από τους φίλους μας που να έχει κρατήσει επαφές με την πρώην του;
- Ο Πωλ!
- Ναι, ο Πωλ! Κράτησε επαφές με την πρώην του και μετά έκανε τέσσερα χρόνια να βρει άλλη! Βρες κανένα καλύτερο παράδειγμα!
- Ο… Ανρί!
- Άλλος κι αυτός! Αυτός επέμενε να κρατάει επαφές με την πρώην του ελπίζοντας ότι θα τα ξαναβρούνε. Δεν είναι η ίδια περίπτωση. Εκτός αν…
- Τι «εκτός αν», Κλωντ;
- Εκτός αν ήθελες να κρατήσετε επαφή για να έχεις ένα παράθυρο ανοιχτό.
- Όχι. Σίγουρα όχι!
- Τότε δεν είχες κανένα λόγο να κρατήσετε επαφές. Δεν πειράζει που χωρίσατε έτσι. Τουλάχιστον δεν θα είναι ο ένας τροχοπέδη για τον άλλον.
- Απλά τώρα αισθάνομαι άσχημα…
- Είσαι πληγωμένος, Ζακ. Γι’ αυτό. Λένε ότι ένας χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος.
- Έπρεπε να την έβλεπες από μια μεριά. Με τι μίσος με κοιτούσε…
- Γιατί είναι εγωίστρια, Ζακ. Ήθελε να είναι εκείνη που θα στο έλεγε, κι όχι εσύ. Γι’ αυτό δεν σ’ άφησε να μιλήσεις.
- Σαν να έχεις δίκιο Κλωντ. Ουφ… Δεν ξέρω τι να κάνω πια… Πονάω. Πονάω πολύ.
- Ζακ, κάνε μια βόλτα να ηρεμήσεις, να πάρεις λίγο αέρα. Πήγαινε μια βόλτα στην αγορά. Σήμερα έχει παζάρι. Θα σου κάνει καλό.
- Έχεις δίκιο Κλωντ. Σ’ ευχαριστώ.
- Άντε, καλή βόλτα Ζακ. Και που ‘σαι! Μην εξαφανιστείς!

Τελειώνοντας την κουβέντα με τον Κλωντ Μπερνάρ, ο Ζακ φόρεσε το σακίδιό του και κατευθύνθηκε προς το παζάρι μονολογώντας:
- Άκου «καλό παράδεισο»...

Στην αγορά κυκλοφορούσε πάρα πολύς κόσμος. Ο Ζακ προσπαθούσε να περάσει ανάμεσά τους αλλά δεν απέφυγε τα σπρωξίματα και τα σκουντήματα. Προσπάθησε να κάνει κάποιους ελιγμούς, μα ο κόσμος ήταν πολύς. Σχεδόν τον παρασέρνανε μαζί τους. Όλοι τους κατευθύνονταν προς την ίδια κατεύθυνση κρατώντας νομίσματα στο χέρι, σαν να τους περίμενε κάποια εκπληκτική προσφορά στο τέλος του δρόμου. Όμως ο Ζακ συνέχιζε να πηγαίνει κόντρα. «Μα που στο διάολο πάνε όλοι αυτοί;» αναρωτήθηκε, και σπρώχνοντας κατάφερε κάποια στιγμή να βγει από την άλλη μεριά, σχεδόν ιδρωμένος. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα χαρτί. Δεν κατάλαβε καν πως βρέθηκε να το κρατάει. Σκέφτηκε ότι μάλλον θα είναι κανένα διαφημιστικό φυλλάδιο που θα το πήρε μηχανικά. Έριξε μια ματιά στο χαρτί και είδε ότι ήταν ένα σημείωμα που έγραφε «Πάρε το λεωφορείο και κατέβα στη στάση Παράδεισος. Είναι μία στάση μετά το πολυκατάστημα». Ο γραφικός χαρακτήρας έμοιαζε πολύ με της Σάρας.
Ο Ζακ πέρασε απέναντι και μπήκε στο λεωφορείο που μόλις είχε φτάσει. Ο οδηγός δεν έμοιαζε καθόλου με τους οδηγούς που συνήθιζε να βλέπει ο Ζακ στα λεωφορεία της Λιλ. Συνήθως οι οδηγοί ήταν νεαροί, περιποιημένοι και φορούσαν τη στολή τους. Όμως ο οδηγός αυτού του λεωφορείου ήταν ένας ηλικιωμένος, κοντά στην ηλικία της σύνταξης, ο οποίος είχε αφήσει μούσια και τα ρούχα του ήταν κάπως ατημέλητα.
Μπαίνοντας στο λεωφορείο, ο Ζακ έριξε μία ματιά και παρατήρησε ότι όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες. Σύνηθες φαινόμενο για τη συγκεκριμένη γραμμή μιας και περνούσε από το εμπορικό κέντρο. Στο πολυκατάστημα κατέβηκαν όλοι οι επιβάτες και ο Ζακ έμεινε μόνος του. Το λεωφορείο συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας το κέντρο πίσω, και παίρνοντας έναν μακρύ και έρημο ανηφορικό δρόμο. Ο ηλικιωμένος οδηγός παρατήρησε από τον καθρέφτη του τον Ζακ, που φαινόταν ότι δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σ’ αυτή την περιοχή και κοιτούσε προσεκτικά έξω από το παράθυρο για να εντοπίσει τη στάση Παράδεισος.
- Μην ανησυχείτε νεαρέ μου. Σε λίγο φτάνουμε στη στάση Παράδεισος.
- Πού ξέρετε ότι θέλω να κατέβω εκεί;
- Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλη στάση. Αυτή είναι η τελευταία.
- Α, μάλιστα.

Πράγματι, μετά από λίγο, ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και ο Ζακ κατέβηκε στη στάση. Στάθηκε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα και έκανε λίγα βήματα παρά πέρα μόνο όταν εισέπνευσε τον καπνό από την εξάτμιση του λεωφορείου, που χάθηκε μέσα στην ομίχλη του ανηφορικού δρόμου.
- Τι περίεργο μέρος είναι αυτό…

Κι ήταν πράγματι περίεργο. Στη στάση δεν τον περίμενε κανένας. Ο ήλιος έφτανε στη δύση του και το μισοσκόταδο σε συνδυασμό με την ομίχλη έκανε το τοπίο σχεδόν απόκοσμο. Ο Ζακ βρισκόταν σ’ ένα ψηλό λόφο όπου δεν υπήρχε απολύτως τίποτα και δεν κυκλοφορούσε ούτε ψυχή. Πέρασε στην άλλη μεριά του δρόμου, απ’ όπου μπορούσε να δει την πόλη από ψηλά αν και αχνά. Καθώς σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο, σκέφτηκε ότι ήταν λάθος του που ακολούθησε αυτό που έγραφε το σημείωμα. Πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω, αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμία στάση λεωφορείου για την επιστροφή. Ο δρόμος ήταν έρημος και δεν κυκλοφορούσε ούτε αυτοκίνητο.
Δεν είχε άλλη επιλογή. Ξεκίνησε να περπατάει ελπίζοντας να βρει κάποιον περαστικό που να του έδειχνε πού βρίσκεται η στάση της επιστροφής. Περπατούσε για αρκετή ώρα μέσα στο σκοτάδι χωρίς να δει κανέναν. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα φώτα της πόλης από ψηλά. Ξαφνικά, του φάνηκε σαν να άκουσε μουσική και φωνές από κάποιο σπίτι. Εξαιτίας της ομίχλης δεν μπορούσε να διακρίνει ιδιαίτερα καθαρά, αλλά όταν πλησίασε πολύ κοντά έμεινε έκπληκτος.
Σε πλήρη αντίθεση με την ερημιά που υπήρχε τριγύρω, είδε ένα σπίτι γεμάτο νεαρόκοσμο και δυνατή μουσική. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι το σπίτι ήταν στο κέντρο μιας μεγάλης παραλληλόγραμμης πισίνας, χωρίς να υπάρχει κάποιος διάδρομος πρόσβασης σ’ αυτό. Αν ήθελε κάποιος να μπει στο σπίτι, έπρεπε να βουτήξει πρώτα στην πισίνα και να κατευθυνθεί προς το κέντρο της.
Η πισίνα –μέσα και γύρω από αυτήν- ήταν γεμάτη νέους και νέες που χορεύανε, τραγουδούσανε, γελάγανε και οι περισσότεροι από αυτούς καπνίζανε κάτι που μύριζε παράνομο. Το σπίτι στο κέντρο της πισίνας είχε ορθάνοιχτα πόρτες και παράθυρα και ο Ζακ μπορούσε εύκολα να δει ότι και το σπίτι ήταν επίσης γεμάτο από νεαρόκοσμο.
Αυτή ήταν η ευκαιρία που ζητούσε. Όλο και κάποιος θα ήξερε να του πει τον δρόμο της επιστροφής. Έβγαλε, λοιπόν, το σακίδιό του από την πλάτη, το κράτησε ψηλά στα χέρια και έπεσε με τα ρούχα στην πισίνα. Βρέθηκε περικυκλωμένος από κόσμο που χόρευε και ο Ζακ χρειάστηκε να πάρει μία πολύ βαθιά ανάσα για να μπορέσει με όλη του τη δύναμη να φωνάξει:
- Συγνώμη! Μήπως ξέρει κανείς να μου πει πώς μπορώ να πάω στην πόλη;

Κανένας δεν απάντησε. Κανείς δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. «Τι στο καλό γίνεται εδώ; Κουφοί είναι όλοι τους;», αναρωτήθηκε ο Ζακ. Επανέλαβε και δεύτερη φορά την ίδια ερώτηση, με την ίδια μεγάλη ένταση, αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση. Τότε ένιωσε ένα δάχτυλο να τον χτυπάει στον δεξί του ώμο και γύρισε πίσω να κοιτάξει. Ήταν ένας νεαρός που ευγενικά του είπε:
- Μην παιδεύεσαι άδικα. Όλοι αυτοί είναι φοιτητές από το εξωτερικό. Πρέπει να τους μιλήσετε στα αγγλικά.
- Α, μάλιστα. Τώρα εξηγείται. Ευχαριστώ πολύ...

Πράγματι ο Ζακ φώναξε δυνατά στα αγγλικά την ίδια ερώτηση. Ως δια μαγείας, όλοι γύρισαν και τον υποδέχθηκαν με χαρά.
- Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;
- Τι να σας πω βρε παιδιά. Μακάρι να ‘ξερα. Μάλλον χάθηκα. Μήπως ξέρετε να μου πείτε πως μπορώ να πάω πίσω στην πόλη;
- Κάτσε, τώρα που ήρθες. Θα περάσεις καλά μαζί μας.
- Ευχαριστώ πολύ παιδιά αλλά θέλω να φύγω. Είναι πολύ ωραία εδώ αλλά θέλω να πάω σπίτι μου.
- Όπως αγαπάς.

Του Ζακ του άρεσε η χαρούμενη ατμόσφαιρα που υπήρχε εκεί, αλλά ένιωθε να πνίγεται από τον καπνό των τσιγάρων. Ένιωσε μάλιστα μία ζαλάδα, καθότι δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος, και αμέσως κολύμπησε μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Φτάνοντας στην είσοδο, σηκώθηκε όρθιος και έσταζε ολόκληρος. Μία κοπέλα έτρεξε να τον τυλίξει με μία πετσέτα, κοιτάζοντας έκπληκτη τον Ζακ που είχε μπει στην πισίνα με τα ρούχα.
- Πως βρέθηκες εσύ εδώ με βρεγμένα ρούχα;
- Χάθηκα στο δρόμο και ήρθα εδώ για να ρωτήσω μήπως ξέρει κανείς να μου πει το δρόμο για την πόλη.
- Κάτσε πρώτα να πω στα παιδιά να σου δώσουμε μία αλλαξιά ρούχα. Δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις έτσι.
- Μην ανησυχείς. Έχω μία αλλαξιά μέσα στο σακίδιό μου.
- Ε, τότε, πήγαινε ν’ αλλάξεις.

Ο Ζακ μπήκε στο μπάνιο, το οποίο ήταν προφανώς το μόνο μέρος του σπιτιού που δεν είχε κόσμο. Άλλαξε ρούχα και αμέσως μετά, με τη μικρή του τσατσάρα, σουλούπωσε τα κάπως απεριποίητα μαλλιά του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Εκεί είδε μία πανέμορφη κοπέλα, την οποία χάιδευε ένας γέρος. Η κοπέλα, η οποία ήταν-δεν ήταν είκοσι χρονών και είχε μακριά καστανά μαλλιά και ανοιχτοπράσινα μάτια, χαιρέτησε τον Ζακ τείνοντας το χέρι της και μιλώντας γαλλικά:
- Γεια σου. Με λένε Βερονίκ.
- Χαίρω πολύ. Ζακ.

Ο Ζακ έριξε ένα μάλλον αδιάκριτο βλέμμα στο γέρο που χάιδευε τη Βερονίκ και αμέσως μετά κοίταξε τη Βερονίκ με απορία. Η Βερονίκ χαμογέλασε και του είπε:
- Είναι ξένος. Δεν μιλάει τη γλώσσα μας.
- Βερονίκ, είσαι πολύ όμορφη κοπέλα. Αλλά τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν το γέρο;
- Τι να κάνω; Πρέπει να βγάλω κι εγώ τα έξοδα των σπουδών μου! Δεν έχω καμία σχέση με το γέρο. Απλά με πληρώνει και τον αφήνω να με χαϊδεύει. Αν με πληρώσεις εσύ, θ’ αφήσω το γέρο και θα ‘ρθω σε σένα.
- Βερονίκ, είσαι πράγματι πειρασμός αλλά πρέπει να φύγω. Μήπως ξέρεις να μου πεις πως μπορώ να πάω στην πόλη;
- Εσύ χάνεις.
- Το ξέρω, αλλά πρέπει να φύγω. Εκτός κι αν είσαι τόσο καλή που μπορείς να κάμψεις τους δισταγμούς μου…
- Λες και τέτοια πονηρούλη, ε;
- Εσύ άρχισες Βερονίκ. Κι είσαι τόσο όμορφη!
- Τι έγινε; Δεν βιάζεσαι τώρα;
- Έχεις δίκιο! Με παρέσυρες! Θα μου πεις, τώρα, πώς μπορώ να πάω στην πόλη;
- Όχι! Δεν θα σου πω!
- Γιατί;
- Γιατί άμα σου πω, θα φύγεις. Εγώ θέλω να μείνεις εδώ!
- Κι ο γέρος;
- Μην σ’ απασχολεί ο γέρος. Τον ξεφορτώνομαι εύκολα!
- Ίσως μια άλλη φορά. Λυπάμαι, Βερονίκ, είναι πολύ καλή η παρέα σου αλλά πρέπει να φύγω.
- Κρίμα…

Κρατώντας το σακίδιό του ψηλά στα χέρια, ο Ζακ χαιρέτησε τη Βερονίκ και ξαναβούτηξε στην πισίνα για να μπορέσει να βγει και πάλι στο δρόμο. Συνειδητοποίησε ότι έκανε γκάφα που άλλαξε ρούχα, αφού έτσι κι αλλιώς πάλι βρεγμένος θα έβγαινε στο δρόμο, ενώ τώρα δεν είχε πια στεγνά ρούχα. Όμως συνειδητοποίησε και κάτι άλλο: ότι κανένα από τα τόσα άτομα, με τα οποία είχε μιλήσει στο σπίτι και στην πισίνα, δεν του είπε ποιον δρόμο να πάρει. Αποφάσισε, λοιπόν, ν’ ακολουθήσει τον δρόμο όλο ευθεία προσανατολιζόμενος από τα φώτα της πόλης που έβλεπε αμυδρά μέσα από την ομίχλη.
Όμως η πόλη ήταν πολύ μακριά. Σίγουρα δεν μπορούσε να πάει με τα πόδια. Και το εγχείρημά του γινόταν ακόμα πιο δύσκολο καθώς ήταν βρεγμένος από πάνω μέχρι κάτω. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει κάποια στάση λεωφορείου. Όμως στάση δεν υπήρχε πουθενά. Και πάλι βρέθηκε μόνος κι έρημος. Ούτε αυτοκίνητο περνούσε, ούτε πεζός για να τον βοηθήσει. Ο Ζακ άφησε το σπίτι με την πισίνα αρκετά πίσω του και συνέχισε με κουράγιο. Ήξερε πως δεν θα άντεχε για πολύ αλλά είχε πεισμώσει. Έλεγε και ξανάλεγε:
- Πρέπει να τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω.

Και περπατούσε… και περπατούσε… Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον δύο ώρες από τη στιγμή που ο Ζακ άφησε εκείνο το περίεργο σπίτι με την πισίνα. Κοντοστάθηκε λίγο νιώθοντας καταβεβλημένος. Τα ρούχα είχαν κολλήσει πάνω του ενώ τα παπούτσια του ακόμα πλατσούριζαν. Έκανε έναν αναστεναγμό και συνέχισε και πάλι το δρόμο του.
- Πρέπει να τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω.

Όμως τα φώτα της πόλης εξακολουθούσαν να φαίνονται μακριά. Έμοιαζαν τόσο μακρινά σαν να μην είχε περπατήσει καθόλου. Τα λεπτά και οι ώρες περνούσαν. Κι εκείνος περπατούσε… και περπατούσε… Κάποια στιγμή, μέσα στο σκοτάδι, του φάνηκε σαν να άκουσε φωνές.
- Επιτέλους! Ακούω φωνές!

Μετά από λίγο είδε έκπληκτος ότι έφτασε και πάλι στο σπίτι με την πισίνα. Δεν πίστευε στα μάτια του! Έπεσε απογοητευμένος στο δρόμο, μην πιστεύοντας αυτό που έβλεπε.
- Δεν είναι δυνατόν!

Δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να έχει περπατήσει τόσες ώρες και να έφτασε στο ίδιο σημείο από το οποίο ξεκίνησε. Τα πόδια του έτρεμαν από το περπάτημα και τα μάτια του ήταν επίσης κουρασμένα. Το χειρότερο ήταν ότι συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να φύγει ποτέ από κει. Φτάνοντας στο σπίτι, τον αναγνώρισαν όλοι.
- Βρε, καλώς τον Ζακ!

Ο Ζακ δεν είχε κουράγιο να χαιρετήσει κανέναν. Μόνο όταν είδε ξανά τη Βερονίκ χαμογέλασε. Τους χώριζε μόνο η πισίνα.
- Φαίνεσαι χάλια. Μπες στην πισίνα να νιώσεις καλύτερα. Αλλιώς κολύμπα κι έλα σε μένα.
- Γιατί δεν μπαίνεις κι εσύ στην πισίνα;
- Εντάξει, Ζακ. Αν μπεις εσύ, θα μπω κι εγώ!
- Με τα ρούχα;
- Όχι, βέβαια! Θα τα βγάλω!
- Χμμμ… Βερονίκ, αυτό είναι ένα καλό κίνητρο για να βουτήξω!

Ήταν φανερό πως αν και καταπονημένος ο Ζακ ξαναβρήκε το κέφι του. Η Βερονίκ ήταν υπερβολικά όμορφη για να αντισταθεί ο Ζακ στη γοητεία της. Με μια επιδέξια κίνηση έβγαλε το παντελόνι του και βγάζοντας μία χαρούμενη κραυγή βούτηξε στο νερό. Η Βερονίκ φώναξε τότε:
- Τον χάνουμε! Τον χάνουμε!

- Τον χάνουμε! Τον χάνουμε!
- Γρήγορα τον απινιδωτή!

Η κατάσταση στο χειρουργείο είναι κρίσιμη. Ο χειρούργος προσπαθεί με ηλεκτροσόκ να επαναφέρει έναν νεαρό στη ζωή. Όμως ο νεαρός είχε χάσει πολύ αίμα. Η σφαίρα τον έπληξε σε ζωτικά σημεία. Είχαν περάσει πολλές ώρες προσπάθειας να τον κρατήσουν στη ζωή, όμως η καρδιά του δεν άντεξε. Η οριζόντια γραμμή στον παλμογράφο έμεινε σταθερή και τα ισχυρά τραντάγματα στο στήθος του δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Ο γιατρός ενημέρωσε αμέσως τον ντετέκτιβ Κλωντ Μπερνάρ ότι ο νεαρός ονόματι Ζακ, που είχε πυροβοληθεί από την κοπέλα του, κατέληξε.
Η όμορφη νεαρή βοηθός του γιατρού δάκρυσε. Ο γιατρός ψύχραιμα την πήρε αγκαλιά για να την παρηγορήσει.
- Δυστυχώς Βερονίκ αυτά έχει το επάγγελμά μας…
- Το ξέρω… Αλλά… ήταν τόσο νέος και όμορφος… Αναρωτιέμαι τι να έβλεπε όταν ήταν ναρκωμένος. Έφυγε χαμογελαστός.
- Αλήθεια, τι σου ψιθύρισε στο αυτί όταν τον φέρανε μέσα;
- Μου είπε «Βερονίκ, είσαι πολύ όμορφη κοπέλα. Αλλά τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν το γέρο;».
- Εμένα είπε «γέρο»;
- Μάλλον!
είπε χαμογελώντας η Βερονίκ ενώ ταυτόχρονα έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της. Μετά από λίγο ξέσπασε σε λυγμούς και με τρεμάμενη φωνή είπε στο γιατρό:
- Πριν τον ναρκώσουμε μονολογούσε «Πρέπει να τα καταφέρω… Πρέπει να τα καταφέρω»…

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο

freddieKrueger (26.02.2023)
Το κείμενο πολύ ιδιαίτερο.
Έχει ορισμένα ας μου επιτραπεί ο όρος "horror movie κλισε" οπως οτι θες να φύγεις από κάπου αλλά δε μπορείς και βρίσκεσαι να κάνεις κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο αλλά:
-εξαιρετική αφήγηση
και
-το κείμενο "γράφει" και στο υποσυνείδητο.
Έχω κάποιες ώρες που το διάβασα μα παρατήρησα ότι αναδύεται ξανά και ξανά η σκέψη της ιστορίας του.
Με στοιχειώνει η περιγραφή του ήρωας της ιστορίας να βλέπει αχνά τα φωτα της πόλης,να παλεύει να φτάσει αλλά να μη τα καταφέρνει.
Δεν αποτελεί μόνο λογοτεχνικό κείμενο,αλλά
έναυσμα για συζήτηση που αφορά το μεταφυσικό,τη θρησκεία και την επιστήμη της ψυχιατρικής από τη σκοπιά του πως το πένθος και η ψυχική οδύνη ή ο φόβος για το θάνατο ή τέλος η ελπίδα για μια άλλη παραδεισένια ζωή επηρρεάζουν την ψυχική μας σφαίρα.
Αγαπητέ CHE το κείμενό σου με συγκόνισε πολύ παραπάνω απ όσο πίστεψα στην πρώτη ανάγνωση του κειμένου αυτού.
Το λοιπόν έχεις πολύπλευρο συγγραφικό ταλέντο.
Έτσι εκπλήσσεις διαρκώς τον αναγνώστη σου!
Συγχαρητήρια για το πόνημά σου!
CHE (26.02.2023)
Σ' ευχαριστώ πολύ Freddie. Στο όνειρό μου, αυτός που περιπλανιόταν σε αέναους ομιχλώδεις κύκλους και βρέθηκε στο σπίτι με την πισίνα, με τη Βερονίκ κ.λπ. ήμουν εγώ αλλά στο διήγημα το μετέφερα σε τρίτο πρόσωπο.
Μπορεί, όντως, να είναι κινηματογραφικό κλισέ αλλά έτσι ήταν το όνειρό μου οπότε το άφησα. Άλλωστε ξαναδιαβάζοντάς το από την αρχή, ο διάλογος του προλόγου και του επιλόγου δίνουν το τελικό νόημα στο όνειρο.
Θα ήταν μάλλον καλό σενάριο για ταινία του Ντέιβιντ Λιντς.
Είδα πρόσφατα πάλι ένα παρόμοιο όνειρο, ήταν κι αυτό εξίσου έντονο, αλλά δεν το έγραψα ακόμα. Το θυμάμαι, όμως, πολύ καλά και ελπίζω κάποια στιγμή να το γράψω.
Και πάλι σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
che
Κωνσταντίνος Παυλικιάνης
Διοικητικό-Οικονομικό Στέλεχος
από ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/che

Tags

Ποίημα στίχοι Στίχοι ποίηση τραγούδι μουσική



Επίσημοι αναγνώστες (1)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links