Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
13 Μαρτίου 2015, 12:31
Η καρδιά της βασιλοπούλας (τέλος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Σε λίγο άνοιξε η βασιλοπούλα τα μάτια και τον αναγνώρισε.

-Πώς βρέθηκες εδώ, γιατρέ; ρώτησε.

-Δεν πειράζει τώρα το πώς βρέθηκε εδώ, αποκρίθηκε ο γιατρός· σου το λέγω άλλη ώρα. Συ πες μου, πού θέλεις να πας; Το μουλάρι μου είναι εδώ, θα σε πάω όπου θέλεις.

-Ευλογημένος να είσαι! είπε με χαρά η βασιλοπούλα, πήγαινέ με στη χώρα, κάτω στο λιμάνι, εκεί που έφθασαν τα καράβια του ξένου βασιλιά!

-Πιες αυτό, της είπε ο γιατρός, και σου υπόσχομαι να σε πάγω εκεί όπου θέλεις.

Και αφού την τύλιξε στο ζεστό επανωφόρι που είχε φέρει, την έβαλε στο μουλάρι και κατέβηκαν κάτω στον κάμπο.

Τα ξημερώματα έφθασαν στο λιμάνι και είδαν όλο τον ξενικό στόλο αραγμένο.

Στη χώρα, ο κόσμος όλος ήταν στο πόδι, πολύ λίγον ύπνο είχαν βρει οι άνθρωποι εκείνη τη νύχτα. Ήξεραν πως η βασιλοπούλα δεν είχε βρεθεί, και πως ο βασιλιάς ποτέ δε θα παράδινε την μονάκριβή του κόρη, έστω και αν την είχε βρει, και ήξεραν πως το βασιλόπουλο ήταν πολύ άρρωστο και πως ο κύρης του ήταν πολύ αγριεμένος, και όλοι περίμεναν  την καταστροφή που ήταν να πλακώσει.

Η βασιλοπούλα παρακάλεσε τον γιατρό να την πάγει στο καράβι του ξένου βασιλιά.

Οι στρατιώτες, όταν την είδαν κουρελιασμένη και ξυπόλητη, τυλιγμένη σ’ ένα βαρύ αντρίκειο επανωφόρι, δε θέλησαν να την αφήσουν να περάσει, μα ο βασιλιάς, που έπινε τον καφέ του εκείνη την ώρα, άκουσε τις ομιλίες και πρόσταξε να τη φέρουν μπροστά του.

Όταν την είδε έμεινε άφωνος, σαστισμένος από την ομορφιά της.

-Ποια είσαι συ, τη ρώτησε, που γυρίζεις με κουρέλια και γυμνά ποδάρια, και που έχεις μέτωπο άξιο να φορέσει το λαμπρότερο στέμμα της Ανατολής;

-Είμαι η κόρη του βασιλιά του νησιού, αποκρίθηκε η βασιλοπούλα, και ήλθα να παραδοθώ στα χέρια σου για να τιμωρήσεις μόνο εμένα και να λυπηθείς την άτυχη πατρίδα μου.

Ο βασιλιάς νόμισε πως ζητούσε να τον γελάσει· της είπε με θυμό:

-Κόρη του βασιλιά αν ήσουν, δε θα παρουσιαζόσουν μπροστά μου κουρελού και ξυπόλητη! Πες μου την αλήθεια, ποιος σ’ έστειλε να πεις αυτές τις ψευτιές;

-Ψέματα δε σου λέω, είπε η βασιλοπούλα, και κανένας δε μ’ έστειλε. Είμαι η κόρη του βασιλιά και ήλθα να παραδοθώ, για να σώσω το νησί μου από το θυμό σου.

Ο ήσυχος και αξόπρεπος τρόπος της κόρης κλόνισε κάπου το βασιλιά.

-Είναι παράξενα τα λόγια σου, της είπε, και περίεργο το ντύσιμό σου. Γιατί τάχα να πιστέψω πως αυτά που μου λες είναι αλήθεια;

-Γιατί σου τα λέω, είπε η βασιλοπούλα.

Τόση αρχοντιά είχε η στάση της, τόση υπερηφάνεια το βλέμμα της, που πείστηκε ο βασιλιάς.

-Πες μου την ιστορία σου όλη, είπε δαμασμένος και παίρνοντάς την από το χέρι, θέλησε να τη βάλει να καθίσει κοντά του· αυτή όμως αρνήθηκε.

-Άκουσε πρώτα, είπε.

Και όρθια μπροστά του, του διηγήθηκε όλη της τη ζωή, χωρίς ν’ αφήσει τίποτα, τη βάφτισή της, την αδιαφορία της, τη σκληρότητά της, τον αρραβώνα της, τα λόγια που είπε, και που παρακίνησαν το βασιλόπουλο να πέσει στη λίμνη, το ταξίδι που έκαμνε για να βρει την καρδιά της, την αλλαγή και την επιστροφή της με όλες τις δυσκολίες που απάντησε.

Αφού τέλειωσε, την κοίταξε λίγη ώρα σιωπηλά ο βασιλιάς, εκεί που στέκουνταν μπροστά του, με το κεφάλι τόσο ψηλά, τόσο υπερήφανη και όμως τόσο ταπεινωμένη. Ύστερα σηκώθηκε και με συγκίνηση την πήρε στην αγκαλιά του, τη φίλησε και της είπε:

-Πήγαινέ με συ στο παλάτι του πατέρα σου. Θέλω να του πω πως το θεωρώ τιμή να σε κάνω νύφη μου.

Φώναξε αμέσως να κατεβάσουν στη στεριά το μαύρο του άλογο, και άλλο ένα άσπρο για τη βασιλοπούλα.

Βγήκαν από το καράβι και είδαν το γιατρό που περίμενε έξω.

-Πρόσταξε, βασιλιά μου, ο άνθρωπος αυτός να έλθει μαζί μας, είπε η βασιλοπούλα· του χρεωστώ τη ζωή μου, και πολύ περισσότερο από τη ζωή μου.

Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να φέρουν και τρίτο άλογο, και όλοι μαζί καβαλίκεψαν και πήραν το δρόμο του παλατιού.

Στο δρόμο, ο τρομαγμένος κόσμος στέκουνταν με απορία, κοιτάζοντας την περίεργη αυτή συνοδεία, τον ξένο βασιλιά με τον πορφυρένιο μανδύα, την κουρελιασμένη και ξυπόλητη κόρη, τυλιγμένη σ’ ένα αντρίκειο επανωφόρι, και το χωριανό γιατρό, όλους σε λαμπρά άλογα καβαλικεμένους, και πίσω τους ο χρυσοστόλιστος στρατός, με τα μακριά γυαλιστά κοντάρια και τα χρυσοκέντητα φλάμπουρα.

Ο λαός, που περίμενε καταστροφές, παραξενεύουνταν να βλέπει τόσο στρατό να περνά ήσυχα, χωρίς να πειράζει κανένα.

Μερικοί αναγνώρισαν την βασιλοπούλα τους και, καταλαβαίνοντας πως σ’ αυτήν ίσως χρωστούσαν τη σωτηρία του τόπου, έπεσαν στα γόνατα και την προσκύνησαν. Άλλοι που δεν την γνώρισαν, έλεγαν πως ήταν νεράιδα και πως μάγεψε τον ξένο βασιλιά για να σώσει το νησί. Οι περισσότεροι δεν καταλάβαιναν τίποτε και φαντάζουνταν χίλια μύρια μελλούμενα κακά.

Στο παλάτι ο βασιλιάς στέκουνταν ανήσυχα στο παράθυρο κοιτάζοντας με το τηλεσκόπιο τη θάλασσα και τα καράβια· η βασίλισσα, καθισμένη δίπλα στο σοφά όπου ήταν πλαγιασμένο το βασιλόπουλο, έκλαιγε για το χαμό της βασιλοπούλας, όταν έφθασε η συνοδεία εμπρός στο παλάτι.

Καθώς είδε ο βασιλιάς τον ξένο άρχοντα και γνώρισε τη βασιλοπούλα ντυμένη στα κουρέλια κοντά του, κόντεψε να πέσει ανάσκελα.

Σ’ ένα λεπτό όλο το σπίτι βρέθηκε στο δρόμο· η βασίλισσα με κλάματα έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της και σύντομα έγιναν οι εξηγήσεις.

Ύστερα όλοι μαζί ανέβηκαν στο δωμάτιο όπου το βασιλόπουλο ήταν πλαγιασμένο, με κλειστά μάτια και λιγνεμένο πρόσωπο. Η βασιλοπούλα έπεσε στα γόνατα κι έπιασε το χέρι του.

-Συγχώρεσέ με! είπε.

Το βασιλόπουλο άνοιξε τα μάτια, την είδε και, από το φως που έλαμπε στο πρόσωπό της, κατάλαβε όλη την ιστορία.

Πέταξε τα σκεπάσματά του, σηκώθηκε μεμιάς και, παίρνοντας τη βασιλοπούλα από το χέρι, την πήγε στον πατέρα του.

-Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε γονατίζοντας μπροστά του·  δώσε μας την ευχή σου· αυτή είναι η γυναίκα μου.

Κι έγινε ο γάμος με χαρές μεγάλες και ξεφαντώματα που βάσταξαν τρεις μήνες.

Αν θέλετε να ξέρετε και για τους άλλους τι έγιναν, τους ληστές όλους τους έπιασαν οι χωροφύλακες και τους πήγαν στο κάτεργο. Ο γιατρός έγινε ιδιαίτερος γιατρός του βασιλιά.

Αλλά εκεί δε σταμάτησε η ευγνωμοσύνη της βασιλοπούλας· επειδή γνώριζε την ευγενική του ψυχή, και δεν ξέχασε ποτέ τις δυστυχίες που είχε απαντήσει στο δρόμο της, όταν πήγαινε να βρει την καρδιά της, αυτόν τον έστελνε σε κάθε γωνιά του νησιού για να βλέπει ποιοι είχαν ανάγκη από βοήθεια. Γρήγορα έμαθαν οι φτωχοί και οι λυπημένοι ποιος υουε φρόντιζε· και όταν κανένας χωρικός έβλεπε το γιατρό να περνά με το μουλάρι του από κανέναν παράμερο δρόμο, καταλάβαινε πως σε κάποια φτωχική καλύβα θα ξανάμπαινε πάλι το φως και η χαρά, μαζί με τη βοήθεια που έστελνε η λατρεμένη του βασιλοπούλα.

ΤΕΛΟΣ

(…περισσότερες λεπτομέρειες για το παραμύθι και τη συγγραφέα του σε επόμενη ανάρτηση…)

 

- Στείλε Σχόλιο
18 Φεβρουαρίου 2015, 14:30
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (προτελευταίο μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Με επιμονή έτριψε στον κορμό του δέντρου το σκοινί που έδενε τα χέρια της και σαν κατάλαβε πως φαγώθηκε λίγο, τράβηξε με όλη της τη δύναμη και το έσπασε. Τότε, σιγά-σιγά, έλυσε τα μαλλιά της και, προσέχοντας να μην πατήσει κανένα κλαδί, που το τρίξιμό του θα την πρόδινε, έκαμνε ένα βήμα, ύστερα άλλο ένα, κι έτσι, χωρίς κρότο, αψηφώντας τα αγκάθια που τρυπούσαν τα γυμνά της πόδια, βρέθηκε μακριά από τη φωτιά κι από τους κλέφτες.

Ο άνεμος φυσομανούσε και η βροχή περνούσε μέσ’ από τα κουρέλια της, μα η βασιλοπούλα δεν τα συλλογίζουνταν αυτά, παρά πήρε τον κατήφορο τρέχοντας κατά τη χώρα.

Έτρεχε, έτρεχε, και μόνο μια συλλογή είχε, να φθάσει στη χώρα πριν φέξει, να πάγει στα καράβια πριν αποβιβαστούν οι στρατιώτες, και να παραδοθεί στον ξένο βασιλιά πριν προφθάσουν ν’ αληθέψουν οι φοβέρες του.

Σε λίγο τα γυμνά της πόδια σχίστηκαν στα χαμόκλαδα και στ’ αγκάθια, και τα μουσκεμένα της κουρέλια, που τυλίγουνταν στα πόδια της, την εμπόδιζαν να προχωρεί. Πολλές φορές η άμοιρη, πάλι όμως ξανασηκώνουνταν κι έπαιρνε το δρόμο της. Και πάλι έπεφτε και πάλι σηκώνουνταν, ώσπου στο τέλος απέκαμε, σκόνταψε σ’ ένα δέντρο, έπεσε στα βρεγμένα χώματα και δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί.

Η κούραση την πλάκωσε, αισθάνθηκε πως όσο κι αν ήθελε, δεν μπορούσε πια, πως η θέλησή της νικήθηκε.

Και έκλεισε τα μάτια της.

Έξαφνα, άκουσε σαν ένα λαφρύ περπάτημα, που την ξύπνησε. Μπροστά της στέκουνταν μια νεράιδα με αγέλαστο πρόσωπο, τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο πέπλο που την σκέπαζε όλη. Έσκυψε πάνω στη βασιλοπούλα:

-Είμαι η Μοίρα, της είπε. Η Ζωή θέλησε να μάθεις τα βάσανα, που τα γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν καρδιά, και σου έδειξε το δρόμο για να βρεις την καρδιά σου που σου την είχα πάρει εγώ’ μα σε λυπήθηκα και ήλθα πάλι να σε βοηθήσω. Δώσε μου πίσω την καρδιά σου, και αμέσως θα βρεθείς στο παλάτι σου, στο χρυσό σου κρεβατάκι, με όλα τα καλά του κόσμου, και, μια για πάντα, θα ξεφορτωθείς το βάσανο που σε τρώγει τώρα, γιατί ο πόνος σου θα σβήσει, και πάλι δε θα σε μέλλει για τους άλλους. Θέλεις;

Μάζεψε όλη της τη δύναμη η βασιλοπούλα, και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.

-Την καρδιά μου την πήρα και θέλω να την κρατήσω, είπε. Ο πόνος μου είναι μεγάλος, γιατί απόστασα πριν ξεκάμω το κακό που έκαμα, και θα χαθεί ο τόπος μου με όσους αγαπώ. Μα την καρδιά μου δε σου τη δίνω πίσω. Προτιμώ τον άδοξο τούτο θάνατο στην άκρη του δρόμου, παρά να ξαναγυρίσω στην πεθαμένη ζωή που ζούσα ως τώρα.

-Δε σου έγιναν μάθημα αυτά που τράβηξες; ρώτησε η Μοίρα.

Η βασιλοπούλα χαμογέλασε.

-Ναι! αποκρίθηκε. Έμαθα τι θα πει πόνος, δηλαδή γνώρισα τη ζωή… και μ’ αρέσει.

Έγειρε το κεφάλι της κι έκλεισε τα μάτια, και όλα σβήστηκαν στο μυαλό της.

Μια στιγμή στάθηκε η Μοίρα αναποφάσιστη’ ύστερα έσκυψε και φίλησε τη βασιλοπούλα στο μέτωπο.

-Με νίκησες, μεγαλόψυχο παιδί, είπε.

Και βιαστικά έφυγε.

Και πέταξε η Μοίρα, κι έφθασε στο χωριό όπου είχε περάσει η βασιλοπούλα, και χτύπησε την πόρτα του γιατρού. Αυτός ξύπνησε τρομαγμένος και άνοιξε. Μια μαυροφόρα στέκουνταν μπροστά του.

-Σαμάρωσε το μουλάρι σου, του είπε, πάρε μαζί σου και τα γιατρικά σου, πάρε κι ένα ζεστό επανωφόρι και ακολούθα με.

Ζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο, ο γιατρός έκαμε ό, τι του είπε η γυναίκα. Μα όταν θέλησε να την πάρει στα καπούλια του ζώου, είδε πως είχε φύγει, κι έτρεχε μπροστά του. Κέντησε το μουλάρι του για να την προφθάσει, μα όσο πιλαλούσε το ζώο, τόσο έτρεχε εμπρός η μαυροφόρα’ τα πόδια της δεν έμοιαζαν ν’ αγγίζουν τη γη, του φαίνουνταν σα να πετούσε.

Εμπρός, εμπρός τον έσερνε με φοβερή γρηγοράδα, κι έξαφνα σταμάτησε στο πλάγι ενός δρόμου.

-Εδώ, του είπε.

Κι αμέσως ξεκαβαλίκεψε ο γιατρός. Μα όταν γύρισε να δει τη μαυροφόρα, δεν τη βρήκε πια.

Κοίταξε γύρω του με απορία, και τότε είδε ένα κορίτσι ντυμένο στα κουρέλια, πεσμένο στα χώματα, στην άκρη του δρόμου. Έσκυψε απάνω της και γνώρισε το χρυσοντυμένο αρχοντοκόριτσο που είχε συνοδεύσει στη φτωχική καλύβα.

Χωρίς να χάσει καιρό σε στοχασμούς πήρε ένα μποτιλάκι και έχυσε λίγες στάλες μεταξύ στα χείλη της…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
06 Φεβρουαρίου 2015, 08:20
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (συνέχεια)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

-Τι σου έκαμα και γυρεύεις το κακό μου; ρώτησε η βασιλοπούλα.

Μα την ίδια στιγμή, δέκα χέρια την άρπαξαν και αμέσως βρέθηκε δεμένη πισθάγκωνα.

Είχε πέσει σε συμμορία ληστών.

Μερικά βήματα παρακάτω, γελούσε το αγόρι, πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο.

-Λιγάκι αργά το κατάλαβες, κυρά μου, πως το πόδι μου ήταν γερό, της φώναξε.

Ο αρχιληστής, με μακριά μαύρα γένια, αχτένιστα και βρώμικα, θέλησε να της δέσει ένα σκοινί στο λαιμό. Μα η βασιλοπούλα αντιστάθηκε.

-Βγάλε τα χέρια σου από πάνω μου, είπε με υπερηφάνεια. Με σκοινιά εμένα δε με δένουν. Είμαι κόρη του βασιλιά.

-Α! Είσαι κόρη του βασιλιά, τσίριξε η γριά. Καλά σε κατάλαβα, κυρά μου, πως είσαι από τζάκι! Να μάθεις άλλη φορά να μη μοιράζεις στο δρόμο διαμαντένια βραχιόλια. Όποιος έχει βραχιόλια θα ‘χει και άλλα καλά, και τα θέμε αυτά, κοπέλα μου. Έλα, δώσ’ τα!

-Όχι εδώ, είπε ο αρχιληστής με τα βρώμικα γένια. Μπορεί να περάσει κανένας στο δρόμο και να μας δει. Να, και η βροχή άρχισε! Πάμε την στο λημέρι μας.

Και όλοι μαζί ξεκίνησαν, έχοντας τη βασιλοπούλα στη μέση.

Πήγαινε μες στη βροχή, τα χέρια δεμένα, με το κεφάλι ψηλά. Δε φοβούνταν για τη ζωή της η υπερήφανη βασιλοπούλα’ άλλη σκέψη τη βασάνιζε: η ιδέα του εχθρικού στόλου και του αποβιβασμού, η ιδέα της καταστροφής που θα έπεφτε στην πατρίδα της.

-Άκουσε, είπε του αρχιληστή που περπατούσε κοντά της’ χατίρια δε σου γυρεύω, ούτε τη ζωή μου ζητώ να μου χαρίσεις’ αλλά ένα παζάρι σου προτείνω.

Σαν άκουσε τη λέξη «παζάρι», ο κλέφτης πρόσεξε.

-Τι παζάρι; ρώτησε.

-Φλουριά δε θέλεις; είπε η βασιλοπούλα. Φλουριά θα σου δώσω όσα θέλεις, φθάνει να μ’ αφήσεις να φύγω, τώρα αμέσως, για να προφθάσω να κατέβω στη χώρα προτού φέξει. Έλα στο παλάτι όποτε θέλεις, και θα σου χαρίσω φλουριά, όσα μπορεί ένα μουλάρι να σηκώσει.

Τα μάτια του κλέφτη γυάλισαν’ γύρισε στους συντρόφους του.

-Τι λέτε σεις; ρώτησε. Και συ, μάνα, τι λες;   

-Γνώση έχεις, που θα την αφήσεις να φύγει; τσίριξε η γριά, και να πας και συ στο παλάτι να σε πιάσουν να σε ρίξουν στη φυλακή; Σαν πολύ ξυπνή μου δείχνεσαι κόρη μου! Μα δεν ακούμε από τέτοια. Σ’ έχουμε και σε κρατούμε.

Δε μίλησε πια η βασιλοπούλα’ δεν καταδέχουνταν να πέσει σε παρακάλια.

Περπατούσαν γρήγορα για να γλιτώσουν από τη βροχή, κι έφθασαν σ’ ένα δάσος όπου όλοι σταμάτησαν, και ο καθένας γύρεψε ένα στεγνό μέρος κάτω από τα δέντρα.

-Δώσε μου τα χρυσά σου ρούχα, είπε η γριά της βασιλοπούλας’ για σένα είναι αρκετά καλά τούτα που φορώ.

Και της πήρε το χρυσοκέντητο φόρεμά της και τη μαλαματένια ζώνη με το σμαραγδένιο θηλυκωτήρι και τα χρυσά της παπουτσάκια και ό, τι στολίδια είχε, και την έντυσε πάλι με τα βρώμικα κουρέλια της. Ύστερα ξεκάρφωσε τις δυο σειρές μαργαριτάρια που στερέωναν τα μαλλιά της, και χύθηκαν αυτά ολόχρυσα περιτυλίγοντάς την σαν ατίμητος μανδύας.

Η βασιλοπούλα δε μίλησε. Ό, τι κι αν της έκαναν, τους απαντούσε εκείνη με την ατάραχη ματιά της.

Οι κλέφτες άναψαν φωτιά και κάθησαν γύρω να φάνε, αφού πρώτα έδεσαν τη βασιλοπούλα από τα μαλλιά σ’ ένα δέντρο για να μην τους ξεφύγει.

-Τι να την κάνουμε τώρα αυτήν; ρώτησε ένας  δείχνοντας τη βασιλοπούλα με το δάχτυλο.

-Να την πάμε στο παλάτι και να πούμε πως τη βρήκαμε στο δάσος, πρότεινε ο αρχιληστής. Θα μας δώσουν φλουριά για αμοιβή.

-Τι κουτός! τσίριξε η γριά’ θα πει αυτή πως δεν είναι αλήθεια και θα σε χώσουν μέσα.

-Καλύτερα να τη σκοτώσουμε, πρότεινε άλλος.

-Αμέ τότε τι την κλέψαμε; ρώτησε ο αρχιληστής. Ο λόγος είναι για να βγάλομε κι ένα κέρδος για τον κόπο μας.

-Να σας πω, είπε το αγόρι. Φορτώστε την στο καράβι του θείου μου που φεύγει αυτές τις μέρες, και πουλήστε την στους Φράγκους.

-Καλά λες, γιόκα μου, είπε η γριά’ με την ομορφιά της θα πιάσει κάμποσα φλουριά.

Όλοι συμφωνήσανε πως αυτό ήταν το καλύτερο, και αφού έφαγαν και ήπιαν τόσο που μέθυσαν, πλάγιασαν γύρω από τη φωτιά να κοιμηθούν.

-Έχε έννοια την κοπέλα, μάνα, είπε ο αρχιληστής.

-Κοιμήσου ξέγνοιαστος, γιόκα μου, αποκρίθηκε η γριά’ δε μου ξεφεύγει εμένα, την έχω καλά δεμένη.

Σε λίγο όλοι κοιμούνταν, εκτός της γριάς που φύλαγε, και της βασιλοπούλας που την έτρωγε η έννοια του στόλου και του ξένου βασιλιά.

Έβρεχε και φυσούσε δυνατά, και, η γριά, μολονότι φορούσε τα πλούσια φορέματα της βασιλοπούλας, εκρύωνε όμως, και κάθε τόσο ρουφούσε από μια γουλιά για να ζεστάθει, ώσπου λίγο-λίγο μέθυσε κι αυτή και έπεσε να κοιμηθεί, αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως τα μαλλιά της βασιλοπούλας ήταν σφιχτά δεμένα στο δέντρο και πως το σκοινί που βαστούσε τα χέρια της ήταν γερό.

‘Όταν ένιωσε η βασιλοπούλα πως όλοι κοιμούνταν βαριά, κοίταξε να δει πως μπορούσε να ξεφύγει.

Κανείς δεν φαίνουνταν’ μόνο οι κλέφτες και η γριά ρουχάλιζαν γύρω της. Βοήθεια από κανένα δεν μπορούσε να περιμένει, αλλά το θάρρος της δεν το έχασε…

(συνεχιζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
23 Ιανουαρίου 2015, 11:22
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ανακεφαλαίωση)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

(α’ μέρος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, και το βασίλειό τους ήταν ένα μεγάλο νησί. Ούτε πολύ όμορφο, ούτε πολύ πλούσιο ήταν το νησί τους. Είχε βουνά ψηλά, άγρια, χωρίς δέντρα, χωρίς πρασινάδα’ στις πέτρες και στους βράχους δε φύτρωνε χορτάρι για να βοσκήσουν οι ποιμένες τ’ αρνάκια τους. Κάτω στον κάμπο, ελιές και πάλι ελιές, με τα σταχτιά τους πένθιμα φυλλαράκια, κατέβαιναν ως τη θάλασσα’ πού και πού μόνο, πρασίνιζαν τα χωράφια, κι εδώ κι εκεί μερικά σπάνια δάση άπλωναν τη σκιά τους γύρω στις ρεματιές. Παντού όμως βράχοι, με τη γυμνή μαύρη τους ράχη, λες και πλάκωναν τη γη.

Σαν καλός άρχοντας ο βασιλιάς είχε φροντίσει να χτίσει πλοία πολλά, έμαθε το λαό του να δουλεύει χωρίς να χάνει τον καιρό του, και να βγάζει πολλών ειδών εμπορεύματα, που τα πήγαιναν ύστερα με το βασιλικό στόλο και τα πουλούσαν στα ξένα μέρη.

Έτσι λοιπόν, χωρίς να είναι πλούσια η γη τους, την αγαπούσαν οι κάτοικοι και δεν υπέφεραν και πολύ από φτώχεια, ούτε γύρευε κανένας ν’ αφήσει την πατρίδα του για να βρει πλούτη έξω από το νησί του. Το μυαλό και η δουλειά, αναπλήρωναν όσα δε χάριζε η γη.

Όλα τα καλά λοιπόν τα είχε ο βασιλιάς, την αγάπη του λαού, τα πλούτη που δίνει η εργασία και μια πολύ καλή βασίλισσα. Μόνο ένα πράγμα του έλειπε’ παιδί δεν είχε.

Τέλος πάντων το απέκτησε και αυτό’ ένα πρωί έμαθε με χαρά ο λαός όλος, πως γεννήθηκε στο παλάτι μια βασιλοπούλα.

Από τη χαρά του ο βασιλιάς κάλεσε στη βάφτιση όλο το λαό και όλες τις νεράιδες του νησιού. Τραπέζια έστρωσαν στους βασιλικούς κήπους, και όλα τα καλύτερα κρασιά του κελαριού τα έδωσε ο βασιλιάς , για να κεράσουν τον κόσμο που ήρχονταν να ευχηθεί υγεία και χαρά στο νεογέννητο κοριτσάκι.

Μέσα στο παλάτι, όλες οι νεράιδες είχαν μαζευτεί γύρω στην κούνια και έδιναν κατά σειρά του μωρού από μια ευχή.

Η μία είπε πως θα γίνει η πιο όμορφη του κόσμου. Άλλη πως θα τραγουδά σαν αηδόνι. Η Τρίτη πως καμιά δε θα παραβγαίνει στη χάρη μαζί της. Η τέταρτη πως η εξυπνάδα της δε θα έχει ταίρι. Άλλη της είπε πως θα έχει γνώση σαν τους πιο σοφούς της γης, κι έτσι ώσπου δεν έμειναν παρά μόνο δυο νεράιδες που δεν είχαν μιλήσει ακόμα.

-Εγώ, είπε η προτελευταία, δε θα της δώσω μόνο μια ευχή’ θα την προστατεύω από τη Ζωή και από κάθε λύπη. Με λένε Μοίρα, και θέλω η κόρη αυτή να μην κλάψει ποτέ.

 Και, με το μαγικό ραβδί της, χτύπησε ελαφρά υη βασιλοπούλα στο στήθος, της πήρε την καρδιά, την έκλεισε σ’ ένα μικρό κουτάκι, πήρε το κλειδί και αμέσως χάθηκε από το δωμάτιο, πριν μπορέσει κανένας να τη σταματήσει.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τρομαγμένοι όρμησαν στην κούνια, να δουν αν ζούσε το παιδί τους’ άλλ’ η βασιλοπούλα κοιμούνταν ήσυχη.

-Χωρίς καρδιά! μουρμούρισε η βασίλισσα, πώς θα μας αγαπήσει;

Και όλοι γύρω αντιλάλησαν:

-Χωρίς καρδιά, πώς θα μας κυβερνήσει όταν πεθάνει ο καλός μας βασιλιάς;

Όπου η χαρά έγινε θρήνος, και όλοι ξέσπασαν στα κλάματα.

Μια νεράιδα ακόμα έμενε’ σ’ αυτήν έστρεψε ο βασιλιάς.

-Και συ, κυρα-Νεράιδα, της είπε, δώσε μιαν ευχήν στο παιδί μας, ξέκανε το κακό που μας έκανε η Μοίρα!

Να ξεκάνω αυτό που έκανε η δυνατότερή μου, δεν μπορώ, είπε η νεράιδα. Εγώ είμαι η Ζωή, και η Μοίρα με ορίζει! Μπορώ όμως να βοηθήσω τη βασιλοπούλα να ξαναβρεί την καρδιά της, αν καμιά μέρα τη θελήσει!

-Τώρα, τώρα! φώναξε η βασίλισσα, δώσε της τώρα την καρδιά της, κυρα-Ζωή!

-Όχι, είπε η Ζωή, αυτό δε γίνεται. Πρέπει να μεγαλώσει η βασιλοπούλα, και μόνη της να πάγει να τη φέρει. Ένα κλειδάκι μόνο θα της χαρίσω, εγώ, και μ’ αυτό θα ξαναβρεί την καρδιά της, όποτε την επιθυμήσει.

Και όσο μιλούσε, με μια χρυσή αλυσιδίτσα κρέμασε ένα χρυσό κλειδάκι στο λαιμό του μωρού.

-Όταν θελήσει, εξακολούθησε η νεράιδα, ας βγάλει το κλειδί από την αλυσίδα, και αυτό θα την οδηγήσει… Αλλά να ξέρετε, πως το δώρο που κάνει η Ζωή είναι βαρύ’ τη μέρα που θ’ αποκτήσει την καρδιά της, η βασιλοπούλα σας θα νιώσει αγάπη και χαρά, θα νιώσει όμως και όλο το βάρος και τους καημούς της ζωής.

-Τότε κράτησέ το! παρακάλεσε η βασίλισσα. Δε θέλω να κλάψει το παιδί μου!

-Όχι, είπε ο βασιλιάς’ να της το δώσεις, κυρα-Ζωή. Ας μάθει η βασιλοπούλα καημούς και πόνους για να γίνει άνθρωπος σωστός…

(β’ μέρος)

Πέρασαν χρόνια, η ευτυχία εξακολουθούσε στο νησί’ αλλά στο παλάτι, δεν ήταν πια η η χαρά σαν πρώτα.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν κρυφό και βαθύ καημό’ η κορούλα τους δεν είχε καρδιά. Και όσο μεγάλωνε, τόσο γίνουνταν πιο φανερός ο εγωισμός της.

Ήταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη, όλες τις τέχνες τις είχε μάθει και με τους πιο σοφούς συζητούσε, και πολλές φορές φαίνουνταν πιο γραμματισμένη και απ’ αυτούς ακόμα.

Όλοι την θαύμαζαν, και διαλαλούσαν τη γνώση της και την ομορφιά της. Κανείς όμως δεν την αγαπούσε.

Η βασίλισσα το έβλεπε κι έκλαιγε κάποτε μυστικά, και θα έδινε όλα τα πλούτη του παλατιού της, για να δει στην κόρη της μια σπίθα καρδιάς.

Μια μέρα, η βασιλοπούλα έφθασε τρεχάτη στο δωμάτιο της βασίλισσας’ στο χέρι της βαστούσε ένα άσπρο λαγουδάκι.

-Για δες, μητέρα, τι νόστιμα που πηδά! είπε’ και με μια καρφίτσα τρύπησε το πλευρό του ζώου, που τινάχτηκε ξετρελαμένο από τον πόνο.

Η βασιλοπούλα ξεκαρδίστηκε.

-Δες, δες, μητέρα, τι αστείο! κι ετοιμάστηκε να ξαναρχίσει.

Η βασίλισσα αγανακτισμένη, άρπαξε το λαγουδάκι από τα χέρια της κόρης της και είπε με αυστηρότητα:

-Είσαι κακό και σκληρό κορίτσι’ βρίσκεις ευχαρίστηση βασανίζοντας το ζώο αυτό που δεν μπορεί να διαφεντευτεί. Θα ήθελες να σε τρυπούσα όπως τρύπησες το λαγουδάκι σου;

-Όχι! είπε χωρίς να ταραχθεί η βασιλοπούλα, γιατί τότε θα πονούσα.

-Λοιπόν, γιατί τρυπάς εσύ το λαγουδάκι; Και αυτό πονεί!

Η βασιλοπούλα κοίταξε τη μητέρα της με απορία, σα να της μιλούσε μια ξένη γλώσσα που δεν την εννοούσε.

-Μα αφού εγώ δεν πονώ, αποκρίθηκε.

Εκείνη τη μέρα η βασίλισσα έκλαψε πικρά.

Άλλη μια φορά, της χάρισε ο βασιλιάς ένα ωραιότατο καναρινάκι. Βαστούσε η βασιλοπούλα το κλουβί στο χέρι όταν πέρασε πλάι από τη λίμνη του κήπου και, για να δει πως κολυμπά το πουλάκι, του έκοψε τα φτερά και το έριξε στο νερό. Σπάραζε το καημένο χτυπώντας τα φτερουγάκια του με απελπισία, και η βασιλοπούλα ξακαρδίζουνταν στα γέλια.

Όταν έφτασε η βασίλισσα κοντά της, το καναρινάκι πνιγμένο δεν κουνούσε πια.

-Τι ανόητο, είπε η βασιλοπούλα στη μητέρα της’ ψόφησε γρήγορα-γρήγορα! Και όμως ήταν τόσο διασκεδαστικό και αστείο, καθώς τίναζε τα φτερά του για να βγει από το νερό!

Κι εκείνο το βράδυ πάλι, έκλαψε πικρά η βασίλισσα.

Άλλη φορά, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η βασιλοπούλα στέκουνταν και κοίταζε με περιέργεια τη βασίλισσα που ζύμωνε τη βασιλόπιτα.

-Εγώ θα πάρω ο φλουρί, βέβαια! έλεγε η βασιλοπούλα.

-Θα το πάρει όποιος βρει’ αποκρίθηκε η βασίλισσα’ αυτό είναι τυχερό, σ’ όποιον πέσει.

Την ώρα που ήθελαν να κόψουν την πίτα, η βασίλισσα πρόσταξε να καλέσουν ένα φτωχό, να πάρει και αυτός το μερδικό του. Ίσα-ίσα, εμπρός στην πόρτα, στέκουνταν ένα αγοράκι κουρελιασμένο και τρέμοντας από το κρύο. Το έφεραν μέσα, και η βασίλισσα με συμπάθεια το φίλησε και πρόσταξε να το ντύσουν με ζεστά ρούχα. Μόνη της το κάθισε στο τραπέζι και του έδωσε να φάγει και να πιει. Αφού έφαγε και ζεστάθηκε, έφεραν την πίτα.

Ο βασιλιάς την έκοψε κι έδωσε στον καθένα το κομμάτι του με την τύχη του. Όλοι γύρευαν, με τα δόντια και με τα μάτια να βρουν το φλουρί, όταν με χαρά φώναξε το παιδάκι:

-Το βρήκα! και σήκωσε ψηλά το γυαλιστό χρυσό φλουρί.

-Ε! στην υγειά σου! είπε χαρούμενος ο βασιλιάς, σηκώνοντας το ποτήρι του.

Μα πριν προφτάσει το αγοράκι να πιάσει το δικό του, η βασιλοπούλα ρίχθηκε απάνω του και το κτύπησε στο κεφάλι με το ασημένιο πιάτο της.

-Δωσ’ μου το φλουρί! Δωσ’ μου το φλουρί! φώναξε έκω φρενών. Εγώ είπα πως το θέλω.

Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσαν να πάρουν το παιδί από τα χέρια της.

-Να του κόψουν το κεφάλι, φώναζε, και να μου δώσει το φλουρί!

Η βασίλισσα, αγανακτισμένη, της είπε:

-Θα σε δείρω εσένα, και δυνατά!

-Γιατί; ρώτησε με απορία η βασιλοπούλα.

-Δεν ξέρεις πως πονεί το καημένο υο παιδάκι, όταν το χτυπάς στο κεφάλι;

-Ναι, μα τι με μέλει εμένα; αποκρίθηκε η βασιλοπούλα. Μ’ αρέσει το φλουρί και θέλω να το πάρω’ σαν πονέσει πολύ θα μου το δώσει.

Ό, τι κι αν της έλεγε η μητέρα της ήταν χαμένα λόγια’ η βασιλοπούλα δεν καταλάβαινε. Κι εκείνη την νύχτα την πέρασε πάλι η βασίλισσα κλαίγοντας πικρά…

(γ’ μέρος)                                   

…Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε η βασιλοπούλα, και όλο γίνουνταν ομορφότερη κι εξυπνότερη, αλλά όλο και πιο εγωίστρια και άκαρδη. Οι γονείς της πάλι όσο πήγαινε πικραίνουνταν περισσότερο, γιατί έβλεπαν πως ολοένα λιγόστευε η αγάπη του λαού για την όμορφη μα άσπλαχνη βασιλοπούλα.

Μα κι αυτή δεν ήταν ευχαριστημένη.

Λύπη και οίκτο δεν γνώρισε, μα και χαρά δεν ήξερε τι θα πει. Όταν έβλεπε τις φιλενάδες της να φιλούν τη μητέρα τους απορούσε, γιατί αυτή δεν είχε όρεξη να φιλήσει τη δική της μητέρα.

Όταν άκουε τους άλλους να μιλούν για συγκίνηση, έλεγε μέσα της:

Τι είναι αυτό;

Μια μέρα, πέρασε ένας λαουτάρης από το νησί, και ο βασιλιάς πρόσταξε να ‘ρθει και να τραγουδήσει και να παίξει στο παλάτι μπροστά σ’ όλη την αυλή. Το βράδι, στον κήπο, ο λαουτάρης έπαιξε το λαούτο και τραγούδησε, είχε ωραία φωνή και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ, και τον πρόσταξε να πει κανένα τραγούδι της πατρίδας του.

Και τραγούδησε πάλι ο λαουτάρης, με τόση αγάπη είπε την ομορφιά της πατρίδας του και τον πόνο που βρίσκουνταν στα ξένα, που όλοι γύρω έκλαψαν.

Η βασιλοπούλα μόνο έμενε ατάραχη, και απόρησε γιατί να κλαίνε οι άλλοι, ενώ αυτή δεν αισθάνουνταν ούτε λύπη ούτε χαρά. Και όταν άκουσε τον βασιλιά, που πρόσταξε να δώσουν στον τραγουδιστή ένα σακί φλουριά, είπε θυμωμένη στον πατέρα της:

-Δε λυπήθηκες να πετάξεις τόσα φλουριά για έναν κουρελιάρη, που μας σκότισε τόση ώρα με τις φωνές του και με τα λαούτα του;

-Γιατί λες πως μας σκότισε; αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Μας ευχαρίστησε απεναντίας, γιατί τραγούδησε με πόνο και με καρδιά!

Αλλά πάλι δεν κατάλαβε η βασιλοπούλα.

Επειδή όμως ήταν πολύ έξυπνη, αντιλαμβανουνταν πως κάτι της έλειπε που την έκανε διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους, μα δεν ήξερε τι ήταν αυτό το κάτι. Και για να το εξηγήσει έλεγε μέσα της:

Εγώ είμαι εξυπνότερη από τους άλλους, και γι’ αυτό ούτε με πειράζει τίποτε, ούτε με συγκινεί.

Έγινε δεκάξι χρονών η βασιλοπούλα, και οι γονείς της συλλογίστηκαν πως ήταν πια καιρός να την παντρέψουν.

Στο γειτονικό βασίλειο ήταν ένα όμορφο βασιλόπουλο, γνωστό στον κόσμο για την παλικαριά του και την ευγένεια της ψυχής του. Ήταν προικισμένο με όλα τα ωραιότερα προτερήματα, και ο πατέρας του και η μητέρα του το λάτρευαν.

Η ομορφιά και η εξυπνάδα της βασιλοπούλας είχαν ακουστεί και στο δικό του βασίλειο και το βασιλόπουλο αποφάσισε να την πάρει αυτή γυναίκα του.

-Με την ευχή σας, είπε στους γονείς του, θα πάω να την ζητήσω.

Και του έδωσαν την ευχή τους, και ξεκίνησε το βασιλόπουλο για το νησί της βασιλοπούλας.

Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, ετοίμασε μεγάλα πανηγύρια και μεγάλα ξεφαντώματα, γιατί το είχε τιμή του να κάμνει γαμπρό τέτοιο τρανό βασιλόπουλο.

Ένα φόβο μόνο είχε, και τον ξεμυστηρεύτηκε της βασίλισσας:

-Να μην τύχει και κάμει ή πει τίποτα η κόρη μας, που να λυπήσει το γαμπρό και να δει που δεν έχει καρδιά!

Φώναξε λοιπόν την κόρη της η βασίλισσα, της είπε πως έρχεται το γειτονικό βασιλόπουλο, και της εξήγησε πώς πρέπει να φέρεται. Αλλά με το φαντασμένο ύφος της αποκρίθηκε η βασιλοπούλα:

-Είμαι η πιο όμορφη και η εξυπνότερη του κόσμου, τιμή του είναι να με πάρει.

Κι έκλαψε πάλι η βασίλισσα, και δεν είπε τίποτα στην κόρη της.

Όταν την είδε το βασιλόπουλο…

(δ’ μέρος)

… Όταν την είδε το βασιλόπουλο έμεινε άφωνο. Τέτοια ομορφιά, τέτοια χάρη, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν τα είχε φαντασθεί. Δεν έβγαζε τα μάτια του από πάνω της.

Ζήτησε αμέσως να γίνουν αρραβώνες, και μα χαρά το δέχθηκε ο βασιλιάς. Ευθύς πρόσταξε τις μουσικές να γυρίσουν στους δρόμους, για να μάθει όλος ο λαός την καλήν είδηση, και πρόσταξε να στρωθεί αμέσως τραπέζι μεγάλο και να φέρουν πάλι τα καλύτερά του κρασιά, για να πιει ο κόσμος στην υγειά του γαμπρού και της νύφης.

Αλλά όταν κάθησαν στο τραπέζι, ούτε να φάγει ήθελε το βασιλόπουλο ούτε να πιει, μόνο τη βασιλοπούλα ήθελε να κοιτάζει.

Αφού απόφαγαν και ο βασιλιάς και οι αυλικοί ήπιαν στην υγειά των αρραβωνιασμένων, βγήκαν όλοι στο χορό, και πήρε το βασιλόπουλο τη βασιλοπούλα και χόρεψαν με τόση χάρη, που όλοι γύρω στέκουνταν μαγεμένοι.

Όταν τελείωσε ο χορός, την πήρε το βασιλόπουλο να σεργιανίσουν το περιβόλι.

-Τέτοια βασίλισσα σαν εσένα δε θα φαντάζεται ο λαός μου, της είπε, ούτε η μητέρα μου δεν ήταν τόσο όμορφη!

Εκείνη ευχαριστήθηκε με τα κολακευτικά αυτά λόγια, και με το νου της έβαλε να γίνει αμέσως και βασίλισσα, για να έχει όλα τα μεγαλεία και τις δόξες.

-Πότε θα με κάμεις βασίλισσα;

Το βασιλόπουλο κοντοστάθηκε και την κοίταξε με απορία.

-Όταν γίνω εγώ βασιλιάς, αποκρίθηκε’ και ελπίζω να αργήσει αυτό πολύ ακόμα, για να ζήσει χρόνια πολλά ο πατέρας μου…

-Αχ, διέκοψε η βασιλοπούλα. Αν σε πάρω, θέλω να γίνω αμέσως βασίλισσα, για να φορώ το στέμμα και την πορφυρένια βασιλική στολή, που θα πηγαίνει τόσο καλά με την ομορφιά μου.

Τότε λυπήθηκε το βασιλόπουλο, που δεν αποκρίθηκε τίποτε. Εκείνη νόμισε πως παραδέχτηκε τα λόγια της, και του εξήγησε με τι τρόπο μπορούσε να γίνει αμέσως βασιλιάς.

-Θα πάρω το στόλο του πατέρα μου του βασιλιά, και όλο του το στρατό, και θα φύγομε μαζί, θα αποβιβαστούμε στο βασίλειό σου, χωρίς τίποτε να ξέρουν οι γονείς σου, και, καθώς θα είναι ανετοίμαστοι, θα μπουν οι στρατιώτες μας στο παλάτι, θα διώξουν τον πατέρα σου και θα γίνεις εσύ ρήγας κι εγώ ρήγισσα.

Το βασιλόπουλο, καθώς άκουσε αυτά τα λόγια, άρπαξε το κεφάλι του με φρίκη μέσα στα δυο του χέρια.

-Μα τι είσαι συ, βασιλοπούλα μου; ρώτησε. Γυναίκα είσαι ή θηρίο;

-Θέλω να γίνω βασίλισσα, αποκρίθηκε με πείσμα εκείνη’ αλλιώς δε σε παίρνω.

Απελπισμένο και ως την καρδιά θλιμμένο, της είπε το βασιλόπουλο πως τη θέλει γυναίκα του και πως θα την πάρει και πως τόσο θα την αγαπά, που θα την κάμνει και αυτή να μαλακώσει και να γίνει γλυκιά και καλή γυναίκα.

Άλλ’ αυτή δεν άκουε από τέτοια λόγια.

-‘Η βασίλισσα θα με κάμεις αμέσως, ή φύγε μονάχος.

-Θα με κάμεις να πάγω να πέσω στη λίμνη και να πνιγώ! της είπε το βασιλόπουλο.

-Και δεν πας; αποκρίθηκε.

Έτρεξε λοιπόν το βασιλόπουλο και ρίχθηκε στη λίμνη’ κι εκείνη το κοίταζε και ούτε ταράχθηκε, παρά όταν είδε τα νερά που τον σκέπασαν, σήκωσε τους ώμους της και γύρισε προς το παλάτι.

-Τι κουτός που ήταν! είπε. Δεν του αξίζει άλλο τέλος.

(ε’ μέρος)

…Ἐνας ψαράς στέκουνταν στην άκρη της λίμνης, όταν έπεσε μέσα το βασιλόπουλο. Καθώς τον είδε, ρίχθηκε στο νερό, κολύμπησε ως το μέρος όπου είχε βουλιάξει, βούτησε και τον έβγαλε λιποθυμισμένο, αλλά ζωντανό ακόμα.

Μεγάλο κακό έγινε στο παλάτι, όταν έφεραν πίσω το αναίσθητο βασιλόπουλο. Η βασίλισσα αμέσως κατάλαβε πως η κόρη της ήταν ανακατωμένη στην καταστροφή αυτή, κι έτρεξε στο δωμάτιό της για να την ξεμολογήσει.

Η βασιλοπούλα της διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία, χωρίς ν’ αποσιωπήσει καμιά από τις άκαρδες λέξεις της και πρόσθεσε:

-Τι φταίω εγώ αν είναι τόσο κουτός, που δεν καταλάβαινε πως γυρεύω το καλό του;

Από αγανάκτηση η βασίλισσα δε βαστάχθηκε πια, και τραβώντας τα μαλλιά της είπε:

-Είσαι καταδικασμένη, κόρη μου, όλο λύπες να σπέρνεις γύρω σου! Αχ! Τι κακό που σου έκαμνε η Μοίρα σου όταν σου πήρε την καρδιά!

Η βασιλοπούλα δεν κατάλαβε τα λόγια της μητέρας της.

-Τι θα πει, μου πήρε την καρδιά; ρώτησε. Ποια καρδιά;

Και τότε με κλάματα της διηγήθηκε η βασίλισσα την ιστορία της βάφτισής της.

Η βασιλοπούλα δεν είχε καρδιά, μα είχε μυαλό. Συλλογίστηκε λίγο και ξαναθυμήθηκε όλη της την περασμένη ζωή, και τότε κατάλαβε πολλά πράγματα, πολλά λόγια που είχε ακούσει και που ως τότε της είχαν φανεί ανεξήγητα.

Τι άκαρδη… τι άπονη… τι άσπλαχνη…

Όλα αυτά τα λόγια, που είχε ακούσει να λένε γι’ αυτήν σε διάφορες περιστάσεις της ζωής της , τα ένιωθε τώρα.

-Μητέρα, είπε συλλογισμένη’ φταίγω εγώ αν δεν έχω καρδιά;

-Όχι, παιδί μου’ η Μοίρα σου την πήρε.

-Και δεν μπορώ να την ξαναβρώ;

-Ναι, μπορείς, είπε η βασίλισσα, φθάνει να το θέλεις.

-Το θέλω, είπε η βασιλοπούλα.

Η βασίλισσα της εξήγησε τότε με τι τρόπο μπορούσε να την ξαναβρεί και η βασιλοπούλα θέλησε αμέσως να ξεκρεμάσει το κλειδάκι από το λαιμό της, αλλά η μητέρα της τη σταμάτησε.

-Πρέπει πρώτα να ξέρεις, πως αν βρεις την καρδιά σου, θα χάσεις τη σημερινή σου ησυχία.

Και της ξανάπε τα λόγια της Ζωής:

-Σκέψου’ θέλεις να αντικρίσεις τόσες λύπες;

Συλλογίστηκε η βασιλοπούλα και αποκρίθηκε:

-Δεν ξέρω τι είναι η λύπη’ μα έχω περιέργεια να τη γνωρίσω. Κι έτσι που ζω δε βρίσκω τίποτε που να μ’ αρέσει στη ζωή. Δεν γνωρίζω λύπη, μα δεν ξέρω τι θα πει αυτό που λέτε σεις χαρά, ώστε δεν έχει και πολύ σημασία η ζωή μου.

Η βασίλισσα τη φίλησε με συγκίνηση.

-Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου, της είπε. Και η ίδια έλυσε την αλυσιδίτσα από το λαιμό της βασιλοπούλας και της έδωσε το χρυσό κλειδάκι…

(στ’ μέρος)

…Αμέσως πήδησε το κλειδάκι από τα χέρια της βασιλοπούλας κι έπεσα από το παράθυρο. Εκείνη ξαφνιάστηκε, και με φόβο μην το χάσει έτρεξε στο περιβόλι, και από κάτω από το παράθυρό της το ξαναβρήκε. Έλαμπε σα φωτιά’ πριν προφτάσει όμως να το πιάσει, πήδησε πάλι το κλειδάκι και έπεσε μερικά βήματα μακρύτερα. Έτρεξε πάλι η βασιλοπούλα να το πιάσει και πάλι πήδησε το κλειδάκι, και όλο το κυνηγούσε εκείνη, και όλο της ξέφευγε, και βγήκαν από το περιβόλι του παλατιού κι έτρεξαν στον κάμπο και ύστερα στο βουνό, και όλο πηδούσε το κλειδάκι και όλο το κυνηγούσε η βασιλοπούλα.

Είχε ανέβει κάμποσο ψηλά στο βουνό, όταν σ’ ένα γύρισμα του δρόμου απάντησε μια γριά κουρελιασμένη και βρώμικη, με μικρά πονηρά μάτια και κίτρινη όψη, που της άπλωσε το χέρι:

-Δώσε μου, χρυσή μου κοπέλα, μια πεντάρα ν’ αγοράσω λίγο ψωμάκι.

-Δεν έχω καιρό, αποκρίθηκε η βασιλοπούλα.

Και εξακολούθησε το δρόμο της, με τα μάτια καρφωμένα στο κλειδάκι της.

Παραπάνω είδε άλλη γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά, που κάθουνταν στα χώματα κι έκλαιγε απελπισμένα, σκυμμένη πάνω στο μωρό της που βογγούσε σιγά, με κλεισμένα μάτια.

-Το παιδάκι μου πεθαίνει! μοιρολογούσε η μητέρα. Αχ, και να μπορούσα να το σώσω!

-Πάρε το στο γιατρό, της φώναξε περνώντας η βασιλοπούλα.

-Πώς να το πάω στο γιατρό, αφού ούτε ψωμί δεν έχω ν’ αγοράσω! αποκρίθηκε η δυστυχισμένη.

Η βασιλοπούλα σήκωσε στους ώμους της με αδιαφορία, κι εξακολούθησε να κυνηγά το κλειδάκι της.

Ανέβαινε κι όλο ανέβαινε η βασιλοπούλα, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι. Στο δρόμο της είδε και άλλες δυστυχίες’ ποτέ όμως δε σταμάτησε. Οι δυστυχίες των άλλων δεν την συγκινούσαν εκείνη.

Ένα τυφλό παιδάκι έπεσε μπροστά της σ’ ένα χαντάκι’ κι έβγαλε μια φωνή κι έμεινε ακίνητο. Αλλά η βασιλοπούλα δε σταμάτησε να το σηκώσει.

Παραπάνω απάντησε χωροφύλακες που πήγαιναν έναν άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Έκλαιγε και δέρνουνταν ο δυστυχισμένος.

-Θα πληρώσω το χρέος μου, έλεγε’ αφήστε με να δουλέψω! Θα πεθάνουν τα παιδιά μου από την πείνα, αν με κλείσετε! Λυπηθείτε τα παιδιά μου!

Αλλά τον έσερναν οι χωροφύλακες, και η βασιλοπούλα, που μ’ ένα κουμπί του μανικιού της μπορούσε να πληρώσει δέκα φορές το χρέος του, δε σταμάτησε.

Ανέβαινε, ανέβαινε, η βασιλοπούλα, έφθασε σε γκρεμνούς και σε βράχους, όπου ούτε σπίτι ούτε άνθρωπος δε βρίσκουνταν πια, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι, και όλο ανέβαινε η βασιλοπούλα.

Είχε αρχίσει να κουράζεται, και το βουνό τέλος δεν είχε. Μα αν δεν είχε καρδιά η βασιλοπούλα, είχε όμως θέληση δυνατή, και είχε βάλει με το νου της να πάρει πίσω την καρδιά της.

Έφθασε τέλος στην κορυφή’ εκεί σταμάτησε το κλειδάκι. Έτρεξε η βασιλοπούλα να το πιάσει και έξαφνα άνοιξε ο βράχος μπροστά της, και μέσα στη σχισμάδα είδε ένα μικρό κουτάκι. Καθώς έσκυψε να το πιάσει, πήδησε το κλειδάκι για τελευταία φορά και χώθηκε μόνο του στην κλειδαρότρυπα…

(ζ’ μέρος)

…Άπλωσε το χέρι της η βασιλοπούλα, άρπαξε το κουτί και άνοιξε με βία το σκέπασμα. Μέσα είδε την καρδιά της.

Την ίδια στιγμή, παρουσιάστηκε μπροστά της μια νεράιδα κάτασπρα ντυμένη’ γύρω της χύνουνταν τόσο φως, που θαμπώθηκαν τα μάτια της βασιλοπούλας και τα σκέπασε με το χέρι της.

-Μη φοβάσαι, της είπε η νεράιδα’ είμαι η Ζωή, κι εγώ σε οδήγησα εδώ, για να ξαναβρείς την καρδιά σου. Μα πριν τη πάρεις, πρέπει να ξέρεις τι κάνεις. Η Μοίρα θέλησε να ζήσεις, χωρίς πόνους και λύπες, και σου πήρε την καρδιά σου’ εγώ όμως δεν παραδέχομαι τη ζωή χωρίς αισθήματα, και στου έδειξα το δρόμο για να τη βρεις πάλι. Θα μάθεις τώρα τη λύπη, αλλά θα μάθεις και τη χαρά, γιατί θα νιώσεις τι θα πει αγάπη. Ως τώρα σ’ αγάπησαν οι άλλοι’ εσύ δεν αγαπάς κανένα, ούτε καν τη μάνα σου. Θέλεις να ζήσεις ζωή δυνατή, ζωή γεμάτη χαρά και λύπη, λαχτάρα και πόνους;

-Ναι! είπε η βασιλοπούλα. Το θέλω!

-Πρέπει να το θελήσεις με όλη σου την δύναμη, είπε η νεράιδα, για να νικήσεις την απόφαση της Μοίρας.

-Το θέλω, είπε η βασιλοπούλα, με όλη μου την δύναμη.

-Εμπρός, λοιπόν, τράβα το δρόμο σου με θάρρος.

Και με το μαγικό της ραβδί, η Ζωή χτύπησε ελαφρά τη βασιλοπούλα στο στήθος.

Ένα φως τόσο δυνατό έλαμψε πάλι, που η βασιλοπούλα έκλεισε τα μάτια της. Όταν τ’ άνοιξε, ήταν νύχτα’ το κουτί και το μαγικό κλειδάκι είχαν ξαναχωθεί στο βράχο και η νεράιδα είχε γίνει άφαντη…

(η’ μέρος)

…Στα σκοτεινά κατέβαινε η βασιλοπούλα το βουνό’ δεν έβλεπε τίποτα’ ήταν φοβερά κουρασμένη από το δρόμο που είχε κάμει, και κάθε λίγο σκόνταφτε στις πέτρες, αλλά δεν την πείραζε. Τα τελευταία λόγια της Ζωής της είχαν δώσει θάρρος, και αισθάνουνταν μέσα της μια δύναμη καινούρια. Συλλογίζουνταν τη μητέρα της και τον πατέρα της, και της ήρχουνταν μια λαχτάρα άγνωστη ως τότε, να τους φιλήσει και να ξανακούσει τη φωνή τους.

-Περίεργο! είπε μέσα της. Ως τώρα ποτέ δεν τους είχε συλλογιστεί.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Αφού περπάτησε πολλή ώρα, κάθησε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί, και την πήρε ο ύπνος.

Είδε όνειρα περίεργα’ πως γύρισε στο παλάτι, και με αγάπη έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα της και της μητέρας της, και το βασιλόπουλο γονατιστό της φιλούσε τα χέρια ενώ ο λαός όλος ζητωκραύγαζε έξω από τα παράθυρα, και την έλεγε πολυαγαπημένη βασιλοπούλα, και άλλα λόγια που της φαίνουνταν ασυνήθιστα και χωρίς έννοια. Και αυτή απορούσε, και γύρευε να καταλάβει για ποιο λόγο αισθάνουνταν τόσην όρεξη να ευχαριστήσει όλους, γιατί την πλημμύριζε τόση χαρά, και γιατί την αγαπούσε τόσο ο λαός της, που ως τότε μόνο άκαρδη και άπονη την ήξερε.

-Θα βρέξει, μα τι πειράζει; είπε χαρούμενη η βασιλοπούλα’ σε λίγο θα είμαι στο παλάτι.

Μάζεψε μερικά βατόμουρα, και τα έφαγε για να σβήσει την πείνα της και τη δίψα της’ ύστερα τρεχάτη άρχισε πάλι να κατεβαίνει το βουνό.

Εκεί που πήγαινε όμως, άκουσε ομιλίες δυνατές, σαν φωνές που μάλωναν, και μεταξύ τους ξεχώρισε μια φωνή τόσο λυπητερή, που αμέσως σταμάτησε για να ακούσει καλύτερα…

(θ’ μέρος)

…-Τα παιδιά μου έμειναν στο δρόμο, αφήστε με να πάγω να τα μαζέψω! έλεγε η λυπητερή φωνή. Δείτε μαυρίλα που πλάκωσε! Θα παγώσουν, τα καημένα!

-Τράβα μπρος! Τράβα μπρος! απαντούσαν θυμωμένες οι άλλες φωνές.

Έτρεξε η βασιλοπούλα, και σ’ ένα γύρισμα του δρόμου είδε το χρεωφειλέτη και τους χωροφύλακες, που τους είχε απαντήσει ανεβαίνοντας.

-Γιατί πάτε αυτόν τον άνθρωπο στη φυλακή; ρώτησε τον αρχηγό.

-Γιατί δεν πληρώνει τα χρέη του, απάντησε αυτός χωρίς να γνωρίσει τη βασιλοπούλα.

-Μα πώς να τα πληρώσω, που δεν έχω ούτε ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά μου, φώναξε ο αλυσοδεμένος. Αρρώστησε η γυναίκα μου και ό, τι είχα το ξόδεψα στα γιατρικά, ώσπου μας άφησε χρόνους η καημένη, Θεός σχωρέσ’ την, και μένουν τα παιδιά μου στο δρόμο!

Δεν μπόρεσε να πει περισσότερα και πνίγηκε στα κλάματα.

Τα μάτια της βασιλοπούλας γέμισαν δάκρυα.

-Πόσα χρεωστά ο άνθρωπος αυτός; ρώτησε τον αξιωματικό.

-Τρία χρυσά φλουριά, κυρά μου, και τα έξοδά μας.

-Έβγαλε το χρυσό της πουγκί και το έδωσε του χρεωφειλέτη.

-Πλήρωσε το χρέος σου, του είπε, και κράτησε όσα μένουν για τα παιδιά σου.

Ο δυστυχισμένος έπεσε στα πόδια της και φίλησε τον ποδόγυρο του φουστανιού της.

-Μη μ’ ευχαριστείς, του είπε η βασιλοπούλα. Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω για τη χαρά που έχω μέσα μου.

Πήρε πάλι τον κατήφορο και απορούσε μόνη της, γιατί να είναι τόσο χαρούμενη, ενώ κανένας δεν της είχε χαρίσει τίποτε, και απεναντίας αυτή είχε δώσει όλα της τα φλουριά, και δεν της έμεινε ούτε πεντάρα στην τσέπη.

Εκεί που συλλογίζουνταν, έξαφνα είδε…

(ι’ μέρος)

…Εκεί που συλλογίζουνταν, έξαφνα είδε σ’ ένα χαντάκι το τυφλό παιδάκι που είχε πέσει μπροστά της, όταν ανέβαινε.

-Το καημένο! φώναξε’ ακόμα εδώ βρίσκεται!

Και πήδησε στο χαντάκι, έπιασε το παιδί στην αγκαλιά της, το χάιδεψε, το φίλησε. Στο μέτωπό του ήταν μια πληγή, και λίγο αίμα είχε τρέξει στα χλωμά του μάγουλα και ξεράθηκε εκεί ασκούπιστο.

Τι να κάμνει δεν ήξερε η βασιλοπούλα’ νερό δεν είχε εκεί κοντά, ούτε άνθρωπος φαίνουνταν. Με το παιδί στην αγκαλιά εξακολούθησε το δρόμο της. Η βροχή άρχισε να πέφτει και το σκοτάδι γίνουνταν βαθύτερο. Τέλος είδε από μακριά μια καλύβα. Άφησε το μεγάλο δρόμο και έτρεξε να βρει άσυλο εκεί.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπήκε μέσα με το φόρτωμά της.

Πλάγι σ’ ένα τζάκι κάθουνταν μια γριούλα’ στο πρόσωπό της ήταν γραμμένη τόση λύπη, που κοντοστάθηκε η βασιλοπούλα.

-Τι έχεις, μάνα; τη ρώτησε.

-Το τι έχω , κόρη μου, άφησ’ το, είναι μακρινή ιστορία! της αποκρίθηκε η γριά, και με το γέρικο της χέρι σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Πες μου κάλλιο εσύ, αρχοντοπούλα μου, τι ήλθες να κάμνεις στη φτωχική μου καλύβα;

Η βασιλοπούλα της έδειξε το παιδάκι που κρατούσε και της ζήτησε λίγο νερό για να το πλύνει.

Το κοίταξε η γριά μια στιγμή με προσοχή.

-Περιττό, κοπέλα μου, της είπε. Το παιδί είναι πεθαμένο.

Η βασιλοπούλα ξαφνιάστηκε.

-Δε γίνεται, είπε’ πρέπει να βρεθεί τρόπος να το συνεφέρομε.

-Του κάκου, κόρη μου, αποκρίθηκε η γριά. Κοίταξέ το, είναι κρύο! Δεν μας μένει παρά να το θάψουμε.

Πήρε η γριά το πεθαμένο παιδί για να το πλύνει, και η βασιλοπούλα κάθησε κοντά στη φωτιά. Κάτι καινούριο μέσα της ξυπνούσε, μια λύπη βαθιά και άσχημη, όπου λίγο-λίγο ξεχώριζε ένα ασυνήθιστο αίσθημα που την πλήγωνε, το πικρό αίσθημα της ντροπής, η ιδέα πως ίσως έφταιξε αυτή. Θυμούνταν πως είχε δει το παιδί που έπεφτε, και δεν στάθηκε στο δρόμο της να το σηκώσει.

-Ποιος ξέρει, συλλογίστηκε’ αν το είχα βοηθήσει τότε, αν το είχα φροντίσει, ίσως γλίτωνε…

Είχε μείνει το άμοιρο στο χαντάκι όλη νύχτα, κανείς δεν το είδε να το βοηθήσει, και ξεψύχησε έρημο και μονάχο…

Και η υπερήφανη βασιλοπούλα χαμήλωσε το κεφάλι της, και για πρώτη φορά στη ζωή της έκλαψε πικρά.

(ια’ μέρος)

…-Μην κλαις, κόρη μου, της είπε η γριά’ έκαμνες ό, τι μπορούσες. Γραφτό του ήταν!

-Όχι, δεν έκαμνα ό, τι μπορούσα, είπε η βασιλοπούλα.

Και διηγήθηκε με κλάματα, πως είδε το παιδάκι ανεβαίνοντας και πέρασε χωρίς να σταματήσει.

Η γριά γύρευε να την παρηγορήσει.

-Μικρός είναι ο καημός σου, κόρη μου, της είπε’ να ήξερες τι πίκρες έχει η ζωή!

Και τα δάκρια άρχισαν να τρέχουν ποτάμι στα σουφρωμένα μάγουλα της γριάς.

Έτρεξε η βασιλοπούλα και την αγκάλιασε.

-Τι έχεις, μάνα, πες μου!

-Αχ, παιδάκι μου! Μια κόρη έχω κι εγώ, και όλες οι πίκρες απάνω της έπεσαν! Πέθανε ο καλός της και την άφησε χήρα μ’ ένα μωρό. Στη λύπη μας, μια παρηγοριά, μια χαρά είχαμε αυτό το χαριτωμένο παιδάκι. Μας το ζήλεψε όμως ο Χάρος κι έπεσε στο στρώμα κι αυτό. Ό, τι είχαμε το πουλήσαμε για το γιατρό και τα γιατρικά, και αφού δώσαμε και την τελευταία μας πεντάρα ο γιατρός δε θέλησε πια να ‘ρθει. Και τότε, σαν είδε η κόρη μου το παιδί της τόσο βαριά, τα έχασε η κακομοίρα και σαν τρελή πήρε το παιδί κι έφυγε από τα χθες, και από τότε όλο περιμένω και δεν έρχεται κι έξω βρέχει, είναι χειμώνας, και ξέρω πως πεινά και δεν έχει να φάγει.

Η βασιλοπούλα τινάχτηκε.

-Την είδα! Την είδα! είπε με μεγάλη ταραχή. Την απάντησα πεινασμένη και απελπισμένη στο δρόμο, και ούτε σταμάτησα να της μιλήσω. Μα θα πάγω να σου τη φέρω, μάνα! Μόνο να μη φθάσω κι εκεί πολύ αργά!

Τρεχάτη πετάχθηκε έξω, και γύρισε στο μεγάλο δρόμο, με την ελπίδα να ξαναβρεί τη φτωχιά γυναίκα, στο μέρος όπου την είχε απαντήσει την παραμονή.

Έβρεχε δυνατά, και ο άνεμος φυσούσε κρύος. Η βασιλοπούλα είχε κάμνει δρόμο πολύ και ήταν πεινασμένη’ μα δεν τα συλλογίσθηκε αυτά. Μια σκέψη, μια τρομάρα την κεντούσε’ έτρεχε μήπως φθάσει αργά και βρει το παιδί πεθαμένο σαν το άλλο.

Αναγνώριζε τα μέρη όπου είχε περάσει, και γύρευε από μακριά να δει τη γυναίκα, καθισμένη στην άκρη του δρόμου. Μα όταν έφθασε στο μέρος εκείνο κόπηκαν τα γόνατά της…

(ιβ’ μέρος)

…Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη καταγής, κρατώντας το μωρό της στην αγκαλιά, και οι δυο έμοιαζαν ξυλιασμένοι.

Με απελπισία κοίταξε γύρω της η βασιλοπούλα, ζητώντας βοήθεια.

Μακριά πολύ, είδε ένα χωριό και, χωρίς στιγμή να χάσει, πήρε το δρόμο της πάλι τρεχάτη και πήγε στο χωριό.

Τον πρώτο άνθρωπο που βρήκε, τον ρώτησε που ήταν ο γιατρός’ της έδειξε το σπίτι του και χτύπησε την πόρτα.

-Έλα, γιατρέ, μη χάνεις ώρα’ θα φθάσομε αργά! του είπε όταν της άνοιξε.

Θέλησε ο γιατρός να ρωτήσει περισσότερα, μα όταν την είδε τόσο όμορφη, σώπασε και έκανε ό, τι του είπε.

Ενώ ετοίμαζε ο γιατρός το μουλάρι του, η βασιλοπούλα έκοψε ένα κουμπί από το μανίκι της και το έδειξε σε μια γυναίκα, που περνούσε, μ’ ένα καλάθι αυγά και δυο ψωμιά.

-Το θέλεις; τη ρώτησε. Δώσ’ μου το καλάθι σου και τα ψωμιά σου, και χάρισμά σου το κουμπί.

Η γυναίκα δεν πίστευε στα μάτια της’ το κουμπί ήταν ένα μεγάλο σμαράγδι.

Πήρε η βασιλοπούλα το καλάθι και το έδεσε με τα ψωμιά στη ράχη του μουλαριού.

-Εσύ κι εγώ θα περπατήσομε, γιατρέ, του είπε. Πάμε σε πεινασμένους, πρέπει να τους φέρομε φαγί.

Ο γιατρός για την όμορφη κοπέλα θα έκανε με χαρά πολύ περισσότερον κόπο. Θέλησενα την καθίσει αυτήν στο μουλάρι, γιατί φαίνουνταν κουρασμένη, αλλά δε δέχτηκε η βασιλοπούλα, και πεζοί ανέβηκαν και οι δυο προς το δρόμο.

Λίγο παραπάνω αντάμωσαν ένα χωρικό με μια καρδάρα γάλα και τρεις κότες, δεμένες από τα πόδια και κρεμασμένες στον ώμο του. Η βασιλοπούλα έκοψε άλλο ένα κουμπί από το μανίκι της και το πρόσφερε.

-Δώσ’ μου το γάλα και τις κότες σου, και πάρε το σμαράγδι μου, είπε.

Ο χωρικός πήγε να τα χάσει, έδωσε την καρδάρα και τις κότες, τα έδεσαν στο μουλάρι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.

Η βροχή είχε σταματήσει όταν έφθασαν κοντά στη μισοπαγωμένη γυναίκα’ ο γιατρός με τα γιατρικά του γρήγορα τη συνέφερε, κι ενώ φρόντιζε το μωρό, η βασιλοπούλα έδινε της γυναίκας να πει γάλα από την καρδάρα και της έκοψε ψωμί.

Η δυστυχισμένη μητέρα όμως δε σήκωνε τα μάτια της από το μικρό της, που με κόπο γύρευε να το ζεστάνει ο γιατρός.

(ιγ’ μέρος)

-Ζει! φώναξε επιτέλους’ μα πρέπει να το πάμε σε κλειστό μέρος.

Κάθισαν τη γυναίκα στο μουλάρι, και η βασιλοπούλα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, για να το βαστά ζεστά, και όλοι μαζί πήγαν στην καλύβα της γριάς.

Καθώς τους είδε, έπεσε στα πόδια της βασιλοπούλας και με δάκρυα την ευχαρίστησε.

Σε λίγο συνήλθε το μωρό και, αφού του έδωσαν λίγο γάλα να πιει, αποκοιμήθηκε ήσυχα. Υποσχέθηκε ο γιατρός να ξαναέλθει την άλλη μέρα, και τους βεβαίωσε πως το παιδί θα ζήσει. Όταν όμως θέλησε ο βασιλοπούλα να τον πληρώσει με δυο σμαραγδένια κουμπιά του άλλου μανικιού της, αυτός τ’ αρνήθηκε, λέγοντας πως ένα ευχαριστώ από τα χείλη της άξιζε όλα τα βασίλεια του κόσμου.

Γέμισε πάλι χαρά το φτωχικό καλύβι.

Κάθισαν όλοι μαζί κι έφαγαν και ήπιαν, και ύστερα σηκώθηκε η βασιλοπούλα να φύγει. Τις κότες και ό, τι άλλο έμενε, τ’ άφησε για τις φτωχές γυναίκες, και τους χάρισε και τα δυο σμαραγδένια κουμπιά που τα είχε αρνηθεί ο γιατρός.

-Πουλήστε τα στη χώρα, τους είπε και με τα φλουριά που θα σας δώσουν αγοράστε μιαν αγελάδα και ό, τι άλλο σας χρειάζεται, για σας και το παιδί σας.

Οι δυο γυναίκες με δάκρυα την ευχαρίστησαν. Τα δυο σμαράγδια ήταν περιουσία γι’ αυτές, και δε θα τους έλειπε πια το ψωμί.

Η γριά έβαλε λίγο γάλα σ’ ένα κουρουπάκι, και το έδωσε της βασιλοπούλας μ’ ένα κομμάτι ψωμί.

-Πάρε το, κόρη μου, καλό είναι για το δρόμο, της είπε. Η χώρα είναι μακριά και θα πεινάσεις πριν φτάσεις. Στο καλό!

Με καινούριο θάρρος κι αλαφριά καρδιά, πήρε πάλι τον κατήφορο η βασιλοπούλα, ενώ ο γιατρός και οι φτωχές γυναίκες την ευλογούσαν από μακριά.

(ιδ’ μέρος)

…Κατέβαινε, κατέβαινε η βασιλοπούλα, κι έλαμπε πάλι ο ήλιος, και όλη η φύση γελούσε γύρω της. Για πρώτη φορά θέλησε και αυτή να τραγουδήσει τη χαρά της’ και για πρώτη φορά ένιωσε τη γλύκα του τραγουδιού και την ομορφιά του κόσμου.

Εκεί πηγαίνοντας, απάντησε πάλι τη βρώμικη και κουρελιασμένη γριά, με τα πονηρά μάτια και την κίτρινη όψη, που πάλι της άπλωσε το χέρι και της έκαμνε την ίδια παράκληση:

-Δώσε μου, χρυσή μου κοπέλα, μια πεντάρα, ν’ αγοράσω λίγο ψωμί!

Η βασιλοπούλα σταμάτησε.

-Δεν έχω πια πεντάρες, μάνα, μα, αν θέλεις να πας στη χώρα να το πουλήσεις, πάρε αυτό το βραχιόλι μου, αξίζει κάμποσα φλουριά.

Τα πονηρά μάτια της γριάς έλαμψαν’ με ψεύτικη γλύκα στη φωνή είπε:

-Ευχαριστώ, χρυσή μου κοπέλα’ η Μοίρα και οι νεράιδες να σε φυλάνε, και όλα τα καλά του κόσμου να τα χαρεί η σπλαχνική σου καρδιά.

Αυτή τη φορά δε χάρηκε η βασιλοπούλα’ κάτι στη φωνή της γριάς της φάνηκε ψεύτικο, και συλλογίστηκε πως ίσως δεν είναι πάντα σωστό να δίνει κανείς χωρίς να ξέρει σε ποιον δίνει, και αν θα πιάσει τόπο η ελεημοσύνη.

Βιαστικά έριξε πίσω της μια ματιά, και είδε πως η γριά είχε φύγει από το μεγάλο δρόμο, και μ’ ένα κακό χαμόγελο, που άνοιγε σαν πηγάδι το άσχημο κουτσοδόντικο στόμα της, κατέβαινε κατρακυλιστά την πλαγιά του βουνού, σαν να βιάζουνταν να προφθάσει κάτι…

(ιε’ μέρος)

…Τόσο ύπουλο και κακό της φάνηκε το βλέμμα της, που έσφιξε η καρδιά της βασιλοπούλας, και συλλογίστηκε με λύπη πως ίσως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί, ακόμα και όταν η Μοίρα δεν τους έχει πάει την καρδιά, όπως είχε πάρει τη δική της.

Κι έξαφνα, αισθάνθηκε όλη την κούραση του δρόμου, και κάθησε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί.

Είχε βραδιάσει, και ο ήλιος βασίλευε πίσω από τα σύννεφα που μαζεύουνταν πάλι στον ορίζοντα. Έβγαλε το κουρουπάκι της και το ψωμί, για να φάγει, μα δεν είχε όρεξη. Τ’ ακούμπησε στην πέτρα κοντά της και έπεσε σε συλλογή.

Μπροστά της έβλεπε τη θάλασσα, όπου άπειρα καραβάκια αρμένιζαν, και θυμήθηκε το στόλο του βασιλιά και το παλάτι και τον πατέρα της και τη μητέρα της, και το βασιλόπουλο που είχε ριχθεί στη λίμνη απελπισμένο από την κακία της.

Κι έξαφνα της ήλθε φοβερή λαχτάρα να τους ξαναδεί όλους, να τους ζητήσει συγχώρεση, να τους πει πόσο λυπούνταν για την περασμένη της ζωή, και πόσο θα ήθελε να ξαγοράσει τις περασμένες της αμαρτίες, τώρα που αισθάνουνταν και αυτή τι της έλεγε η νεόβρετη καρδιά της!

Κοιτάζοντας τα καραβάκια, που ολοένα πλησίαζαν, της φάνηκε πως δεν τ’ αναγνώριζε. Δεν ήταν ο στόλος του βασιλιά με τα γνωστά της σκάφη και τα πορφυρένια φλάμπουρα, και όμως ήταν τόσα πολλά, που δεν μπορούσαν να είναι ξένα εμπορικά, όπως συνήθιζαν να έρχονται ένα ή δυό τη φορά στο λιμένα του νησιού τους.

Εκεί που συλλογίζουνταν τι να είναι τα καράβια αυτά, έξαφνα άκουσε κοντά της χτυπήματα, σαν να έσκαφταν το χώμα. Σηκώθηκε με περιέργεια και, πίσω από το βράχο, είδε ένα γέρο γονατιστό, που βιαστικά άνοιγε ένα λάκκο. Κοντά του είχε ακουμπήσει δυο μεγάλους σάκους κι ένα πανέρι γεμάτο από διάφορα χρυσαφικά και ασημικά.

Καθώς άκουσε βήματα, ο γέρος σταμάτησε τρομαγμένος και άπλωσε το χέρι απάνω στο πανέρι, για να προστατεύσει τα χρυσαφικά του.

-Μη φοβάσαι, η βασιλοπούλα’ δε θα σε πειράξω. Μα γιατί σκάβεις λάκκους εδώ;

Όταν ο γέρος είδε πως ήταν γυναίκα, και πως ήταν μόνη, ξανάρχισε τη δουλειά του βιαστικότερα από πριν.

-Θέλω να κρύψω εδώ τα λίγα πράγματα που έχω, της είπε’ αύριο δεν ξέρομε τι γίνεται.

-Γιατί; Ποιος θα σου πάρει τα χρυσαφικά σου, αν τα κρατήσεις σπίτι σου;

Γύρισε ο γέρος και την κοίταξε με απορία.

-Δεν ξέρεις τα νέα; τη ρώτησε. Δε βλέπεις τα καράβια που έζωσαν το νησί; Αύριο, αν αποβιβαστούν οι στρατιώτες, ποιος θα σώσει τα λεφτά μας, που με τόσον κόπο, πεντάρα-πεντάρα, τα οικονομήσαμε;

Αηδιασμένη κοίταξε η βασιλοπούλα το γερο-φιλάργυρο, που με λαίμαργα μάτια έτρωγε τους σάκους του. Έτοιμος πια να κατεβεί στον τάφο, το χρυσάφι του γύρευε να θάψει.

-Δεν καταλαβαίνω, είπε. Για ποιους στρατιώτες μιλάς;

-Μα από πού έρχεσαι και δεν ξέρεις τίποτε; φώναξε νευριασμένος ο γέρος. Να ένα βασιλόπουλο τρανό ζήτησε την κόρη του βασιλιά, και ήλθε και έγιναν οι αρραβώνες’ άλλ’ αυτή, σαν άκαρδη που είναι, τον έριξε στη λίμνη, και μόλις πρόφθασαν να τον βγάλουν ζωντανό. Μα αρρώστησε βαριά, και όλοι οι γιατροί στο βασίλειο δεν μπορούν να τον γιάνουν. Και  θύμωσε ο κύρης τους κι έστειλε στόλο και στρατό, και λένε πως είναι και ο ίδιος μέσα σ’ ένα από τα καράβια, και πως αν δεν του παραδώσουν αμέσως τη βασιλοπούλα, θα κατέβει με στρατό στη χώρα να πάρει το γιό του, και ύστερα θα κάψει το βασίλειο, θα τα ρημάξει όλα, θα πάρει σκλάβους το βασιλιά και τη βασίλισσα, και θα κόψει το κεφάλι της βασιλοπούλας.

-Και τι απάντησε ο βασιλιάς μας; ρώτησε η βασιλοπούλα.

-Ο βασιλιάς αποκρίθηκε πως την κόρη του δεν την παραδίνει. Μα και να ήθελε να την παραδώσει, πού να τη βρει! Σαν είδε αυτή τα στενά, έφυγε και χάθηκε, και τόσον καιρό τη γυρεύουν, μα πού να τη βρουν! Αλίμονό μας, τους δυστυχισμένους! Με τόσους κόπους μαζέψαμε μερικά λεφτά, και τώρα θα έλθουν ξένοι να μας τα πάρουν και τα χαρούν!

Και ξανάρχισε να σκάβει με βία.

Η βασιλοπούλα έμεινε άφωνη. Τόσες καταστροφές δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσαν να φέρουν στον τόπο και στους γονείς της μερικά άκαρδα λόγια που ξεστόμισε σαν ασυλλόγιστη. Κοίταξε το γέρο που εξακολουθούσε να σκάβει, και τον περιφρόνησε με όλη της την καρδιά, που συλλογίζουνταν τα φλουριά του και τ’ ασημικά του, την ώρα που τέτοια μεγάλη καταστροφή ξέσπασε στον τόπο.

-Και όμως, συλλογίστηκε, το ίδιο δεν έκανα άραγε κι εγώ, που γύρευα δόξα δική μου, προσωπική, μάταιη και μικρή δόξα, όταν είπα εκείνα τα λόγια στο βασιλόπουλο, λόγια που έφεραν τέτοια συμφορά στην πατρίδα μου!

Η πατρίδα της… Κοίταξε γύρω της τα γυμνά βουνά, τους κάμπους, τ’ αριά δάση’ όλα αυτά, όσο φτωχά και αν ήταν, ήταν όμως πατρίδα της, δική της γη…

Και μέσα της ξύπνησε, ξαφνικά, ακράτητη η αγάπη για το χώμα αυτό, που ως τότε το έβλεπε με αδιαφορία’ της φάνηκε τόσο όμορφο το φτωχό νησί, με τις πέτρες και τους βράχους του, με τα χωράφια που πρασίνιζαν εδώ κι εκεί, με τις σταχτιές ελιές του, και την απέραντη θάλασσα τριγύρω…

Θυμήθηκε με πόνο σουβλερό, πως αυτή στέκονταν καταστροφή του τόπου της και αναστατώθηκε η ψυχή της όλη.

-Μην κρύβεις το χρυσάφι σου, γέρο του είπε’ δε θα έλθει η συμφορά που φοβάσαι, γιατί θα παραδοθεί η βασιλοπούλα και θα σβήσει ο θυμός του ξένου βασιλιά.

Και αφήνοντας το φιλάργυρο σαστισμένο, με το φτυάρι στο χέρι, πήρε πάλι τον κατήφορο τρέχοντας με όλη της τη δύναμη, για να προφθάσει να παραδοθεί στον ξένο βασιλιά, πριν ακόμα κατέβει με το στρατό του.

Η νύχτα απλώνουνταν παντού, και τα μαύρα σύννεφα ολοένα κατέβαιναν χαμηλότερα, φοβερίζοντας τη φύση με την αγριάδα τους.

Βιάζουνταν η βασιλοπούλα να φθάσει στη ρίζα του βουνού πριν ξεσπάσει η κακοκαιρία, όχι από φόβο μη βραχεί, αλλά για να μην αργοπορήσει και προφθάσουν να βγουν έξω τα στρατεύματα.

Έξαφνα άκουσε κλάματα και σταμάτησε. Παραμέρισε κάτι χαμόκλαδα, και είδε ένα αγόρι ως δέκα χρονών καθισμένο καταγής, που έκλαιγε…

(ιστ’ μέρος)

-Γιατί είσαι εδώ και δεν πας σπίτι σου; ρώτησε.

-Δεν μπορώ να κουνήσω, κυρά μου, είπε το παιδί με κλαψιάρικη φωνή. Στραμπούλισα το πόδι μου και δεν μπορώ να σηκωθώ’ κι έρχεται η βροχή, και τι θα γίνω!

Και πάλι άρχισε το παράπονο, βγάζοντας όλο και μεγαλύτερες φωνές.

-Πού είναι το σπίτι σου; ρώτησε η βασιλοπούλα.

Το αγόρι άπλωσε το χέρι.

-Να, είπε, αυτού.

-Δε βλέπω τίποτα.

-Δε φαίνεται, μα είναι από κει, πίσω απ’ το βράχο.

Η βασιλοπούλα, στεναχωρημένη κοίταξε τον ουρανό που όλο και περισσότερο μαύριζε, και γύρευε να λογαριάσει πόσος δρόμος της έμενε ακόμα ώσπου να φθάσει στη χώρα.

-Είναι μακριά το σπίτι σου; ρώτησε πάλι.

-Όχι, ούτε μισό στάδιο δε μας χωρίζει από κει. Μα δεν μπορώ να περπατήσω μόνος μου.

-Έλα να σε βοηθήσω, είπε η βασιλοπούλα. Μα κάνε γρήγορα, είμαι βιαστική.

Το αγόρι της έριξε μια ύπουλη ματιά, που της θύμισε τη γριά που είχε ελεήσει πρωτύτερα. Συλλογίστηκε μια στιγμή  βασιλοπούλα να μη χασομερήσει κοντά του, μήπως πάγει χαμένη η πονοψυχιά της. Αλλά λυπήθηκε να τον αφήσει μονάχο στη βροχή.

-Θα τρέξω πιο γρήγορα και θα ξανακερδίσω τον χαμένον καιρό, είπε μέσα της.

Σήκωσε με προσοχή το αγόρι και, κρατώντας το από το μπράτσο, προχώρησε μαζί του κατά το βράχο. Αυτό κλαίγουνταν και όλο περισσότερο κούτσαινε’ κάθε λίγο της έριχνε καμιά πονηρή ματιά, και πάλι άρχισε το παράπονο.

Έφθασαν στο βράχο, μα σπίτι δε φάνηκε.

Η βασιλοπούλα σταμάτησε.

-Μου είπες ψέμα, είπε αυστηρά, και τώρα δεν πιστεύω πια τίποτε απ’ όσα λες. Δείξε μου το πόδι σου.

Το αγόρι γύρευε να διαμαρτυρηθεί, μα η βασιλοπούλα επέμενε:

-Δείξε μου το πόδι σου ειδεμή σε παρατάω εδώ.

Αυτός, αντί να υπακούσει, έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά.

Η βασιλοπούλα ξαφνίστηκε και κατάλαβε πως είχε πέσει σε παγίδα. Κοίταξε γύρω της βιαστικά και, βλέποντας από πίσω τα χαμόκλαδα να βγαίνουν σκιές ανθρώπων, έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς το μεγάλο δρόμο.

Μόλις όμως έκαμε μερικά βήματα, πετάχθηκε από πίσω από ένα θάμνο η βρώμικη κουρελιασμένη γριά με τα πονηρά μάτια,  και όρμησε πάνω στη βασιλοπούλα, χώνοντας τα κοκαλιάρικα αγκυλωτά της δάχτυλα μέσα στον άσπρο της λαιμό.

-Πιάστε την! Πιάστε την! τσίριξε με τη σπασμένη γέρικη φωνή της, ανοίγοντας σαν πηγάδι το κουτσοδόντικο στόμα της.

Γύρεψε η βασιλοπούλα να της ξεφύγει, μα η γριά είχε κρεμαστεί πάνω της και δεν την άφηνε…

(συνεχίζεται…)

 

- Στείλε Σχόλιο
05 Δεκεμβρίου 2014, 12:03
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιστ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

-Γιατί είσαι εδώ και δεν πας σπίτι σου; ρώτησε.

-Δεν μπορώ να κουνήσω, κυρά μου, είπε το παιδί με κλαψιάρικη φωνή. Στραμπούλισα το πόδι μου και δεν μπορώ να σηκωθώ’ κι έρχεται η βροχή, και τι θα γίνω!

Και πάλι άρχισε το παράπονο, βγάζοντας όλο και μεγαλύτερες φωνές.

-Πού είναι το σπίτι σου; ρώτησε η βασιλοπούλα.

Το αγόρι άπλωσε το χέρι.

-Να, είπε, αυτού.

-Δε βλέπω τίποτα.

-Δε φαίνεται, μα είναι από κει, πίσω απ’ το βράχο.

Η βασιλοπούλα, στεναχωρημένη κοίταξε τον ουρανό που όλο και περισσότερο μαύριζε, και γύρευε να λογαριάσει πόσος δρόμος της έμενε ακόμα ώσπου να φθάσει στη χώρα.

-Είναι μακριά το σπίτι σου; ρώτησε πάλι.

-Όχι, ούτε μισό στάδιο δε μας χωρίζει από κει. Μα δεν μπορώ να περπατήσω μόνος μου.

-Έλα να σε βοηθήσω, είπε η βασιλοπούλα. Μα κάνε γρήγορα, είμαι βιαστική.

Το αγόρι της έριξε μια ύπουλη ματιά, που της θύμισε τη γριά που είχε ελεήσει πρωτύτερα. Συλλογίστηκε μια στιγμή  βασιλοπούλα να μη χασομερήσει κοντά του, μήπως πάγει χαμένη η πονοψυχιά της. Αλλά λυπήθηκε να τον αφήσει μονάχο στη βροχή.

-Θα τρέξω πιο γρήγορα και θα ξανακερδίσω τον χαμένον καιρό, είπε μέσα της.

Σήκωσε με προσοχή το αγόρι και, κρατώντας το από το μπράτσο, προχώρησε μαζί του κατά το βράχο. Αυτό κλαίγουνταν και όλο περισσότερο κούτσαινε’ κάθε λίγο της έριχνε καμιά πονηρή ματιά, και πάλι άρχισε το παράπονο.

Έφθασαν στο βράχο, μα σπίτι δε φάνηκε.

Η βασιλοπούλα σταμάτησε.

-Μου είπες ψέμα, είπε αυστηρά, και τώρα δεν πιστεύω πια τίποτε απ’ όσα λες. Δείξε μου το πόδι σου.

Το αγόρι γύρευε να διαμαρτυρηθεί, μα η βασιλοπούλα επέμενε:

-Δείξε μου το πόδι σου ειδεμή σε παρατάω εδώ.

Αυτός, αντί να υπακούσει, έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά.

Η βασιλοπούλα ξαφνίστηκε και κατάλαβε πως είχε πέσει σε παγίδα. Κοίταξε γύρω της βιαστικά και, βλέποντας από πίσω τα χαμόκλαδα να βγαίνουν σκιές ανθρώπων, έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς το μεγάλο δρόμο.

Μόλις όμως έκαμε μερικά βήματα, πετάχθηκε από πίσω από ένα θάμνο η βρώμικη κουρελιασμένη γριά με τα πονηρά μάτια,  και όρμησε πάνω στη βασιλοπούλα, χώνοντας τα κοκαλιάρικα αγκυλωτά της δάχτυλα μέσα στον άσπρο της λαιμό.

-Πιάστε την! Πιάστε την! τσίριξε με τη σπασμένη γέρικη φωνή της, ανοίγοντας σαν πηγάδι το κουτσοδόντικο στόμα της.

Γύρεψε η βασιλοπούλα να της ξεφύγει, μα η γριά είχε κρεμαστεί πάνω της και δεν την άφηνε…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
13 Νοεμβρίου 2014, 16:55
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιε’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Τόσο ύπουλο και κακό της φάνηκε το βλέμμα της, που έσφιξε η καρδιά της βασιλοπούλας, και συλλογίστηκε με λύπη πως ίσως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί, ακόμα και όταν η Μοίρα δεν τους έχει πάει την καρδιά, όπως είχε πάρει τη δική της.

Κι έξαφνα, αισθάνθηκε όλη την κούραση του δρόμου, και κάθησε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί.

Είχε βραδιάσει, και ο ήλιος βασίλευε πίσω από τα σύννεφα που μαζεύουνταν πάλι στον ορίζοντα. Έβγαλε το κουρουπάκι της και το ψωμί, για να φάγει, μα δεν είχε όρεξη. Τ’ ακούμπησε στην πέτρα κοντά της και έπεσε σε συλλογή.

Μπροστά της έβλεπε τη θάλασσα, όπου άπειρα καραβάκια αρμένιζαν, και θυμήθηκε το στόλο του βασιλιά και το παλάτι και τον πατέρα της και τη μητέρα της, και το βασιλόπουλο που είχε ριχθεί στη λίμνη απελπισμένο από την κακία της.

Κι έξαφνα της ήλθε φοβερή λαχτάρα να τους ξαναδεί όλους, να τους ζητήσει συγχώρεση, να τους πει πόσο λυπούνταν για την περασμένη της ζωή, και πόσο θα ήθελε να ξαγοράσει τις περασμένες της αμαρτίες, τώρα που αισθάνουνταν και αυτή τι της έλεγε η νεόβρετη καρδιά της!

Κοιτάζοντας τα καραβάκια, που ολοένα πλησίαζαν, της φάνηκε πως δεν τ’ αναγνώριζε. Δεν ήταν ο στόλος του βασιλιά με τα γνωστά της σκάφη και τα πορφυρένια φλάμπουρα, και όμως ήταν τόσα πολλά, που δεν μπορούσαν να είναι ξένα εμπορικά, όπως συνήθιζαν να έρχονται ένα ή δυό τη φορά στο λιμένα του νησιού τους.

Εκεί που συλλογίζουνταν τι να είναι τα καράβια αυτά, έξαφνα άκουσε κοντά της χτυπήματα, σαν να έσκαφταν το χώμα. Σηκώθηκε με περιέργεια και, πίσω από το βράχο, είδε ένα γέρο γονατιστό, που βιαστικά άνοιγε ένα λάκκο. Κοντά του είχε ακουμπήσει δυο μεγάλους σάκους κι ένα πανέρι γεμάτο από διάφορα χρυσαφικά και ασημικά.

Καθώς άκουσε βήματα, ο γέρος σταμάτησε τρομαγμένος και άπλωσε το χέρι απάνω στο πανέρι, για να προστατεύσει τα χρυσαφικά του.

-Μη φοβάσαι, η βασιλοπούλα’ δε θα σε πειράξω. Μα γιατί σκάβεις λάκκους εδώ;

Όταν ο γέρος είδε πως ήταν γυναίκα, και πως ήταν μόνη, ξανάρχισε τη δουλειά του βιαστικότερα από πριν.

-Θέλω να κρύψω εδώ τα λίγα πράγματα που έχω, της είπε’ αύριο δεν ξέρομε τι γίνεται.

-Γιατί; Ποιος θα σου πάρει τα χρυσαφικά σου, αν τα κρατήσεις σπίτι σου;

Γύρισε ο γέρος και την κοίταξε με απορία.

-Δεν ξέρεις τα νέα; τη ρώτησε. Δε βλέπεις τα καράβια που έζωσαν το νησί; Αύριο, αν αποβιβαστούν οι στρατιώτες, ποιος θα σώσει τα λεφτά μας, που με τόσον κόπο, πεντάρα-πεντάρα, τα οικονομήσαμε;

Αηδιασμένη κοίταξε η βασιλοπούλα το γερο-φιλάργυρο, που με λαίμαργα μάτια έτρωγε τους σάκους του. Έτοιμος πια να κατεβεί στον τάφο, το χρυσάφι του γύρευε να θάψει.

-Δεν καταλαβαίνω, είπε. Για ποιους στρατιώτες μιλάς;

-Μα από πού έρχεσαι και δεν ξέρεις τίποτε; φώναξε νευριασμένος ο γέρος. Να ένα βασιλόπουλο τρανό ζήτησε την κόρη του βασιλιά, και ήλθε και έγιναν οι αρραβώνες’ άλλ’ αυτή, σαν άκαρδη που είναι, τον έριξε στη λίμνη, και μόλις πρόφθασαν να τον βγάλουν ζωντανό. Μα αρρώστησε βαριά, και όλοι οι γιατροί στο βασίλειο δεν μπορούν να τον γιάνουν. Και  θύμωσε ο κύρης τους κι έστειλε στόλο και στρατό, και λένε πως είναι και ο ίδιος μέσα σ’ ένα από τα καράβια, και πως αν δεν του παραδώσουν αμέσως τη βασιλοπούλα, θα κατέβει με στρατό στη χώρα να πάρει το γιό του, και ύστερα θα κάψει το βασίλειο, θα τα ρημάξει όλα, θα πάρει σκλάβους το βασιλιά και τη βασίλισσα, και θα κόψει το κεφάλι της βασιλοπούλας.

-Και τι απάντησε ο βασιλιάς μας; ρώτησε η βασιλοπούλα.

-Ο βασιλιάς αποκρίθηκε πως την κόρη του δεν την παραδίνει. Μα και να ήθελε να την παραδώσει, πού να τη βρει! Σαν είδε αυτή τα στενά, έφυγε και χάθηκε, και τόσον καιρό τη γυρεύουν, μα πού να τη βρουν! Αλίμονό μας, τους δυστυχισμένους! Με τόσους κόπους μαζέψαμε μερικά λεφτά, και τώρα θα έλθουν ξένοι να μας τα πάρουν και τα χαρούν!

Και ξανάρχισε να σκάβει με βία.

Η βασιλοπούλα έμεινε άφωνη. Τόσες καταστροφές δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσαν να φέρουν στον τόπο και στους γονείς της μερικά άκαρδα λόγια που ξεστόμισε σαν ασυλλόγιστη. Κοίταξε το γέρο που εξακολουθούσε να σκάβει, και τον περιφρόνησε με όλη της την καρδιά, που συλλογίζουνταν τα φλουριά του και τ’ ασημικά του, την ώρα που τέτοια μεγάλη καταστροφή ξέσπασε στον τόπο.

-Και όμως, συλλογίστηκε, το ίδιο δεν έκανα άραγε κι εγώ, που γύρευα δόξα δική μου, προσωπική, μάταιη και μικρή δόξα, όταν είπα εκείνα τα λόγια στο βασιλόπουλο, λόγια που έφεραν τέτοια συμφορά στην πατρίδα μου!

Η πατρίδα της… Κοίταξε γύρω της τα γυμνά βουνά, τους κάμπους, τ’ αριά δάση’ όλα αυτά, όσο φτωχά και αν ήταν, ήταν όμως πατρίδα της, δική της γη…

Και μέσα της ξύπνησε, ξαφνικά, ακράτητη η αγάπη για το χώμα αυτό, που ως τότε το έβλεπε με αδιαφορία’ της φάνηκε τόσο όμορφο το φτωχό νησί, με τις πέτρες και τους βράχους του, με τα χωράφια που πρασίνιζαν εδώ κι εκεί, με τις σταχτιές ελιές του, και την απέραντη θάλασσα τριγύρω…

Θυμήθηκε με πόνο σουβλερό, πως αυτή στέκονταν καταστροφή του τόπου της και αναστατώθηκε η ψυχή της όλη.

-Μην κρύβεις το χρυσάφι σου, γέρο του είπε’ δε θα έλθει η συμφορά που φοβάσαι, γιατί θα παραδοθεί η βασιλοπούλα και θα σβήσει ο θυμός του ξένου βασιλιά.

Και αφήνοντας το φιλάργυρο σαστισμένο, με το φτυάρι στο χέρι, πήρε πάλι τον κατήφορο τρέχοντας με όλη της τη δύναμη, για να προφθάσει να παραδοθεί στον ξένο βασιλιά, πριν ακόμα κατέβει με το στρατό του.

Η νύχτα απλώνουνταν παντού, και τα μαύρα σύννεφα ολοένα κατέβαιναν χαμηλότερα, φοβερίζοντας τη φύση με την αγριάδα τους.

Βιάζουνταν η βασιλοπούλα να φθάσει στη ρίζα του βουνού πριν ξεσπάσει η κακοκαιρία, όχι από φόβο μη βραχεί, αλλά για να μην αργοπορήσει και προφθάσουν να βγουν έξω τα στρατεύματα.

Έξαφνα άκουσε κλάματα και σταμάτησε. Παραμέρισε κάτι χαμόκλαδα, και είδε ένα αγόρι ως δέκα χρονών καθισμένο καταγής, που έκλαιγε…

(… συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
10 Οκτωβρίου 2014, 12:28
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιδ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Κατέβαινε, κατέβαινε η βασιλοπούλα, κι έλαμπε πάλι ο ήλιος, και όλη η φύση γελούσε γύρω της. Για πρώτη φορά θέλησε και αυτή να τραγουδήσει τη χαρά της’ και για πρώτη φορά ένιωσε τη γλύκα του τραγουδιού και την ομορφιά του κόσμου.

Εκεί πηγαίνοντας, απάντησε πάλι τη βρώμικη και κουρελιασμένη γριά, με τα πονηρά μάτια και την κίτρινη όψη, που πάλι της άπλωσε το χέρι και της έκαμνε την ίδια παράκληση:

-Δώσε μου, χρυσή μου κοπέλα, μια πεντάρα, ν’ αγοράσω λίγο ψωμί!

Η βασιλοπούλα σταμάτησε.

-Δεν έχω πια πεντάρες, μάνα, μα, αν θέλεις να πας στη χώρα να το πουλήσεις, πάρε αυτό το βραχιόλι μου, αξίζει κάμποσα φλουριά.

Τα πονηρά μάτια της γριάς έλαμψαν’ με ψεύτικη γλύκα στη φωνή είπε:

-Ευχαριστώ, χρυσή μου κοπέλα’ η Μοίρα και οι νεράιδες να σε φυλάνε, και όλα τα καλά του κόσμου να τα χαρεί η σπλαχνική σου καρδιά.

Αυτή τη φορά δε χάρηκε η βασιλοπούλα’ κάτι στη φωνή της γριάς της φάνηκε ψεύτικο, και συλλογίστηκε πως ίσως δεν είναι πάντα σωστό να δίνει κανείς χωρίς να ξέρει σε ποιον δίνει, και αν θα πιάσει τόπο η ελεημοσύνη.

Βιαστικά έριξε πίσω της μια ματιά, και είδε πως η γριά είχε φύγει από το μεγάλο δρόμο, και μ’ ένα κακό χαμόγελο, που άνοιγε σαν πηγάδι το άσχημο κουτσοδόντικο στόμα της, κατέβαινε κατρακυλιστά την πλαγιά του βουνού, σαν να βιάζουνταν να προφθάσει κάτι…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
03 Σεπτεμβρίου 2014, 19:11
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιγ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

-Ζει! φώναξε επιτέλους’ μα πρέπει να το πάμε σε κλειστό μέρος.

Κάθισαν τη γυναίκα στο μουλάρι, και η βασιλοπούλα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, για να το βαστά ζεστά, και όλοι μαζί πήγαν στην καλύβα της γριάς.

Καθώς τους είδε, έπεσε στα πόδια της βασιλοπούλας και με δάκρυα την ευχαρίστησε.

Σε λίγο συνήλθε το μωρό και, αφού του έδωσαν λίγο γάλα να πιει, αποκοιμήθηκε ήσυχα. Υποσχέθηκε ο γιατρός να ξαναέλθει την άλλη μέρα, και τους βεβαίωσε πως το παιδί θα ζήσει. Όταν όμως θέλησε ο βασιλοπούλα να τον πληρώσει με δυο σμαραγδένια κουμπιά του άλλου μανικιού της, αυτός τ’ αρνήθηκε, λέγοντας πως ένα ευχαριστώ από τα χείλη της άξιζε όλα τα βασίλεια του κόσμου.

Γέμισε πάλι χαρά το φτωχικό καλύβι.

Κάθισαν όλοι μαζί κι έφαγαν και ήπιαν, και ύστερα σηκώθηκε η βασιλοπούλα να φύγει. Τις κότες και ό, τι άλλο έμενε, τ’ άφησε για τις φτωχές γυναίκες, και τους χάρισε και τα δυο σμαραγδένια κουμπιά που τα είχε αρνηθεί ο γιατρός.

-Πουλήστε τα στη χώρα, τους είπε και με τα φλουριά που θα σας δώσουν αγοράστε μιαν αγελάδα και ό, τι άλλο σας χρειάζεται, για σας και το παιδί σας.

Οι δυο γυναίκες με δάκρυα την ευχαρίστησαν. Τα δυο σμαράγδια ήταν περιουσία γι’ αυτές, και δε θα τους έλειπε πια το ψωμί.

Η γριά έβαλε λίγο γάλα σ’ ένα κουρουπάκι, και το έδωσε της βασιλοπούλας μ’ ένα κομμάτι ψωμί.

-Πάρε το, κόρη μου, καλό είναι για το δρόμο, της είπε. Η χώρα είναι μακριά και θα πεινάσεις πριν φτάσεις. Στο καλό!

Με καινούριο θάρρος κι αλαφριά καρδιά, πήρε πάλι τον κατήφορο η βασιλοπούλα, ενώ ο γιατρός και οι φτωχές γυναίκες την ευλογούσαν από μακριά.

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
06 Αυγούστου 2014, 19:47
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ιβ' μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη καταγής, κρατώντας το μωρό της στην αγκαλιά, και οι δυο έμοιαζαν ξυλιασμένοι.

Με απελπισία κοίταξε γύρω της η βασιλοπούλα, ζητώντας βοήθεια.

Μακριά πολύ, είδε ένα χωριό και, χωρίς στιγμή να χάσει, πήρε το δρόμο της πάλι τρεχάτη και πήγε στο χωριό.

Τον πρώτο άνθρωπο που βρήκε, τον ρώτησε που ήταν ο γιατρός’ της έδειξε το σπίτι του και χτύπησε την πόρτα.

-Έλα, γιατρέ, μη χάνεις ώρα’ θα φθάσομε αργά! του είπε όταν της άνοιξε.

Θέλησε ο γιατρός να ρωτήσει περισσότερα, μα όταν την είδε τόσο όμορφη, σώπασε και έκανε ό, τι του είπε.

Ενώ ετοίμαζε ο γιατρός το μουλάρι του, η βασιλοπούλα έκοψε ένα κουμπί από το μανίκι της και το έδειξε σε μια γυναίκα, που περνούσε, μ’ ένα καλάθι αυγά και δυο ψωμιά.

-Το θέλεις; τη ρώτησε. Δώσ’ μου το καλάθι σου και τα ψωμιά σου, και χάρισμά σου το κουμπί.

Η γυναίκα δεν πίστευε στα μάτια της’ το κουμπί ήταν ένα μεγάλο σμαράγδι.

Πήρε η βασιλοπούλα το καλάθι και το έδεσε με τα ψωμιά στη ράχη του μουλαριού.

-Εσύ κι εγώ θα περπατήσομε, γιατρέ, του είπε. Πάμε σε πεινασμένους, πρέπει να τους φέρομε φαγί.

Ο γιατρός για την όμορφη κοπέλα θα έκανε με χαρά πολύ περισσότερον κόπο. Θέλησενα την καθίσει αυτήν στο μουλάρι, γιατί φαίνουνταν κουρασμένη, αλλά δε δέχτηκε η βασιλοπούλα, και πεζοί ανέβηκαν και οι δυο προς το δρόμο.

Λίγο παραπάνω αντάμωσαν ένα χωρικό με μια καρδάρα γάλα και τρεις κότες, δεμένες από τα πόδια και κρεμασμένες στον ώμο του. Η βασιλοπούλα έκοψε άλλο ένα κουμπί από το μανίκι της και το πρόσφερε.

-Δώσ’ μου το γάλα και τις κότες σου, και πάρε το σμαράγδι μου, είπε.

Ο χωρικός πήγε να τα χάσει, έδωσε την καρδάρα και τις κότες, τα έδεσαν στο μουλάρι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.

Η βροχή είχε σταματήσει όταν έφθασαν κοντά στη μισοπαγωμένη γυναίκα’ ο γιατρός με τα γιατρικά του γρήγορα τη συνέφερε, κι ενώ φρόντιζε το μωρό, η βασιλοπούλα έδινε της γυναίκας να πει γάλα από την καρδάρα και της έκοψε ψωμί.

Η δυστυχισμένη μητέρα όμως δε σήκωνε τα μάτια της από το μικρό της, που με κόπο γύρευε να το ζεστάνει ο γιατρός.

(…συνεχίζεται)

- Στείλε Σχόλιο
30 Ιουλίου 2014, 12:04
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ια’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

(Καθυστέρησα αρκετά τη συνέχεια του παραμυθιού, όμως επανήλθα δριμύτερη! Για να διαβάσετε τα προηγούμενα τμήματα της ιστορίας, απλά «πατήστε» πάνω στην «ετικέτα»  Κόκκινη κλωστή δεμένη…)

…Μην κλαις, κόρη μου, της είπε η γριά’ έκαμνες ό, τι μπορούσες. Γραφτό του ήταν!

-Όχι, δεν έκαμνα ό, τι μπορούσα, είπε η βασιλοπούλα.

Και διηγήθηκε με κλάματα, πως είδε το παιδάκι ανεβαίνοντας και πέρασε χωρίς να σταματήσει.

Η γριά γύρευε να την παρηγορήσει.

-Μικρός είναι ο καημός σου, κόρη μου, της είπε’ να ήξερες τι πίκρες έχει η ζωή!

Και τα δάκρια άρχισαν να τρέχουν ποτάμι στα σουφρωμένα μάγουλα της γριάς.

Έτρεξε η βασιλοπούλα και την αγκάλιασε.

-Τι έχεις, μάνα, πες μου!

-Αχ, παιδάκι μου! Μια κόρη έχω κι εγώ, και όλες οι πίκρες απάνω της έπεσαν! Πέθανε ο καλός της και την άφησε χήρα μ’ ένα μωρό. Στη λύπη μας, μια παρηγοριά, μια χαρά είχαμε αυτό το χαριτωμένο παιδάκι. Μας το ζήλεψε όμως ο Χάρος κι έπεσε στο στρώμα κι αυτό. Ό, τι είχαμε το πουλήσαμε για το γιατρό και τα γιατρικά, και αφού δώσαμε και την τελευταία μας πεντάρα ο γιατρός δε θέλησε πια να ‘ρθει. Και τότε, σαν είδε η κόρη μου το παιδί της τόσο βαριά, τα έχασε η κακομοίρα και σαν τρελή πήρε το παιδί κι έφυγε από τα χθες, και από τότε όλο περιμένω και δεν έρχεται κι έξω βρέχει, είναι χειμώνας, και ξέρω πως πεινά και δεν έχει να φάγει.

Η βασιλοπούλα τινάχτηκε.

-Την είδα! Την είδα! είπε με μεγάλη ταραχή. Την απάντησα πεινασμένη και απελπισμένη στο δρόμο, και ούτε σταμάτησα να της μιλήσω. Μα θα πάγω να σου τη φέρω, μάνα! Μόνο να μη φθάσω κι εκεί πολύ αργά!

Τρεχάτη πετάχθηκε έξω, και γύρισε στο μεγάλο δρόμο, με την ελπίδα να ξαναβρεί τη φτωχιά γυναίκα, στο μέρος όπου την είχε απαντήσει την παραμονή.

Έβρεχε δυνατά, και ο άνεμος φυσούσε κρύος. Η βασιλοπούλα είχε κάμνει δρόμο πολύ και ήταν πεινασμένη’ μα δεν τα συλλογίσθηκε αυτά. Μια σκέψη, μια τρομάρα την κεντούσε’ έτρεχε μήπως φθάσει αργά και βρει το παιδί πεθαμένο σαν το άλλο.

Αναγνώριζε τα μέρη όπου είχε περάσει, και γύρευε από μακριά να δει τη γυναίκα, καθισμένη στην άκρη του δρόμου. Μα όταν έφθασε στο μέρος εκείνο κόπηκαν τα γόνατά της…

(συνεχίζεται…)

 

- Στείλε Σχόλιο
11 Ιουλίου 2014, 17:34
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ι’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Εκεί που συλλογίζουνταν, έξαφνα είδε σ’ ένα χαντάκι το τυφλό παιδάκι που είχε πέσει μπροστά της, όταν ανέβαινε.

-Το καημένο! φώναξε’ ακόμα εδώ βρίσκεται!

Και πήδησε στο χαντάκι, έπιασε το παιδί στην αγκαλιά της, το χάιδεψε, το φίλησε. Στο μέτωπό του ήταν μια πληγή, και λίγο αίμα είχε τρέξει στα χλωμά του μάγουλα και ξεράθηκε εκεί ασκούπιστο.

Τι να κάμνει δεν ήξερε η βασιλοπούλα’ νερό δεν είχε εκεί κοντά, ούτε άνθρωπος φαίνουνταν. Με το παιδί στην αγκαλιά εξακολούθησε το δρόμο της. Η βροχή άρχισε να πέφτει και το σκοτάδι γίνουνταν βαθύτερο. Τέλος είδε από μακριά μια καλύβα. Άφησε το μεγάλο δρόμο και έτρεξε να βρει άσυλο εκεί.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπήκε μέσα με το φόρτωμά της.

Πλάγι σ’ ένα τζάκι κάθουνταν μια γριούλα’ στο πρόσωπό της ήταν γραμμένη τόση λύπη, που κοντοστάθηκε η βασιλοπούλα.

-Τι έχεις, μάνα; τη ρώτησε.

-Το τι έχω , κόρη μου, άφησ’ το, είναι μακρινή ιστορία! της αποκρίθηκε η γριά, και με το γέρικο της χέρι σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Πες μου κάλλιο εσύ, αρχοντοπούλα μου, τι ήλθες να κάμνεις στη φτωχική μου καλύβα;

Η βασιλοπούλα της έδειξε το παιδάκι που κρατούσε και της ζήτησε λίγο νερό για να το πλύνει.

Το κοίταξε η γριά μια στιγμή με προσοχή.

-Περιττό, κοπέλα μου, της είπε. Το παιδί είναι πεθαμένο.

Η βασιλοπούλα ξαφνιάστηκε.

-Δε γίνεται, είπε’ πρέπει να βρεθεί τρόπος να το συνεφέρομε.

-Του κάκου, κόρη μου, αποκρίθηκε η γριά. Κοίταξέ το, είναι κρύο! Δεν μας μένει παρά να το θάψουμε.

Πήρε η γριά το πεθαμένο παιδί για να το πλύνει, και η βασιλοπούλα κάθησε κοντά στη φωτιά. Κάτι καινούριο μέσα της ξυπνούσε, μια λύπη βαθιά και άσχημη, όπου λίγο-λίγο ξεχώριζε ένα ασυνήθιστο αίσθημα που την πλήγωνε, το πικρό αίσθημα της ντροπής, η ιδέα πως ίσως έφταιξε αυτή. Θυμούνταν πως είχε δει το παιδί που έπεφτε, και δεν στάθηκε στο δρόμο της να το σηκώσει.

-Ποιος ξέρει, συλλογίστηκε’ αν το είχα βοηθήσει τότε, αν το είχα φροντίσει, ίσως γλίτωνε…

Είχε μείνει το άμοιρο στο χαντάκι όλη νύχτα, κανείς δεν το είδε να το βοηθήσει, και ξεψύχησε έρημο και μονάχο…

Και η υπερήφανη βασιλοπούλα χαμήλωσε το κεφάλι της, και για πρώτη φορά στη ζωή της έκλαψε πικρά.

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
02 Ιουλίου 2014, 20:48
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (θ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…-Τα παιδιά μου έμειναν στο δρόμο, αφήστε με να πάγω να τα μαζέψω! έλεγε η λυπητερή φωνή. Δείτε μαυρίλα που πλάκωσε! Θα παγώσουν, τα καημένα!

-Τράβα μπρος! Τράβα μπρος! απαντούσαν θυμωμένες οι άλλες φωνές.

Έτρεξε η βασιλοπούλα, και σ’ ένα γύρισμα του δρόμου είδε το χρεωφειλέτη και τους χωροφύλακες, που τους είχε απαντήσει ανεβαίνοντας.

-Γιατί πάτε αυτόν τον άνθρωπο στη φυλακή; ρώτησε τον αρχηγό.

-Γιατί δεν πληρώνει τα χρέη του, απάντησε αυτός χωρίς να γνωρίσει τη βασιλοπούλα.

-Μα πώς να τα πληρώσω, που δεν έχω ούτε ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά μου, φώναξε ο αλυσοδεμένος. Αρρώστησε η γυναίκα μου και ό, τι είχα το ξόδεψα στα γιατρικά, ώσπου μας άφησε χρόνους η καημένη, Θεός σχωρέσ’ την, και μένουν τα παιδιά μου στο δρόμο!

Δεν μπόρεσε να πει περισσότερα και πνίγηκε στα κλάματα.

Τα μάτια της βασιλοπούλας γέμισαν δάκρυα.

-Πόσα χρεωστά ο άνθρωπος αυτός; ρώτησε τον αξιωματικό.

-Τρία χρυσά φλουριά, κυρά μου, και τα έξοδά μας.

-Έβγαλε το χρυσό της πουγκί και το έδωσε του χρεωφειλέτη.

-Πλήρωσε το χρέος σου, του είπε, και κράτησε όσα μένουν για τα παιδιά σου.

Ο δυστυχισμένος έπεσε στα πόδια της και φίλησε τον ποδόγυρο του φουστανιού της.

-Μη μ’ ευχαριστείς, του είπε η βασιλοπούλα. Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω για τη χαρά που έχω μέσα μου.

Πήρε πάλι τον κατήφορο και απορούσε μόνη της, γιατί να είναι τόσο χαρούμενη, ενώ κανένας δεν της είχε χαρίσει τίποτε, και απεναντίας αυτή είχε δώσει όλα της τα φλουριά, και δεν της έμεινε ούτε πεντάρα στην τσέπη.

Εκεί που συλλογίζουνταν, έξαφνα είδε…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
25 Ιουνίου 2014, 21:49
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (η’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Στα σκοτεινά κατέβαινε η βασιλοπούλα το βουνό’ δεν έβλεπε τίποτα’ ήταν φοβερά κουρασμένη από το δρόμο που είχε κάμει, και κάθε λίγο σκόνταφτε στις πέτρες, αλλά δεν την πείραζε. Τα τελευταία λόγια της Ζωής της είχαν δώσει θάρρος, και αισθάνουνταν μέσα της μια δύναμη καινούρια. Συλλογίζουνταν τη μητέρα της και τον πατέρα της, και της ήρχουνταν μια λαχτάρα άγνωστη ως τότε, να τους φιλήσει και να ξανακούσει τη φωνή τους.

-Περίεργο! είπε μέσα της. Ως τώρα ποτέ δεν τους είχε συλλογιστεί.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Αφού περπάτησε πολλή ώρα, κάθησε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Αφού περπάτησε πολλή ώρα, κάθησε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί, και την πήρε ο ύπνος.

Είδε όνειρα περίεργα’ πως γύρισε στο παλάτι, και με αγάπη έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα της και της μητέρας της, και το βασιλόπουλο γονατιστό της φιλούσε τα χέρια ενώ ο λαός όλος ζητωκραύγαζε έξω από τα παράθυρα, και την έλεγε πολυαγαπημένη βασιλοπούλα, και άλλα λόγια που της φαίνουνταν ασυνήθιστα και χωρίς έννοια. Και αυτή απορούσε, και γύρευε να καταλάβει για ποιο λόγο αισθάνουνταν τόσην όρεξη να ευχαριστήσει όλους, γιατί την πλημμύριζε τόση χαρά, και γιατί την αγαπούσε τόσο ο λαός της, που ως τότε μόνο άκαρδη και άπονη την ήξερε.

-Θα βρέξει, μα τι πειράζει; είπε χαρούμενη η βασιλοπούλα’ σε λίγο θα είμαι στο παλάτι.

Μάζεψε μερικά βατόμουρα, και τα έφαγε για να σβήσει την πείνα της και τη δίψα της’ ύστερα τρεχάτη άρχισε πάλι να κατεβαίνει το βουνό.

Εκεί που πήγαινε όμως, άκουσε ομιλίες δυνατές, σαν φωνές που μάλωναν, και μεταξύ τους ξεχώρισε μια φωνή τόσο λυπητερή, που αμέσως σταμάτησε για να ακούσει καλύτερα…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
18 Ιουνίου 2014, 08:03
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ζ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Άπλωσε το χέρι της η βασιλοπούλα, άρπαξε το κουτί και άνοιξε με βία το σκέπασμα. Μέσα είδε την καρδιά της.

Την ίδια στιγμή, παρουσιάστηκε μπροστά της μια νεράιδα κάτασπρα ντυμένη’ γύρω της χύνουνταν τόσο φως, που θαμπώθηκαν τα μάτια της βασιλοπούλας και τα σκέπασε με το χέρι της.

-Μη φοβάσαι, της είπε η νεράιδα’ είμαι η Ζωή, κι εγώ σε οδήγησα εδώ, για να ξαναβρείς την καρδιά σου. Μα πριν τη πάρεις, πρέπει να ξέρεις τι κάνεις. Η Μοίρα θέλησε να ζήσεις, χωρίς πόνους και λύπες, και σου πήρε την καρδιά σου’ εγώ όμως δεν παραδέχομαι τη ζωή χωρίς αισθήματα, και στου έδειξα το δρόμο για να τη βρεις πάλι. Θα μάθεις τώρα τη λύπη, αλλά θα μάθεις και τη χαρά, γιατί θα νιώσεις τι θα πει αγάπη. Ως τώρα σ’ αγάπησαν οι άλλοι’ εσύ δεν αγαπάς κανένα, ούτε καν τη μάνα σου. Θέλεις να ζήσεις ζωή δυνατή, ζωή γεμάτη χαρά και λύπη, λαχτάρα και πόνους;

-Ναι! είπε η βασιλοπούλα. Το θέλω!

-Πρέπει να το θελήσεις με όλη σου την δύναμη, είπε η νεράιδα, για να νικήσεις την απόφαση της Μοίρας.

-Το θέλω, είπε η βασιλοπούλα, με όλη μου την δύναμη.

-Εμπρός, λοιπόν, τράβα το δρόμο σου με θάρρος.

Και με το μαγικό της ραβδί, η Ζωή χτύπησε ελαφρά τη βασιλοπούλα στο στήθος.

Ένα φως τόσο δυνατό έλαμψε πάλι, που η βασιλοπούλα έκλεισε τα μάτια της. Όταν τ’ άνοιξε, ήταν νύχτα’ το κουτί και το μαγικό κλειδάκι είχαν ξαναχωθεί στο βράχο και η νεράιδα είχε γίνει άφαντη…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
11 Ιουνίου 2014, 17:25
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (στ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Αμέσως πήδησε το κλειδάκι από τα χέρια της βασιλοπούλας κι έπεσα από το παράθυρο. Εκείνη ξαφνιάστηκε, και με φόβο μην το χάσει έτρεξε στο περιβόλι, και από κάτω από το παράθυρό της το ξαναβρήκε. Έλαμπε σα φωτιά’ πριν προφτάσει όμως να το πιάσει, πήδησε πάλι το κλειδάκι και έπεσε μερικά βήματα μακρύτερα. Έτρεξε πάλι η βασιλοπούλα να το πιάσει και πάλι πήδησε το κλειδάκι, και όλο το κυνηγούσε εκείνη, και όλο της ξέφευγε, και βγήκαν από το περιβόλι του παλατιού κι έτρεξαν στον κάμπο και ύστερα στο βουνό, και όλο πηδούσε το κλειδάκι και όλο το κυνηγούσε η βασιλοπούλα.

Είχε ανέβει κάμποσο ψηλά στο βουνό, όταν σ’ ένα γύρισμα του δρόμου απάντησε μια γριά κουρελιασμένη και βρώμικη, με μικρά πονηρά μάτια και κίτρινη όψη, που της άπλωσε το χέρι:

-Δώσε μου, χρυσή μου κοπέλα, μια πεντάρα ν’ αγοράσω λίγο ψωμάκι.

-Δεν έχω καιρό, αποκρίθηκε η βασιλοπούλα.

Και εξακολούθησε το δρόμο της, με τα μάτια καρφωμένα στο κλειδάκι της.

Παραπάνω είδε άλλη γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά, που κάθουνταν στα χώματα κι έκλαιγε απελπισμένα, σκυμμένη πάνω στο μωρό της που βογγούσε σιγά, με κλεισμένα μάτια.

-Το παιδάκι μου πεθαίνει! μοιρολογούσε η μητέρα. Αχ, και να μπορούσα να το σώσω!

-Πάρε το στο γιατρό, της φώναξε περνώντας η βασιλοπούλα.

-Πώς να το πάω στο γιατρό, αφού ούτε ψωμί δεν έχω ν’ αγοράσω! αποκρίθηκε η δυστυχισμένη.

Η βασιλοπούλα σήκωσε στους ώμους της με αδιαφορία, κι εξακολούθησε να κυνηγά το κλειδάκι της.

Ανέβαινε κι όλο ανέβαινε η βασιλοπούλα, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι. Στο δρόμο της είδε και άλλες δυστυχίες’ ποτέ όμως δε σταμάτησε. Οι δυστυχίες των άλλων δεν την συγκινούσαν εκείνη.

Ένα τυφλό παιδάκι έπεσε μπροστά της σ’ ένα χαντάκι’ κι έβγαλε μια φωνή κι έμεινε ακίνητο. Αλλά η βασιλοπούλα δε σταμάτησε να το σηκώσει.

Παραπάνω απάντησε χωροφύλακες που πήγαιναν έναν άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Έκλαιγε και δέρνουνταν ο δυστυχισμένος.

-Θα πληρώσω το χρέος μου, έλεγε’ αφήστε με να δουλέψω! Θα πεθάνουν τα παιδιά μου από την πείνα, αν με κλείσετε! Λυπηθείτε τα παιδιά μου!

Αλλά τον έσερναν οι χωροφύλακες, και η βασιλοπούλα, που μ’ ένα κουμπί του μανικιού της μπορούσε να πληρώσει δέκα φορές το χρέος του, δε σταμάτησε.

Ανέβαινε, ανέβαινε, η βασιλοπούλα, έφθασε σε γκρεμνούς και σε βράχους, όπου ούτε σπίτι ούτε άνθρωπος δε βρίσκουνταν πια, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι, και όλο ανέβαινε η βασιλοπούλα.

Είχε αρχίσει να κουράζεται, και το βουνό τέλος δεν είχε. Μα αν δεν είχε καρδιά η βασιλοπούλα, είχε όμως θέληση δυνατή, και είχε βάλει με το νου της να πάρει πίσω την καρδιά της.

Έφθασε τέλος στην κορυφή’ εκεί σταμάτησε το κλειδάκι. Έτρεξε η βασιλοπούλα να το πιάσει και έξαφνα άνοιξε ο βράχος μπροστά της, και μέσα στη σχισμάδα είδε ένα μικρό κουτάκι. Καθώς έσκυψε να το πιάσει, πήδησε το κλειδάκι για τελευταία φορά και χώθηκε μόνο του στην κλειδαρότρυπα…

(συνεχίζεται…)

 

- Στείλε Σχόλιο
04 Ιουνίου 2014, 11:10
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ε’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Ἐνας ψαράς στέκουνταν στην άκρη της λίμνης, όταν έπεσε μέσα το βασιλόπουλο. Καθώς τον είδε, ρίχθηκε στο νερό, κολύμπησε ως το μέρος όπου είχε βουλιάξει, βούτησε και τον έβγαλε λιποθυμισμένο, αλλά ζωντανό ακόμα.

Μεγάλο κακό έγινε στο παλάτι, όταν έφεραν πίσω το αναίσθητο βασιλόπουλο. Η βασίλισσα αμέσως κατάλαβε πως η κόρη της ήταν ανακατωμένη στην καταστροφή αυτή, κι έτρεξε στο δωμάτιό της για να την ξεμολογήσει.

Η βασιλοπούλα της διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία, χωρίς ν’ αποσιωπήσει καμιά από τις άκαρδες λέξεις της και πρόσθεσε:

-Τι φταίω εγώ αν είναι τόσο κουτός, που δεν καταλάβαινε πως γυρεύω το καλό του;

Από αγανάκτηση η βασίλισσα δε βαστάχθηκε πια, και τραβώντας τα μαλλιά της είπε:

-Είσαι καταδικασμένη, κόρη μου, όλο λύπες να σπέρνεις γύρω σου! Αχ! Τι κακό που σου έκαμνε η Μοίρα σου όταν σου πήρε την καρδιά!

Η βασιλοπούλα δεν κατάλαβε τα λόγια της μητέρας της.

-Τι θα πει, μου πήρε την καρδιά; ρώτησε. Ποια καρδιά;

Και τότε με κλάματα της διηγήθηκε η βασίλισσα την ιστορία της βάφτισής της.

Η βασιλοπούλα δεν είχε καρδιά, μα είχε μυαλό. Συλλογίστηκε λίγο και ξαναθυμήθηκε όλη της την περασμένη ζωή, και τότε κατάλαβε πολλά πράγματα, πολλά λόγια που είχε ακούσει και που ως τότε της είχαν φανεί ανεξήγητα.

Τι άκαρδη… τι άπονη… τι άσπλαχνη…

Όλα αυτά τα λόγια, που είχε ακούσει να λένε γι’ αυτήν σε διάφορες περιστάσεις της ζωής της , τα ένιωθε τώρα.

-Μητέρα, είπε συλλογισμένη’ φταίγω εγώ αν δεν έχω καρδιά;

-Όχι, παιδί μου’ η Μοίρα σου την πήρε.

-Και δεν μπορώ να την ξαναβρώ;

-Ναι, μπορείς, είπε η βασίλισσα, φθάνει να το θέλεις.

-Το θέλω, είπε η βασιλοπούλα.

Η βασίλισσα της εξήγησε τότε με τι τρόπο μπορούσε να την ξαναβρεί και η βασιλοπούλα θέλησε αμέσως να ξεκρεμάσει το κλειδάκι από το λαιμό της, αλλά η μητέρα της τη σταμάτησε.

 -Πρέπει πρώτα να ξέρεις, πως αν βρεις την καρδιά σου, θα χάσεις τη σημερινή σου ησυχία.

Και της ξανάπε τα λόγια της Ζωής:

-Σκέψου’ θέλεις να αντικρίσεις τόσες λύπες;

Συλλογίστηκε η βασιλοπούλα και αποκρίθηκε:

-Δεν ξέρω τι είναι η λύπη’ μα έχω περιέργεια να τη γνωρίσω. Κι έτσι που ζω δε βρίσκω τίποτε που να μ’ αρέσει στη ζωή. Δεν γνωρίζω λύπη, μα δεν ξέρω τι θα πει αυτό που λέτε σεις χαρά, ώστε δεν έχει και πολύ σημασία η ζωή μου.

Η βασίλισσα τη φίλησε με συγκίνηση.

-Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου, της είπε. Και η ίδια έλυσε την αλυσιδίτσα από το λαιμό της βασιλοπούλας και της έδωσε το χρυσό κλειδάκι…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
28 Μαΐου 2014, 18:57
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (δ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

… Όταν την είδε το βασιλόπουλο έμεινε άφωνο. Τέτοια ομορφιά, τέτοια χάρη, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν τα είχε φαντασθεί. Δεν έβγαζε τα μάτια του από πάνω της.

Ζήτησε αμέσως να γίνουν αρραβώνες, και μα χαρά το δέχθηκε ο βασιλιάς. Ευθύς πρόσταξε τις μουσικές να γυρίσουν στους δρόμους, για να μάθει όλος ο λαός την καλήν είδηση, και πρόσταξε να στρωθεί αμέσως τραπέζι μεγάλο και να φέρουν πάλι τα καλύτερά του κρασιά, για να πιει ο κόσμος στην υγειά του γαμπρού και της νύφης.

Αλλά όταν κάθησαν στο τραπέζι, ούτε να φάγει ήθελε το βασιλόπουλο ούτε να πιει, μόνο τη βασιλοπούλα ήθελε να κοιτάζει.

Αφού απόφαγαν και ο βασιλιάς και οι αυλικοί ήπιαν στην υγειά των αρραβωνιασμένων, βγήκαν όλοι στο χορό, και πήρε το βασιλόπουλο τη βασιλοπούλα και χόρεψαν με τόση χάρη, που όλοι γύρω στέκουνταν μαγεμένοι.

Όταν τελείωσε ο χορός, την πήρε το βασιλόπουλο να σεργιανίσουν το περιβόλι.

-Τέτοια βασίλισσα σαν εσένα δε θα φαντάζεται ο λαός μου, της είπε, ούτε η μητέρα μου δεν ήταν τόσο όμορφη!

Εκείνη ευχαριστήθηκε με τα κολακευτικά αυτά λόγια, και με το νου της έβαλε να γίνει αμέσως και βασίλισσα, για να έχει όλα τα μεγαλεία και τις δόξες.

-Πότε θα με κάμεις βασίλισσα;

Το βασιλόπουλο κοντοστάθηκε και την κοίταξε με απορία.

-Όταν γίνω εγώ βασιλιάς, αποκρίθηκε’ και ελπίζω να αργήσει αυτό πολύ ακόμα, για να ζήσει χρόνια πολλά ο πατέρας μου…

-Αχ, διέκοψε η βασιλοπούλα. Αν σε πάρω, θέλω να γίνω αμέσως βασίλισσα, για να φορώ το στέμμα και την πορφυρένια βασιλική στολή, που θα πηγαίνει τόσο καλά με την ομορφιά μου.

Τότε λυπήθηκε το βασιλόπουλο, που δεν αποκρίθηκε τίποτε. Εκείνη νόμισε πως παραδέχτηκε τα λόγια της, και του εξήγησε με τι τρόπο μπορούσε να γίνει αμέσως βασιλιάς.

-Θα πάρω το στόλο του πατέρα μου του βασιλιά, και όλο του το στρατό, και θα φύγομε μαζί, θα αποβιβαστούμε στο βασίλειό σου, χωρίς τίποτε να ξέρουν οι γονείς σου, και, καθώς θα είναι ανετοίμαστοι, θα μπουν οι στρατιώτες μας στο παλάτι, θα διώξουν τον πατέρα σου και θα γίνεις εσύ ρήγας κι εγώ ρήγισσα.

Το βασιλόπουλο, καθώς άκουσε αυτά τα λόγια, άρπαξε το κεφάλι του με φρίκη μέσα στα δυο του χέρια.

-Μα τι είσαι συ, βασιλοπούλα μου; ρώτησε. Γυναίκα είσαι ή θηρίο;

-Θέλω να γίνω βασίλισσα, αποκρίθηκε με πείσμα εκείνη’ αλλιώς δε σε παίρνω.

Απελπισμένο και ως την καρδιά θλιμμένο, της είπε το βασιλόπουλο πως τη θέλει γυναίκα του και πως θα την πάρει και πως τόσο θα την αγαπά, που θα την κάμνει και αυτή να μαλακώσει και να γίνει γλυκιά και καλή γυναίκα.

Άλλ’ αυτή δεν άκουε από τέτοια λόγια.

-Η’ βασίλισσα θα με κάμεις αμέσως, ή φύγε μονάχος.

-Θα με κάμεις να πάγω να πέσω στη λίμνη και να πνιγώ! της είπε το βασιλόπουλο.

-Και δεν πας; αποκρίθηκε.

Έτρεξε λοιπόν το βασιλόπουλο και ρίχθηκε στη λίμνη’ κι εκείνη το κοίταζε και ούτε ταράχθηκε, παρά όταν είδε τα νερά που τον σκέπασαν, σήκωσε τους ώμους της και γύρισε προς το παλάτι.

-Τι κουτός που ήταν! είπε. Δεν του αξίζει άλλο τέλος.

(συνεχίζεται...)

- Στείλε Σχόλιο
21 Μαΐου 2014, 10:17
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (γ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε η βασιλοπούλα, και όλο γίνουνταν ομορφότερη κι εξυπνότερη, αλλά όλο και πιο εγωίστρια και άκαρδη. Οι γονείς της πάλι όσο πήγαινε πικραίνουνταν περισσότερο, γιατί έβλεπαν πως ολοένα λιγόστευε η αγάπη του λαού για την όμορφη μα άσπλαχνη βασιλοπούλα.

Μα κι αυτή δεν ήταν ευχαριστημένη.

Λύπη και οίκτο δεν γνώρισε, μα και χαρά δεν ήξερε τι θα πει. Όταν έβλεπε τις φιλενάδες της να φιλούν τη μητέρα τους απορούσε, γιατί αυτή δεν είχε όρεξη να φιλήσει τη δική της μητέρα.

Όταν άκουε τους άλλους να μιλούν για συγκίνηση, έλεγε μέσα της:

Τι είναι αυτό;

Μια μέρα, πέρασε ένας λαουτάρης από το νησί, και ο βασιλιάς πρόσταξε να ‘ρθει και να τραγουδήσει και να παίξει στο παλάτι μπροστά σ’ όλη την αυλή. Το βράδι, στον κήπο, ο λαουτάρης έπαιξε το λαούτο και τραγούδησε, είχε ωραία φωνή και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ, και τον πρόσταξε να πει κανένα τραγούδι της πατρίδας του.

Και τραγούδησε πάλι ο λαουτάρης, με τόση αγάπη είπε την ομορφιά της πατρίδας του και τον πόνο που βρίσκουνταν στα ξένα, που όλοι γύρω έκλαψαν.

Η βασιλοπούλα μόνο έμενε ατάραχη, και απόρησε γιατί να κλαίνε οι άλλοι, ενώ αυτή δεν αισθάνουνταν ούτε λύπη ούτε χαρά. Και όταν άκουσε τον βασιλιά, που πρόσταξε να δώσουν στον τραγουδιστή ένα σακί φλουριά, είπε θυμωμένη στον πατέρα της:

-Δε λυπήθηκες να πετάξεις τόσα φλουριά για έναν κουρελιάρη, που μας σκότισε τόση ώρα με τις φωνές του και με τα λαούτα του;

-Γιατί λες πως μας σκότισε; αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Μας ευχαρίστησε απεναντίας, γιατί τραγούδησε με πόνο και με καρδιά!

Αλλά πάλι δεν κατάλαβε η βασιλοπούλα.

Επειδή όμως ήταν πολύ έξυπνη, αντιλαμβανουνταν πως κάτι της έλειπε που την έκανε διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους, μα δεν ήξερε τι ήταν αυτό το κάτι. Και για να το εξηγήσει έλεγε μέσα της:

Εγώ είμαι εξυπνότερη από τους άλλους, και γι’ αυτό ούτε με πειράζει τίποτε, ούτε με συγκινεί.

Έγινε δεκάξι χρονών η βασιλοπούλα, και οι γονείς της συλλογίστηκαν πως ήταν πια καιρός να την παντρέψουν.

Στο γειτονικό βασίλειο ήταν ένα όμορφο βασιλόπουλο, γνωστό στον κόσμο για την παλικαριά του και την ευγένεια της ψυχής του. Ήταν προικισμένο με όλα τα ωραιότερα προτερήματα, και ο πατέρας του και η μητέρα του το λάτρευαν.

Η ομορφιά και η εξυπνάδα της βασιλοπούλας είχαν ακουστεί και στο δικό του βασίλειο και το βασιλόπουλο αποφάσισε να την πάρει αυτή γυναίκα του.

-Με την ευχή σας, είπε στους γονείς του, θα πάω να την ζητήσω.

Και του έδωσαν την ευχή τους, και ξεκίνησε το βασιλόπουλο για το νησί της βασιλοπούλας.

Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, ετοίμασε μεγάλα πανηγύρια και μεγάλα ξεφαντώματα, γιατί το είχε τιμή του να κάμνει γαμπρό τέτοιο τρανό βασιλόπουλο.

Ένα φόβο μόνο είχε, και τον ξεμυστηρεύτηκε της βασίλισσας:

-Να μην τύχει και κάμει ή πει τίποτα η κόρη μας, που να λυπήσει το γαμπρό και να δει που δεν έχει καρδιά!

Φώναξε λοιπόν την κόρη της η βασίλισσα, της είπε πως έρχεται το γειτονικό βασιλόπουλο, και της εξήγησε πώς πρέπει να φέρεται. Αλλά με το φαντασμένο ύφος της αποκρίθηκε η βασιλοπούλα:

-Είμαι η πιο όμορφη και η εξυπνότερη του κόσμου, τιμή του είναι να με πάρει.

Κι έκλαψε πάλι η βασίλισσα, και δεν είπε τίποτα στην κόρη της.

Όταν την είδε το βασιλόπουλο…

(συνεχίζεται…)

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
13 Μαΐου 2014, 08:57
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (β’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Πέρασαν χρόνια, η ευτυχία εξακολουθούσε στο νησί’ αλλά στο παλάτι, δεν ήταν πια η η χαρά σαν πρώτα.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν κρυφό και βαθύ καημό’ η κορούλα τους δεν είχε καρδιά. Και όσο μεγάλωνε, τόσο γίνουνταν πιο φανερός ο εγωισμός της.

Ήταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη, όλες τις τέχνες τις είχε μάθει και με τους πιο σοφούς συζητούσε, και πολλές φορές φαίνουνταν πιο γραμματισμένη και απ’ αυτούς ακόμα.

Όλοι την θαύμαζαν, και διαλαλούσαν τη γνώση της και την ομορφιά της. Κανείς όμως δεν την αγαπούσε.

Η βασίλισσα το έβλεπε κι έκλαιγε κάποτε μυστικά, και θα έδινε όλα τα πλούτη του παλατιού της, για να δει στην κόρη της μια σπίθα καρδιάς.

Μια μέρα, η βασιλοπούλα έφθασε τρεχάτη στο δωμάτιο της βασίλισσας’ στο χέρι της βαστούσε ένα άσπρο λαγουδάκι.

-Για δες, μητέρα, τι νόστιμα που πηδά! είπε’ και με μια καρφίτσα τρύπησε το πλευρό του ζώου, που τινάχτηκε ξετρελαμένο από τον πόνο.

Η βασιλοπούλα ξεκαρδίστηκε.

-Δες, δες, μητέρα, τι αστείο! κι ετοιμάστηκε να ξαναρχίσει.

Η βασίλισσα αγανακτισμένη, άρπαξε το λαγουδάκι από τα χέρια της κόρης της και είπε με αυστηρότητα:

-Είσαι κακό και σκληρό κορίτσι’ βρίσκεις ευχαρίστηση βασανίζοντας το ζώο αυτό που δεν μπορεί να διαφεντευτεί. Θα ήθελες να σε τρυπούσα όπως τρύπησες το λαγουδάκι σου;

-Όχι! είπε χωρίς να ταραχθεί η βασιλοπούλα, γιατί τότε θα πονούσα.

-Λοιπόν, γιατί τρυπάς εσύ το λαγουδάκι; Και αυτό πονεί!

Η βασιλοπούλα κοίταξε τη μητέρα της με απορία, σα να της μιλούσε μια ξένη γλώσσα που δεν την εννοούσε.

-Μα αφού εγώ δεν πονώ, αποκρίθηκε.

Εκείνη τη μέρα η βασίλισσα έκλαψε πικρά.

Άλλη μια φορά, της χάρισε ο βασιλιάς ένα ωραιότατο καναρινάκι. Βαστούσε η βασιλοπούλα το κλουβί στο χέρι όταν πέρασε πλάι από τη λίμνη του κήπου και, για να δει πως κολυμπά το πουλάκι, του έκοψε τα φτερά και το έριξε στο νερό. Σπάραζε το καημένο χτυπώντας τα φτερουγάκια του με απελπισία, και η βασιλοπούλα ξακαρδίζουνταν στα γέλια.

Όταν έφτασε η βασίλισσα κοντά της, το καναρινάκι πνιγμένο δεν κουνούσε πια.

-Τι ανόητο, είπε η βασιλοπούλα στη μητέρα της’ ψόφησε γρήγορα-γρήγορα! Και όμως ήταν τόσο διασκεδαστικό και αστείο, καθώς τίναζε τα φτερά του για να βγει από το νερό!

Κι εκείνο το βράδι πάλι, έκλαψε πικρά η βασίλισσα.

Άλλη φορά, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η βασιλοπούλα στέκουνταν και κοίταζε με περιέργεια τη βασίλισσα που ζύμωνε τη βασιλόπιτα.

-Εγώ θα πάρω ο φλουρί, βέβαια! έλεγε η βασιλοπούλα.

-Θα το πάρει όποιος βρει’ αποκρίθηκε η βασίλισσα’ αυτό είναι τυχερό, σ’ όποιον πέσει.

Την ώρα που ήθελαν να κόψουν την πίτα, η βασίλισσα πρόσταξε να καλέσουν ένα φτωχό, να πάρει και αυτός το μερδικό του. Ίσα-ίσα, εμπρός στην πόρτα, στέκουνταν ένα αγοράκι κουρελιασμένο και τρέμοντας από το κρύο. Το έφεραν μέσα, και η βασίλισσα με συμπάθεια το φίλησε και πρόσταξε να το ντύσουν με ζεστά ρούχα. Μόνη της το κάθισε στο τραπέζι και του έδωσε να φάγει και να πιει. Αφού έφαγε και ζεστάθηκε, έφεραν την πίτα.

Ο βασιλιάς την έκοψε κι έδωσε στον καθένα το κομμάτι του με την τύχη του. Όλοι γύρευαν, με τα δόντια και με τα μάτια να βρουν το φλουρί, όταν με χαρά φώναξε το παιδάκι:

-Το βρήκα! και σήκωσε ψηλά το γυαλιστό χρυσό φλουρί.

-Ε! στην υγειά σου! είπε χαρούμενος ο βασιλιάς, σηκώνοντας το ποτήρι του.

Μα πριν προφτάσει το αγοράκι να πιάσει το δικό του, η βασιλοπούλα ρίχθηκε απάνω του και το κτύπησε στο κεφάλι με το ασημένιο πιάτο της.

-Δωσ’ μου το φλουρί! Δωσ’ μου το φλουρί! φώναξε έκω φρενών. Εγώ είπα πως το θέλω.

Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσαν να πάρουν το παιδί από τα χέρια της.

-Να του κόψουν το κεφάλι, φώναζε, και να μου δώσει το φλουρί!

Η βασίλισσα, αγανακτισμένη, της είπε:

-Θα σε δείρω εσένα, και δυνατά!

-Γιατί; ρώτησε με απορία η βασιλοπούλα.

-Δεν ξέρεις πως πονεί το καημένο υο παιδάκι, όταν το χτυπάς στο κεφάλι;

-Ναι, μα τι με μέλει εμένα; αποκρίθηκε η βασιλοπούλα. Μ’ αρέσει το φλουρί και θέλω να το πάρω’ σαν πονέσει πολύ θα μου το δώσει.

Ό, τι κι αν της έλεγε η μητέρα της ήταν χαμένα λόγια’ η βασιλοπούλα δεν καταλάβαινε. Κι εκείνη την νύχτα την πέρασε πάλι η βασίλισσα κλαίγοντας πικρά…

(συνεχίζεται)

 

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
06 Μαΐου 2014, 14:00
Η Kαρδιά της Bασιλοπούλας
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Το υπέροχο αυτό παραμύθι έχει γράψει μία σπουδαία συγγραφέας. Επειδή είναι πολύ μεγάλο, θα παρουσιάζεται τμηματικά. Το όνομα της δημιουργού και του βιβλίου θα το αποκαλύψω στο τέλος!

Καλή ανάγνωση :)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, και το βασίλειό τους ήταν ένα μεγάλο νησί. Ούτε πολύ όμορφο, ούτε πολύ πλούσιο ήταν το νησί τους. Είχε βουνά ψηλά, άγρια, χωρίς δέντρα, χωρίς πρασινάδα’ στις πέτρες και στους βράχους δε φύτρωνε χορτάρι για να βοσκήσουν οι ποιμένες τ’ αρνάκια τους. Κάτω στον κάμπο, ελιές και πάλι ελιές, με τα σταχτιά τους πένθιμα φυλλαράκια, κατέβαιναν ως τη θάλασσα’ πού και πού μόνο, πρασίνιζαν τα χωράφια, κι εδώ κι εκεί μερικά σπάνια δάση άπλωναν τη σκιά τους γύρω στις ρεματιές. Παντού όμως βράχοι, με τη γυμνή μαύρη τους ράχη, λες και πλάκωναν τη γη.

Σαν καλός άρχοντας ο βασιλιάς είχε φροντίσει να χτίσει πλοία πολλά, έμαθε το λαό του να δουλεύει χωρίς να χάνει τον καιρό του, και να βγάζει πολλών ειδών εμπορεύματα, που τα πήγαιναν ύστερα με το βασιλικό στόλο και τα πουλούσαν στα ξένα μέρη.

Έτσι λοιπόν, χωρίς να είναι πλούσια η γη τους, την αγαπούσαν οι κάτοικοι και δεν υπέφεραν και πολύ από φτώχεια, ούτε γύρευε κανένας ν’ αφήσει την πατρίδα του για να βρει πλούτη έξω από το νησί του. Το μυαλό και η δουλειά, αναπλήρωναν όσα δε χάριζε η γη.

Όλα τα καλά λοιπόν τα είχε ο βασιλιάς, την αγάπη του λαού, τα πλούτη που δίνει η εργασία και μια πολύ καλή βασίλισσα. Μόνο ένα πράγμα του έλειπε’ παιδί δεν είχε.

Τέλος πάντων το απέκτησε και αυτό’ ένα πρωί έμαθε με χαρά ο λαός όλος, πως γεννήθηκε στο παλάτι μια βασιλοπούλα.

Από τη χαρά του ο βασιλιάς κάλεσε στη βάφτιση όλο το λαό και όλες τις νεράιδες του νησιού. Τραπέζια έστρωσαν στους βασιλικούς κήπους, και όλα τα καλύτερα κρασιά του κελαριού τα έδωσε ο βασιλιάς , για να κεράσουν τον κόσμο που ήρχονταν να ευχηθεί υγεία και χαρά στο νεογέννητο κοριτσάκι.

Μέσα στο παλάτι, όλες οι νεράιδες είχαν μαζευτεί γύρω στην κούνια και έδιναν κατά σειρά του μωρού από μια ευχή.

Η μία είπε πως θα γίνει η πιο όμορφη του κόσμου. Άλλη πως θα τραγουδά σαν αηδόνι. Η Τρίτη πως καμιά δε θα παραβγαίνει στη χάρη μαζί της. Η τέταρτη πως η εξυπνάδα της δε θα έχει ταίρι. Άλλη της είπε πως θα έχει γνώση σαν τους πιο σοφούς της γης, κι έτσι ώσπου δεν έμειναν παρά μόνο δυο νεράιδες που δεν είχαν μιλήσει ακόμα.

-Εγώ, είπε η προτελευταία, δε θα της δώσω μόνο μια ευχή’ θα την προστατεύω από τη Ζωή και από κάθε λύπη. Με λένε Μοίρα, και θέλω η κόρη αυτή να μην κλάψει ποτέ.

Και, με το μαγικό ραβδί της, χτύπησε ελαφρά υη βασιλοπούλα στο στήθος, της πήρε την καρδιά, την έκλεισε σ’ ένα μικρό κουτάκι, πήρε το κλειδί και αμέσως χάθηκε από το δωμάτιο, πριν μπορέσει κανένας να τη σταματήσει.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τρομαγμένοι όρμησαν στην κούνια, να δουν αν ζούσε το παιδί τους’ άλλ’ η βασιλοπούλα κοιμούνταν ήσυχη.

-Χωρίς καρδιά! μουρμούρισε η βασίλισσα, πώς θα μας αγαπήσει;

Και όλοι γύρω αντιλάλησαν:

-Χωρίς καρδιά, πώς θα μας κυβερνήσει όταν πεθάνει ο καλός μας βασιλιάς;

Όπου η χαρά έγινε θρήνος, και όλοι ξέσπασαν στα κλάματα.

Μια νεράιδα ακόμα έμενε’ σ’ αυτήν έστρεψε ο βασιλιάς.

-Και συ, κυρα-Νεράιδα, της είπε, δώσε μιαν ευχήν στο παιδί μας, ξέκανε το κακό που μας έκανε η Μοίρα!

-Να ξεκάνω αυτό που έκανε η δυνατότερή μου, δεν μπορώ, είπε η νεράιδα. Εγώ είμαι η Ζωή, και η Μοίρα με ορίζει! Μπορώ όμως να βοηθήσω τη βασιλοπούλα να ξαναβρεί την καρδιά της, αν καμιά μέρα τη θελήσει!

-Τώρα, τώρα! φώναξε η βασίλισσα, δώσε της τώρα την καρδιά της, κυρα-Ζωή!

-Όχι, είπε η Ζωή, αυτό δε γίνεται. Πρέπει να μεγαλώσει η βασιλοπούλα, και μόνη της να πάγει να τη φέρει. Ένα κλειδάκι μόνο θα της χαρίσω, εγώ, και μ’ αυτό θα ξαναβρεί την καρδιά της, όποτε την επιθυμήσει.

Και όσο μιλούσε, με μια χρυσή αλυσιδίτσα κρέμασε ένα χρυσό κλειδάκι στο λαιμό του μωρού.

-Όταν θελήσει, εξακολούθησε η νεράιδα, ας βγάλει το κλειδί από την αλυσίδα, και αυτό θα την οδηγήσει… Αλλά να ξέρετε, πως το δώρο που κάνει η Ζωή είναι βαρύ’ τη μέρα που θ’ αποκτήσει την καρδιά της, η βασιλοπούλα σας θα νιώσει αγάπη και χαρά, θα νιώσει όμως και όλο το βάρος και τους καημούς της ζωής.

-Τότε κράτησέ το! παρακάλεσε η βασίλισσα. Δε θέλω να κλάψει το παιδί μου!

-Όχι, είπε ο βασιλιάς’ να της το δώσεις, κυρα-Ζωή. Ας μάθει η βασιλοπούλα καημούς και πόνους για να γίνει άνθρωπος σωστός…

….

(συνεχίζεται)

 

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
09 Μαρτίου 2014, 22:34
Τα Χρωματιστά Τραγούδια!
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Το εργαστήρι Βιωματικής Μουσικής της Μαρίζας Κωχ είναι ένας από τους (λίγους) λόγους που θα με έκανε να μετακομίσω στην Αθήνα! 

Το παρακάτω τραγούδι είναι από το cd "Τα Χρωματιστά Τραγούδια", που χρόνια και χρόνια το ακούμε και δεν το χορταίνουμε!

Καλό βράδυ, με όνειρα μελωδικά και χρωματιστά, για μια όμορφη, ξεχωριστή εβδομάδα!

video 

- Στείλε Σχόλιο
27 Φεβρουαρίου 2014, 16:19
Το μαγικό ξόρκι της Αποκριάς
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Σε μια χώρα μακρινή, στη χώρα του ΖήσεΓέλα, ετοιμάζονται όλοι να υποδεχτούν την Αποκριά. Το Κάστρο των γιορτών ετοιμάστηκε, στολίστηκε με τα πολύχρωμα σημαιάκια του και άνοιξε τις βαριές ξύλινες πόρτες του για να καλωσορίσει μασκαράδες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.

Μέρες τώρα οι πιο ξακουστοί ζαχαροπλάστες και οι πιο προκομμένες μαγείρισσες ετοιμάζουν ζαχαρωτά και λιχουδιές που όμοιά τους κανείς δεν έχει ξαναφάει! Κατασκευαστές του περίφημου χυμού από μούρα και σταφύλι γεμίζουν τις τεράστιες γυάλινες κανάτες που θα κρατήσουν φρέσκο και δροσερό τον χυμό του Καρναβαλιού. Ξυλοπόδαροι, ακροβάτες, θεατρίνοι, σχοινοβάτες, τροβαδούροι, μουζικάντηδες φθάνουν από στιγμή σε στιγμή με σκοπό να διασκεδάσουν και τον πιο απαιτητικό μασκαρά. Άλλωστε ποιος δεν θέλει να έρθει σε τούτη τη μαγική χώρα.

Και μάλιστα μέσα στην Αποκριά! Ποιος δεν θέλει να γνωρίσει τη χώρα του Ζήσε Γέλα! Εκεί όπου όλοι γελούν, τραγουδούν και προπαντός ζουν μονοιασμένοι κι αγαπημένοι. Δίχως διαφορές και τσακωμούς… Δίχως γκρίνιες και καημούς…

Όμως, τώρα τελευταία, μια επίμονη και δυνατή γκρίνια έχει σκεπάσει τον καθαρό ουρανό της ΖήσεΓέλα. Μια γκρίνια τόσο δυνατή που όπου και να σταθείς στη χώρα ακούς όλους τους μεγάλους να γκρινιάζουν. Θαρρείς και κάποιος την έστειλε επίτηδες μέσα στις μέρες του Καρναβαλιού. Γκρίνια από δω! Γκρίνια από κει! Ακόμα και οι ήσυχες γιαγιούλες της γειτονιάς γκρινιάζουν για το καθετί.

«Οι βελόνες μου σκούριασαν! Πώς θα ράψω τη στολή του εγγονού μου;», γκρίνιαζε η μία… «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το ύφασμα. Δεν θα επιτρέψω ποτέ στην εγγονή μου να ντυθεί βασίλισσα του φεγγαριού», γκρίνιαζε η άλλη…

Αν πεις για τις μαμάδες, γκρίνιαζαν κι αυτές τόσο επίμονα που τα παιδιά έκλειναν τα αυτιά τους για να μην τις ακούν.

«Το Καρναβάλι είναι ό, τι πιο βαρετό υπάρχει. Δεν χρειάζεται να ντυθείς μασκαράς», γκρίνιαζε η μαμά του Πέτρου.

«Δεν μου αρέσει το κομφετί! Πέφτει σε όλο το σπίτι σαν σμήνος από ακρίδες!», γκρίνιαζε η μαμά της Ελένης. Η γκρίνια όλο και απλωνόταν στους παππούδες, στους μπαμπάδες, στις δασκάλες, στον γιατρό, στον μανάβη, στον φούρναρη, στον ταχυδρόμο… Παντού γκρίνια!

Τα παιδιά δεν έχασαν καιρό κι έτσι αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Πολύχρωμο Πιερότο, τον μεγαλύτερο και σπουδαιότερο διοργανωτή του Καρναβαλιού. Ο Πολύχρωμος Πιερότος μόλις έμαθε τα κατορθώματα της γκρίνιας και την αγωνία των παιδιών έτρεξε αμέσως κοντά τους. Η άφιξή του εντυπωσιακή. Τα μαλλιά του χρυσά σαν το στάχυ, το πρόσωπό του μακιγιαρισμένο με ένα πλατύ χαμόγελο και η στολή του τυλιγμένη με τα πιο έντονα χρώματα της Αποκριάς. Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του και τα παιδιά αναστατωμένα χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους.

«Σκούρα τα πράγματα», είπε λυπημένη η μικρή Δάφνη.

«Κοντεύουμε να χάσουμε το Καρναβάλι…», πρόσθεσε ο μικρός Στέφανος.

«Η μαμά μου έκρυψε τη στολή του Ινδιάνου!», φώναξε έξαλλος ο Μάρκος.

Ο Πιερότος άκουγε με υπομονή τα παράπονα των παιδιών και με αυστηρό τόνο στην φωνή τους είπε:

«Παιδιά! Έχετε καταλάβει τι κάνετε; Έχετε καταλάβει ότι κι εσείς τώρα γκρινιάζετε; Δώστε τα χέρια κι ελάτε να βρούμε μια λύση!».

Πόσο δίκιο είχε! Τα προβλήματα των μεγάλων έγιναν τώρα και προβλήματα των μικρών. Έπρεπε να βρεθεί γρήγορα μια λύση αλλιώς η χώρα του ΖήσεΓέλα θα γινόταν σύντομα η χώρα της ΚακιάςΓκρίνιας!

«Και πώς θα βρούμε λύση;», αναρωτήθηκε ο μικρός Αλέξης.

«Πρώτα πρώτα θα πρέπει να μη νιώθετε αδύναμοι. Να σταθείτε καλά στα πόδια σας, να δώσετε τα χέρια και τότε να πείτε το μαγικό ξόρκι».

«Ποιο μαγικό ξόρκι;», φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί.

«Το μαγικό ξόρκι της Αποκριάς!», απάντησε δυναμικά ο Πιερότος και συνέχισε:

«Όμως, για να γίνει αυτό πρέπει να πιστέψετε πρώτα στον εαυτό σας. Αλλιώς το μαγικό ξόρκι δεν θα πιάσει ποτέ!».

Τα παιδιά ακολούθησαν τις συμβουλές του Πιερότου και με ορμή σηκώθηκαν όρθια σχηματίζοντας έναν κύκλο. Έδεσαν τα χέρια σφιχτά κι έτσι ξεκίνησαν να λένε το μαγικό ξόρκι. Έμοιαζε με ένα τραγούδι αγάπης.

Το τραγούδι εκείνο που θα έδιωχνε την γκρίνια και θα έφερνε πάλι την αισιοδοξία στη χώρα του ΖήσεΓέλα.

Χαμόγελο χαρίζω

αγάπη τραγουδώ

την γκρίνια εγώ ξορκίζω

να φύγει από δω.

 

Να φύγει από τη χώρα

που ξέρει να γελά

για να χαρούμε όλοι

την τρελή Αποκριά.

 

Τρεις φορές ήταν αρκετές για να πιάσει το μαγικό ξόρκι. Ο Πολύχρωμος Πιερότος χοροπηδούσε από χαρά  όταν ξαφνικά σε όλη τη χώρα ακούστηκαν γέλια και χαρές. Φωνές αλλιώτικες, αισιόδοξες και γιορτινές. Οι μεγάλοι πέταξαν επιτέλους από πάνω τους την γκρίνια κι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά για τη μεγάλη γιορτή. Τα παιδιά, ντυμένα πια στις αποκριάτικες στολές τους, σκόρπισαν σερπαντίνες και κομφετί σε κάθε γωνιά της χώρας.

 

Το Καρναβάλι αρχίζει!

Το μαγικό ξόρκι της Αποκριάς κερδίζει!

Τα παιδιά ξέρουν πια πως με πείσμα, χαμόγελο κι αγάπη κερδίζονται τα πάντα.

Γιατί τα παιδιά είναι οι νικητές του Καρναβαλιού!

ΜΑΡΩ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

(Περιοδικό Παράθυρο στην Εκπαίδευση του Παιδιού, τεύχος 85, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014)

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
25 Φεβρουαρίου 2014, 15:11
Η πιο ξεχωριστή ιστορία
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ένα από τα πιο συγκινητικά παραμύθια που έχω διαβάσει ποτέ,  με πολλαπλά «μαθήματα»  αγάπης, συμπόνιας, γενναιοδωρίας, μεγαλοψυχίας, ανθρωπιάς,  δικαιοσύνης…

Μακάρι όλες οι μαμάδες να δίδασκαν στα παιδιά τους αρετές, όπως η μάνα της ιστορίας μας…

Από μία υπέροχη συλλογή παραμυθιών του Δημήτρη Προύσαλη και των εκδόσεων Απόπειρα.

..................

(Μεξικό)

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’  έναν τόπο μια γριά χήρα. Ο θάνατος της πήρε τον άντρα της στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, μα πρόλαβε να γεννήσει τρεις φορές. Κι απόμεινε τώρα στα στερνά με τρεις γιούς, τρία παλικάρια, κι ολάκερη της η ζωή είχε περάσει μέσα σε κουβέντες και σε ορμήνιες, να μάθει στα παιδιά της να συμπονάνε τους φτωχούς και να βοηθάνε τους ανήμπορους και τους καταφρονεμένους.

Ο καιρός περνούσε και ήρθε η ώρα που ο χρόνος έγραψε τις τελευταίες μέρες πάνω στο κορμί της, και η γριά μάνα κατάλαβε πως ήτανε η ώρα της να φύγει από τη ζωή και πως δεν θα μπορούσε άλλο να σταθεί στο πλάι των παιδιών της. Φωνάζει τότε τους γιούς της δίπλα στο προσκέφαλό της και τους λέει:  «Παιδιά μου, δεν είμαι καλά. Θαρρώ πως σώθηκαν τα ψωμιά μου. Το μόνο πράγμα που έχω να σας αφήσω για να με θυμάστε είναι το δαχτυλίδι που φορώ. Έχει πάνω του ένα πετράδι ακριβό. Μου το άφησε η μάνα μου –η γιαγιά σας που σας νανούριζε με ιστορίες-  που το πήρε κι αυτή απ’ τη δική της τη μάνα, που κι εκείνης της το ‘χε δώσει η μάνα η δική της πριν από πολλά χρόνια. Δεν μπορεί να μοιραστεί στα τρία, μα είναι και ντροπή μεγάλη να πουληθεί, γιατί μια μέρα θα το δώσει ένας από σας στη δική του θυγατέρα, σαν έρθει η ώρα που πρέπει. Τώρα όμως είμαι μπροστά σ’ ένα πρόβλημα μεγάλο.  Πρέπει να πάρω απόφαση ποιος από σας είναι ο πιο άξιος να πάρει κληρονομιά τούτο το δαχτυλίδι που φορώ, κι η αγάπη που σας έχω δε μ’ αφήνει να ξεχωρίσω κανέναν απ’  τους τρεις σας. Πηγαίνετε, παιδιά μου, και κάντε το καλό στον κόσμο. Γυρίστε μετά ξανά σε μένα σαν περάσει μιας βδομάδας καιρός, και πείτε μου τις ιστορίες σας. Αυτές θα μιλήσουνε για σας, κι εκείνος που θα ‘χει κάνει το πιο ξεχωριστό κατόρθωμα θα πάρει για κληρονομιά το δαχτυλίδι με το πετράδι που φοράω στο χέρι μου».

Οι τρεις γιοι χαιρέτισαν τη μάνα τους και την άφησαν. Πήγαν και κανόνισαν τις δουλειές τους κι ύστερα αντάμωσαν και βγήκαν στη δημοσιά και περπάτησαν μέχρι που βρήκαν το τρίστρατο. Εκεί πήραν την απόφαση να χωρίσουν τους δρόμους τους κι ο καθένας διάλεξε ένα δρόμο αλλιώτικο από τους άλλους. Πριν χωρίσουν, έδωσαν υπόσχεση αναμεταξύ τους σαν περάσει μιας βδομάδας καιρός να συναντηθούν ξανά στο τρίστρατο πάλι, και να πάρουν το δρόμο του γυρισμού για να πουν τα νέα στη μάνα τους. Το ‘χαν έγνοια να την προλάβουν ζωντανή.

Έτσι κι έγινε. Πάνω στις εφτά μέρες φάνηκαν κι οι τρεις τους να έρχονται από το δρόμο που είχε πάρει ο καθένας τους. Αντάμωσαν στη ρίζα του τρίστρατου και περπάτησαν μαζί στη δημοσιά που πήγαινε στον τόπο τους. Στο δρόμο δεν μίλαγε κανένας τους, παρά μόνο τραβούσαν σκεφτικοί. Ήθελαν να αντικρίσουνε τη μάνα τους. Τη βρήκαν στα τελευταία της. Μόλις που μπόρεσε να γυρίσει τα μάτια της για να τους δει. Σίμωσαν και οι τρεις κοντά στο κρεβάτι της. Τότε, βγήκε μπροστά ο μεγάλος της γιος, κι εκείνη του είπε με φωνή που έτρεμε:

«Πες μου, γιε μου, την ιστορία σου…»

Ο μεγάλος μίλησε και είπε:

«Μάνα, αφού το σκέφτηκα καλά, τη μέρα που μας μίλησες, πήρα με προσοχή τα μισά από το βιός μου, και τα πούλησα, και τα λεφτά που μάζεψα τα μοίρασα στους φτωχούς στον τόπο που περπάτησα».

«Γιε μου» είπε η γυναίκα «κανένας δεν μπορεί να πει πως δεν έκανες καλά. Μα θαρρώ πως δεν έκανες δα κάτι ξεχωριστό. Εγώ δε σας μάθαινα τόσα χρόνια πως είναι δουλειά πρώτη και καλύτερη του καθενός και υποχρέωση μεγάλη να βοηθάνε τους ανήμπορους και τους φτωχούς;»

Τότε ήρθε κοντά στο προσκέφαλο της μάνας ο δεύτερος γιος και της κράτησε το χέρι. Η γριά μάνα του τον κοίταξε κατάματα και του είπε με λόγια που έτρεμαν:

«Πες μου, παιδί μου, τη δική σου ιστορία…»

Εκείνος αποκρίθηκε:

«Μάνα, σαν χωρίσαμε στο τρίστρατο με τ’ αδέρφια μου, ο καθένα τράβηξε το δρόμο του. Εγώ περπάτησα μακριά κι έφτασα σ’ ένα γεφύρι. Την ώρα που το διάβαινα, τα μάτια μου αντίκρισαν ένα μικρό κοριτσάκι που το παράσερνε το ρεύμα του ποταμού. Ξέρεις πως κολυμπώ με δυσκολία, αλλά δίχως να το σκεφτώ έπεσα μέσα στο ποτάμι κι έφτασα κοντά στο κοριτσάκι. Το τράβηξα απ’ τα ρούχα και το έβγαλα στην όχθη. Το έσωσα από πνιγμό, και μόνο ένας Θεός ξέρει πώς δεν πνιγήκαμε και οι δυο μαζί σ’ εκείνα τα αγριεμένα νερά…»

Η μάνα, που τον άκουγε όση ώρα μιλούσε με προσοχή, του αποκρίθηκε:

«Γιε μου, έκανες στ’ αλήθεια το καλό κι έσωσες τη ζωή του κοριτσιού. Όμως το κατόρθωμά σου δεν ήτανε ξεχωριστό. Εγώ δε σας μάθαινα τόσα χρόνια πως ο καθένας πρέπει να είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για να σωθεί ένα ανήμπορο παιδί;»

Τότε, η μάνα έγνεψε στον τρίτο, το μικρότερο τον γιο της, κι εκείνος πήγε κοντά της. Στάθηκε δίπλα της και η μάνα του ψιθύρισε:

«Παιδί μου, θέλω ν΄ ακούσω και τη δική σου ιστορία…»

Ο μικρός γιος κρατήθηκε κι απόμεινε στη σιωπή. Ύστερα άρχισε να μιλάει και να λέει:

«Μάνα, δεν έχω να σου πω καμιά ιστορία. Ξέρεις πως δεν έχω υπάρχοντα του λόγου μου, όπως έχει ο μεγάλος μου αδερφός, για να μοιράσω στους φτωχούς. Δεν ξέρω ούτε να κολυμπάω μέσα στο νερό. Μα θα σου ιστορήσω αυτό που μου συνέβηκε τούτη τη βδομάδα.

Σαν άφησα πίσω μου το τρίστρατο και τ’ αδέρφια μου, πήρα το δρόμο που πήγαινε κατά τα βουνά. Και περπατούσα και πήγαινα, και περπατούσα και πήγαινα, κι όλο ξεμάκραινα κι ανέβαινα ψηλά. Σε μια στροφή του δρόμου συναντώ στο διάβα μου έναν άνθρωπο που κοιμότανε στην άκρη του γκρεμού. Μεμιάς κατάλαβα πως αν σάλευε την ώρα που κοιμόταν θα έπεφτε στα βράχια από κάτω και θα σκοτωνόταν. Τότε γλιστρώ στα κλεφτά, πάνω στο χώμα, όσο πιο ήσυχα μπορούσα για να μην τον ξυπνήσω.  Σιμώνω κοντά του, και τι να δω; Ήταν ο γείτονάς μου, ο χειρότερος εχθρός μου! Στην αρχή πέρασε απ’ το μυαλό μου να τον αφήσω εκεί. Γιατί, στ’ αλήθεια, δεν ήταν πολύς καιρός πριν που με φοβέρισε του λόγου του να με σκοτώσει για το σύνορο ανάμεσα στα χωράφια μας. Μέσα μου όμως ήξερα ποιο είναι το χρέος μου. Την ώρα που έβαλα τα χέρια μου γύρω του και τον αγκάλιασα, ο γείτονας ξύπνησε. Τότε, είδα το φόβο να φωλιάζει στα μάτια του σαν αντίκρισε ποιος ήμουνα. «Μη φοβάσαι» του είπα και τον τράβηξα μακριά απ’ τον γκρεμό. Μετά τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του. Ήρθε τότε κοντά μου. Στην αρχή θαρρούσα πως είχε κατά νου να με χτυπήσει και να με σκοτώσει και πως θα ξεστόμιζε κουβέντες. Όμως αντί γι’  αυτό, απλώνει τα χέρια του και μ’ αγκαλιάζει. Τότε μου είπε πως την προηγούμενη βραδιά έπεσε το σκοτάδι και δεν μπορούσε να γυρίσει στο χωριό. Πήρε την απόφαση να σταθεί εκεί που βρισκόταν και βρέθηκε για κακή του τύχη ένα βήμα απ’ τον γκρεμό. Με ευχαρίστησε με δάκρυα που του έσωσα τη ζωή. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, πάψαμε να είμαστε εχθροί και δώσαμε όρκο μεταξύ μας για παντοτινή φιλία»

Την ώρα που τέλειωσε τα λόγια τούτα, η μάνα του είπε με τρεμάμενη φωνή:

«Γιε μου, καλά σε δασκάλεψα τόσα χρόνια! Αυτό που έκανες ήταν στ’ αληθινά ξεχωριστό, γιατί κινδύνεψες τη ζωή σου για να σώσεις έναν άνθρωπο που είχε ορκιστεί το χαμό σου. Με το κατόρθωμά σου άλλαξες την οργή σε αγάπη και σκόρπισες το καλό στον κόσμο».

Ύστερα, γύρισε και κοίταξε τους άλλους δυο και είπε:

«Το δαχτυλίδι μου θα το πάρει ο μικρός, αυτή είν’ η απόφασή μου η στερνή. Κι εσείς που κάματε το καλό θα το βρείτε μπροστά σας».

Ύστερα έκλεισε για πάντα τα μάτια της, και τα παιδιά της κατάλαβαν…

Σαν πέρασαν τα χρόνια, τα τρία αδέρφια παντρεύτηκαν κι απόκτησαν κι αυτά παιδιά. Τα δασκάλεψαν με τη σειρά τους, όπως είχαν μάθει από τη μάνα τους, να συμπονάνε τους φτωχούς και να βοηθάνε τους ανήμπορους ανθρώπους. Όταν ήρθε η ώρα, ο μικρός αδερφός άφησε το δαχτυλίδι της μάνας του κληρονομιά σε μια από τις δικές του θυγατέρες. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια άφησαν κληρονομιά ακόμα πιο πολύτιμη στα δικά τους παιδιά τη μνήμη της γιαγιάς τους. Να θυμούνται και να λένε την ιστορία της πιο ξεχωριστής ιστορίας….

……………………

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Παραμύθια των παραμυθάδων, εκδόσεις Απόπειρα


 

- Στείλε Σχόλιο
05 Φεβρουαρίου 2014, 14:59
Τα παιχνίδια του Φλεβάρη
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Όταν γεννήθηκε ο Φλεβάρης, ο αδερφός του ο Γενάρης του έκανε δώρο ένα μπαλάκι από χιόνι.

-Τρώγε να μεγαλώσεις, για να μπορείς να παίξεις με τον αδερφό σου, του έλεγε κάθε τόσο η μαμά του. Μόλις μάθεις να τρέχεις, θα παίξετε χιονοπόλεμο, κυνηγητό και κρυφτό.

Ο Φλεβάρης, ωστόσο, αργούσε να μάθει να τρέχει.  Ούτε να περπατήσει καλά καλά δεν μπορούσε. Το γιατί δεν το είχε προσέξει κανείς στην αρχή. Έπειτα, πρώτος το παρατήρησε ο πατέρας του, ο Χειμώνας.

-Γυναίκα, είπε στην Παγωνιά. Το παιδί μας το δεύτερο θαρρώ πως γεννήθηκε λίγο κουτσό. Να δεις που δε θα μπορέσει να τρέξει ένας μήνας κανονικός…

-Να φωνάξουμε γρήγορα ένα γιατρό!, ανησύχησε η Παγωνιά. Να φέρουμε τον καλύτερο!

Έτσι, ο Χειμώνας φώναξε τον πατέρα του, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει πως ο πιο καλός γιατρός είν΄ ο Χρόνος.

-Μην ανησυχείτε, είπε ο παππούς Χρόνος, σαν είδε του Φλεβάρη τα πόδια. Ο Φλεβάρης μπορεί να είναι λίγο κουτσός, αλλά δε θ΄  αργήσει να μάθει να περπατάει. Κι αν δεν μπορέσει να τρέξει όσο οι άλλοι, ε, δεν πειράζει… Έχει άλλα χαρίσματα.  Γεννήθηκε για να κάνει τον κόσμο να χαίρεται και να ναι κι ο ίδιος ευτυχισμένος!

-Κυνηγητό και κρυφτό θα μπορεί να παίξει;, ρώτησε ανήσυχος ο Γενάρης.

-Θα μπορεί!, βεβαίωσε ο Χρόνος. Μόνο που θα παίζει αλλιώτικα όλα τα παιχνίδια.

Ο Φλεβάρης δε γινόταν, βέβαια, να τρέξει, έτρεχε όμως η σκέψη του. Κατάλαβε, λοιπόν, τι συλλογιζόταν ο αδερφός του και είπε:

-Θέλεις να παίξουμε χαρτοπόλεμο αντί χιονοπόλεμο;

-Δηλαδή;, δεν κατάλαβε ο Γενάρης.

-Θα δεις, έκανε κείνος όλο μυστήριο. Και φώναξε τον Άνεμο που περνούσε απέξω.

-Ε, φίλε, του είπε. Μπορείς να μας κάνεις μια χάρη;

-Ουουουου!, σφύριξε ο Άνεμος με χαρά.

-Μας χρειάζονται χρωματιστά χαρτιά, εξήγησε ο Φλεβάρης.

Σε λίγη ώρα το σπίτι του Χειμώνα και της Παγωνιάς είχε γεμίσει με λογής λογής πολύχρωμα χαρτιά.

Ο Φλεβάρης δεν μπορούσε, βέβαια, να παίξει όσα παιχνίδια χρειάζονταν τρέξιμο, μπορούσε όμως να σκαρώσει εύκολα παιχνίδια που χρειάζονται φαντασία. Πήρε, λοιπόν, ένα ψαλίδι με μύτες στρογγυλεμένες, για να μην τρυπηθεί, κι έκοψε από τα χαρτιά ένα σωρό χάρτινες κορδέλες. Ύστερα, βάλθηκε να κόβει μια μια τις κορδέλες σε μικρά μικρά κομματάκια. Όταν γέμισε με τα χαρτάκια δυο μεγάλες σακούλες, άφησε στην άκρη όσες κορδέλες περίσσεψαν και είπε στον αδερφό του:

-Έτοιμοι για χαρτοπόλεμο!

Ο Γενάρης κατάλαβε στη στιγμή πως παίζεται αυτό το παιχνίδι.

Πήρε, λοιπόν, τη μια σακούλα, έδωσε στον αδερφό του την άλλη κι άρχισαν να ρίχνουν ο ένας στον άλλο χούφτες χούφτες χαρτάκια πολύχρωμα. Κι έγινε ένα παιχνίδι τόσο τρελό, με τόσα γέλια και τέτοιες φωνές, που ξεσηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι.

-Τι φασαρία είν΄ αυτή;, παραξενεύτηκε ο Χειμώνας, που ήταν με την Παγωνιά στο εργαστήρι τους κι έφτιαχναν κρύσταλλα για την πλάση.

-Πάω στο σπίτι να δω τι τρέχει, σηκώθηκε η γυναίκα του ανήσυχη.

Όταν αντίκρισε το σπιτικό της η Παγωνιά, παραλίγο να λιποθυμήσει.

-Εγώ φταίω!, φώναξε ο Φλεβάρης. Δική μου ιδέα ήταν ο χαρτοπόλεμος!

-Όποιος και να το σκέφτηκε, απάντησε η Παγωνιά, εγώ ένα ξέρω: πως πρέπει να καθαρίσετε αμέσως το σπίτι, για να μη σας τις βρέξω. Όταν γυρίσω από τη δουλειά μου, θέλω να λάμπει ο τόπος.

Ο Φλεβάρης φώναξε πάλι τον Άνεμο, που περνούσε απ΄ έξω.

-Ε, φίλε! Μήπως μπορείς να ρθεις να μαζέψεις τις κορδέλες και το χαρτοπόλεμο που έχουμε σκορπίσει στο σπίτι;

-Ουουου!, έκανε ο Άνεμος πρόθυμα.

Τέντωσε, λοιπόν, ο Φλεβάρης την πόρτα και τα παράθυρα, για να μπει ο Άνεμος απ΄ όπου τον βόλευε περισσότερο. Έτσι, ο Άνεμος μπήκε από τα παράθυρα, στέγνωσε τις κορδέλες και το χαρτοπόλεμο, τα μάζεψε όλα καλά καλά και τα έβαλε στις μεγάλες του τσέπες. Ύστερα βγήκε από την πόρτα σφυρίζοντας ευχαριστημένος, που είχε βοηθήσει τους φίλους του. Μόνο που ξέχασε πως οι τσέπες του ήταν αέρινες. Έτσι,  μόλις βγήκε στο δρόμο, ξαμολήθηκαν οι κορδέλες και ξεχύθηκε ο χαρτοπόλεμος κάτω στη γη!...

-Πάει, τρελάθηκε ο κόσμος, γυναίκα!, είπε στην Παγωνιά ο Χειμώνας, που είδε από το εργαστήρι τους τι γινόταν. Οι άνθρωποι, κάτω στη γη, στολίζουν τους δρόμους και τις πλατείες τους με κορδέλες και γεμίζουν τον κόσμο με χαρτοπόλεμο!...

-Θα πεταχτώ ξανά μια στιγμή ως το σπίτι, μουρμούρισε εκείνη, σίγουρη πως οι γιοί της κάτι πάλι θα είχαν σκαρώσει.

Τα δυο αδέρφια, που χάζευαν από το μπαλκόνι του κρυστάλλινου σπιτιού τους τα κατορθώματα του Ανέμου, όταν είδαν την Παγωνιά να έρχεται αγριεμένη, κοκάλωσαν!

-Τώρα θα μας τις βρέξει, φοβήθηκε ο Γενάρης. Πρέπει να τρέξουμε να κρυφτούμε…

Ο Φλεβάρης, βέβαια, δε γινόταν να τρέξει για να κρυφτεί, ο νους του όμως έτρεχε διαρκώς στο παιχνίδι. Είπε λοιπόν:

-Εγώ λέω καλύτερα να παίξουμε ένα κρυφτό αλλιώτικο, που το σκέφτηκα τώρα δα.

-Τι σόι κρυφτό;, ρώτησε δύσπιστα ο Γενάρης.

-Έλα μαζί μου και μη ρωτάς, είπε ο Φλεβάρης όλο μυστήριο.

Βγήκαν λοιπόν, από την πίσω πόρτα και μια και δυό πήγαν στο σπίτι του παππού τους, του Χρόνου.

-Μπα! Καλώς τα εγγόνια μου, ξαφνιάστηκε ο Χρόνος. Πως από δω;

-Παππού, μας αφήνεις να μπούμε στην αποθήκη σου;, ρώτησε ο Φλεβάρης.

-Τι να κάνετε στην αποθήκη μου;, έσμιξε τα φρύδια ο παππούς.

-Θέλουμε να βρούμε παλιές φορεσιές, από εποχές περασμένες, να παίξουμε ένα κρυφτό διαφορετικό, του εξήγησε γελαστός ο Φλεβάρης.

«Καλά το έλεγα εγώ πως αυτό το παιδί θα παίζει αλλιώτικα όλα τα παιχνίδια και θα ναι πάντα χαρούμενο», συλλογίστηκε ο παππούς. Ξέσμιξε, λοιπόν, τα φρύδια και είπε:

-Σας αφήνω. Ορίστε και τα κλειδιά.

Σε λίγη ώρα ο Φλεβάρης βγήκε από την αποθήκη μασκαρεμένος με τα ρούχα του Καλοκαιριού. Κι ο Γενάρης με τα ρούχα του Φθινοπώρου!

-Τι σας έπιασε και μασκαρευτήκατε;, παραξενεύτηκε ο παππούς.

Όταν του είπαν τι έγινε με τα χαρτιά και πως γέμισε ο κόσμος κορδέλες και χαρτοπόλεμο, γέλασε ο Χρόνος και είπε:

-Έγιναν όλα όπως έπρεπε! Το έλεγα εγώ πως ο Φλεβάρης θα κάνει τον κόσμο χαρούμενο. Πάμε τώρα στη μάνα σας, και μη φοβάστε! Δεν πρόκειται να σας τις βρέξει, έτσι το λέει… Η Παγωνιά, άλλωστε, δεν είναι η Βροχή…

Ξεκίνησαν λοιπόν κι οι τρεις, χωρίς να θυμηθούν να κλείσουν την πόρτα της αποθήκης.

Ο Άνεμος, που έψαχνε από ώρα να ξαναβρεί τους φίλους του, σαν είδε την αποθήκη του Χρόνου ανοιχτή, μπήκε να ρίξει κι εκεί μια ματιά.

-Ουουουου!, έκανε σαν είδε τις παλιές φορεσιές. Τι πολλά και παράξενα ρούχα! Σίγουρα δεν τα χρειάζεται κανείς πια, για να είναι εδώ πεταμένα. Ας τα πάω στους φίλους μου να παίξουμε.

Σήκωσε, λοιπόν, όλες τις παλιές φορεσιές, τις έβαλε στις θεόρατες τσέπες του κι έφυγε σφυρίζοντας ικανοποιημένος. Μόνο που ξέχασε πάλι πως οι τσέπες του ήταν αέρινες και, μόλις βγήκε στο δρόμο, του έπεσαν όλες οι φορεσιές κάτω στη γη.

Όταν τις βρήκαν οι άνθρωποι, σάστισαν στην αρχή. Έπειτα, όμως, φόρεσαν ο καθένας από μία κι άρχισαν να χορεύουν και να γλεντούν.

Ο Χρόνος σταμάτησε κι άρχισε να χαζεύει κι εκείνος το πανηγύρι στη γη. Τόσο, λοιπόν, του άρεσε, που πήρε τα εγγόνια του, μασκαρεμένα όπως ήταν, και κατέβηκαν στη γη, για να γλεντήσουν παρέα με τους ανθρώπους. Και θα έμεναν στο γλέντι ως το βράδυ, αν ξάφνου δε θυμόταν ο παππούς Χρόνος πως περίμενε από ώρα σε ώρα τη θυγατέρα του.

-Ποπό!, έκανε. Πρέπει ν΄ ανέβουμε στη χώρα μας γρήγορα! Όπου να ναι θα έρθει να μου κάνει επίσκεψη και θα τα βάλει πάλι μαζί μας. Πρέπει να της μηνύσουμε πως το σπίτι θέλει σιγύρισμα! Πρέπει να τρέξουμε!

Ο Φλεβάρης δε γινόταν, βέβαια, να τρέξει. Δεν ξεχνούσε, ωστόσο, πως είχε ένα φίλο που μπορούσε να τους συντρέξει σε δύσκολη ώρα. Έτσι, φώναξε πάλι τον Άνεμο, του σφύριξε στ΄ αυτί τι ζητούσε, κι εκείνος του έφερε γρήγορα χαρτιά, κορδέλες, σπάγκο κι ένα ψαλίδι. Και τότε ο Φλεβάρης έφτιαξε στη στιγμή ένα μεγάλο χαρταετό με ουρά φουντωτή κι έγραψε πάνω ένα μήνυμα για τους γονείς του.

-Μπορείς τώρα να τον σηκώσεις ψηλά τον χαρταετό μου;, είπε στον Άνεμο.

-Ουουουου!, έκανε ο Άνεμος και πήρε μαζί του το χαρταετό στον αιθέρα.

Έτσι η Παγωνιά, που έψαχνε ακόμα για τα παιδιά της, είδε το χαρταετό, διάβασε το μήνυμα και κατάλαβε πως οι γιοί της ήταν καλά. Σκέφτηκε ακόμα πως ο Φλεβάρης της, που δε γινόταν να τρέξει, σίγουρα εκείνος είχε φτιάξει κάτι που να πετάει. Φόρεσε ύστερα τα γυαλιά τα κρυστάλλινα που είχε για μακριά και ξαναδιάβασε προσεχτικά το μήνυμα που ήταν γραμμένο στο χαρταετό, για να βεβαιωθεί πως δεν έκανε λάθος.

Το μήνυμα του Φλεβάρη έλεγε:

«Ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης πέρασαν καλά.

Ο Χρόνος γυρίζει.

Ετοιμαστείτε! Έρχεται η Άνοιξη!»

ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

 

- Στείλε Σχόλιο
04 Φεβρουαρίου 2014, 09:58
Η καλαμιά και ο άνεμος
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Η καλαμιά αγαπούσε πολύ τον άνεμο. Εκείνος όλο έφευγε. Κάποτε γυρνάει κουρασμένος κι αδύναμος χαράματα. Αχ! η καλαμιά: «Πού ήσουν κι εγώ σε περίμενα; Θα ξεχάστηκες πάλι στα μαλλιά καμιά μικρής ή στην απλώστρα της με τα ασπρόρουχα ή θα φοβήθηκες τη βροχή και κρύφτηκες; Ε;»

Αχ! η καλαμιά: «Καλά να σε είχαν κρατήσει οι γέροι κι οι ερωτευμένοι για τον αναστεναγμό τους. Μα η μαγεύτρα η θάλασσα να σ’ έχει πάρει κι εγώ να περιμένω;»

Ο άνεμος δε μίλησε, πλησίασε, πλησίασε μόνο και σ’ ένα τρύπιο καλάμι της καλαμιά, φύσηξε μια μελωδία με παράπονο. Έτσι γεννήθηκε η φλογέρα!

 

Λουδοβίκος των Ανωγείων, Άνοιξα μανταρίνι και σε θυμήθηκα


video 


- Στείλε Σχόλιο
19 Νοεμβρίου 2013, 11:42
Το ημερολόγιο του Άϊ-Βασίλη
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ο μικρός Πέδρο από τη μακρινή Αργεντινή ζήτησε απ' τον Αϊ-Βασίλη να του φέρει ένα πολύ πρωτότυπο δώρο.
Το ημερολόγιό του!
Τον έτρωγε η περιέργεια τι κάνει τους υπόλοιπους έντεκα μήνες του χρόνου και τρελάθηκε απ' τη χαρά του όταν ο Αϊ-Βασίλης του το χάρισε!
Ένα βιβλίο με δώδεκα εκπληκτικά παραμύθια τα οποία αντιστοιχούν στους δώδεκα μήνες του χρόνου και έχουν ήρωα τον αγαπημένο Άγιο των παιδιών, τον Αϊ-Βασίλη!

…………………………………………………………………………..

ΝΟΕΜΒΡΗΣ: Στο πολύχρωμο εργαστήρι

Από πολύ παλιά έβλεπα με χρώματα τις μέρες και τους μήνες.

Η Δευτέρα ας πούμε ήταν πράσινη, η Κυριακή λευκή, ο Μάρτης κίτρινος, ο Οκτώβρης γκρι. Όμως ο Νοέμβρης μου έμοιαζε πάντα πολύχρωμος. Άλλωστε μετά από τόσο νερό που έπεσε από τους ασκούς του Αιόλου δεν μένει παρά να ξεπροβάλει μεγαλοπρεπέστατα το ουράνιο τόξο. Τις πρώτες μέρες του μήνα ζωγραφίζει τον ουρανό χαρίζοντάς του ένα φυσικό πίνακα που θα ζήλευε κι ο πιο σπουδαίος ζωγράφος. Δεν κρατάει πολύ –αφού τα σύννεφα βιάζονται να πρωταγωνιστήσουν- όμως αυτό το λίγο είναι αρκετό για να μου φτιάξει το κέφι.

Έτσι ακριβώς είναι και το εργαστήρι μου. Πολύμορφο, πολυσύνθετο, πολύχρωμο! Έχει πέντε μεγάλα δωμάτια. Στο ροζ δωμάτιο κατασκευάζονται οι κούκλες και τα κουκλόσπιτα, στο γαλάζιο τα καραβάκια κι οι βαρκούλες, στο κίτρινο τα επιτραπέζια και τα παιχνίδια γνώσης, στο πράσινο τα αυτοκινητάκια και τα ποδήλατα, στο πορτοκαλί τα παιδικά βιβλία και οι εγκυκλοπαίδειες.

Το εργαστήρι έχει μια εσωτερική ξύλινη σκάλα που βγάζει σε μια μικρή σοφίτα. Αυτό είναι το κόκκινο δωμάτιο. Το δικό μου δωμάτιο. Εκεί, μόλις φτάσουν τα πρώτα γράμματα, θα σκύψω με αμέριστο ενδιαφέρον και με προσοχή θα διαβάσω αυτό που ζητάει κάθε παιδί. Τα δεκάδες  γράμματα θα γίνουν εκατοντάδες, τα εκατοντάδες χιλιάδες, και τα χιλιάδες εκατομμύρια. Μέχρι που η σοφίτα θα ξεχειλίσει κι εγώ θα κολυμπάω σε πελάγη ευτυχίας…

Υπάρχουν βέβαια και κάποια γράμματα που, μα τον κόκκινό μου σκούφο, δε με γεμίζουν χαρά. Σαν κι αυτά που μου ζητούν κάποια παιδιά όπλα, σφαίρες, πυροβόλα! Τότε φουρκίζομαι και φουσκώνω από το θυμό μου σαν μπαλόνι. Αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να χαίρονται τα παιδιά με τέτοια παιχνίδια που γεννούν τη βία. Δε μ’ αρέσουν τα όπλα! Μου θυμίζουν τον πόλεμο… Δε μ΄ αρέσει ο πόλεμος! Μου φέρνει πόνο…

Τα τελειόφοιτα ξωτικά, οι έμπειροι βοηθοί μου, οι αξιόλογοι συνεργάτες μου, ο Πολύγλωσσος, ο Πολύξερος, ο Επαμεινώνδας ακόμα και η Μις Ντολμά (η προσωπική μου μαγείρισσα) εργαζόμαστε σκληρά για να πάνε όλα κατ’ ευχήν. Να φανταστείτε κάνω υπερωρίες (παρόλο που είμαι προχωρημένης ηλικίας) για να ανταπεξέλθω σε κάθε ανάγκη που μπορεί να προκύψει. Είμαστε λοιπόν πολύχρωμοι, πολυάσχολοι, πολυεργατικοί!

Ο Νοέμβρης σηματοδοτεί το ξεκίνημα της μεγάλης γιορτής. Η χριστουγεννιάτικη προετοιμασία αρχίζει!

ΜΑΡΩ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, Το ημερολόγιο του Άϊ-Βασίλη, εκδόσεις Διάπλαση (εικονογράφηση: Μιχάλης Κασάπης)

 

 

- Στείλε Σχόλιο
12 Νοεμβρίου 2013, 10:41
ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Η νεράιδα κάποιου δάσους έχασε μια φορά το μαγικό ραβδί της. Έψαξε, έψαξε, μα τίποτα! Το ραβδί πουθενά δε βρισκόταν. Κι η νεράιδα ήταν απαρηγόρητη, που δεν μπορούσε πια να κάνει μάγια. Ένα σπουργίτι όμως, καθώς πετούσε εδώ κι εκεί, είδε το ραβδί πεσμένο σ’ ένα χαντάκι. Πέταξε, λοιπόν, χαμηλά χαμηλά, το άρπαξε με το ράμφος του και το πήγε γρήγορα στη νεράιδα. Εκείνη, πολύ ευχαριστήθηκε που ξαναβρήκε τη δύναμή της τη μαγική και θέλησε να το ανταμείψει.

-Ζήτησέ μου, καλό σπουργίτι, κάτι που να επιθυμείς πολύ, του είπε, κι αμέσως θα γίνει.

Το σπουργίτι σκέφτηκε λίγο κι έπειτα φώναξε με λαχτάρα:

-Θα ήθελα να είχα χρυσά, ολόχρυσα φτερά!

Η νεράιδα το άγγιξε τότε με το ραβδί της, και μεμιάς τα φτερά του εξαφανίστηκαν και δυο καινούρια χρυσά, που άστραφταν και λαμποκοπούσαν, φύτρωσαν στη θέση τους!

Θαμπώθηκε από τη λάμψη τους το σπουργίτι! Δεν πίστευε στα μάτια του! Κι ετοιμάστηκε να τρέξει αμέσως, να τα δείξει σ’ όλα τα πουλιά και τα ζώα του δάσους.

-Μα, δυστυχία του!

Τα χρυσά φτερά ήταν τόσο βαριά, που δεν μπορούσε διόλου να φτερουγίσει! Ούτε να τα κουνήσει καλά καλά δε γινόταν. Άρχισε τότε να φωνάζει απελπισμένο τη νεράιδα. Κι εκείνη, καλή όπως ήταν, παρουσιάστηκε πάλι μπροστά του.

-Τι με θέλεις; ρώτησε.

-Καλή μου νεράιδα, κλαψούρισε το σπουργίτι, μετάνιωσα. Δεν τα θέλω τα χρυσά φτερά. Ωραία, βέβαια είναι, δε λέω, μα πολύ βαριά, και δεν μπορώ να πετάξω. Μήπως γίνεται να μου τα κάνεις βελουδένια;

-Μετά χαράς, αποκρίθηκε η νεράιδα.

Και στη στιγμή, τα χρυσά φτερά εξαφανίστηκαν και στη θέση τους φύτρωσαν δυο άλλα από παχύ παχύ βελούδο.

Τρελάθηκε από τη χαρά του το σπουργίτι! Τ’ ανοιγόκλεισε περήφανα, έκανε μια βόλτα, να τα δοκιμάσει, κι έπειτα έτρεξε στο δάσος, για να τα δουν και να τα θαυμάσουν όλα τα ζώα και τα πουλιά.

Όμως, ξαφνικά, χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν. Και σε λίγο ξέσπασε μια μπόρα γερή. Το σπουργίτι δεν πρόφτασε να κρυφτεί… Και τα βελουδένια φτερά του έγιναν μούσκεμα!

Όταν σταμάτησε η βροχή και βγήκε ο ήλιος, βρεγμένο καθώς ήταν, στάθηκε σ’ ένα κλαράκι κι άπλωσε τα φτερά του, να τα στεγνώσει. Μα τι φτερά ήταν τούτα! Το βελούδο είχε χαλάσει, κι η γυαλάδα του είχε φύγει. Δεν ήταν τώρα παρά ένα άθλιο πανί.

Το σπουργίτι απελπισμένο άρχισε πάλι να φωνάζει τη νεράιδα. Κι εκείνη, που είχε χρυσή καρδιά, έτρεξε πρόθυμα κοντά του.

-Μετάνιωσα, νεράιδά μου! μουρμούρισε. Κοίταξε με τη βροχή πως κατάντησαν τα βελουδένια φτερά μου! Μήπως γίνεται να μου τα κάνεις μεταξένια; Το μετάξι, έχω ακούσει πως δε χαλάει από τη βροχή.

-Και βέβαια, αποκρίθηκε η νεράιδα.

Και στο λεπτό, το σπουργίτι απόκτησε δυο κατακόκκινα μεταξωτά φτερά.

-Α, μα τούτα τα θαυμάσια φτερά πρέπει να τα δει ο κόσμος όλος, φώναξε το πουλί.

Και πέταξε ψηλά, να πάει στην πόλη.

Είχε φτάσει κοντά στα πρώτα σπίτια, όταν το είδαν μερικά παιδιά που πήγαιναν σχολείο.

-Ένα πουλάκι με κόκκινα φτερά! φώναξαν απορημένα.

-Α, τι ωραίο!

-Και τι παράξενο που είναι! Θα πρέπει να είναι σπάνιο!

-Ελάτε να το πιάσουμε, να το βάλουμε σ’ ένα κλουβί!

Κι όλα μαζί άρχισαν να το κυνηγούν. Κάποιο μάλιστα έλεγε πως θα ήταν καλύτερα να το χτυπήσουν με σφεντόνα κι έπειτα να το βαλσαμώσουν!

Τρομάρα που την πήρε το καημένο το πουλί! Και τι τρεχάλα έκανε για να ξεφύγει! Πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και γύρισε στο δάσος. Στάθηκε λαχανιασμένο σ’ ένα κλαράκι, να ξανασάνει κι έπειτα –τι να κάνει;- φώναξε πάλι τη νεράιδα.

-Συγχώρα με, που όλο σε φωνάζω, καλή μου φίλη, της είπε σαν παρουσιάστηκε, μα πάλι το μετάνιωσα. Ωραία έγιναν τα φτερά μου, μα έτσι κατακόκκινα και γυαλιστερά καθώς είναι, με κάνουν να φαντάζω πολύ. Οι άνθρωποι νομίζουν πως είμαι πουλί σπάνιο! Με κυνηγούν και θέλουν να με πιάσουν!

-Αποφάσισε, λοιπόν, σαν τι φτερά θα ήθελες να έχεις επιτέλους! άρχισε να χάνει την υπομονή της η νεράιδα.

Το σπουργίτι στάθηκε κάμποσο σκεφτικό και στο τέλος είπε:

-Απ’ ό, τι βλέπω, τα δικά μου φτερά πρέπει να προτιμήσω, νεράιδά μου. Τι τα θέλω εγώ τα μεγαλεία! Με τα δικά μου πετώ μια χαρά! Είναι ελαφριά, γερά, η βροχή δεν τα καταστρέφει, κι οι άνθρωποι το βλέπουν πως είμαι σπουργίτι και μ’ αφήνουν να πετώ ελεύθερα. Δώσε μου, λοιπόν, πάλι τα δικά μου τα φτερά, και σου υπόσχομαι τίποτε πια να μην ξαναζητήσω.

Κι η νεράιδα η καλή έκανε το θέλημά του. Έτσι, το μικρό πουλί έμεινε με τα φτερά του. Και χαιρότανε πολύ, λεύτερα, το πέταγμά του.

Λότη Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου

- Στείλε Σχόλιο
05 Νοεμβρίου 2013, 13:54
ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Τα παλιά τα χρόνια σ’  έναν πύργο σε τρία χρόνια μέσα, γεννήθηκαν τρία κορίτσια. Και, σε κάθε γέννα της αρχόντισσας, οι τρεις Μοίρες έφταναν, από το δρόμο της νύχτας, στο ευτυχισμένο αρχοντικό και μοίραναν τα νεογέννητα βλαστάρια.

Στο πρώτο είχανε χαρίσει την ομορφιά.

Στο δεύτερο είχανε χαρίσει την εξυπνάδα.

Στο τρίτο είχανε χαρίσει την καλοσύνη.

Ο άρχοντας κι η αρχόντισσα καμάρωναν αχόρταγα τα τρία τους βλαστάρια, έτσι πλούσια προικισμένα και τα τρία από τις Μοίρες. Και με τον καιρό τα τρία μοσκαναθρεμμένα έγιναν τρεις κοπέλες, σαν τα κρύα τα νερά.

Της πρώτης έλαμψε η ομορφιά σαν τον ήλιο.

Της δεύτερης άστραφτε η εξυπνάδα σαν την αστραπή μες στα σκοτάδια.

Της τρίτης μοσκοβολούσε η καλοσύνη, σαν τα ρόδα και τα κρίνα.

Όταν ήρθε η ώρα τους να παντρευτούνε, ο άρχοντας ο πατέρας τους κάλεσε στον πύργο του τρία αρχοντόπουλα από τους τόπους που εξουσίαζε, και τα τρία από ξακουστές γενιές. Τα κάλεσε να τα φιλέψει στο αρχοντικό του. Κι όποια από τις τρεις κοπέλες άρεσε στον καθένα, να του τη δώσει με την ευχή του και να τον κάνει παιδί του.

Τρεις μήνες καθίσανε τα τρία αρχοντόπουλα στον πύργο του μεγάλου άρχοντα, με τις τρεις κοπέλες. Τρεις μήνες είδε γιορτές και πανηγύρια ο παλιός πύργος. Τρεις μήνες για να γίνουν οι γνωριμίες και να διαλέξει το κάθε αρχοντόπουλο τη δική του. Όταν σώθηκαν οι τρεις μήνες, ο άρχοντας κάλεσε το πρώτο αρχοντόπουλο, χώρια από τα άλλα, και του είπε:

-Θέλημά  μου είναι να σε κάνω παιδί μου. Βάλε το χέρι στην καρδιά σου και πες μου, ποια από τις τρεις μου κοπέλες θέλεις να σου δώσω.

Το αρχοντόπουλο του αποκρίθηκε:

-Εγώ, άρχοντά μου, διαλέγω την πρώτη. Μα θα ήθελα νάχει και την εξυπνάδα της δεύτερης και την καλοσύνη της τρίτης. Τι να την κάνω την ομορφιά, δίχως εξυπνάδα και δίχως καλοσύνη;

Ο άρχοντας κάλεσε τότε το δεύτερο αρχοντόπουλο.

-Εσύ, αρχοντόπουλό μου, ποια διαλέγεις από τις τρεις μου κοπέλες; Πες μου να σου τη δώσω, να σε κάνω παιδί μου.

Το αρχοντόπουλο αποκρίθηκε:

-Εγώ, άρχοντά μου, διαλέγω τη δεύτερη. Μα θα ήθελα νάχει και την ομορφιά της πρώτης και την καλοσύνη της τρίτης. Τι να την κάνω την εξυπνάδα δίχως ομορφιά και δίχως καλοσύνη;

Ο άρχοντας κάλεσε το τρίτο αρχοντόπουλο.

-Εσύ, αρχοντόπουλό μου, ποια διαλέγεις από τις τρεις μου κοπέλες: Πες μου κι είναι δική σου. Χαρά μου είναι να σε κάνω παιδί μου.

-Δεν ξέρω, άρχοντά μου, ποιες διαλέξανε τα άλλα αρχοντόπουλα. Εγώ διαλέγω την Τρίτη. Μα θα ήθελα νάχει και την εξυπνάδα της δεύτερης και την ομορφιά της πρώτης. Τι να την κάνω την καλοσύνη δίχως ομορφιά και δίχως εξυπνάδα;

Τα τρία αρχοντόπουλα φύγανε και γυρίσανε στα μέρη τους. Ο άρχοντας στεναχωρημένος, φώναξε την αρχόντισσά του και της είπε τα θλιβερά μαντάτα.

-Άδικα πασχίζουμε, αρχόντισσα, να παντρέψουμε τις κοπέλες μας. Γαμπρός δε βρίσκεται γι’  αυτές. Γιατί ούτε οι τρεις μπορούν να γίνουν μία, μες τις χάρες των τριών, ούτε είναι βολετό να τις δώσουμε και τις τρεις σε έναν. Ας όψεσαι, που μούκανες τρεις, με μοιρασμένες χάρες και δε μούκανες μία με τις χάρες μαζεμένες. Γραφτό είναι να γεράσουν ανύπαντρες οι τρεις άμοιρες κοπέλες μέσα σ’  αυτόν τον πύργο.

Και κλάψανε κι οι δύο. Και πάλι παρηγορούσε ο ένας τον άλλον:

-Πού ξέρεις: Ο Θεός είναι μεγάλος. Αν είναι το θέλημά του θα βρεθεί γαμπρός.

Κάποια παλιά χαρτιά, που βρέθηκαν ύστερ’  από χρόνια, στα χαλάσματα του παλιού πύργου, ανιστορούνε πως ο γαμπρός, που περίμεναν ο άρχοντας και η αρχόντισσα για τις τρεις τους θυγατέρες, ήρθε μια νύχτα, καβαλάρης σ’ ένα μαύρο άτι. Και την ίδια νύχτα παντρεύτηκαν και οι τρεις. Ο ξωτικός γαμπρός, στεφανώθηκε, τη νύχτα εκείνη, με τα ίδια στέφανα, την Ομορφιά, την Εξυπνάδα και την Καλοσύνη. Και τις πήρε στο βασίλειό του.

Αυτό ανιστορούνε τα παλιά χαρτιά, που βρέθηκαν στα έρημα χαλάσματα, για τις τρεις αδελφάδες, με τα τρία ξέχωρα χαρίσματα των Μοιρών, που γεννήθηκαν, σε τρία χρόνια, στον ξακουστό Φράγκικο πύργο του Μοριά.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

 

 

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
03 Νοεμβρίου 2013, 11:31
Όμορφη μέρα
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

…«Μην πέφτεις σε περισυλλογή.

Τα ποτάμια και τα χρόνια άσ’ τα να κυλάνε.

Κι ό, τι βγει»…

……………………

Καλή Κυριακή :)

video 

- Στείλε Σχόλιο
31 Οκτωβρίου 2013, 17:40
Αχ! Γιατί να είμαι γάτα!
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

 

-Γάτα μου αγαπημένη, γιατί είσαι μουτρωμένη;

-Δεν μ’ αρέσει η ουρά μου ούτε το νιαούρισμά μου.Μοιάζω με χοντροπατάτα.Αχ, γιατί να είμαι γάτα!

-Να ‘σαι κάνω παπαγάλο; Λέγε γρήγορα, Μαγδάλω!

Αν δεν ήσουν αυτό που είσαι, τι θα ήθελες να είσαι;

-Κάτι καλύτερο από γατί. Μόνο που, μάγε μου, δεν ξέρω τι.

-΄Αμπρα κατάμπρα και λάδι και ξίδι πλοίαρχος γίνε και φύγε ταξίδι.

-Φοβάμαι τον ωκεανό! Κάνε με κάτι στεριανό!

-Καλά. Άμπρα κατάμπρα πιλάφι και πουρές γίνε μαϊμού, Μαγδάλω και κάνε μου χαρές!

-Μπρος γκρεμός και ζούγκλα πίσω. Όχι! Δεν μπορώ να ζήσω μες στα μπανανιάς τα φύλλα και να παντρευτώ γορίλα!

-Άμπρα κατάμπρα και σκόρδα πλεξούδα γίνε ή μέλισσα ή πεταλούδα!

-Το πρόβλημά μου πάλι δεν το έλυσα. Καθόλου δε μ’ αρέσει να ‘μαι μια μέλισσα. Πετάω στον αέρα και ζαλίζομαι, μυρίζω τα λουλούδια και φταρνίζομαι!

-΄Αμπρα κατάμπρα πάλι και μήλο και αχλάδι γίνε λαγός και πήδα συνέχεια στο λιβάδι!

-Πώς σου ήρθε; Πρώτα πρώτα δε μ’ αρέσουν τα καρότα!

-Άμπρα κατάμπρα τότε και δυο αυγά μελάτα γίνε ξανά Μαγδάλω, η όμορφή μου γάτα!

-Ζήτω! Ξανάγινα γάτα! Να με πειράζεις σταμάτα.

Μαριαννίνα Κριεζή (βασισμένο στο κείμενο των Colin και Hawkins)

 

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
24 Οκτωβρίου 2013, 07:26
Το τριαντάφυλλο
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Πρωινές πρωινές φλωρινιώτικες καλημέρες…

……………………………..

Ερωτικό

 

 Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή

Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω

Μη φοβηθείς

Και θα με βρεις είτε σαν άστρο

Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα

Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει

Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς

Διαβαίνοντας  το σκοτεινό το δάσος.

 

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’  άστρα

Μαζεύοντ’  όλοι οι ποιητές

Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα

Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια

Και περιμένουν

Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν

Να πέσουν μες στον ύπνο σου

Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου

Να ξυπνήσουν και να δεις απ’  το παράθυρό σου

Το πρόσωπό σου φωτεινό

Να σχηματίζει αστερισμό

Να σου χαμογελάει

Και να σου ψιθυρίζει

Καλή νύχτα

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

……………………………..

video 

- Στείλε Σχόλιο
20 Αυγούστου 2013, 12:38
You may say I ‘m a dreamer, but I ‘m not the only one…
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

...Κι επειδή με μαγεύει το φως και πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι φωτεινός, θα έλεγα ότι ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι φωτεινός. Δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που έχουν ένα σκοτάδι στα μάτια. [...] Κι αν υπάρχει μια ελπίδα σ' αυτόν τον κόσμο, είναι μια μέρα να επικρατήσουν οι φωτεινοί άνθρωποι. Και δεν εννοώ αγίους ή αλάνθαστους μ' αυτό...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΚΟΣ
...........................................................................

video 

- Στείλε Σχόλιο
21 Ιουλίου 2013, 21:34
...τίποτα δεν είναι αδύνατον για μια καρδιά που αγαπάει τη ζωή...
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

«…Όταν μάθαμε για το ατύχημα (σ.σ. του καλύτερού του φίλου), ένας άλλος πιλότος κι εγώ φύγαμε αμέσως για να τον βρούμε. Επί πέντε μέρες πετούσαμε πάνω από κορυφές σχεδόν επτά χιλιάδων μέτρων, ψάχνοντας μάταια ανάμεσα σε παγετώνες και παγωμένες λίμνες. Ούτε ένα σημείο ζωής! Απελπίστηκα. Ήξερα ότι το να επιχειρήσουμε μια διάσωση από το έδαφος ήταν αδύνατον, κανείς δεν ήθελε να το αναφέρει καν. Οι Άνδεις το χειμώνα είναι ένα απόρθητο τείχος. Επιπλέον, ήταν μάλλον απίθανο να είχε αντέξει ο Γκιγιομέ το φοβερό κρύο της νύχτας. Όμως άντεξε. Ο φίλος μου κατάφερε να επιβιώσει περπατώντας επί τέσσερις μέρες, χωρίς να κοιμηθεί, μέσα στο χιόνι. Σκαρφάλωσε σε πανύψηλα βουνά με τα πόδια πρησμένα, χωρίς να φάει τίποτα πέρα από κανένα χορτάρι στο δρόμο. Όμως ο γενναίος φίλος μου κατάφερε να φτάσει μέχρι ένα χωριό, όπου τον φρόντισαν και απ’  όπου με πληροφόρησαν για το θαύμα: Ο Γκιγιομέ ήταν ζωντανός!

Την ίδια νύχτα, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, άρχισα να γράφω για το κατόρθωμά του. Έγραψα γι’  αυτό που παρακινεί κάποιους ανθρώπους να αντέξουν όταν βρίσκονται στα όρια των δυνάμεών τους. Είδα απ’  το παράθυρο τους τεράστιους ουρανοξύστες της πόλης και φαντάστηκα ότι ήταν τα βουνά που είχε μόλις διασχίσει ο φίλος μου. Και είπα στον εαυτό μου ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον για μια καρδιά που αγαπάει τη ζωή…»

Μεριτσέλ Μαρτί, Βαλεντί Γκουμπιάνας-Με λένε… Σαιντ Εξυπερύ, εκδόσεις Καστανιώτη

video 

 

- Στείλε Σχόλιο
14 Ιουλίου 2013, 19:09
Το βαλς των χαμένων ονείρων...
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

"...Τα σπασμένα φτερά χωράνε πιο εύκολα σε τυποποιημένα κουτιά..."

..............................................................................................

video 

- Στείλε Σχόλιο
30 Ιουνίου 2013, 10:07
Panflute
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

…Καλύτερα να χαθείς παρά να μισείς και να φοβάσαι…

video 

- Στείλε Σχόλιο
29 Ιουνίου 2013, 15:51
Το τελευταίο παραμύθι της γιαγιάς
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

-Καλή μας γιαγιά, πες μας ακόμα ένα παραμύθι, παρακαλούν τα εγγονάκια.

Μα η γιαγιά κουνάει το κεφάλι.

-Αρκετά είπαμε σήμερα. Άλλη φορά, τους λέει.

-Αχ, χρυσή μας γιαγιακούλα, ένα μόνο, ένα μικρούτσικο πες μας!

-Θα σας πω ένα, μα δε θα ζητήσετε άλλο.

Και η καλή γιαγιά ξαναρχίζει:

-Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τσοπάνος κι έβοσκε το κοπάδι του σ’  ένα ωραίο καταπράσινο λιβάδι. Είχε χίλια πρόβατα, τα πρόβατα έφαγαν γρήγορα το χορτάρι κι έπρεπε να βρει μιαν άλλη βοσκή.

Μάζεψε λοιπόν το κοπάδι ο καλός βοσκός και ξεκίνησε. Αυτός μπροστά με τη φλογέρα και πίσω του τα πρόβατα στη σειρά: Ένα άσπρο, ένα μαύρο, ένα άσπρο, ένα μαύρο, όλο έτσι. Τελευταίος πήγαινε ο σκύλος ο Μαλλιαρός, που ήταν κατάμαυρος.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και φτάσανε σ’  ένα ποτάμι. Πάνω στο ποτάμι ήταν ένα γεφύρι τόσο στενό που δε χωρούσε να περάσουν δυο πρόβατα μαζί. Πέρασε λοιπόν το γεφύρι πρώτος ο τσοπάνος. Πρώτα ένα άσπρο πρόβατο, ύστερα ένα μαύρο, έπειτα ένα άσπρο και πίσω του πάλι ένα μαύρο, ύστερα…

-Κι ύστερα γιαγιά;

-Ύστερα πάλι ένα άσπρο πρόβατο και πίσω ένα μαύρο και πάλι…

-Ως πότε γιαγιά;

-Τι να σας κάμω; Πρέπει να περιμένετε ώσπου να περάσουν απ’  το γεφύρι πρώτα όλα τα πρόβατα και τελευταίος ο σκύλος  ο Μαλλιαρός με το κατάμαυρο μαλλί.

-Γιαγιάκα, λέει ο μικρούλης ο Κωστάκης, ώσπου να περάσουν όλα τα πρόβατα μπορείς να μας πεις ακόμα ένα παραμύθι.

-Εσύ είσαι πολύ πονηρός, λέει η γιαγιά. Ας είναι, δε θα σου χαλάσω το χατίρι. Όμως να ξέρετε, αυτό θα είναι το τελευταίο παραμύθι και να μη γυρεύετε άλλο.

Και η γιαγιά ξαναρχίζει:

-Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μεγάλο δάσος. Και μέσα στο δάσος ζούσε ένας κυνηγός. Πάνε πολλά χρόνια από τότε.

Ο κυνηγός είχε δυο σκυλιά. Το ένα σκυλί το ‘λεγαν Μ ή ν τ ο λ ε ς  και το άλλο το ‘λεγαν Π έ σ τ ο. Παράξενα αλήθεια ονόματα. Και να τα θυμάστε γιατί εγώ τα ξεχνάω.

Τα σκυλιά ήταν γρήγορα και κυνηγούσαν πολύ καλά. Βγήκαν λοιπόν στο κυνήγι. Μπροστά πήγαινε το πρώτο σκυλί… πως το ‘λεγαν είπαμε;

-Μην-το-λες! φώναξαν τα παιδιά.

-Ε, αφού δεν θέλετε να το πω κι εγώ δεν το λέω, είπε κι η γιαγιά.

Τα παιδιά σκέφτονται λίγο και ύστερα φωνάζουν:

-Α, γιαγιάκα μας γέλασες. Σε παρακαλούμε πέστο! «Πέστο» το ‘λεγαν το πρώτο σκυλί.

-Ψέματα, λέει η γιαγιά. Το ‘λεγαν «Μήντολες» και μήντολες θα μείνει.

 

(Ισπανικό Παραμύθι)

 

Ο μεγάλος μάγος, εκδοτικός οίκος Αστήρ

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
23 Ιουνίου 2013, 10:35
Όλα είναι φως
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

«…από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε, έμαθα να σαλπάρω με όλους τους ανέμους…»

 

video 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
20 Ιουνίου 2013, 16:35
Καθυστερημένη άνθιση
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ένας κάκτος είχε φυτρώσει στη μέση της ερήμου, στη μέση του πουθενά. Δεν ήταν ευχαριστημένος απ’ τη ζωή του: «Στέκομαι εδώ χωρίς να κάνω τίποτα, άσχημος, αγκαθωτός και άχρηστος. Κανένα ζώο δε με πλησιάζει, κανένα πουλί δε στέκεται στα κλαδιά μου –ποια κλαδιά δηλαδή…» είπε ρίχνοντας μια ματιά στα παχιά, αγκαθερά φύλλα του.

Ο καιρός περνούσε. Κάθε μέρα μεγάλωνε και πιο πολύ ο κάκτος, κάθε μέρα πίστευε ότι γινόταν πιο άσχημος και πιο άχρηστος.

«Γιατί να μην είμαι κι εγώ χρήσιμος σε κάτι;» αναρωτιόταν. «Γιατί να μην έχω κι εγώ κάτι όμορφο να προσελκύει τα πουλιά και τα έντομα, παρά στέκομαι εδώ μόνος κι έρημος, μια ζωή χωρίς κανένα σκοπό;»

«Δεν έχεις άδικο που νιώθεις άσχημα», συμφώνησε μια μικρή σαύρα που περνούσε από εκεί. «Τα πουλιά πετούν στον αέρα και γυρίζουν σ’ όλο τον κόσμο, τα λουλούδια ομορφαίνουν τη φύση, ακόμα κι εγώ, μια μικρή σαύρα, νιώθω ότι στολίζω την άμμο με τη γραμμωτή πλάτη μου. Εσύ κάθε μέρα γίνεσαι και πιο άσχημος».

Δεν ήθελε και πολύ να νιώσει ακόμα χειρότερα ο κάκτος. Έτσι συνέχισαν να περνούν οι μέρες του, ένιωθε να γερνάει και πως του έμενε λίγος καιρός ακόμα.

«Τι χρειαζόταν να υπάρχω;» αναρωτιόταν. «Πέρασα μια ολόκληρη ζωή και δεν έκανα τίποτα σπουδαίο. Τώρα είναι πια πολύ αργά, ακόμα κι αν έβρισκα τι θα μπορούσα να κάνω».

Ξαφνικά μια μέρα ένιωσε ένα ρίγος σε ένα από τα πλατιά φύλλα του. Δεν ήξερε τι συνέβαινε, αλλά μια απέραντη χαρά τον κυρίευσε. Στην άκρη του φύλλου πετάχτηκε το πιο όμορφο λουλούδι που δει ποτέ η έρημος. Όλη η περιοχή ευωδίασε από το άρωμά του και τα πουλιά και τα έντομα ξεκινούσαν από την άλλη άκρη να έρθουν να μυρίσουν, να θαυμάσουν το πανέμορφο λουλούδι και να συγχαρούν τον κάκτο. Οι πεταλούδες δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν από πάνω του, και τη νύχτα, ακόμα και το φεγγάρι, που πάντα ήταν σκυθρωπό, φαινόταν τώρα να χαμογελά στον κάκτο.

«Ποτέ δεν είναι αργά να δώσεις κάτι», είπε εκείνος στον εαυτό του. «Και μερικές φορές, όσο πιο καλό είναι αυτό, τόσο πιο πολύ αργείς να το ετοιμάσεις».

 

(μια ιστορία από το Μεξικό)

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η σοφία των λαών, εκδόσεις φαντασία.

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
16 Ιουνίου 2013, 11:25
Το βαλς των χαμένων ονείρων…
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

…Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς,
χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς…

video 

- Στείλε Σχόλιο
26 Μαΐου 2013, 10:20
Απ΄ τ΄ αεροπλάνο
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

«Όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τη σιωπή σου, δε μπορεί να καταλάβει και τα λόγια σου…»

……………………………………………………………………………………………………

 

video 

 

- Στείλε Σχόλιο
19 Μαΐου 2013, 12:07
Εστραβαγάριο
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

«…Όμως ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά

και αποκόμματα βρόμικου γύψου

θα έσκαγε ένα λουλούδι:

δεν παραιτείται –επειδή μπορεί να γελάνε

με το πάθος της- η άνοιξη…»

 

video 

- Στείλε Σχόλιο
24 Μαρτίου 2013, 20:59
Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι…
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Άντε, να θυμηθούμε τα νιάτα μας…

 

...Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι,

μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη…

 

video 

 

…Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι…

 

video 

 

…Μας κλέψαν τ’ αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα
Κι εσύ φρικάρεις που σου λέω
σ’ αγαπώ…

 

video 

- Στείλε Σχόλιο
10 Μαρτίου 2013, 16:40
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

"...Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι..."

video 

- Στείλε Σχόλιο
02 Μαρτίου 2013, 20:29
Ο Λύκος
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

«…Δόντια βγάζουνε τα αστέρια,
νύχια φύτρωσαν στους δρόμους,
ξέφρενη η νύχτα παίζει
κλέφτες και αστυνόμους…»

 

video 

- Στείλε Σχόλιο
28 Φεβρουαρίου 2013, 17:01
Η γύρη της Ποίησης
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μιας και σήμερα είναι (έστω και τυπικά) η τελευταία μέρα του Χειμώνα, ας (ξανά)θυμηθούμε κι ας (ξανά)απολαύσουμε αυτή την όμορφη ιστορία… Νομίζω η καλύτερη υποδοχή της Νέας Εποχής που έρχεται...

 

Κάποτε ο Χρόνος είχε 13 μήνες. Θα μου πείτε, πώς γίνεται αυτό. Κι όμως γίνεται. Αντί για 12, οι μήνες ήταν 13. Τον 13ο μήνα τον ‘λέγαν Ιάκωβο. Και ήταν ο πιο χαϊδεμένος και ονειροπόλος γιός του Χρόνου. Μόνο που ήταν πολύ αφηρημένος και αδέξιος. Με τα χίλια ζόρια και τα χίλια παρακάλια του πατέρα τους, τον έπαιρναν πότε η μία και πότε η άλλη εποχή και άρον άρον τον έστελναν πίσω. Κι ο Ιάκωβος κάθε φορά έβαζε τα κλάματα. Τον λυπόταν ο Χρόνος και παρακαλούσε πάλι τις εποχές να τον πάρουν μαζί τους να τις βοηθάει.

Μια φορά αρρώστησε ο Γενάρης.

-Άντε, Ιάκωβε, του είπε ο Χειμώνας. Πήγαινε εσύ στη θέση του. Μόνο πρόσεχε, να χεις το μυαλό σου στη δουλειά, κι όχι στα όνειρα και στις φαντασίες. Πρέπει να φυλάξεις τον ήλιο μέσα στις καταχνιές, για να μη βγει και ζεστάνει τον καιρό και λιώσουν οι πάγοι.

Ο Ιάκωβος, όμως, όπως συνήθως, είχε αλλού το νου του και ξέχασε τι του είπε ο Χειμώνας. Έτσι αντί να φυλάει τον ήλιο, πήγε και φύλαγε την παγωνιά στη σπηλιά της.

-Χριστιανέ μου, άφησέ με να βγω, του φώναξε εκείνη. Έχω να γυαλίσω τα κρύσταλλα των πάγων στις στέγες των σπιτιών και στα κλαδιά. Έχω τα χιονοσέντονά μου απλωμένα στα λαγκάδια και στις ρεματιές, έχω τα ζώα μου σε χειμερία νάρκη. Θα ξυπνήσουν και θα ψοφήσουν από την πείνα. Μπα, σε καλό σου!

-Όχι, δεν μπορώ να σ΄ αφήσω, απάντησε ο Ιάκωβος. Μου είπε να σε φυλάω ο Χειμώνας.

Και κλείδωσε την παγωνιά στη σπηλιά της.

Έτσι αντί να βγει η παγωνιά, βγήκε ο ήλιος και τρύπησε τα χιονοσέντονα, ξέσκισε τα άσπρα βελούδα στις πλαγιές των βουνών, ράγισε τα κρύσταλλα στις λίμνες. Ο κόσμος σάστισε, πέταξε τα παλτά, έβγαλε τις ζακέτες, έσβησε τις σόμπες, το ‘ριξε στις εκδρομές. Φύτρωσαν καρποί στα δέντρα, βγήκαν τα κεράσια, βγήκαν τα καρπούζια, βγήκανε τα παγωτά. Που μυαλό για μαθήματα!

-Πατέρα, είπε ο Χειμώνας στον Χρόνο. Πάρε πίσω τον Ιάκωβο. Δεν τον θέλω. Είναι εντελώς ανίκανος!

-Γιατί παιδί μου δε μαζεύεις τα μυαλά σου στη δουλειά; Τι θα σε κάνω τώρα; Δε σε θέλει πια κανείς!

Ο Ιάκωβος έβαλε τότε τα κλάματα. Ο Χρόνος τον λυπήθηκε γιατί του είχε αδυναμία.

-Καλά, μην κλαις. Θα παρακαλέσω το Καλοκαίρι να σε πάρει μαζί του, τον παρηγόρησε και του σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια.

-Τι να τον κάνω, πατέρα, φώναξε το Καλοκαίρι, όταν το άκουσε. Αυτός είναι μόνο για ζημιές. Είναι πολύ αφηρημένος και ανίκανος.

Όμως ο Χρόνος επέμενε τόσο πολύ που στο τέλος το Καλοκαίρι υποχώρησε.

-Καλά, του είπε. Για χάρη σου θα τον πάρω. Αν όμως κάνει πάλι καμιά ζημιά, θα στον στείλω πίσω αμέσως!

Μετά φώναξε τον Ιούλη:

-Ιούλη, πάρε μαζί σου τον Ιάκωβο. Βάλτον στις αποθήκες του ουρανού, να φυλάει τις συννεφιές.

Πραγματικά ο Ιούλης πήρε μαζί του τον Ιάκωβο και τον έβαλε να φυλάει τα σύννεφα, για να μη βγουν και χαλάσουν τις καλοκαιριάτικες λιακάδες.

Στην αρχή ο Ιάκωβος ήταν πολύ προσεκτικός. Μετά από λίγες μέρες όμως άρχισε πάλι να ξεχνιέται. Άφησε τις αποθήκες ξεκλείδωτες και τα σύννεφα γλίστρησαν αθόρυβα στον ουρανό. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο ουρανός σκοτείνιασε. Ξέσπασε μπόρα, έπιασε βροχή, σηκώθηκε τρικυμία στη θάλασσα. Βούλιαξαν οι βάρκες, τρόμαξαν οι κολυμβητές, μάζεψαν τα πράγματά τους, φόρεσαν αδιάβροχα, φόρεσαν κασκόλ, άνοιξαν τις ομπρέλες τους. Η ομίχλη τύλιξε τα καλοκαιρινά τοπία.

-Βρήκα τον μπελά μου με σένα, φώναξε θυμωμένο το Καλοκαίρι κι έδιωξε τον Ιάκωβο. Άντε να πας πίσω στον πατέρα μας, γιατί είσαι ανίκανος κι ονειροπαρμένος.

Για να μη σας τα πολυλογώ, ο Ιάκωβος έκανε τα ίδια με όλες τις εποχές. Με την αφηρημάδα του χάλασε την ισορροπία της φύσης. Την Άνοιξη ξεχνούσε τις παγωνιές και το Φθινόπωρο ξεχνούσε τις λιακάδες. Ο κόσμος άρχισε πια να χάνει τη σειρά του. Είδε κι απόειδε ο Χρόνος και δεν ξανάστειλε τον μικρό του γιο στον κόσμο.

-Κάτσε, παιδί μου, εδώ στο σπίτι, τον συμβούλεψε. Εσύ δεν κάνεις για τούτες τις δουλειές. Καλύτερα να μείνεις κοντά μου, να φροντίζεις τον κήπο και να μου κρατάς συντροφιά.

Ο Ιάκωβος έσκυψε το κεφάλι του και δεν μίλησε. Βγήκε στον κήπο και κάθισε σε μια πέτρα λυπημένος. Τον πήρε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει. Τον είδε το φεγγάρι που έβγαινε εκείνη τη στιγμή και τον λυπήθηκε.

-Γιατί κλαις, Ιάκωβε;, τον ρώτησε.

-Γιατί είμαι άχρηστος και ανίκανος, είπε εκείνος με παράπονο.

-Μην το ξαναπείς αυτό, του φώναξε τότε το φεγγάρι με μια παράξενη κραυγή.

-Άκου, θα σου κάνω ένα δώρο. Εδώ που κύλησαν τα δάκρυά σου θα φυτρώσει το πιο θαυμαστό λουλούδι του κόσμου. Από τη γύρη αυτού του λουλουδιού θα γεννιέται η ποίηση. Κοιμήσου απόψε και αύριο το πρωί, όταν ξυπνήσεις, θα το δεις!

Πραγματικά, εκείνη τη νύχτα ο Ιάκωβος κοιμήθηκε ανάλαφρα και το πρωί ξυπνώντας είδε ένα καινούριο λουλούδι στην αυλή του. Είχε τεράστια ασημένια πέταλα που έλαμπαν στον ήλιο και ήταν φορτωμένο με μια μαύρη γύρη. Ο αέρας φυσούσε και έπαιρνε από τη γύρη και τη σκόρπιζε πάνω απ΄ τον κόσμο. Κι όσοι ανέπνεαν τη μαγική γύρη, έγραφαν στίχους και ποιήματα και γίνονταν ποιητές.

Το λουλούδι αυτό το ονόμασαν λουλούδι της ποίησης. Ο Ιάκωβος το πότιζε και το φρόντιζε κάθε μέρα. Και εκείνο δεν μαραινόταν ποτέ, αλλά ήταν πάντα γεμάτο από τη μαγική του γύρη.

Έτσι ο Ιάκωβος έγινε φύλακας του θαυμαστού λουλουδιού της ποίησης κι έζησε έξω από τον κύκλο του χρόνου.

Κατερίνα Καριζώνη-Χεμίκογλου

18 ιστορίες που ξεχωρίζουν-Εκδόσεις Γνώση




 

- Στείλε Σχόλιο
24 Φεβρουαρίου 2013, 15:46
"Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα..."
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

"Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα..."

video 

- Στείλε Σχόλιο
31 Ιανουαρίου 2013, 15:21
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Έξω από το δάσος, στα ριζά του βουνού, ήταν κάποτε ένα όμορφο χωριό, με τα δέντρα του, τα νερά του και την εκκλησία του με το ψηλό καμπαναριό. Και πάνω στο καμπαναριό ήταν η μεγάλη καμπάνα που χτυπούσε γλυκά-γλυκά κι ακουγόταν μακριά, ως πέρα.

Ο Χάρης την αγαπούσε πολύ. Πρωί-πρωί τις Κυριακές και τις γιορτές, έτρεχε πρώτος να τραβήξει το σκοινί της κι άκουγε χαρούμενος τη ζεστή και δυνατή φωνή της.

-Ντάν – ντάν- ντάν! Καλημέρα – καλημέρα! Καλημέρα σ΄ όλους σας!

Και το δείλι, που έγερνε ο ήλιος πίσω από το βουνό, ο Χάρης χτυπούσε την καμπάνα ευτυχισμένος. Κι η καλή καμπάνα αντηχούσε ως πέρα μακριά.

--Ντάν – ντάν- ντάν! Καληνύχτα, χωριανοί! Καληνύχτα! Περνούσε έτσι ο καιρός κι ο Χάρης έγινε παλικαράκι. Και χτυπούσε τόσο όμορφα την καμπάνα, βράδυ και πρωί, όσο κανένας άλλος μέσα στο χωριό.

Ήταν μια γλυκιά και ζεστή μέρα του καλοκαιριού κι ο Χάρης βγήκε έξω στο δάσος να σεργιανίσει. Σε λίγο έφτασε κάτω από τα δέντρα, στην πυκνή και δροσερή σκιά τους. Και κει, καθώς περπατούσε χαρούμενος, ακούει δίπλα του κάτι μικρά φτερουγίσματα. Γυρίζει το κεφάλι του και βλέπει ένα μικρό πουλάκι πιασμένο στην παγίδα, να φτερουγίζει μ΄ όλη του τη δύναμη, για να μπορέσει να ελευθερωθεί και να πετάξει. Το πουλάκι, μόλις είδε το Χάρη, του φώναξε.

-Καλό μου παιδί, γλίτωσέ με! Έχω πέντε μικρούλια στη φωλιά μου και περιμένουν να τους πάω φαί. Κι ύστερα η ζωή είναι τόσο ωραία! Μη μ΄ αφήσεις να χαθώ!

Και τον κοίταζε με τα μαύρα στρογγυλά ματάκια του, που παρακαλούσαν.

Ο Χάρης γέλασε.

-Θα σ΄ έπαιρνα εγώ να σε ψήσω, είπε, μα είσαι μια σταλιά. Ούτε μια μπουκιά δε θα βγάλεις. Κι έπειτα, ένα μονάχα, τι να σε κάνω; Να ‘σαστε τουλάχιστο καμιά δεκαριά!...

Κι έφυγα. Πέρασε το δάσος κι έφτασε σ΄ ένα μικρό και φτωχό κάμπο, ξερό από τη λαύρα του ήλιου. Σ΄ ένα χωραφάκι με αδύνατη γη, γεμάτη πέτρες κι αφάνες, ένας γεροντάκος σκυφτός κι αδύνατος, με άσπρα μαλλιά, μάζευε μια-μια τις πέτρες και τις πήγαινε στην άκρη του χωραφιού.

-Γεια σου, παππούλη, του είπε ο Χάρης. Τι κάνεις με τέτοιο λιοπύρι;

-Καλώς το παιδί, είπε ο γέρος. Δε βλέπεις; Καθαρίζω το χωράφι μου για να το σπείρω μεθαύριο κριθάρι.

Και σκούπισε τον ιδρώτα του, που έτρεχε στο ζαρωμένο πρόσωπό του.

-Καλό μου παιδί, είπε σε λίγο, μου κάνεις μια χάρη; Πας ως την πηγή να μου γεμίσεις νερό το φλασκί μου; Απόστασα απ΄ τη δουλειά και δε βαστάνε τα πόδια μου ν΄ ανηφορίσω.

-Που να ξαναγυρίζω πίσω! αποκρίθηκε ο Χάρης. Εγώ πάω κάτω, στην ακροθαλασσιά.

Κι έφυγε. Περπάτησε κάμποση ώρα, ώσπου έφτασε στην ακροθαλασσιά. Κι όπως ήτανε γεμάτος ιδρώτα και σκόνες, έπεσε μέσα στη θάλασσα και δροσίστηκε και ξεκουράστηκε από το δρόμο. Κοντά στα βράχια ήτανε μια μικρή καλυβούλα και στο κατώφλι της καθόταν ένας γέρος ψαράς και μπάλωνε τα δίχτυα του. Ο Χάρης πήγε κοντά του. Ο ψαράς χάρηκε που τον είδε. Ζούσε καταμόναχος ο καημένος κι ήθελε συντροφιά. Κάθισε λοιπόν το παιδί κοντά του κι άρχισαν να κουβεντιάζουν, να λένε το ένα και το άλλο, ώσπου η ώρα πέρασε κι ήρθε το δείλι. Και τότε, από πέρα, μακριά, πίσω από το δάσος, έφτασε  ο ήχος μιας καμπάνας.

Του Χάρη τα μάτια άστραψαν.

-Η καμπάνα του χωριού μας! είπε. Δεν ήξερα πως ακούγεται ως εδώ.

-Ακούγεται, παιδί μου, είπε ο γέρος. Πρωί και βράδυ ταχτικά.

-Αλήθεια; φώναξε ο Χάρης. Εγώ τη χτυπάω, παππούλη.

-Έτσι; Μα τότε πρέπει  να ‘σαι καλό παιδί.

-Γιατί, παππούλη;

-Δεν ξέρεις, τι λένε γι΄ αυτή την καμπάνα;

-Όχι. Δεν ξέρω. Για πες μου.

Ο γερο-ψαράς άφησε τα δίχτυα του, κοίταξε το Χάρη κι είπε:

«Αυτή η καμπάνα, παιδί μου, ήτανε φτιαγμένη σε χρόνια παλιά κι ήτανε στημένη στο καμπαναριό μιας πλούσιας και μεγαλοπρεπούς πολιτείας. Όμως οι άνθρωποί της σιγά-σιγά με τον καιρό, άρχισαν να παίρνουν τον  κακό δρόμο. Έπιναν και μεθούσαν στα καπηλειά και βρίζονταν και τσακώνονταν αναμεταξύ τους. Άνοιγαν κι έκλεβαν τα σπίτια και τα μαγαζιά, ληστές παραφύλαγαν στους δρόμους και λήστευαν τους διαβάτες και το σκότωναν. Οι τίμιοι άνθρωποι δεν τολμούσαν πια να βγουν από τα σπίτια τους τη νύχτα. Μα και την ημέρα ακόμα κινδύνευαν. Η κατάσταση όσο πήγαινε και χειροτέρευε κι οι καλοί και ήσυχοι πολίτες ήταν απελπισμένοι.

Μια μέρα ένας άγιος πατέρας, γέροντας και σοφός, έτυχε να ‘ρθει περαστικός για πρώτη φορά σ΄ εκείνη την πολιτεία. Και καθώς ήταν αποσταμένος από το δρόμο, μπήκε σ΄ ένα πανδοχείο, να φάει κάτι και να ξεκουραστεί. Γύρω του, στα τραπέζια, κάθονταν άνθρωποι κι έπιναν το ένα ποτήρι ύστερ’  από τ΄ άλλο, κι άλλοι τραγουδούσαν τραγούδια άσκημα, άλλοι έπαιζαν χαρτιά και τσακώνονταν και βλαστημούσαν. Σηκώθηκαν οι τρίχες του άγιου πατέρα, μόλις είδε αυτή την κατάσταση. Κι αργότερα που ανέβηκε στην κάμαρά του να κοιμηθεί, μίλησε για όλ’  αυτά στον ξενοδόχο.

-Αχ, καλέ μου γέροντα, είπε αυτός. Το κακό παράγινε πια στην πολιτεία μας κι είναι αργά για να διορθωθεί.

-Ποτέ δεν είναι αργά για να γίνει ένα καλό, παιδί μου.

Το άλλο πρωί, ο άγιος πατέρας, βγήκε στην πολιτεία και περιδιάβασε  εδώ κι εκεί ως αργά τη νύχτα. Και την άλλη μέρα τα ίδια. Γύρισε παντού σ’  όμορφες πλατείες και σε σοκάκια, μπήκε μέσα σε μαγαζιά, σε ταβέρνες και σ΄ εργαστήρια, κι εκείνα που είδε κι άκουσε, γέμισαν απελπισία την καρδιά του. Κίνησε τότε και πήγε να βρει τον άρχοντα. Και τον βρήκε στον πύργο του, καθισμένον σ΄ ένα πλούσιο τραπέζι, να τρωγοπίνει με άλλους άρχοντες, ξένοιαστος κι ευχαριστημένος.

-Τι θέλει;, καλέ μου γέροντα; τον ρώτησε  μόλις τον είδε.

Κι ο άγιος πατέρας του μίλησε ώρα πολλή για τους ανθρώπους της πολιτείας του και ζήτησε τη βοήθειά του, για να μπορέσει να διορθώσει το κακό.

-Οι φυλακές μου είναι γεμάτες, άγιε πατέρα, απάντησε ο άρχοντας. Και κάθε μέρα κλείνω μέσα κι άλλους καινούριους. Δεν ξέρω πως αλλιώς μπορώ να σε βοηθήσω. Κάτσε, καλύτερα, να φας και να πιείς και μη χαλάς την καρδιά σου.

Ο γέροντας έφυγε, ακόμα πιο λυπημένος από πρώτα. Και μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, πήγε στην εκκλησία και προσευχήθηκε.

-Θεέ μου, είπε, κάνε το θαύμα σου! Δείξε μας πώς να ξεχωρίσουμε, μέσα σε τούτο το ανακάτωμα, τους καλούς ανθρώπους από τους κακούς!

Κι ο καλός Θεός άκουσε τον άγιο πατέρα.

Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή κι ο κωδωνοκρούστης, πρωί-πρωί, βγήκε να χτυπήσει τη μεγάλη καμπάνα της εκκλησίας. Μα η καμπάνα δε χτύπησε. Έμεινε βουβή, όσο κι αν τραβούσε το σκοινί της. Κάμποσοι διαβάτες που περνούσαν από κει, στάθηκαν και κοίταζαν σαστισμένοι. Κι όταν στο τέλος έφυγαν, το είπαν και σε άλλους.

Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στην πολιτεία κι όλοι οι άνθρωποι μαζεύτηκαν έξω από την εκκλησία. Όλοι έβλεπαν τον κωδωνοκρούστη να τραβάει μ’  όλη τη δύναμή του το σκοινί της καμπάνας κι αυτή να μη βγάζει κανέναν ήχο. Ο άγιος πατέρας είχε τρέξει κι εκείνος εκεί και κοίταζε κατάπληκτος αυτό το πράγμα. Σε λίγο όμως τα μάτια του άστραψαν. Κοίταξε γύρω του κι είδε να στέκει κοντά του ένας άντρας με πρόσωπο άγριο και κακό.

-Καλέ μου άνθρωπε, του είπε, πας και συ να χτυπήσεις την καμπάνα;

-Και δεν πάω; έκανε αυτός και γέλασε. Τι έχω να χάσω;

Πήγε λοιπόν και πήρε το σκοινί και το τράβηξε. Μα και πάλι η καμπάνα έμεινε σιωπηλή. Ο γέροντας τότε διάλεξε έναν άλλο και τον έστειλε να χτυπήσει την καμπάνα κι ύστερα άλλον κι άλλον. Κανένας όμως δεν κατάφερε τίποτα. Και τελευταία ο άγιος πατέρας έστειλε ένα παιδάκι. Το παιδάκι έτρεξε χαρούμενο, έπιασε το σκοινί με τα μικρά του χεράκια και το τράβηξε. Κι αμέσως η καμπάνα άρχισε να χτυπά δυνατά και γλυκά, όπως πρώτα.

Ο άγιος πατέρας είδε το σημάδι του Θεού. Μπήκε λοιπόν τρέμοντας στην εκκλησιά κι έπεσε γονατιστός και προσευχήθηκε.

-Σ΄ ευχαριστώ, Θεέ μου, είπε με δάκρυα στα μάτια. Σ’  ευχαριστώ για το θαύμα που έκανες!

Κι ύστερα πήγε στον πύργο του άρχοντα και του μίλησε κάμποση ώρα. Ο άρχοντας άκουσε τα λόγια του και πρόσταξε να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας μπροστά στην εκκλησία. Οι άνθρωποι σάστισαν, όταν τ΄ άκουσαν, δεν ήξεραν γιατί, όμως υπάκουσαν στην προσταγή του. Σχημάτισαν λοιπόν μια μεγάλη σειρά, που τριγύριζε δυό και τρεις φορές την πολιτεία, κι ένας-ένας πήγαινε και τραβούσε το σκοινί της καμπάνας. Κι αυτή στα χέρια των καλών ανθρώπων χτυπούσε δυνατά, μα στα χέρια των κακών δεν έβγαζε κανέναν ήχο.

Μάζεψαν τότε όλους τους κακούς ανθρώπους και τους πήγαν μακριά, σ’  έναν έρημο τόπο, κι ο άγιος πατέρας πήγε μαζί του. Και τους μιλούσε με υπομονή, τους φερόταν με καλοσύνη και τους δίδασκε το καλό! Και λένε πως σιγά-σιγά, με τον καιρό, κατάφερε να τους φέρει στον ίσιο δρόμο. Γύρισαν τότε πίσω στην πολιτεία τους κι έζησαν καλά και δίκαια. Κι η καμπάνα δεν έπαψε ποτέ να χτυπά. Αυτή λένε πως είναι η ιστορία της καμπάνας, παιδί μου».

Ο Χάρης άκουγε με τα μάτια καρφωμένα στο γερο-ψαρά. Κι όταν αυτός τελείωσε, τον ρώτησε παραξενεμένος.

-Και πως βρέθηκε στο χωριό μας, παππούλη;

-Πέρασαν πολλά-πολλά χρόνια, παιδί μου, και κάποτε μπήκαν κατακτητές στην πολιτεία, που δεν πίστευαν στο δικό μας το Θεό. Κάποιοι τότε πρόφτασαν και την πήραν και την έφεραν εδώ, για να γλιτώσει. Κι από τότε έμεινε.

-Ωραία η ιστορία σου, παππούλη, είπε ο Χάρης. Σ΄ ευχαριστώ που μου την είπες. Μα βράδιασε πια και πρέπει να γυρίσω στο χωριό. Καληνύχτισε λοιπόν το γερο-ψαρά κι έφυγε.

Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς-νωρίς  κι έτρεξε να χτυπήσει την καμπάνα, όπως έκανε κάθε πρωί. Έπιασε το σκοινί, το τράβηξε, όμως δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Η καμπάνα έμεινε σιωπηλή, σα να μη την είχε αγγίξει τίποτα. Ο Χάρης κοίταξε ψηλά παραξενεμένος. Και ξανατράβηξε μ’  όλη τη δύναμή του το σκοινί. Το γλωσσίδι κουνήθηκε πέρα-δώθε, χτύπησε το χαλκό, μα η καμπάνα δεν έβγαλε ήχο.

-Δε χτυπάει! ψιθύρισε ο Χάρης. Δε χτυπάει!

Κι ο τρόμος τον κυρίευσε ολόκληρο. Βάλθηκε τότε να τραβά, να τραβά σαν τρελός το σκοινί. Μα η καμπάνα έμεινε βουβή και πάλι.

Ο Χάρης έγινε κατακίτρινος κι άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο. Κι άξαφνα έτρεξε κι άρχισε ν΄ ανεβαίνει γρήγορα-γρήγορα στο καμπαναριό και σε λιγάκι βρέθηκε δίπλα στην καμπάνα.

-Καλή μου καμπάνα, της είπε, γιατί δε χτυπάς; Τι κακό έκανα; Ούτε μέθυσα, ούτε λήστεψα, ούτε αδίκησα κανένα. Κανένα, καλή μου καμπάνα, σου τ’  ορκίζομαι. Χτύπησε σε παρακαλώ!

Και κατέβηκε κάτω και τράβηξε πάλι το σκοινί. Η καμπάνα δε χτύπησε ούτε κι αυτή τη φορά. Τότε ο Χάρης, με την απελπισία στην καρδιά, βγήκε έξω από το χωριό και πήγε στη μοναξιά, στο δάσος, και κάθισε συλλογισμένος σε μια πέτρα. Προσπαθούσε να βρει τι κακό είχε κάνει κι είχε θυμώσει η καμπάνα μαζί του, μα δεν έβρισκε τίποτα και σιγά-σιγά τον πήραν τα κλάματα. Έκλαψε, έκλαψε κάμποσην ώρα, κι ύστερα είπε μέσα του.

Θα πάω να βρω το γερο-ψαρά και θα του ιστορήσω τι έγινε. Μπορεί αυτός να ξέρει τίποτα να μου πει.

 Σηκώθηκε λοιπόν από την πέτρα κι άρχισε να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα. Όπου, εκεί περπατούσε, άκουσε δίπλα του φτερουγίσματα και γύρισε το κεφάλι. Και δες, το πουλάκι ήταν ακόμα ζωντανό, στην παγίδα του. Δεν είχε όμως δύναμη  τώρα να φτερουγίζει, όπως χτες, και τα ματάκια του, που τον κοίταζαν, ανοιγόκλειναν και φαίνονταν πως σε λίγο θα ‘σβηναν για πάντα. Ο Χάρης το  λυπήθηκε τώρα. Πήγε κοντά του, το ελευθέρωσε και το κράτησε στη χούφτα του λίγες στιγμές.

-Έχω λίγο ψωμί στην τσέπη μου, είπε. Στάσου να σου τρίψω ψιχουλάκια να φας, να κάνεις δύναμη, καημενάκι.

Κι έτριψε λίγα ψιχουλάκια, που το πουλάκι τα ‘φαγε λαίμαργα.

-Σ΄ ευχαριστώ, καλό μου παιδί, του είπε. Τρέχω τώρα στη φωλιά μου, στα παιδάκια  μου.

Και πέταξε ψηλά στον αέρα.

Ο Χάρης, καθώς το κοίταζε, ένιωσε μέσα του μια χαρά. Μια χαρά τόσο μεγάλη, που ξέχασε για μια στιγμή την καμπάνα και την πικρά του.

Σε λίγο όμως τα θυμήθηκε πάλι, καθώς κατηφόριζε κι έβγαινε από το δάσος στον κάμπο. Στο μικρό χωραφάκι, ο γεροντάκος έκανε την ίδια δουλειά: σήκωνε μια-μια τις πέτρες από τη γη και τις κουβαλούσε στην άκρη. Έτσι που τον είδε ο Χάρης, σκυφτό και ζαρωμένο, τον λυπήθηκε.

-Παππούλη, του είπε, μη σώθηκε πάλι το νερό σου; Μη θέλεις να σου γεμίσω το φλασκί;

-Άσε, παιδάκι μου, είπε ο γέρος. Δε θέλω να σε βάλω σε κόπο.

-Χαρά στον κόπο! έκανε ο Χάρης.

Και πήρε το φλασκί του γέροντα, ανηφόρισε στην πηγή και το γέμισε. Και καθώς το ‘φερε πίσω και του το ‘δωσε, ένιωσε μια χαρά μέσα του τόσο μεγάλη, που ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά.

-Σ΄ ευχαριστώ, καλό μου παιδί, είπε ο γέρος. Να κάνεις τα χίλια καλά.

Ο Χάρης έφτασε στην ακροθαλασσιά, μα δεν είδε το γερο-ψαρά.

-Θα ‘χει πάει για ψάρεμα, συλλογίστηκε. Κρίμα!

Και κάθισε και τον περίμενε ώρες πολλές, ώσπου βράδιασε. Τότε γύρισε στο χωριό του.

Μόλις αντίκρυσε το καμπαναριό, η λύπη του μεγάλωσε. Έφαγε δίχως όρεξη λίγες μπουκιές κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Μα δε μπόρεσε όλη τη νύχτα να κλείσει μάτι. Τι κακό είχε κάνει και δεν ήταν άξιος να χτυπήσει την καμπάνα της εκκλησιάς;

Κάποτε τέλος ξημέρωσε και σηκώθηκε.

-Θα πάω πάλι στο γερο-ψαρά, είπε. Αυτός μονάχα μπορεί να μου δώσει καμιά συμβουλή.

Και βγήκε από το σπίτι του. Καθώς όμως περνούσε έξω από την εκκλησία, δεν άντεξε. Πήγε κλεφτά-κλεφτά ως το καμπαναριό, πήρε στα χέρια του το σκοινί της καμπάνας κι άρχισε να το τραβά. Την ίδια στιγμή γλυκείς και δυνατοί ήχοι ακούστηκαν στην ησυχία του χωριού, γέμισαν τον αέρα, τον πλημμύρισαν, ως πέρα μακριά.

-Ντάν-ντάν-ντάν!

-Ντάν-ντάν-ντάν!

Η καρδιά του Χάρη κόντευε να σπάσει από τη χαρά. Και τραβούσε το σκοινί μ’  όλη τη δύναμη των χεριών του, για ν΄ ακούει, να χορταίνει τον ήχο της καμπάνας του. Και δε θα σταματούσε, αν ένας νέος δεν άνοιγε αντίκρυ το παράθυρό του και δε φώναζε γελαστός.

-Φτάνει πια, Χάρη! Ακούσαμε!

-Άς τονε! είπε από μέσα μια φωνή γυναίκας. Σήμερα είναι γιορτή!

Γιορτή μεγάλη ένιωθε μέσα του κι ο Χάρος εκείνο το πρωί. Τόσο μεγάλη, που δε μπορούσε να τη βαστάξει μονάχος κι έτρεξε να βρει το γερο-ψαρά, μ’  όλη τη δύναμη των ποδιών του. Μα τώρα δεν πήγαινε να του ζητήσει συμβουλή. Γιατί είχε μοναχός του καταλάβει πως για να είσαι καλός άνθρωπος, δεν αρκεί μονάχα να μην κάνεις το κακό. Πρέπει να κάνεις και το καλό, όπως, μπορείς, στη ζωή σου.

 

ΠΙΠΙΝΑ ΤΣΙΜΙΚΑΛΗ, …Έτσι λέει το παραμύθι, εκδόσεις «Η Δαμασκός»

- Στείλε Σχόλιο
21 Δεκεμβρίου 2012, 18:14
Τι να μας πουν κι οι ποιητές;
Τι να μας πουν κι οι ποιητές...  

http://www.megatv.com/protagonistes/default.asp?catid=25583

video 

- Στείλε Σχόλιο
11 Δεκεμβρίου 2012, 16:00
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ένα άκρως τρυφερό και συγκινητικό παραμύθι της Αγγελικής Βαρελά, που νομίζω  αξίζει να ξαναθυμηθούμε...

……………………………………………………………….

 

Ο πατέρας έντυσε με τα καλά του ρουχαλάκια τον Αρτέμη, τον πήρε από το χεράκι και πήγαν στο μαιευτήριο. Θα έβλεπε ύστερα από μια βδομάδα τη μαμά του΄ είχε πάει σ΄ αυτό το..πώς το λένε...το Μαιευτήριο, να γεννήσει την αδελφούλα του.

Ο Αρτέμης ήτανε μουτρωμένος.

-Τη μαμά και το αδερφάκι σου πάμε να πάρουμε. Γιατί κατέβασες τα μούτρα σου;, τον μάλωσε ο πατέρας.

Δεν ήθελε να το πει, αλλά ήταν πολύ στεναχωρημένος. Ζήλευε. Φοβόταν ότι η μαμά του θα αγαπούσε περισσότερο το μωρό. Γι΄ αυτό.

Όταν έσπρωξαν την πόρτα του δωματίου της μαμάς του στην κλινική, την είδαν να κρατά στην αγκαλιά της το μωρό και να το παρατηρεί σκεφτική. Άπλωσε τα χέρια του, έτρεξε προς το κρεβάτι της, ακούμπησε το κεφαλάκι του στην αγκαλιά της και έκλαψε. Αλλά και η μαμά δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά της κι ο μπαμπάς το ίδιο΄ έκανε τάχα πως κοιτάζει αμέριμνα έξω από το παράθυρο.

Ο Αρτέμης έσκυψε να δει το προσωπάκι της αδερφής του, και τότε όλη του η ζήλια εξαφανίστηκε. Μπα! Ήταν δυνατόν ν΄ αγαπούσε η μαμά του αυτό το μωρό περισσότερο από κείνον!

-Πως είναι έτσι;, απόρησε.

-Δηλαδή;, έκανε τάχα απορημένη η μαμά του.

-Δεν είναι όμορφο...

-Έτσι είναι όλα τα μωρά όταν γεννηθούν. Θέλουν καιρό να στρώσουν.

-Σαν Κινέζα είναι, επέμενε ο Αρτέμης. Να την τσιμπήσω λιγάκι;

-Τσίμπα την αλλά ελαφρά, μην την πονέσεις.

Ο Αρτέμης θα ήθελε να της δώσει μια γερή τσιμπιά, να βγάλει το άχτι του, αλλά την τσίμπησε ελαφρά, να μην την πονέσει. Τη γαργάλησε. Την ξανατσίμπησε. Αλλά η αδερφούλα του τίποτε. Ούτε χαμογέλασε, ούτε έκλαιγε.

Και γύρισαν σπίτι...

Κι όλα άλλαξαν. Σα να μπήκε ένα γκρίζο σύννεφο στο σπίτι.

Πρώτα απ΄ όλα η μαμά του δε γελούσε όπως πριν. Τι να γινε εκείνος ο ήλιος που φεγγοβολούσε στο πρόσωπό της;Η γιαγιά του έπλεκε ροζ ζαπουνάκια κι αναστέναζε. Ο μπαμπάς γύριζε συλλογισμένος από τη δουλειά κι έτρεχε να δει το μωρό στην κούνια.

Και πως το πρόσεχαν το μωρό:τρεις φορές τη μέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, του έκαναν μπάνιο και του έτριβαν χέρια και πόδια.

-Αμάν πια, θα το μαδήσουν, σκεφτόταν ο Αρτέμης, που δεν το ζήλευε πια.

Αλλιώς τα φανταζόταν τα πράγματα, κι όσο περνούσε ο καιρός τίποτα απ΄όσα είχε φανταστεί δε γινόταν. Αντίθετα, πρόσεχε ότι ο κόσμος κοίταζε παράξενα την αδερφούλα του όταν την έκαναν βόλτα με το καροτσάκι. Αλλιώς χαμογελούσαν σε κείνον κι αλλιώς στο μωρό τους. Πολλοί έλεγαν "αχ, το καημένο", κι η μαμά στεναχωριόταν πολύ. Κι ο πατέρας έφερνε συνέχεια γιατρούς στο σπίτι.

Μια μέρα η μητέρα μιλούσε ψιθυριστά στο τηλέφωνο.

-Μα φυσικά έλεγε, αυτά τα παιδιά καθυστερούν σε όλα.

Δηλαδή που καθυστερούσε το μωρό τους; Ο Αρτέμης δεν μπορούσε να καταλάβει. Έπρεπε να του εξηγήσουν.

-Μαμά, που καθυστερεί το μωρό μας;, τη ρώτησε όταν τελείωσε το τηλεφώνημα.

Ήταν μια δύσκολη στιγμή για τη μητέρα του. Ο Αρτέμης το κατάλαβε γιατί έπιασε το κεφάλι της σα να ήθελε να στρώσει τα μαλλιά της κι αναστέναξε:

-Έλα, του είπε, να σου καθαρίσω ένα μανταρίνι και τα λέμε.

Πήγαν στην κουζίνα.Σοβαρή η μαμά, σοβαρός κι ο Αρτέμης.

-Η αδελφούλα σου, όπως έχεις ήδη καταλάβει, Αρτέμη μου, δεν είναι σαν και σένα. Είναι διαφορετική. Συμβαίνουν αυτά στη ζωή. Πρέπει να το παραδεχτούμε.

-Να το παραδεχτούμε, συμφώνησε ο Αρτέμης.

-Είναι όμως δύσκολο.Πρέπει να το ξέρεις. Γιατί η αδερφούλα σου μπορεί να καθυστερήσει και στο περπάτημα και στην ομιλία. Μπορεί να μην καταλαβαίνει εύκολα όσα καταλαβαίνει εσύ. Μπορεί να μην καταφέρει να διαβάσει ποτέ.

-Θα της διαβάζω εγώ, προθυμοποιήθηκε ο Αρτέμης.

-Αυτό θέλουμε κι εγώ κι ο μπαμπάς σου. Να την αγαπάς και να την βοηθάς. Όταν νιώθει την αγάπη γύρω της θα μεγαλώσει πιο εύκολα. Είναι όμως δύσκολο, επέμενε η μαμά. Πρέπει να έχεις υπομονή.

-Θα έχω, μη σκας.

Κι αποφάσισε να γίνει Ρομπέν των Δασών για την αδελφή του. Ο γενναίος κι ατρόμητος ιππότης που προστάτευε τους αδύνατους.

Καθόταν η αδελφή του στο παρκάκι της ήσυχη και αμίλητη, κι ο Αρτέμης την τρέλαινε στην κουβέντα. Τα τραγούδια που μάθαινε στο νηπιαγωγείο πρώτα σε κείνην τα τραγουδούσε. Με τα τουβλάκια μόνο δεν τα πήγαιναν καλά. Γιατί η αδερφή του δεν καταλάβαινε και τα έριχνε όλα κάτω. Τότε ο Αρτέμης την έδινε μια τσιμπιά, ελαφρά, να μην την πονέσει.

Όσο περνούσε ο καιρός και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μια αγωνία είχε φωλιάσει στην καρδιά του. Τεσσάρων χρονών ήταν κι αυτός. Τι να σου κάνει; "Άραγε, σκεφτόταν, ο Αη Βασίλης φέρνει δώρα στα παιδιά που καθυστερούν;";

Το είπε στη γιαγιά του.

-Να προσευχηθείς, τον συμβούλεψε εκείνη.

Κι ο Αρτέμης προσευχήθηκε το ίδιο βράδυ.

-Άγιε μου Βασίλη, μην ξεχάσεις να φέρεις δώρο στην αδελφή μου. Δεν φταίει αυτή αν καθυστέρησε λιγάκι. Αυτά συμβαίνουν στην φύση. Πρέπει να το παραδεχτούμε, είπε η μαμά μου. Μην την ξεχάσεις, γιατί τώρα τελευταία άρχισε να μας χαμογελά. Μην πικραθεί. Άσε που είναι ένα πεντακάθαρο κοριτσάκι. Τρεις φορές τη μέρα της κάνουν μπάνιο΄κι αν έχεις καμιά μαγική ένεση, δεν την φέρνεις, μήπως και γίνει καλά; Θέλω να παίζουμε τουβλάκια, αλλά μου τα ρίχνει όλα κάτω.

Αμήν...


1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
30 Νοεμβρίου 2012, 15:00
Η φωτιά, το νερό κι η αξιοπρέπεια
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κάποτε η Φωτιά, το Νερό και η Αξιοπρέπεια αποφάσισαν να ζήσουν μαζί.Όμως η Φωτιά και το Νερό, που ήταν ανήσυχοι από τη φύση τους, δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος και ζήτησαν από την Αξιοπρέπεια να τους συντροφεύει στα ταξίδια τους. Λίγο πριν ξεκινήσουν είπαν:"Και αν κάποιος από μας χαθεί;Πώς θα μπορέσει να βρει τους άλλους; Πρέπει να συμφωνήσουμε ένα σημείο για να ξανασυναντηθούμε.". "Πολύ σωστά!", είπε η Φωτιά."Εμένα θα με βρείτε όπου δείτε καπνό". "Εμένα θα με βρείτε όπου δείτε ιτιές, καλαμιές και ψηλά χόρτα", είπε το Νερό. "Όσο για μένα", είπε η Αξιοπρέπεια, "μη με χάσετε απ΄τα μάτια σας. Αν απομακρυνθείτε από κοντά μου, δε θα με ξαναβρείτε ποτέ πια!".

Κάρλο Γκότσι

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π. Τραυλος)

........................................................................

Κλασικό κι αγαπημένο, γι΄ αυτό και το αναρτώ ξανά και ξανά και ξανά....

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
20 Νοεμβρίου 2012, 16:18
«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα»
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ο καυχησιάρης

 Ένας αθλητής που οι συμπολίτες του τον κορόιδευαν γιατί δεν ήταν άξιος να νικήσει ποτέ στους αγώνες, έφυγε κάποτε από τον τόπο του. Όταν ξαναγύρισε άρχισε να καυχιέται για τα ανδραγαθήματά του σε άλλα μέρη. Έλεγε λοιπόν πως στη Ρόδο είχε κάνει ένα τέτοιο πήδημα, που κανένας Ολυμπιονίκης δεν ήταν άξιος να του παραβγεί. Πρόσθεσε ακόμα πως θα έφερνε για μάρτυρες εκείνους που τον είχαν ιδεί, αν τύχαινε να έρθουν καμιά φορά στην πατρίδα του. Τότε ένας από εκείνους που τον άκουγαν του είπε:

«Μα, φίλε μου, αν αυτά που μας λες είναι αλήθεια, δεν έχεις ανάγκη από μάρτυρες! Εδώ είναι η Ρόδος. Δείξε μου το πήδημά σου!»

 

Αισώπου μύθοι, εκδόσεις Πεχλιβανίδης (διασκευή Γεωργίας Ταρσούλη)

- Στείλε Σχόλιο
13 Νοεμβρίου 2012, 16:50
Τα δύο άλογα
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Δύο άλογα έσερναν δυο κάρα στο μεγάλο δρόμο. Το πρώτο προχωρούσε χωρίς δυσκολία, ενώ το δεύτερο σταματούσε, ξεφυσούσε και παρίστανε το κουρασμένο. Όταν το αφεντικό το κατάλαβε, μετέφερε όλο το φορτίο στο πρώτο άλογο.

«Τι πονηρό που είμαι!», σκέφτηκε το δεύτερο άλογο. «Τώρα αυτό το κορόιδο θα κάνει και τη δική μου δουλειά κι εγώ θα ευχαριστηθώ τη βόλτα μου!»

Φτάνοντας όμως στο αγρόκτημα, ο χωρικός σκέφτηκε: «Γιατί να κρατήσω δυό άλογα αφού κάνω τη δουλειά μου και με ένα; Κι έπειτα αυτό έχει αντοχή, ενώ το άλλο είναι αδύναμο και κουρασμένο! Θα το πουλήσω στο χασάπη και εκτός από το τομάρι του θα κερδίσω και χρήματα!»

Έτσι κι έγινε.

 

Κάθε μέρα και ένα παραμύθι, εκδοτικός οίκος Π. Τραυλός

- Στείλε Σχόλιο
01 Νοεμβρίου 2012, 20:37
Ένας ερωδιός στο στόμα του δασκάλου!
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια φορά κι έναν καιρό ένας δάσκαλος σοφός πήρε το δρόμο και περπατούσε και πήγαινε κατά το σπίτι του. Λένε πως ένας βήχας τον έπνιγε εδώ και ώρα πολλή σ΄ όλο το γυρισμό και σε μια στιγμή κάνει «φφφτ!» και φτύνει στο χώμα. Παραξενεύτηκε όμως σαν είδε ανάμεσα στα φλέγματα ένα μικρό άσπρο πούπουλο. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, δεν μπορούσε να δώσει καμιά εξήγηση. Άρχισε τότε να έχει έγνοια και να στεναχωριέται. Δεν το χωρούσε το μυαλό του αυτό που έγινε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε γρήγορα για το σπίτι του και, μόλις έφτασε, φώναξε τη γυναίκα του και της είπε: «Γυναίκα, κάτι με βασανίζει και πρέπει σε κάποιον να μιλήσω. Αν στο πω, μου δίνεις υπόσχεση πως δε θα μιλήσεις σε κανέναν;» «Μα και βέβαια, δε θα πω κουβέντα, στο υπόσχομαι!» αποκρίθηκε η γυναίκα του σοφού δασκάλου. Της είπε τότε για το μικρό άσπρο πούπουλο που είχε δει ανάμεσα στα φλέγματά του όταν έφτυσε. Εκείνη πάλι σαν άκουσε τι είχε γίνει, δεν μπόρεσε να το κρατήσει μέσα της. Κι όλο το σκεφτόταν κι όλο το σκεφτόταν χωρίς σταματημό, μέχρι που πήγε να σπάσει το κεφάλι της.

Έτσι, που λέτε, την άλλη μέρα σαν είδε μια γειτόνισσα, της λέει: «Έχω μεγάλη στεναχώρια. Μου ορκίζεσαι να μη μιλήσεις σε κανέναν γι΄ αυτό που θα σου πω; Έδωσα υπόσχεση στον άντρα μου πως δε θα το πω πουθενά!» Η γειτόνισσα της είπε: «Μα τι λες τώρα! Αφού ξέρεις πως εγώ κρατάω τα μυστικά! Έλα λοιπόν, μίλα μου, τι έγινε;» «Σίγουρο δε θα μιλήσεις σε κανέναν;» συνέχισε η γυναίκα του δασκάλου. Η γειτόνισσα αποκρίθηκε: «Αν λοιπόν δε με πιστεύεις, κράτα το μυστικό για σένα. Πότε πρόδωσα εγώ δικό σου μυστικό, εεε;» «Εντάξει, φιλενάδα! Θα σου μιλήσω, γιατί ξέρω τι άνθρωπος είσαι! Την ώρα που ο άντρας μου γύριζε από το σπίτι, ξέρεις τι έφτυσε απ΄ το στόμα του; Έφτυσε πούπουλα άσπρα από ερωδιό! Κι όχι ένα, αλλά πολλά! Δεν ξέρω τι έπαθε, αλλά είμαι σε αναμμένα κάρβουνα!» είπε η γυναίκα ξανά. «Μη μου στεναχωριέσαι, δεν είναι τίποτα, θα περάσει. Συμβαίνουν αυτά. Αλλά καλά λες να μη μαθευτεί πουθενά, γιατί θα απλωθούν φήμες παντού!» απάντησε  η γειτόνισσα. Έτσι της είπε και γύρισε στο δικό της σπίτι. όμως η γειτόνισσα δεν κρατιόταν με τίποτα!

Μόλις πήγε στο σπίτι της, κοίταξε τριγύρω να δει μήπως βρει κανέναν να του πει το μυστικό που ξεχείλιζε από μέσα της. Όταν λοιπόν αντίκρισε έναν γνωστό της, του τα είπε όλα! «Ορκίσου μου πως δε θα πεις τίποτα σε κανέναν! Έδωσα την υπόσχεση μου στη γυναίκα του σοφού δασκάλου πως δε θα μιλήσω πουθενά! Ξέρεις τι έγινε σήμερα; Ο σοφός δάσκαλος έβηξε κι έβγαλε από το στόμα του έναν ολάκερο ερωδιό! Κι εγώ που νόμιζα ότι οι δάσκαλοι δεν έτρωγαν κρέας! Ποτέ όμως δεν ξέρεις….» Μόλις άκουσε ο γνωστός της αυτά τα λόγια, είπε: «Μωρέ τι λες; Ολάκερος ερωδιός από το στόμα; Μα ο ερωδιός είναι μεγάλο πουλί, πως χώρεσε εκεί μέσα; Παράξενος άνθρωπος αυτός ο σοφός ε; Αλλά μη σε νοιάζει, δε θα το πω πουθενά, βασίσου πάνω μου!»

Λίγο αργότερα, ένας άλλος γείτονας άκουγε τώρα το μυστικό, πως από το στόμα του σοφού δασκάλου είχαν βγει πετώντας τρομαγμένοι κάμποσοι ερωδιοί. Μέχρι να βραδιάσει, τα νέα είχαν απλωθεί σ΄ όλο το χωριό, κοπάδια από ερωδιούς και πελαργούς αλλά και γερανούς κι όλων των ειδών τα μεγάλα πουλιά είχαν πετάξει μέσα απ΄ το στόμα του σοφού δασκάλου.

Το νέο έφτασε, λένε, στα διπλανά χωριά, κι οι χωρικοί έζεψαν τα βόδια τους στα κάρα και κίνησαν να πάνε κατά το χωριό του σοφού δασκάλου, να δούνε του κόσμου τα παράξενα, που μπορεί να ήτανε και θαύμα. Τώρα πια η φήμη έλεγε για πουλιά απ΄ όλες τις ράτσες, μικρά και μεγάλα, με όλων των λογιών τα χρώματα, ακόμα κι από άλλα μέρη μακρινά, που έβγαιναν από το στόμα του σοφού δασκάλου. Ο κακόμοιρος ο άνθρωπος κόντεψε να χάσει τα λογικά του. Έφυγε μακριά τρέχοντας και πήγε και κρύφτηκε για κάμποσες μέρες σε ένα δάσος, ώσπου οι φήμες σταμάτησαν για τα καλά, η ιστορία ξεθώριασε κι άρχισαν να γεννιούνται καινούριες φήμες για κάτι άλλο στο χωριό….

 

(Ινδία)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β.ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Παραμύθια των παραμυθάδων. εκδόσεις Απόπειρα

 

Υσ:μου χει ξεφύγει ένα -1 χωρίς να το καταλάβω... :) Sorry...

- Στείλε Σχόλιο
25 Οκτωβρίου 2012, 21:44
Η μάνα των παραμυθιών
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια φορά κι έναν καιρό λένε πως ζούσε σ΄ έναν τόπο ένα ζευγάρι που δεν ήταν σαν τα άλλα. Ζούσαν αυτοί μονάχοι μέσα στο ξέφωτο ενός δάσους μακριά από τους ανθρώπους κι είχανε παρέα για γειτόνους τους τ΄ αγρίμια. Έβλεπαν από το παραθύρι της καλύβας τους να περνάνε οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες. Την άνοιξη έρχονταν τα πουλιά κι έφτιαχναν τις φωλιές τους. Το δάσος γινόταν καταπράσινο και παντού τριγύρω αντίκριζες λουλούδια μ΄ όλων των λογιών τα χρώματα και αγριοβότανα που σκορπούσαν αυτά όλων των λογιών τις μυρωδιές.  Τα ζώα άρχιζαν να βγαίνουν από τις φωλιές τους κι η πλάση ξυπνούσε από τον ύπνο του χειμώνα. Κι ύστερα, νά σου το καλοκαίρι. Τα δέντρα έβγαζαν καρπούς και τα χορτάρια έπαιρναν να χρυσίζουν στο φως του ήλιου. Και μετά ερχόταν το φθινόπωρο. Τα πουλιά ετοιμάζονταν να πετάξουν σε τόπους πιο ζεστούς, τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους κόκκινα και πορτοκαλιά, κι όλο το δάσος στρωνόταν μ΄  ένα κίτρινο χαλί. Μετά ήταν η σειρά του χειμώνα. Έφερνε τις βροχές και τα κρύα και το χώμα σκεπαζόταν από τα χιόνια. Μονάχα τα χνάρια από καμιά αλεπού φαίνονταν δω και κει ανάμεσα στα δέντρα.

Η γυναίκα, λένε, είχε μια μεγάλη στεναχώρια. Απόμενε μονάχη κάθε μέρα, γιατί  ο άντρας της έφευγε νωρίς νωρίς για τη δουλειά του. Μα δεν ήταν ούτε η μοναξιά ούτε πως κάθε μέρα που περνούσε  έκανε τα ίδια και τα ίδια. Ο άντρας της κάθε απόγευμα που γύρναγε από το δάσος –κι ήτανε ξυλοκόπος η δουλειά του- είχε την κακιά συνήθεια να τη χτυπάει με μια μαγκούρα. Καθόταν αυτή να τον παραφυλάει από το παράθυρο να φανεί να έρχεται μέσα από το μονοπάτι. «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ» ακουγόταν η πατημασιά του στο χώμα. Έφτανε αυτός, χειρότερος από τα αγρίμια, με την καρδιά του πιο σκληρή κι από τα γένια του, με τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, έξω από την πόρτα της καλύβας του, έριχνε μια κλωτσιά «γκαπ», άνοιγε την πόρτα, άφηνε το τσεκούρι του πίσω από αυτήν, κρεμούσε το πανωφόρι του στο καρφί, κι ύστερα…. Κι ύστερα έπαιρνε μια μαγκούρα κι άρχιζε να χτυπάει τη γυναίκα του, να τη χτυπάει, να τη χτυπάει. Μέχρι που χόρταινε και της φώναζε: «Βάλε μου τώρα να φάω, γυναίκα!». Λένε πως ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε να λέει «σ΄ αγαπώ». Κι αυτή δεν μιλούσε παρά μονάχα απόμενε να κάνει κουράγιο.

Και σαν ερχόταν το άλλο πρωί, αυτός κινούσε να πάει ξανά στο δάσος να κόψει ξύλα, γιατί ήταν ξυλοκόπος η δουλειά του, κι η γυναίκα τον έβλεπε από το παράθυρο να ξεμακραίνει. Πέρναγαν οι ώρες, κι ερχόταν το απόγευμα, κι η γυναίκα ξανά καθόταν και τον περίμενε στο παράθυρο να φανεί στο μονοπάτι. Τον έβλεπε με το τσεκούρι του στον ώμο και «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ» ακουγόταν η πατημασιά του στο χώμα. Έφτανε να, αυτός πάλι, με την καρδιά του πιο σκληρή από τα γένια του, με τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, έξω από την πόρτα της καλύβας του. Έριχνε μια κλωτσιά «γκαπ», άνοιγε την πόρτα, άφηνε το τσεκούρι του πίσω από αυτήν, έβγαζε το πανωφόρι του και το κρεμούσε στο καρφί, κι ύστερα όπως το χε κακό συνήθειο, έπαιρνε μια μαγκούρα κι άρχιζε να χτυπάει τη γυναίκα του, να τη χτυπάει, να τη χτυπάει. Και σαν χόρταινε, της φώναζε: «Βάλε μου τώρα φαί, γυναίκα, και γρήγορα!».

Κανένας δεν ξέρει πόσος καιρός πέρασε, γιατί είναι παραμύθι, μα ήρθε , λένε, ένα πρωί κι ήταν καλοκαίρι. Η γυναίκα είδε εκείνο το θεριό τον άντρα της τον ξυλοκόπο να ξεμακραίνει στο μονοπάτι και να χάνεται ανάμεσα στα δέντρα του ξέφωτου με το τσεκούρι του ριγμένο στον ώμο. Την ώρα που τον κοίταζε λένε πως ένιωσε κάτι να κουνιέται μέσα της. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Κατάλαβε πως ήταν ένα παιδί που σάλευε μέσα στα σπλάχνα της.  Ήταν η πρώτη φορά που η γυναίκα χαμογέλασε. Κι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που χαμογέλασε για τελευταία φορά. Κι άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει γύρω από το τραπέζι, κι άρχισε να ονειρεύεται. Μα ξαφνικά το χαμόγελό της πάγωσε στα χείλη της, η καρδιά της σφίχτηκε και η χαρά χάθηκε. Γιατί στο νου της ήρθε εκείνο το θεριό, ο άντρας της, ο ξυλοκόπος, που θα φαινόταν το απόγευμα, όπως κάθε φορά με το τσεκούρι στον ώμο του, που θα έδινε μια στην πόρτα, θα κρέμαγε το πανωφόρι του στο καρφί, θα άρπαζε τη μαγκούρα και  θα την έδερνε μέχρι να χορτάσει. Και το παιδί της; Θα έκανε κακό στο παιδί, στο δικό της παιδί, αυτό που της έφερε τη χαρά! Και βάλθηκε τώρα αυτή να σκαρφίζεται τρόπους να γλιτώσει το παιδί της από το θεριό, που δεν θα αργούσε να ακουστούν οι πατημασιές τους στο μονοπάτι «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ».

Στάθηκε και παραφύλαξε δίπλα στο παράθυρό της κι η ώρα πέρασε, το απόγευμα έφτασε κι οι πατημασιές ακούστηκαν ξανά στο μονοπάτι. Τον είδε να έρχεται με τα μούτρα του σκοτεινιασμένα, τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, την καρδιά του πιο σκληρή από τα γένια του, το τσεκούρι του στον ώμο. Σίμωσε αυτός στην πόρτα, έδωσε μια κλωτσιά «γκαπ», μπήκε μέσα, έβγαλε το πανωφόρι του, το κρέμασε στο καρφί, άρπαξε τη μαγκούρα και  τη σήκωσε να χτυπήσει τη γυναίκα του, κι εκείνη, την ώρα που είδε τη μαγκούρα να τρέμει πάνω από το κεφάλι της, φώναξε: «Μη! Μη με χτυπάς, άντρα μου! Άκου μια ιστορία που έφτιαξα σήμερα για σένα!». Και ξεκίνησε να του λέει μια ιστορία. Κι άνοιξε το στόμα της και κύλησαν οι λέξεις σαν νερό, κι οι λέξεις έγιναν εικόνες κι οι εικόνες μάγεψαν το μυαλό κείνου του θεριού. Κι έλεγε κι έλεγε κι έλεγε η γυναίκα ιστορίες χωρίς σταματημό και το θεριό γούρλωνε τα μάτια κι άφηνε το στόμα του ανοιχτό να χάσκει κι απόμενε με τη μαγκούρα σηκωμένη ψηλά, ασάλευτη πάνω από το κεφάλι της γυναίκας. Κι η γυναίκα έλεγε όλη τη νύχτα ιστορίες και σαν έφεγγε το πρώτο φως της νέας μέρας έπεφτε σε σιωπή. Το θεριό, ο ξυλοκόπος κατέβαζε τότε τη μαγκούρα του, πήγαινε στο καρφί, έπαιρνε το πανωφόρι του, το φορούσε, έβαζε το τσεκούρι του στον ώμο, έκλεινε την πόρτα με δύναμη πίσω του κι έβγαινε στο μονοπάτι να πάει να κόψει ξύλα μέσα στο δάσος.

Και την άλλη μέρα το απόγευμα ξανά τα ίδια. Στεκόταν μπροστά στη γυναίκα του με τη μαγκούρα σηκωμένη έτοιμος να τη χτυπήσει, κι εκείνη φώναξε ξανά: «Στάσου, άντρα μου,  ν΄ ακούσεις, γιατί σήμερα με χτυπάς!». Κι άρχιζε ξανά μια καινούρια ιστορία, και το θεριό απόμενε με το μυαλό του μαγεμένο, τα μάτια ορθάνοιχτα, το στόμα να χάσκει, και πάλι αυτός να κρέμεται από το στόμα της γυναίκας και να ονειρεύεται τις ιστορίες που άκουγε, και η μαγκούρα έμενε ακίνητη στον αέρα μες στο τρεμάμενο χέρι του. Κι η γυναίκα έλεγε κι έλεγε όλη τη νύχτα χωρίς σταματημό, μέχρι που φάνηκε το πρώτο φως της καινούριας αυγής. Τότε έπεφτε στη σιωπή. Κι αυτό συνεχίστηκε για εννιά ολάκερους μήνες.

Ύστερα από εννιά μήνες γεννήθηκε ένα μωρό, που έφερε την αγάπη σε κείνο το ζευγάρι, και οι ιστορίες που έλεγε η γυναίκα που το κουβαλούσε σκορπίστηκαν σε ανατολή και  δύση, σε βορρά και νότο κι απλώθηκαν παντού.

Ευλογημένη να είσαι, μάνα των παραμυθιών, γιατί αν δεν ήσουν εσύ κι οι ιστορίες σου, μπορεί σ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο, το λόγο να είχαν μονάχα οι μαγκούρες…

 

(Γαλλία)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ-Παραμύθια των παραμυθάδων, Εκδόσεις Απόπειρα

 

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
16 Οκτωβρίου 2012, 20:22
Η βελανιδιά και η φραουλιά
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια μεγάλη βελανιδιά, κοιτάζοντας από ψηλά μια ταπεινή φραουλιά, της είπε: «Σε λυπάμαι! Είσαι τόσο μικρή, τόσο εύθραυστη … δίνεις τόσο λίγους καρπούς. Εγώ, αντίθετα, όχι για να το παινευτώ, αλλά με τα βελανίδια μου μπορώ να χορτάσω ολόκληρα κοπάδια γουρουνιών!»«Έχεις δίκιο αγαπητή μου», απάντησε η φραουλιά. «Είναι αλήθεια ότι είμαι μικρή, αλλά είμαι περήφανη. Οι εκλεκτοί καρποί μου αρέσουν στους εξευγενισμένους ανθρώπους, ενώ οι δικοί σου χορταίνουν μόνο τα γουρούνια».

 

Παραμύθι από την Ισπανία

Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, εκδοτικός οίκος Π.Τραυλος

- Στείλε Σχόλιο
02 Οκτωβρίου 2012, 21:39
Το μυρμήγκι και το άγριο περιστέρι
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Διψασμένο το μυρμήγκι κατέβηκε στην πηγή να πιει νερό. Μα, καθώς έσκυβε, το πήρε το ρέμα και κόντευε να πνιγεί. Το είδε ένα άγριο περιστέρι που έτυχε να κάθεται σ΄ ένα δέντρο. Έκοψε ένα φύλλο και τ΄ άφησε να πέσει στο νερό. Το μυρμήγκι σκαρφάλωσε στο φύλλο και σώθηκε.

Σε λίγο ένας κυνηγός άπλωσε τα δίχτυα του για να πιάσει το αγριοπερίστερο. Τον είδε το μυρμήγκι και τον τσίμπησε στην φτέρνα. Ο άνθρωπος από τον πόνο άφησε να του πέσουν τα δίχτυα κι έτσι το αγριοπερίστερο βρήκε καιρό να πετάξει μακριά…

 

Αισώπου μύθοι, εκδόσεις Πεχλιβανίδης (διασκευή Γεωργίας Ταρσούλη)

 

- Στείλε Σχόλιο
25 Σεπτεμβρίου 2012, 17:51
Ο γάιδαρος με το τομάρι του λιονταριού
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια φορά ένας γάιδαρος βρήκε το τομάρι ενός λιονταριού, το φόρεσε και πήγε στο δάσος. Κατατρομαγμένα τα ζώα τρέχανε να κρυφτούνε. Μόνο μια αλεπού ξεπρόβαλε από την τρύπα της και του είπε:

«Θα σε φοβόμουνα κι εγώ αν δεν σ΄ είχα ακούσει να γκαρίζεις!»

 

Αισώπου μύθοι, εκδόσεις Πεχλιβανίδης (διασκευή Γεωργίας Ταρσούλη)

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
18 Σεπτεμβρίου 2012, 22:55
Δυο κατσίκες σ΄ ένα γεφύρι
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Δυο κατσίκες ανταμώθηκαν μια φορά επάνω σ΄ ένα στενό γεφύρι.

Η μία είπε:

-Κάμε τόπο να περάσω εγώ!

-Εσύ να πας πίσω και ν΄ αφήσεις να περάσω εγώ πρώτα! αποκρίθηκε η άλλη θυμωμένη.

-Πως είπες; φώναξε η πρώτη. Εγώ να κάμω τόπο να περάσεις εσύ; Είσαι στα σωστά σου;

-Έτσι; φώναξε τότε η άλλη. Δοκίμασε λοιπόν να περάσεις!

Το μάλωμα βάσταξε αρκετή ώρα με πολύ πείσμα.

Τέλος χύθηκαν η μία επάνω στην άλλη με μεγάλη ορμή. Χτυπούσαν τα κέρατά τους άγρια και θυμωμένα. Αλλά το γεφύρι ήταν στενό και γκρεμίστηκαν κι οι δυο τους.

Κάτω ήταν ποτάμι με βαθιά νερά. Οι δυο κατσίκες θα πνίγονταν το δίχως άλλο. Για καλή τους τύχη όμως, τις είδε ο βοσκός, έτρεξε, και με πολλά βάσανα κατόρθωσε να τις γλιτώσει.

 

ΑΡ.Π.ΚΟΥΡΤΙΔΗ

Αφιερωμένο...

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
11 Σεπτεμβρίου 2012, 14:42
Τρία χτυπήματα στην πόρτα
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Τάκου τάκου!

-Ποιος είναι, παρακαλώ;

-Με συγχωρείτε… μπορώ να μπω; είμαι ο Βοριάς. Πέρασα πάνω από θάλασσες, σήκωσα κύματα βουνό, πέρασα πάνω από κάμπους και ξερίζωσα δέντρα. Είμαι πολύ κουρασμένος, να μπω λίγο να ξεκουραστώ;

-Θα μας παγώσεις… μα αφού είσαι κουρασμένος, μπες απ΄ όπου μπορείς.

Κα μπήκε ο κρύος Βοριάς απ΄ τις χαραμάδες, τρύπωσε κάτω απ΄ την πόρτα και πάγωσε το σπίτι. Η μητέρα άναψε τη θερμάστρα κι έριξε  μάλλινες κουβέρτες στα κρεβάτια των παιδιών.

-Τάκου τάκου.

-Ποιος είναι, παρακαλώ;

-Με συγχωρείτε… μπορώ να μπω; είμαι η Βροχή. Έρχομαι από πολύ ψηλά. Με κατάπιαν οι θάλασσες και τα ποτάμια, χώθηκα βαθιά μες στη γη, χτυπήθηκα πάνω στις πέτρες, ξέπλυνα τους δρόμους σας και τις αυλές. Είμαι πολύ κουρασμένη… μπορώ λίγο να ξεκουραστώ;

-Θα μας κάνεις κακό, μα αφού είσαι κουρασμένη, μπες απ΄ όπου μπορείς.

Κι όρμησε η Βροχή απ΄ τις γρίλιες των παραθυριών κι απ΄ το σπασμένο τζάμι, έβρεξε τις κουρτίνες και τους τοίχους και μούσκεψε το πάτωμα και το χαλάκι. Η μητέρα μάζεψε μ΄ ένα σφουγγάρι τα νερά και φώναξε έναν άνθρωπο να περάσει καινούριο τζάμι.

-Τάκου τάκου.

-Ποιος είναι, παρακαλώ;

-Με συγχωρείτε… μπορώ να μπω; Είμαι ο Ήλιος. Έρχομαι από πολύ ψηλά. Έριξα χρυσά παπλώματα στις σκεπές, ζέστανα όλα τα νερά και τα ποτάμια, έβαλα φύλλα στα δέντρα και χρυσά καπέλα στα λουλούδια, είμαι πολύ κουρασμένος. Μπορώ να μπω λίγο, να ξεκουραστώ;

-Έλα, έλα! είπαν όλοι, κι άνοιξαν πόρτες και παράθυρα.

Και μπήκε ο Ήλιος κι έδιωξε τη θερμάστρα, κάθισε πάνω στις καρέκλες και τις πολυθρόνες, κι έστρωσε χρυσά χαλάκια στα πατώματα.

Και τώρα λάμπει όλο το σπίτι, λάμπουν κι οι καρδιές.

 

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΟΥ

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
08 Σεπτεμβρίου 2012, 01:15
Βρεμένα ‘ναι για ξερά;
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μιαν φορά ήταν ένας τεμπέλης, από τους πιο μεγάλους τεμπέληδες του κόσμου. Ο αθεόφοβος εφοβούντον τη δουλειά όσο δεν εφοβούντον το διάολο. Αν τον έδινες ψωμί, έτρωε, αν δεν τον έδινες εμπορούσε να ψοφιάσει από την πείνα. Μιαν ημέραν, ήταν βασιλεμένος ο ήλιος κι αυτός δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα του. Την άλλη μέρα για να μην τόνε βιάσει η πείνα να δουλέψει, εσκέφτηκε να κάμει τον πεθαμένο στα ψέματα. «Πιο καλά να με θάψουνε», είπε μέσα του, «παρά να με δώκουν δουλειά». Τον είδαν οι γειτόνοι ξαπλωμένο στη στρώση του και σκεβρωμένο, τον εθάρρεψαν για νεκρόν κι εφώναζαν τους παπάδες να τον πάρουνε. Στο δρόμο που πήγαινεν το λείψανον του τεμπέλη, μια γυναίκα είδεν τον πεθαμένον, τον ελυπήθηκε κι είπεν από το παναθύρι της: «Ο κακόμοιρος! Από την πείναν του θα πέθανεν! Που να το ‘ξερα εχτές να τόνε στείλω κάμποσα παξουμάδια που ‘χω». Ο τεμπέλης από το σεντούκι του από μέσα, σαν άκουσεν τα λόγια της καλόκαρδης γυναίκας, άνοιξεν τα μάτια του κι ερώτηξεν: «Βρεμένα ‘ναι τα παξουμάδια για ξερά;» «Ξερά», τον λέει η γυναίκα. «Ε, τότες ψάλλετε παπάδες, ψάλλετε», λέει ο τεμπέλης και σφαλά τα μάτια του. Ο γουρσούζης επροτίμησεν να θαφτεί ζωντανός, παρά να κάμει τον κόπο να μουσκέψει τα παξουμάδια.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ-Ελληνικά λαικά παραμύθια (βιβλίο πρώτο), Εκδόσεις Ποταμός

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
13 Αυγούστου 2012, 14:03
Το γαϊτανάκι των παιδιών του κόσμου
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

(Ένα παραμύθι για τον αγαπητό μας Sven.Μπορεί είναι πιο σύγχρονο και όχι από τα λαϊκά που προτιμάς, πιστεύω όμως ότι θα σου αρέσει :) )

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που ήταν πολύ λυπημένοι επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Όλοι οι γιατροί και οι σοφοί του βασιλείου τους είχαν προτείνει, ο ένας μετά τον άλλο, ένα σωρό γιατροσόφια και θαυματουργές συνταγές. Χωρίς αποτέλεσμα.

Έτσι λοιπόν υποχρέωσαν τον βασιλιά να κάνει μια δίαιτα όπου επιτρεπόταν να τρώει μόνο αλατισμένα φαγητά και στη βασίλισσα είπαν να καταβροχθίζει τόνους γλυκά και ζαχαρωτά. Όμως το θαύμα που περίμεναν δεν έγινε.

Η δίαιτα με το όνομα «Τραγανό λαχανάκι», που τους επέτρεπε να τρώνε μόνο γεμιστά λάχανα, λάχανα με λαρδί και λαχανόσουπα, είχε ως αποτέλεσμα να χοντρύνει απλά η βασίλισσα και να γουργουρίζει ασταμάτητα η κοιλιά του βασιλιά.

Όταν μάλιστα η βασίλισσα δοκίμασε την τελευταία δίαιτα, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, επειδή την υποχρέωναν ν΄ ακούει συνεχώς νανουρίσματα και να κάνει εισπνοές με ταλκ.

Τότε, ο βασιλιάς έδιωξε όλον τον κόσμο από το παλάτι κι αποφάσισε να μην κάνουν πια τίποτα. Να περιμένουν απλώς να τους βοηθήσει η ίδια η φύση.

Ωστόσο, στον πιο ψηλό πύργο του παλατιού ζούσε μια καλή μάγισσα.

Μια μέρα, καθώς ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έκαναν τον περίπατό τους, τη συνάντησαν.

-Είστε σίγουροι πως θέλετε να αποχτήσετε ένα παιδάκι;, τους ρώτησε η μάγισσα.

-Απόλυτα σίγουροι, απάντησαν αυτοί.

-Γιατί όμως το θέλετε τόσο πολύ;

-Για να μην είμαστε πια μόνοι!

-Γιατί δεν παίρνετε μια γατούλα;

-Μα δε θέλουμε ζώο!, φώναξε η βασίλισσα. Θέλουμε να κρατάμε στην αγκαλιά μας ένα παιδάκι!

-Τότε, μπορείτε να κρατήσετε στην αγκαλιά σας ένα από τα ανίψια σας!

Ο βασιλιά θύμωσε και της είπε:

-Θέλουμε ένα παιδί… ένα δικό μας παιδί. Ξανθό, μελαχρινό, καστανό ή κοκκινομάλλικο. Αγόρι ή κορίτσι, δε μας νοιάζει, όπως και να είναι, εμείς θα το αγαπάμε.

-Τότε λοιπόν δεν έχετε παρά ν΄ ανοίξετε την αγκαλιά σας! Η γη είναι γεμάτη ορφανά!

Τι σοφή ιδέα! Πως και δεν την είχαν σκεφτεί νωρίτερα;

Ο βασιλιάς άρχισε αμέσως να παλεύει με τη γραφειοκρατία και τα χαρτιά κι η βασίλισσα άρχισε να στολίζει το παιδικό δωμάτιο και να αδειάζει τα παιχνιδομάγαζα!

Το πρώτο παιδί που έκανε επίσημα το βασιλιά και τη βασίλισσα μπαμπά και μαμά ήταν ένα κοριτσάκι από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.

Και οι δυο γονείς ερωτεύτηκαν τα απαλά, ολόισια μαλλιά του και τα μαύρα, σχιστά του μάτια.

Το δεύτερο παιδί τους ήταν ένα αγοράκι από την Αφρική. Η Μεγαλειότητά τους έλιωνε από ευτυχία μπροστά στο σοκολατένιο προσωπάκι του.

Έπειτα, όταν απόχτησαν ένα άλλο αγοράκι από το βασίλειο της Αραβίας, με όμορφα καστανά μαλλιά και μελαχρινό δέρμα, η Μεγαλειότητά τους ενθουσιάστηκε που η οικογένειά τους θα μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ.

Έτσι λοιπόν το τεράστιο και άδειο παλάτι γέμισε παιδιά.

Ένα βράδυ, που τα μικρά είχαν πλαγιάσει και η Μεγαλειότητά τους ξεκουραζόταν στη δροσιά της νύχτας, το ζευγάρι είδε ξαφνικά ένα δυνατό φως να σχίζει τον ουρανό.

Έκλεισαν τα μάτια θαμπωμένοι και, όταν τα ξανάνοιξαν, πάνω στο γρασίδι, μπροστά τους, είχε προσγειωθεί ένας ιπτάμενος δίσκος. Μ΄ένα μικρό «ζιπ!» άνοιξε μια πόρτα, κατέβηκε ένας εξωγήινος και τους είπε:

-Η αγάπη σας και ο πόθος σας για παιδί ήταν τόσο δυνατά, που διαπέρασαν το γαλαξία. Ορίστε λοιπόν, σας φέραμε ένα δώρο.

Και ο εξωγήινος άφησε απαλά στην αγκαλιά της βασίλισσα δυο φωτεινά πλασματάκια. Εκείνη έχασε τη μιλιά της βλέποντας το όμορφο γαλαζωπό δέρμα αυτών των δύο μωρών, με τα μεγάλα βιολετί μάτια και τα εφτά μακριά δάχτυλα σε κάθε χέρι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αγάπησαν παράφορα αυτά τα μικρά.

Τώρα λοιπόν, όταν ο κόσμος τους βλέπει να περνάνε την Κυριακή στον περίπατό τους, όλοι λένε μαγεμένοι:

-Τι υπέροχη οικογένεια! Σαν ένα μπουκέτο λουλούδια.

Είναι το γαιτανάκι των παιδιών του κόσμου!

Της Κορίν Μασό

(Το παραμύθι συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή Το νησί των παραμυθιών και κυκλοφορεί εικονογραφημένο από τις εκδόσεις Πατάκη)

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
01 Ιουνίου 2012, 23:35
Στ΄ αυτιά μου δε χωράνε υποσχέσεις...
Μουσικές επιλογές...  

video 

Καλό βράδυ και όνειρα, όνειρα πολλά και όλα όμορφα... Κόντρα στην τρομοκρατία τους...

 

- Στείλε Σχόλιο
21 Απριλίου 2012, 11:32
It
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

It' s a wild world...????

video 

- Στείλε Σχόλιο
25 Ιανουαρίου 2012, 11:30
Ιστορίες από την Ινδία
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Πολύ καιρό «φλέρταρα» με το συγκεκριμένο βιβλίο, ώσπου το απέκτησα και ησύχασα. 17 συνολικά ιστορίες(τις περίμενα πιο ενδιαφέρουσες η αλήθεια είναι) και εκπληκτική εικονογράφηση.  Παραθέτω την τελευταία ιστορία, έτσι για να πάρετε μια γεύση.

Μία ιστορία για τις ιστορίες

Πολλές από τις ιστορίες που διαβάσατε σ΄ αυτό το βιβλίο είναι εκατοντάδων ετών. Έχουν ειπωθεί άπειρες φορές, περνώντας από τη μια γενιά στην άλλη. Μερικές, όπως του Άκμπαρ και του Μπιρμπάλ, έχουν τις ρίζες τους σε πραγματικούς ανθρώπους και γεγονότα. Πάντως, κάθε φορά που μια ιστορία λέγεται, αλλάζει κι από λίγο. Μετά από τόσες πολλές αφηγήσεις, είναι αδύνατον να πούμε κατά πόσον μια ιστορία είναι αληθινή, και κατά πόσον τις έπλασε η φαντασία. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις ιστορίες είναι τόσο παλιές, που κανένας δε γνωρίζει ποιος τις είπε για πρώτη φορά. Υπάρχουν ιστορίες ακόμα και για την πιθανή προέλευση αυτών των ιστοριών. Μια τέτοια ιστορία λέει τα εξής:

Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, τα πολύ παλιά χρόνια, ο θεός Σίβα και η πανέμορφη γυναίκα του, η Παρβάτι, κάθονταν στο παλάτι τους στον ουρανό. «Θέλω να μου πεις μια ιστορία», είπε η θεά στον άντρα της.

«Μετά χαράς, αγάπη μου», απάντησε ο Σίβα.

«Όχι όμως μια οποιαδήποτε παλιά ιστορία», σούφρωσε τα χείλια της η Παρβάτι. «Θέλω μία ειδικά για μένα. Κάποια που να μην την έχει ξανακούσει κανείς στην οικουμένη».

Έτσι, Ο Σίβα είπε στην Παρβάτι μια ιστορία.

Η ιστορία ήταν ωραία και η θεά είχε απορροφηθεί εντελώς, από την αρχή μέχρι το τέλος. «Αυτή είναι η καλύτερη ιστορία που έχω ακούσει ποτέ μου», ξεφώνισε από χαρά. «Πες μου άλλη μία».

Ο θεός γέλασε και της είπε ακόμα μία, κι έπειτα κι άλλη, κι άλλη, μέχρι που τα μάτια της Παρβάτι βάρυναν  από τη νύστα και σύντομα αποκοιμήθηκε.

Αλλά η θεά δεν ήταν η μόνη που άκουσε τις ιστορίες. Ένας από τους υπηρέτες του Σίβα είχε έρθει να τον δει. Όταν άκουσε τον αφέντη του να μιλάει, στάθηκε για λίγο έξω από την αίθουσα, μη θέλοντας να τον διακόψει. Κρυφάκουσε την αρχή της πρώτης ιστορίας και καταγοητεύτηκε. Ανήμπορος ν΄ απομακρυνθεί, άκουσε τη μια ιστορία μετά την άλλη, ακουμπώντας τ΄ αφτί του στην πόρτα, για να μη χάσει ούτε λέξη.

Μόλις ο Σίβα τελείωσε, ο υπηρέτης έτρεξε στο σπίτι του, πλημμυρισμένος από επιθυμία να μοιραστεί αυτούς τους υπέροχους μύθους. Η πρώτη ιστορία άρεσε τόσο πολύ στη γυναίκα του, που τον ανάγκασε να μείνει ξύπνιος ολόκληρη τη νύχτα, για να της πει και τις υπόλοιπες.

Η γυναίκα του υπηρέτη δούλευε στο παλάτι, σαν καμαριέρα της Παρβάτι. Την ώρα που χτένιζε τα  μαλλιά της θεάς το επόμενο πρωί, το κεφάλι της ήταν γεμάτο από τις καταπληκτικές ιστορίες που είχε ακούσει. Για να διασκεδάσει την κυρά της, η υπηρέτρια άρχισε να τις αφηγείται.

Η Παρβάτι άκουσε για μερικά λεπτά, κατόπιν σηκώθηκε και όρμησε έξω από το δωμάτιο. Ήταν έξαλλη. Πηγαίνοντας στον άντρα της φώναξε: «Υποσχέθηκες να μου πεις ιστορίες που κανένας δεν είχε ξανακούσει ποτέ!».

«Ναι», είπε ο Σίβα δείχνοντας μπερδεμένος. «Κι αυτό ακριβώς έκανα».

«Ακόμα και η καμαριέρα μου γνωρίζει αυτές τις ιστορίες», φώναξε η Παρβάτι.

Ο Σίβα ζήτησε να φωνάξουν την καμαριέρα αμέσως. «Ποιος σου είπε αυτές τις ιστορίες;», ρώτησε.

«Ο άντρας μου», είπε η καμαριέρα ντροπαλά.

Έτσι, ο Σίβα κάλεσε τον άντρα της. «Που βρήκες τις ιστορίες;», ρώτησε με μάτια που έβγαζαν σπίθες.

Με γόνατα κομμένα από τον τρόμο, ο υπηρέτης εξομολογήθηκε: «Δεν το ήθελα. Άκουσα κατά λάθος ένα μικρό κομμάτι στην αρχή, και μετά δεν άντεχα να μην ακούσω το υπόλοιπο. Λυπάμαι που τις είπα και στη γυναίκα μου», πρόσθεσε. «Αλλά οι ιστορίες ήταν τόσο ωραίες, που δεν μπορούσα να κρατηθώ».

«Αφού είναι έτσι», είπε θυμωμένη η Παρβάτι, «μπορείς να πας και να τις πεις σ΄ όλο τον κόσμο. Και μην τολμήσεις να επιστρέψεις, παρά μόνο όταν τις μάθει και ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη».

Έτσι, ο φτωχός υπηρέτης εκδιώχτηκε από τον παράδεισο.

Περιπλανήθηκε στη γη, λέγοντας τις ιστορίες που είχε ακούσει σε όποιον συναντούσε.

Κι απ΄ όσο γνωρίζουμε, ίσως ακόμα να τις αφηγείται...

Ιστορίες από την Ινδία, Anna Milbourne-Lina Edwards, μετάφραση Κατερίνα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Άγκυρα

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
12 Ιανουαρίου 2012, 11:55
Ο φτωχός και τα γρόσια
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά και δούλευαν με τη γυναίκα του όλη μέρα. Κάθε
βράδυ, που ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φάνε το ψωμάκι τους ήσυχα κι αναπαμένα,
κι έπειτα να πιάσει ο πατέρας τη λύρα του, να χορεύουν τα  παιδιά, και να περνούν ζωή αγγελική.

Δίπλα κάθουνταν ένας πλούσιος, και σαν άκουε κάθε βράδυ τα γέλια και τις χαρές του
φτωχού, παραξενευόταν: «Πώς εγώ, μαθές, να μην είμαι ευχαριστημένος και
αναπαμένος σαν αυτόν, όλη μέρα αξίνη και το βράδυ γλέντι». Λέει: «Να του δώσω
θέλω γρόσια, να δω τι θα τα κάνει».

Πάει βρίσκει το φτωχό, του λέει:

-Επειδή σε ξέρω τίμιο άνθρωπο, να, σου δίνω χίλια γρόσια, ν΄ ανοίξεις πραμάτεια, ό, τι
θες΄ κι αν πλουτίσεις, μου τα δίνεις, ειδεμή, σου τα χαρίζω».

Όλη μέρα πια ο φτωχός εσυλλογιόνταν τι να τα κάνει τόσα γρόσια. Τα φέρνει από δω,
τα φέρνει από κει: «Ν΄ ανοίξω πραματευτάδικο; Να τα βάλω στον τόκο; Να πάρω
αμπελοχώραφα;».

Έρχεται το βράδυ, ούτε λύρα να πιάσει, μιλιά, τσιχ δεν έκαναν τα παιδιά του. Να
γελάσουν, τα μάλωνε΄ όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι απ΄ τη συλλογή. Την άλλη μέρα
ούτε σε μεροκάματα να πάει ούτε πουθενά έξω από τη συλλογή. Τον ερωτά η γυναίκα
του τι έχει, να το κάνει να γελάσει, αυτός την εμάλωσε, να τον αφήσει ήσυχο. Ο
πλούσιος, περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις, ούτε λύρα πια άκουσε
ούτε γέλια ούτε χορό των παιδιών.

Το πρωί βλέπει τον φτωχό κι έρχεται:

-Να, χριστιανέ, τα γρόσια σου, κι ούτε αυτά θέλω ούτε τη σκοτούρα τους.

Από τότε, πάλι χαρούμενος στο σπίτι του, ο φτωχός έπαιζε τη λύρα, χόρευαν τα παιδιά
του σαν και πρώτα, και το άλλο πρωί στη δουλειά.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΓΑΣ

- Στείλε Σχόλιο
28 Δεκεμβρίου 2011, 16:16
Ροδόλφος, το κοκκινομύτικο ελάφι
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Στο παρακάτω παραμύθι ο
Ρούντολφ έχει αποδοθεί από την μεταφράστρια στα ελληνικά ως «Ροδόλφος». Επίσης,
ελαφρώς διαφορετικά είναι και τα ονόματα των υπόλοιπων τάρανδων, που στα πιο
πολλά βιβλία που έχουμε παρουσιάζονται ως εξής: Ντάσερ, Ντάνσερ, Πράνσεν,
Βίξεν, Κόμετ, Κιούπιντ, Ντόνερ και Μπλίτζεν. Το…ελαφάκι της φωτογραφίας είναι η
Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω (πριν πέσει και κάνει μια καρουμπαλάρα να και ένα
κατάμαυρο ματάκι : (  ).


Κάποτε στην παιχνιδούπολη, στο
Βόρειο Πόλο, ζούσε ένα ελάφι που το έλεγαν Ροδόλφο. Εκεί ζούσαν και άλλα
ελάφια, που είχαν όμορφα, υπερήφαν κέρατα΄ ο Ροδόλφος όμως είχε μια μεγάλη,
λαμπερή, κόκκινη μύτη. Ήταν τόσο κόκκινη, που έλαμπε μέσα στο σκοτάδι.

«Φτωχέ, Ροδόλφε, πόσο θα
ήθελες και εσύ να είσαι σαν τα άλλα ελάφια, να έχεις όμορφα υπερήφανα κέρατα
και να μην έχεις τόσο λαμπερή μύτη», του έλεγαν τα άλλα ελάφια και πολλές φορές
έκαναν γούστο μαζί του.

Άλλοτε πάλι το πείραζαν
λέγοντάς του: «Ροδόλφε, κοκκινομύτικο ελάφι». Τότε δάκρυα κυλούσαν στου
Ροδόλφου τη μεγάλη κόκκινη μύτη. Μερικές φορές μάλιστα έκαναν κύκλο γύρω από τον
Ροδόλφο και του τραγουδούσαν: «Κόκκινη μύτη, κόκκινη μύτη, μια αστεία
φάτσα/μεγάλη σαν μήλο και δυο φορές λαμπερή».

Άλλοτε πάλι του πετούσαν
χιονόμπαλες και τον σκέπαζαν με το λευκό αφράτο χιόνι.

Όλα τα άλλα ελάφια έπαιζαν
διάφορα παιχνίδια ανάμεσα στα δέντρα ή γλιστρούσαν κάνοντας τούμπες πάνω στο
χιόνι, και ποτέ δεν φώναζαν και το Ροδόλφο να παίξει μαζί τους. Αυτός πάλι
καθόταν πίσω από τα έλατα και τους παρακολουθούσε.

Ήταν τόσο μόνος! Δεν μπορούσε
ούτε κρυφτό να παίξει με τα λαγουδάκια, γιατί η λαμπερή του μύτη πάντοτε τον
φανέρωνε.

Πριν από την παραμονή των
Χριστουγέννων οι νάνοι, οι βοηθοί του Άι-Βασίλη, κάρφωσαν μια πινακίδα στην πόρτα
της παιχνιδούπολης. Η πινακίδα έλεγε: «Η ώρα της επιλογής έφτασε. Όλα τα ελάφια
πρέπει να συγκεντρωθούν στο λιβάδι στις οκτώ η ώρα. Ο Άι-Βασίλης θα επιλέξει τα
ζεύγη των ελαφιών που θα οδηγήσουν το έλκηθρό του και θα μεταφέρουν τα δώρα σ΄
όλα τα παιδιά της γης».

Τα ελάφια, όταν διάβασαν τα
νέα, χόρευαν από τη χαρά τους, πηδούσαν και τίναζαν το χιόνι με τα πόδια τους.
Κάθε ελάφι ευχόταν να είναι ένα από αυτά που θα επέλεγε ο Άι-Βασίλης, για να
σύρει το έλκηθρό του. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να έχει ένα
ελάφι. Ο Ροδόλφος όμως αναστέναξε΄ ντρεπόταν τον Άι-Βασίλη, που θα έβλεπε τη
λαμπερή κόκκινη μύτη του.

Έτσι, στις οκτώ η ώρα, όταν τα
άλλα ελάφια άρχισαν να πηγαίνουν στο λιβάδι, αυτός πήγε και κρύφτηκε μέσα σε
ένα μπαούλο παιχνιδιών που είχαν κατασκευάσει οι νάνοι, οι βοηθοί του
Άι-Βασίλη. Έτσι, κανένας δε θα μπορούσε να τον βρει εκεί μέσα.

Στο λιβάδι μαζεύτηκαν όλα τα
ελάφια της παιχνιδούπολης εκτός από τον Ροδόλφο΄ στάθηκαν σε μια γραμμή και ο
Άι-Βασίλης θα έκανε την επιλογή του.

Ο Άι-Βασίλης θα επέλεγε τα
γρηγορότερα, τα δυνατότερα και καλύτερα ελάφια.

«Νομίζω πως ο Ντάσερ θα είναι
καλό, είναι το μεγαλύτερο ελάφι», είπε ο Άι-Βασίλης.

«Ντάσερ», έγραψε ο νάνος, ο
βοηθό του Άι-Βασίλη, στο μεγάλο βιβλίο.

«Ο Μπίρης είναι το δυνατότερο
ελάφι», είπε ο Άι-Βασίλης τραβώντας τα γένια του.

«Μπίρης», έγραψε ο νάνος.

«Ω!Ω!», συνέχισε ο Άι-Βασίλης,
«εδώ είναι ο Πίρης κι ο Βίξεν. Αυτά κάνουν τα απαλότερα πηδήματα πάνω απ΄ τις σκεπές
των σπιτιών. Ο Κόμης είναι το σταθερότερο κι ο Κιούπιν είναι το γρηγορότερο. Τα
διαλέγω», είπε ο Άι-Βασίλης.

«Τέλος, επιλέγω τον Ρούντη και
τον Φούγκη, που είναι τα καλύτερα για να ελίσσονται πάνω απ΄ τις κορφές των
δέντρων και τα καλώδια του ηλεκτρικού».

Τα ελάφια που επιλέχθηκαν ήταν
τόσο χαρούμενα, έτριβαν τις μύτες τους, χοροπηδούσαν και τσούγκριζαν τα κέρατά τους.

Στα ελάφια που δεν επιλέχθηκαν
έδωσαν κάτι άλλο να κάνουν, π.χ. να δοκιμάσουν τα παιχνίδια ή να περιποιηθούν
τα μικρά χριστουγεννιάτικα γατάκια. Το μόνο ελάφι που έμεινε χωρίς να προσφέρει
τίποτε στη μεγάλη αυτή γιορτή ήταν ο Ροδόλφος. Ήθελε πολύ να βοηθήσει, αλλά
ήξερε πως θα γελούσαν μαζί του, κι έτσι έμενε κρυμμένος στο μπαούλο των
παιχνιδιών.

Επιτέλους, έφτασε η παραμονή των
Χριστουγέννων.

Ο Άι-Βασίλης με τους βοηθούς
του, τους νάνους, ήταν πολύ απασχολημένος φορτώνοντας το έλκηθρο.

Ο Ροδόλφος δεν άντεξε άλλο
εκεί μέσα στο μπαούλο. «Δε με νοιάζει, ας γελάσουν μαζί μου», σκέφτηκε. «Θέλω
κι εγώ να βοηθήσω».

Έτσι, πετάχτηκε έξω από το
μπαούλο.

«Το βρήκα! Θα κουβαλάω έναν
κουβά με κρύο δροσερό νερό στα ελάφια της ομάδας που θα σύρουν το έλκηθρο΄
οπωσδήποτε θα διψάσουν στο μακρινό τους ταξίδι», είπε.

Η νύχτα ήταν πολύ παγερή και
τρομερή ομίχλη σκέπαζε όλη τη γη. Η ομάδα των ελαφιών προσπαθούσε να
ετοιμαστεί, να δέσει τα κουδουνάκια το ένα του άλλου και να ζέψουν το έλκηθρο.

Ο Άι-Βασίλης με τους βοηθούς
του φόρτωνε τα πακέτα και επίμονα αναζητούσε να βρει τον κατάλογο με τα ονόματα
των παιδιών στα οποία θα άφηνε τα δώρα.

«Δεν μπορώ να βρω τον κατάλογο
με τα ονόματα μέσα σ΄ αυτήν την ομίχλη», φώναξε εκνευρισμένος.

Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ένα
λαμπερό φως φώτισε πάνω στο χιόνι.

«Επιτέλους, να ένα φανάρι που
θα με φωτίσει να βρω τον  κατάλογο. Να
τον! Τον βρήκα κιόλας! Α, πρέπει να πάρω αυτό το φανάρι μαζί μου΄ θα μου
χρειαστεί στο ταξίδι μου. Ποιος έφερε αυτό το υπέροχο φανάρι; Τώρα θα μπορώ να
βλέπω τέλεια!», είπε ευχαριστημένο ο Άι-Βασίλης.

«Δεν είναι φανάρι», είπε ο
Ροδόλφος τρέμοντας από αγωνία. «Το φως έρχεται από μένα… από τη μύτη μου».

«Ροδόλφε, κοκκινομύτικο ελάφι!»,
είπε ο Άι-Βασίλης, «σίγουρα είμαι πολύ τυχερός που σε βρήκα. Το φως σου θα οδηγήσει
το άρμα μου απόψε. Σε διορίζω αρχηγό της ομάδας΄ είσαι το καλύτερο ελάφι σ΄ όλη
τη γη».

Ο Ροδόλφος σήκωσε το κεφάλι
του ψηλά και ορθώθηκε υπερήφανος μπροστά στην ομάδα.

Όλα τα άλλα ελάφια υποκλίθηκαν
μπροστά του.

Ο Ντάσερ κι ο Μπίρης βοήθησαν
τον Ροδόλφο να ετοιμαστεί.

Έτσι, ξεκίνησαν για το μεγάλο
ταξίδι. Περνούσαν από πόλη σε πόλη, ανάμεσα στα σύννεφα, πάνω στα σπίτια. Το
φως του Ροδόλφου τους έδειχνε το δρόμο.

Ο Άι-Βασίλης και οι βοηθοί
του, οι νάνοι, πετούσαν σ΄ αυτή την ομιχλώδη χριστουγεννιάτικη νύχτα. Οδηγός σε
όλη την πομπή ήταν ο Ροδόλφος, το κοκκινομύτικο ελάφι.

Έτσι, όταν βλέπετε ένα αχνό
φως στον ουρανό τη νύχτα των Χριστουγέννων, να είστε σίγουροι ότι αυτό είναι ο
Ροδόλφος, το κοκκινομύτικο ελάφι.


Barbara Shook-Hajen (μετάφραση
Αγγελική Νιάρχου)


video 

video 

- Στείλε Σχόλιο
07 Δεκεμβρίου 2011, 21:31
Η μαγική σπηλιά
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κάποτε, σε μια μικρή καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού, ζούσε μια νεαρή μητέρα με το μικρό της γιο, που τον αγαπούσε πάρα πολύ. Το δάσος αυτό ήταν φημισμένο για τα βατόμουρά του, μεγάλα, κόκκινα και ζουμερά, και η μητέρα και το μωρό δεν έχαναν ευκαιρία να το επισκέπτονται όταν τα φρούτα ήταν ώριμα και να γεύονται τη νοστιμιά τους.

 

Έτσι έκαναν κι εκείνη τη μέρα του μεσοκαλόκαιρου που για τους λαούς του Βορρά θεωρείται μαγική.

 

Σκαρφάλωσαν στην πλαγιά του βουνού και έπεσαν πάνω στα μεγαλύτερα και πιο ζουμερά βατόμουρα που είχαν συναντήσει ποτέ. Η μητέρα έκοβε προσεκτικά τους καρπούς, για να μην αγκυλωθεί ο γιος της από τα αγκάθια, και του τα έδινε για να τα φάει, γελώντας και οι δυο τους, καθώς είχαν πασαλειφτεί από κόκκινους χυμούς.

 

Ξαφνικά, μέσα στο πυκνό δάσος, όπου είχαν χωθεί χωρίς να το καταλάβουν, είδαν το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Στο βάθος της λαμποκοπούσαν σωροί χρυσάφι, ενώ στην είσοδο κάθονταν και το φύλαγαν τρεις νεαρές κοπέλες.

 

«Έλα, νεαρή κυρία», είπε μία από αυτές. «Είναι μεσοκαλόκαιρο, η γη έχει ανοίξει τους θησαυρούς της και μπορείς να πάρεις όσα μπορέσεις να σηκώσεις από τα πολύτιμα αντικείμενα της σπηλιάς».

 

Η φτωχή γυναίκα, κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά της, μπήκε με λαχτάρα στη σπηλιά. Άρπαξε κι έριξε μερικές φούχτες χρυσάφι στην ποδιά της. Το άγγιγμα του χρυσαφιού την έκανε κάτι που δεν ήταν ποτέ στη ζωή της: φιλάργυρη. Άφησε κάτω το παιδί της και γέμισε όσο μπορούσε την ποδιά της με χρυσάφι, ασήμι και διαμάντια και έπειτα, αγκομαχώντας από το βάρος τους, βγήκε από τη σπηλιά.

 

Την ίδια στιγμή η πόρτα της σπηλιάς έκλεισε απότομα και με κρότο, κλείνοντας το παιδί της μέσα, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε η φωνή μιας από τις κοπέλες μέσα από τη σπηλιά:

 

«Δύστυχη μητέρα! Από τη φιλαργυρία σου έχασες το παιδί σου. Δε θα μπορέσεις να το ξαναπάρεις παρά το ερχόμενο μεσοκαλόκαιρο, ένα χρόνο από τώρα».

 

Η κακόμοιρη γυναίκα τότε μόνο συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Πέταξε το χρυσάφι που είχε στην ποδιά της κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα με τις γροθιές της, παρακαλώντας να της ανοίξουν. Μάταια όμως: η πόρτα της σπηλιάς παρέμενε ασυγκίνητα και παγερά κλειστή στα χτυπήματα, στις φωνές και στα δάκρυά της.

 

Κλαίγοντας, η μητέρα πήγε στην καλύβα της και από τότε κάθε μέρα ανέβαινε στη σπηλιά, αλλά η πόρτα ήταν πάντα κλειστή. Αυτό γινόταν για βδομάδες και για μήνες. Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, μπήκε το καλοκαίρι και ξανάρθε η Γιορτή του Μεσοκαλόκαιρου.

 

Τη μέρα αυτή η μητέρα βρέθηκε πρωί πρωί στον τόπο της σπηλιάς και με έκπληξη της είδε ότι η σπηλιά ήταν ανοιχτή, μεγάλοι σωροί χρυσάφι λαμποκοπούσαν στο πάτωμά της, οι τρεις κοπέλες περίμεναν στη θέση τους και κοντά τους το μικρό της αγοράκι μασουλούσε ένα βατόμουρο.

 

«Έλα, νεαρή κυρία», είπε μια από αυτές. «Είναι μεσοκαλόκαιρο, η γη είχε ανοίξει τους θησαυρούς της και μπορείς να πάρεις όσα μπορέσεις να σηκώσεις από τα πολύτιμα αντικείμενα της σπηλιάς».

 

Η γυναίκα όρμησε στη σπηλιά, ξέχασε το χρυσάφι, το ασήμι και τα μαργαριτάρια, άρπαξε στην αγκαλιά της το πιο ακριβό απ΄ όλα, το μωρό της, κι άρχισε να το καταφιλά. Ύστερα, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στους θησαυρούς, γύρισε και βγήκε από τη σπηλιά κρατώντας το μωρό της.

 

«Μπορείς να πάρεις όσο χρυσάφι θέλεις», της υπενθύμισε μια από τις κοπέλες.

 

«Δε θέλω τίποτ΄ άλλο, όταν έχω το μωρό μου», είπε αυτή. «Μόνο που χρειάστηκα ένα τόσο σκληρό μάθημα για να το καταλάβω».

 

(Ιστορία από την Ισλανδία)

 

Χρήστος Μαγγούτας, Η σοφία των λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο, εκδόσεις φαντασία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
01 Δεκεμβρίου 2011, 16:37
Οι άγγελοι της Λιένας
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

«Μαμά, υπάρχουν αληθινοί άγγελοι;», ρώτησε η Λιένα.

«Δεν ξέρω, μωρό μου. Ίσως ναι, αλλά μάλλον δε μοιάζουν όπως τους δείχνει αυτό το βιβλίο», είπε η μαμά δείχνοντας το βιβλίο που ξεφύλλιζε η τετράχρονη Λιένα.

«Εγώ θα πάω να ψάξω για να δω αν υπάρχουν και πώς είναι», είπε με παιδικό πείσμα η μικρή.

«Δεν είναι άσχημη ιδέα. Τι θα λεγες να ρθω κι εγώ μαζί σου, μωρό μου;»

«Δεν είμαι μωρό πια! Κοίτα πόσο ψηλή είμαι!»

«Έχεις δίκιο, αλλά είναι τόσο ωραία μέρα που θα θελα κι εγώ να κάνω μια βόλτα…»

Ξεκίνησαν λοιπόν μαζί, το κοριτσάκι τρέχοντας και πηδώντας, κι η μαμά σέρνοντας το κουτσό της πόδι.

Ξαφνικά, βλέπουν να έρχεται μια άμαξα που την οδηγούσε μια πεντάμορφη κοπέλα, με ξανθά μαλλιά και διαμάντια και κοσμήματα στο λαιμό και στα μπράτσα.

«Είσαι άγγελος;», τη ρώτησε η Λιένα όταν πλησίασε.

Η κοπέλα δεν απάντησε, αλλά κοίταξε λοξά και παγωμένα το παιδί. Ύστερα έδωσε μια στα γκέμια του αλόγου και αυτό τινάχτηκε μπροστά σαν αστραπή, γεμίζοντας με σκόνη την κακόμοιρη τη Λιένα. Η μαμά της την πήρε στην αγκαλιά της και της καθάρισε τα χείλη, το πρόσωπο και τα ρούχα από τη σκόνη.

«Δεν ήταν άγγελος», είπε η Λιένα.

«Μάλλον όχι», συμφώνησε η μητέρα.

Συνέχισαν το δρόμο τους, το κορίτσι πηδώντας και τρέχοντας και η  μητέρα σέρνοντας το κουτσό πόδι της.

Στη στροφή του δρόμου αντάμωσαν  μια όμορφη κοπέλα ντυμένη στα ολόλευκα. Τα μάτια της ήταν φωτεινά σαν αστέρια και το πρόσωπό της λευκό σαν το χιόνι.

Η Λιένα έτρεξε και την αγκάλιασε.

«Εσύ είσαι πραγματικά άγγελος», της είπε. «Τώρα είμαι σίγουρη».

«Παλιόπαιδο!», έκανε αυτή θυμωμένη. «Μου λέρωσες το ολόλευκο φόρεμά μου! Πως θα συναντήσω τώρα τον πρίγκιπα;»

Πραγματικά εκείνη τη στιγμή φάνηκε από μακριά ένας πρίγκιπας καβάλα στο άσπρο άλογό του. Η κοπέλα έσπρωξε βίαια τη μικρή από την αγκαλιά της, χωρίς καν να της περνά από το μυαλό πόσο πιο ελκυστική θα ήταν στα μάτια του νέου με ένα παιδί στην αγκαλιά.

Η Λιένα βρέθηκε για άλλη μία φορά χάμω, με σκόνη στα χείλη, στο πρόσωπο και στο φόρεμά της. Έβαλε τα κλάματα. Η μητέρα της την πήρε αγκαλιά και της σκούπισε τα ρούχα και τα δακρυσμένα μάτια.

«Ούτε αυτή ήταν άγγελος!», έβγαλε το συμπέρασμα.

«Μάλλον όχι», ξανάπε η μητέρα. «Ας βαδίσουμε όμως ακόμα λίγο. Μπορεί να βρούμε κάπου έναν πραγματικό άγγελο».

«Όχι, μαμά. Νιώθω τόσο κουρασμένη! Πώς θα γυρίσω με τα πόδια στο σπίτι μας;»

«Γιατί νομίζεις ότι ήρθα μαζί σου; Θα σε πάω εγώ αγκαλιά!»

Με το κοριτσάκι σφιχτά στην αγκαλιά της η μητέρα πήρε το δρόμο της επιστροφής, τραγουδώντας του με χαμηλή φωνή τα αγαπημένα του τραγούδια.

Ξαφνικά η Λιένα σήκωσε το κεφαλάκι της από τον ώμο της μάνας της και την κοίταξε στα μάτια:

«Μανούλα, μήπως είσαι εσύ ο άγγελος;»

«Τι σκέψη κι αυτή, Λιενούλα! Που ακούστηκε άγγελος με ντρίλινο φουστάνι;», απάντησε η μητέρα γελώντας καλόκαρδα.

 

Ένα παραμύθι από τη Ρωσία, από το βιβλίο του Χρήστου Μαγγούτα: 111 θαυμαστές ιστορίες από όλο τον κόσμο, Η σοφία των λαών, εκδόσεις φαντασία.

 

- Στείλε Σχόλιο
22 Νοεμβρίου 2011, 15:20
Ο κύκλος της χαράς
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κάποια μέρα ένας χωρικός χτύπησε δυνατά την πόρτα ενός μοναστηριού. Όταν ο αδελφός θυρωρός άνοιξε, εκείνος του έδωσε ένα θαυμάσιο τσαμπί σταφύλια.

-Αγαπητέ αδελφέ θυρωρέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.

-Ευχαριστώ! Θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.

-Όχι! Για σένα τα έφερα.

-Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνησε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.

-Ναι!, επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί. Θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλι να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου, την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.

Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: ήταν πραγματικά όμορφο. Γι΄ αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.

Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: «Θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του».

Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί και κείνος συλλογίστηκε: «Ο αδελφός μάγειρας μ΄ έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με ό, τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί».

Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.

«Είναι για σένα», είπε ο άρρωστος αδελφός. ‘Επειδή πάντα βρίσκεσαι σε επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ΄ αυτό το δημιούργημα του Θεού».

Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήτανο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν άγιο άνθρωπο.

Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος ότι το έργο του Θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξασε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα-αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ΄ εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.

Κι έτσι, λίγο πριν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.

«Να το απολαύσεις», είπε. «Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς».

Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος.

Μ΄ αυτόν τον τρόπο έκλεισε ο κύκλος. Ο κύκλος της χαράς και της ευτυχίας, που πάντα περιτριγυρίζει γενναιόδωρους ανθρώπους».

 

(Κρισταλλάκι, είχα βρει ένα πολύ όμορφο παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα για σένα σήμερα, επειδή όμως ο χρόνος μου είναι πολύ περιορισμένος και το παραμύθι είναι αρκετά μεγάλο, είπα να μεταφέρω ένα όμορφο κείμενο που είχα διαβάσει στο παρελθόν. Την ιστορία αυτή,λοιπόν, την βρήκα πριν πολλά χρόνια στην τελευταία σελίδα του «Ταχυδρόμου», όπου αρθρογραφούσε ο Paulo Coelho. Την κράτησα στο αρχείο μου, παρέλειψα όμως δυστυχώς να σημειώσω ημερομηνία και αριθμό τεύχους. Εύχομαι να σου αρέσει  και επιφυλάσσομαι :) )

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
02 Νοεμβρίου 2011, 09:33
Ο μπούφος και το περιστέρι
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

«Τι άσχημη μοίρα που με περιμένει!» παραπονιόταν ένας γέρικος μπούφος. «Είμαι γέρος κι άρρωστος και κανείς δε νοιάζεται για μένα!».

Ένα περιστέρι που τον άκουσε, τον συμπόνεσε και προσπάθησε να τον παρηγορήσει: «Κακομοίρη μου! Σε καταλαβαίνω. Μα πως και είσαι ολομόναχος, χωρίς γυναίκα, παιδιά και εγγόνια να σε φροντίσουν; Δεν παντρεύτηκες ποτέ;»

«Εγώ να παντρευτώ; Όχι, δεν το έκανα ποτέ! Ξέρω καλά τι θα πει γάμος! Θα πει να ζεις με μια κουτσομπόλα γυναίκα και ένα τσούρμο παιδιά που σου λερώνουν τη φωλιά! Όσο για συγγενείς; Να μου λείπουν!»  «Δε συμφωνώ μαζί σου», απάντησε το περιστέρι. «Τουλάχιστον έχεις φίλους;»

«Φίλους; Ακούς εκεί; Οι φίλοι είναι χειρότεροι από τους συγγενείς. Ήξερα δυο μπούφους που ύστερα από δεκαπέντε χρόνια φιλιά μαλλιοτραβήχτηκαν για ένα κομμάτι  κρέας!»

«Μα τότε, για όνομα του Θεού! Δεν αγάπησες ποτέ σου κανένα;»

«Στ΄ αλήθεια όχι!», είπε ο μπούφος με περηφάνια.

«Ε, τότε, αγαπητέ μου, γιατί γκρινιάζεις;» είπε το περιστέρι και πέταξε μακριά, αφήνοντας τον γκρινιάρη μπούφο με ανοιχτό το στόμα.

 

Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π. Τραυλος


- Στείλε Σχόλιο
27 Οκτωβρίου 2011, 11:23
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (απόσπασμα)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ο παππούς μάζεψε τα παιδιά γύρω του και –σαν παραμύθι- άρχισε να λέει:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γίγαντας, ένας μεγάλος γίγαντας, τόσο μεγάλος, όσο σαράντα εκατομμύρια άνθρωποι μαζί.

Τον ίδιο καιρό κάπου κοντά στο γίγαντα ήταν κι ένας νάνος. Ένας μικρός νάνος.

Νάνος και γίγαντας ζούσαν ο καθένας στον τόπο του χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο. Τους χώριζε άλλωστε ένα τεράστιο αυλάκι, μια ολόκληρη θάλασσα.

Κάθε πρωί ο μεγάλος γίγαντας έβανε στο στόμα του τα δυο του χέρια, τα κανε χωνί και φώναζε στο μικρό νάνο: «Γεια σου, γείτονα». Έπαιρναν τη φωνή του τα κύματα και την πήγαιναν κατευθείαν στ΄  αυτιά του μικρού νάνου. Άρπαζε τότε κι εκείνος έναν τεράστιο κόχυλα, εφτά φορές πιο μεγάλο απ΄ το μπόι του, και φώναζε: «Γειά σου και σένα».

Και ήταν ευτυχισμένοι… Και περνούσε ο καιρός. Ο νάνος κοίταγε τη δουλειά του, ο γίγαντας τη δικιά του, και ζούσαν αγαπημένοι…

Ένα πρωί όμως ο μεγάλος γίγαντας φόρεσε ένα περίεργο καπέλο και μια ακόμα πιο περίεργη στολή. Φόρεσε και κάτι μεγάλες μπότες και μετά έκανε ένα μεγάλο πήδημα,  έφτασε μπροστά στην πόρτα του μικρού νάνου και, βανοντάς του μια λόγχη μπροστά στην κοιλιά, του είπε : «Ήρθα να σου πάρω το σπίτι σου΄ παραδώσου!».

Ο μικρός νάνος στην αρχή το πέρασε για χωρατό. «Κοίτα χωρατατζής που ναι ο μεγάλος γίγαντας!» σκέφτηκε. Και φέρνοντας στο νου του το γνωστό τους χαιρετισμό, του φώναξε:

-Γειά σου, γείτονα!

Ο γίγαντας όμως δεν καταλάβαινε πια από τέτοια. Πίεσε τη λόγχη πάνω στην κοιλιά του μικρού νάνου και άγρια του ξαναφώναξε:

-Παραδώσου!

Ο μικρός νάνος τότε κατάλαβε. Πέταξε τον τεράστιο κόχυλα, που μ΄ αυτόν φώναζε το «γειά σου, γείτονα», και απομακρύνθηκε λίγο΄ κοίταξε λυπημένος κατάματα το  μεγάλο γίγαντα και χωρίς κανέναν φόβο του είπε:

-Όχι, δεν παραδίνομαι!

Αμέσως μετά έτρεξε, έφτασε στο μικρό καλύβι του και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στα χέρια του μια σφεντόνα. Στάθηκε μπροστά στο γίγαντα και περίμενε.

Ο μεγάλος γίγαντας τα χασε για λίγο. Ύστερα χύθηκε πάνω στο μικρό νάνο θέλοντας να τον συντρίψει. Έγινε όμως κάτι απίστευτο. Ο μικρός νάνος νίκησε το μεγάλο γίγαντα! Ο μεγάλος γίγαντας το βαλε στα πόδια…

Έτσι οι Έλληνες του σαράντα, όπως ο μικρός νάνος του παραμυθιού, όταν η Ιταλία ζήτησε να της παραδώσουν τη χώρα τους, απάντησαν, όπως και κείνος, μ΄ένα θαρραλέο και αποφασιστικό ΟΧΙ!

Δεν είναι όμως μόνο πως είπαν το ΟΧΙ. Το διαφέντεψαν στη συνέχεια παλικαρίσια και νικηφόρα πάνω στις βουνοκορφές.

 

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΣΟΥΡΕΛΗ

 

- Στείλε Σχόλιο
15 Οκτωβρίου 2011, 17:02
Ο λύκος και τα βόδια
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

δώς της κλώτσο να γυρίσει

παραμύθι για ν΄ αρχίσει.

 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στον κάμπο τρία βόδια. Το ένα ήταν μαύρο σαν κατράμι, τ΄ άλλο άσπρο άσπρο σαν το χιόνι  και το τρίτο το μικρό ήταν βουλάτο (παρδαλό).

Βοσκούσαν και τα τρία μαζί πάντα στο λιβάδι. Σαν έκανε το ένα να ξεμακρύνει, τ΄ άλλα δυο του φώναζαν:

-Κάλλιο νηστικός και προφυλαγμένος

παρά χορτάτος και ξεπαστρεμένος.

Αμέσως το βόδι που αλάργεψε γύριζε πίσω κι έλεγε:

-Μια βέργα μοναχή τσακίζει

οι πολλές μαζί αντέχουν.

Έτσι, τα τρία βόδια, το άσπρο, το μαύρο και το παρδαλό, ζούσαν κοντά κοντά το ένα στ΄ άλλο και μοιράζονταν το λιγοστό χορτάρι.

Την ομόνοιά τους την είδε και τη ζήλεψε ο κακός λύκος. «Θα βάλω ζιζανιές να τα χωρίσω, σκέφτηκε. Έτσι θα τα έχω πιο εύκολα του χεριού μου».

Έτσι είπε, έτσι έκανε. Πήγε μια μέρα κοντά στα βόδια, πήρε ύφος γαλίφικο κι άρχισε τις μαλαγανιές.

-Καλά μου βόδια, σας είδα και σας χάρηκα. Τέτοιοι γειτόνοι σου πρέπουν για φίλοι, είπα στην αφεντιά μου. Τι λέτε κάνουμε όλοι μαζί παρέα;

 

-Μετά χαράς, είπαν τα βόδια. Μόνο να. Τι σόι παρέα θα κάνουμε εσύ ένας λύκος και μεις τρία βόδια;

-Α, μην ακούτε τα λόγια του κόσμου. Είμαι  καλός κι ας φαίνομαι άγριος. Είναι η φτασιά μου έτσι. Ίσα ίσα που μαζί οι τέσσερις θα φτιάξουμε ένα καλό κοπάδι.

Τα λόγια του φέραν μεγάλη αναστάτωση στα βόδια. Θέλανε να τον πιστέψουν. Μα, πάλι,  λύκος ήταν αυτός, πολλά του σέρνανε.

-Μη βάνει κακό ο νους σας, είπε πάλι ο λύκος.

-Δε θα μας φας; ρώτησε το βόδι το πιο μικρό.

-Πα πα!... Φωτιά να πέσει να με κάψει, ορκίστηκε ο λύκος.

Τα τρία βόδια τον πίστεψαν τότε και τον πήραν στη συντροφιά τους.

Για λίγο καιρό όλα πήγαιναν στη στράτα του θεού. Γύρναγαν από λιβάδι σε λιβάδι, και μιας και είχαν και τις πλάτες του λύκου, κάπου κάπου μπαίναν και σε κανένα ξένο λιβάδι και βόσκαγαν ξένο χορτάρι.

Οι νοικοκυραίοι, άμα τους παίρναν μυρουδιά, τους διώχναν με τις πέτρες. Τα βόδια παραπονεύονταν τότε στο λύκο.

-Ε! Τι κάθεσαι και δε μας προστατεύεις; του λέγανε.

-Τι να σας κάνω εγώ; Άλλος είναι ο φταίχτης, έλεγε τότε ο λύκος.

-Ποιος;

-Ψάξτε ανάμεσά σας να τον βρείτε.

Τα βόδια, που ίσαμε την ώρα εκείνη ήταν μονοιασμένα, άρχισαν  να υποψιάζεται το ένα τ΄ άλλο.

-Εσύ φταις.

-Όχι εγώ, εσύ.

Κι έτσι έγιναν ανάμεσά τους μαλλιά κουβάρια.

Τότες ο  λύκος βρήκε την ευκαιρία. Πλησίασε τα δυο βόδια, το άσπρο και το παρδαλό, και είπε:

-Ο φταίχτης είναι ο μαύρος. Αυτός δίνει στόχο και μας κυνηγάν.

-Μωρέ τι λες; είπε τότε τ΄ άσπρο βόδι. Δίκιο έχεις. Πρέπει  να ξεφορτωθούμε το μαύρο βόδι για να γλιτώσουμε.

-Έννοια σας. Εγώ θα το συγυρίσω. Τι στην ευχή φίλος είμαι! Οι καλοί φίλοι στην ανάγκη φαίνονται.

Τα δυο βόδια, τ΄ άσπρο και το παρδαλό, άφησαν το λύκο να φάει το μαύρο βόδι.

Όμως γρήγορα κατάλαβαν πως η κατάσταση δεν καλυτέρεψε. Οι νοικοκυραίοι όπου τα έβρισκαν τα κυνηγούσαν με τα παλούκια. Παραπονέθηκαν πάλι τα βόδια στο λύκο.

-Καλά ξεφορτωθήκαμε το μαύρο βόδι, μα να που χουμε πάλι τα ίδια.

Ο λύκος την ώρα εκείνη δε μίλησε.

-Αφήστε με να σκεφτώ, είπε.

Όμως το ίδιο βράδυ ο λύκος ξάκρισε το παρδαλό βόδι και του λέει:

-Μια μόνο είναι η γιατρειά. Να ξεφορτωθούμε το άσπρο βόδι. Έτσι ασπρουδερό που είναι, το βλέπουν οι νοικοκυραίοι και μας κυνηγάν.

-Λες να ναι αυτός ο φταίχτης; ρωτάει το παρδαλό βόδι.

-Σίγουρα. Πρέπει να το ξεκάνουμε, για να γλιτώσουμε εμείς.

-Ε, αν είναι για το καλό μας, ας το ξεκάνουμε, συμφώνησε τότε το παρδαλό βόδι.

-Άφησε, θα τ΄ αναλάβω εγώ, είπε ο λύκος.

Έτσι ο λύκος έφαγε και το δεύτερο βόδι. Δεν απόμεινε παρά το τρίτο, το πιο μικρό. Όμως αυτό δε βιαζόταν να το φάει. Μια κι ήταν μονάχο κι έρημο, το είχε του χεριού του.

 

ΜΑΡΟΥΛΑ ΚΛΙΑΦΑ, Παραμύθια της Θεσσαλίας, Εκδόσεις Κέδρος.

 

 

 

 

 

 

 

5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
07 Οκτωβρίου 2011, 16:22
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΕΝΙΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

 

Πολύ πολύ ψηλά, στον κήπο τ΄ ουρανού, ψηλότερα από κει που φτερουγίζουν τα πρώτα χελιδόνια της άνοιξης, ψηλότερα από κει που κρύβονται οι χαρταετοί που το σκασαν, ψηλότερα ακόμα κι από κει που το ουράνιο τόξο σκαρώνει ζωγραφιές με τα χρωματιστά κραγιόνια του, ζει μια μεγάλη οικογένεια από συννεφάκια. Έχουν πατέρα τον απέραντο ουρανό, που τα χορεύει και τα κανακεύει στην αγκαλιά του, και μάνα τους τη γαλανή θάλασσα, που κάθε αυγούλα τα καθρεφτίζει στην κρυστάλλινη ποδιά της, για να χτενίσουν τα πουπουλένια τους μπουκλάκια. Άλλα συννεφάκια είναι σταχτούλικα και κατσούφικα, σαν μουτζουρίτσες, άλλα χιονόλευκα και γαλατένια. Και σε πόσα σχήματα! Μερικά μοιάζουν με φουσκομάγουλα παιδάκια, άλλα με μπάλες από παγωτό καϊμάκι  ή από αφράτο μπαμπάκι, άλλα με ζώα, με ανεμόπτερα, με μαλλί της γριάς…

Ήταν κάποτε, που λέτε, κι ένα μικρούτσικο σύννεφο που θύμιζε καραβάκι. Έβλεπε όμως αληθινά καραβάκια  κάτω στη θάλασσα και ζήλευε. «Εγώ ούτε καραβοκύρη έχω να μ΄ οδηγεί», παραπονιόταν, «ούτε ναυτάκια ούτε ταξιδιώτες. Μοναχούλι αρμενίζω. Σε κανέναν δε δίνω χαρά». Κι ενώ τ΄ αδερφάκια του έπαιζαν ανέμελα, κάνοντας τσουλήθρα στις πρωινές ηλιαχτίδες και τραμπάλα στα μουστάκια του κυρ Βοριά, το συννεφένιο καραβάκι έμενε μόνο και θλιμμένο. Το δε μια μέρα μια νεραιδούλα και το συμπόνεσε. «Πες μου τι θέλεις, μικρό μου», του είπε τρυφερά «κι εγώ θα στο δώσω». «Θέλω να έχω φίλους!», στέναζε αυτό. «Πολλούς φίλους! Και να τους παίρνω μαζί μου στα πιο όμορφα ταξίδια!». Το άγγιξε τότε η καλή νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι της, που έσταζε ασημόσκονη, και το ονόμασε «Φαντασία». Κι από τότε, το συννεφένιο καραβάκι, με φουσκωμένο τ΄ άσπρο του πανί, ταξιδεύει μικρά και μεγάλα παιδιά σε τόπους ονειρεμένους. Δεν έχετε παρά να κλείσετε τα μάτια, και το καραβάκι που το λένε «Φαντασία» θα σας πάει σε πολιτείες μακρινές, σε νησιά που δεν τα γράφει ο χάρτης, σε χώρες παραμυθένιες. Ανοίξτε ένα βιβλίο...κοιτάξτε μια εικόνα…βυθιστείτε σε μια γλυκιά μελωδία…κι η Φαντασία θα σας πάρει για ταξίδια συναρπαστικά. Κι όταν το βράδυ η κούραση βαραίνει τα βλέφαρά σας, το συννεφένιο καραβάκι είναι και πάλι εκεί, έτοιμο να σας ταξιδέψει στα ωραία όνειρα. Και δεν είναι πια λυπημένο. Γιατί είναι χρήσιμο. Και γεμάτο από γέλια παιδικά!

 

Βεατρίκη Κάντζολα-Σαμπατάκου, Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για το νηπιαγωγείο, ΟΕΔΒ.

 

- Στείλε Σχόλιο
03 Σεπτεμβρίου 2011, 15:16
Αύρα...
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Στίχοι: Δημήτρης Παναγόπουλος
Μουσική: Δημήτρης Παναγόπουλος, τραγουδοποιός
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Παναγόπουλος


Από την πόρτα σου σαν θα βγω
θα δω τον ήλιο στρογγυλό
και με το όμορφο στερνό χαμόγελό σου

Μια καλημέρα θα σου πω
μετά θα φύγω, θα χαθώ
και ίσως με ξαναδείς μονάχα στ' όνειρό σου

Γιατί είμ' αέρας που περνά
μέσα στης πόλης τα στενά
και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν

Γιατ' είμαι αύρα εσπερινή
πνοή καθάρια ζωντανή
που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν

Φεύγω ψηλά για το βουνό
κι ύστερα πέφτω στο γκρεμό
και ταλαντεύομαι στα βάθη και στα ύψη

Και κουβαλάω μες τη σιγή
μιαν ανυπόταχτη κραυγή
και κάποια ανείπωτη ελπίδα που 'χεις κρύψει

video 

- Στείλε Σχόλιο
01 Σεπτεμβρίου 2011, 15:17
ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ο κυρ Χελιδόνας κοίταξε άλλη μια φορά τον ουρανό, έσιαξε το φράκο του κι είπε σοβαρά σοβαρά:

-Ώρα να πηγαίνουμε.Ας μην καθυστερούμε άλλο πια.

 -Ναι, ώρα να πηγαίνουμε, είπε κι η κυρα-Χελιδόνα και πήρε να φωνάζει τα παιδιά της.

Μα εκείνα δεν έλεγαν να ρθουν.  Κάνανε βόλτες στον αέρα, κυνηγιόντουσαν, φώναζαν, τραγουδούσαν.

-Ε, παιδιά, φώναξε, φτάνει πια. Ελάτε, φεύγουμε.

-Γιατί να φύγουμε, μανούλα, είπαν. Είναι τόσο όμορφα εδώ. Δε θέλουμε.

-Μα πρέπει να φύγουμε, είπε πάλι εκείνη, γιατί έρχεται το φθινόπωρο.

-Το φθινόπωρο; Αχ, τι κρίμα! Γιατί να ρθει το φθινόπωρο;

-Μα, για να φυτρώσουμε εμείς, είπαν τα σποράκια, που ήταν κρυμμένα στη γη.

-Μα, για να κοκκινίσουμε εμείς, είπανε τα ρόδια στη ροδιά!

-Μα για να κοιμηθούμε, να ξαποστάσουμε, είπανε τα φύλλα στη γριά κληματαριά!

-Μα για να πιούμε, να ξεδιψάσουμε, είπανε τα δέντρα στην αυλή.

-Τι; Τι; , απόρησαν τα χελιδονάκια. Πρέπει να γίνουν όλα αυτά;

-Όλα αυτά κι άλλα πολλά, είπε το μεγάλο ρολόι της πλατείας.

Τα χελιδονάκια κοιτάχτηκαν σαστισμένα. Πέρα μακριά μερικά συννεφάκια κάνανε βόλτες στον ουρανό, και οι σταγόνες της βροχής βιάζονται τόσο πολύ να πέσουν. Είχε δίκιο, λοιπόν, ο μπαμπάς. Είχε δίκιο κι η μαμά! Το φθινόπωρο ήρθε, κι αυτοί πρέπει να φύγουνε μακριά.

-Ελάτε, πάμε, είπανε.

Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι! Το μεγάλο ρολόι του χρόνου ποτέ δε σταματά.

ΚΙΚΗ ΠΟΥΛΧΕΡΙΟΥ, Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για το νηπιαγωγείο, ΥΠΕΠΘ, ΟΕΔΒ.

 

 

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
28 Αυγούστου 2011, 23:36
Απ΄το αεροπλάνο
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Πολύ με πίκρανες ζωή
μακριά θα φύγω ένα πρωί
θ' ανέβω σ' ένα αεροπλάνο
να δω τον κόσμο από κει πάνω

Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά
και συ την πήρες σοβαρά

Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει μ' ένα μικρούλι τόπι

Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις

Αγαπημένη μου, μην κλαις
πάμε μαζί ψηλά, αν θες
να δεις τη γη απ' τη σελήνη
ένα φεγγάρι είναι και κείνη

Όταν κοιτάς απο ψηλά
μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά
και συ τον πήρες σοβαρά
και συ τον πήρες σοβαρά

Μοιάζουν οι πύργοι με κουκλόσπιτα
και τα κανόνια με παιχνίδια
από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε
οι ομορφιές και τα στολίδια

Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε
από ψηλά αν το κοιτάξεις
θα σου φανεί τόσο ασήμαντο
που στη στιγμή θα το ξεχάσεις

Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Μουσική: Κώστας Χατζής
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής

Άλλες ερμηνείες:
Αλέξανδρος Χατζής

http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=4486

video 

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
21 Αυγούστου 2011, 23:07
Απόψε θέλω να πιω...
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Πάει κι αυτή η εβδομάδα.Άντε, να πάνε τα φαρμάκια κάτω...

video 

- Στείλε Σχόλιο
10 Ιουλίου 2011, 14:50
Να μη χαθείς ποτέ από τη ζωή μου
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

Περνούν τα καλοκαίρια κι οι γιορτές μας,
όλα σαν τρένα βιαστικά και δεν ξαναγυρνούν.

Περνούν τα πρωινά κι οι Κυριακές μας,
όλα σαν σύννεφα γοργά και δεν ξαναγυρνούν.

Μα εσύ ποτέ,να μη χαθείς ποτέ,ποτέ απ'τη ζωή μου
γιατί κυλάς όπως το αίμα στο κορμί μου.
Μου δίνεις δύναμη και νόημα να ζω.

Μα εσύ ποτέ,να μη χαθείς ποτέ,ποτέ απ'τη ζωή μου
γιατί κυλάς όπως το αίμα στο κορμί μου.
Μου δίνεις δύναμη και νόημα να ζω,εσύ,εσύ..

Περνούν,χάνονται οι όμορφες στιγμές μας,
όλα σαν τρένα βιαστικά και δεν ξαναγυρνούν.
Περνούν,οι μέρες τρέχουν κι οι βραδιές μας,
όλα σαν σύννεφα γοργά και δεν ξαναγυρνούν.

Μα εσύ ποτέ,να μη χαθείς ποτέ,ποτέ απ'τη ζωή μου
γιατί κυλάς όπως το αίμα στο κορμί μου.
Μου δίνεις δύναμη και νόημα να ζω.

Μα εσύ ποτέ,να μη χαθείς ποτέ,ποτέ απ'τη ζωή μου
γιατί κυλάς όπως το αίμα στο κορμί μου.
Μου δίνεις δύναμη και νόημα να ζω,εσύ,εσύ...

Μουσική: Νίκος Ιγνατιάδης. Στίχοι: Μάνος Κουφιανάκης

Πρώτη εκτέλεση: Μαρινέλλα

video 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
01 Ιουλίου 2011, 19:49
ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ
Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα...  

"Στους δρόμους πάνω,στις χειμωνιάτικες νύχτες,χωρίς λημέρι,χωρίς ρούχα,ούτε ψωμί,μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά:αδυναμία ή δύναμη;Να σαι, είναι η δύναμη.Δεν ξέρεις ούτε που πας,ούτε γιατί πας,μπες παντού,αποκρίσου σ΄όλα.Δε θα σε σκοτώσουν πιο πολύ απ ό,τι αν ήσουν πτώμα..."

video 

- Στείλε Σχόλιο
13 Μαρτίου 2008, 19:23
Η Δικαιοσύνη και η Αδικία
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κάποια μέρα συναντήθηκαν η Δικαιοσύνη και η Αδικία κι άρχισαν να καβγαδίζουν για το πώς είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την δικαιοσύνη ή με την αδικία; Η Αδικία υποστήριζε με πάθος ότι είναι καλύτερα να ζει ο κόσμος με την αδικία, ενώ η Δικαιοσύνη έλεγε πως δεν υπάρχει καλύτερο σύστημα από εκείνο όπου επικρατεί ο νόμος της δικαιοσύνης. Λογομάχησαν, είπε η καθεμία  τα δικά της, χωρίς τελικά ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η Αδικία να αλλάξουν γνώμη.

Κάποια στιγμή η Αδικία στρέφεται στη Δικαιοσύνη και της προτείνει:

-Αφού δε συμφωνείς μ΄ αυτά που σου λέω, δεν πάμε καλύτερα να κρίνει ένας σοφός γέροντας;

-Πάμε, απάντησε η Δικαιοσύνη.

Πήραν το δρόμο και πήγαν και βρήκαν το σοφό γέροντα.

-Θέλουμε να μας λύσεις μια διαφορά, του λέει η Αδικία. Πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;

-Τι ποσό βάλατε για στοίχημα, ρώτησε ο σοφός γέροντας.

-Εκατό ρούβλια, απάντησαν κι οι δυο μ΄ ένα στόμα.

-Λοιπόν, Δικαιοσύνη, λέει τότε ο σοφός γέροντας, πρέπει να ξέρεις πως έχασες το στοίχημα. Σήμερα ζεις καλύτερα με την αδικία!

Η Δικαιοσύνη έβγαλε από την τσέπη της εκατό ρούβλια και τα έδωσε στην Αδικία, λέγοντας πως δεν την έπεισε ο σοφός γέροντας και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είναι καλύτερα να ζει κανείς σε συνθήκες δικαιοσύνης.

-Αφού δεν πείστηκες, λέει η Αδικία, έλα να πάμε στο δικαστή. Αν κερδίσεις εσύ το στοίχημα, θα σου δώσω χίλια ρούβλια. Αν, όμως, κερδίσω εγώ, δε θέλω λεφτά –αλλά θα σου βγάλω τα μάτια. Συμφωνείς;

-Συμφωνώ!, απάντησε η Δικαιοσύνη.

Πήγαν στο δικαστή και τον ρώτησαν πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;

Ο δικαστής έδωσε την ίδια απάντηση:

-Σήμερα ζει κανείς καλύτερα με την αδικία.

Τότε η Αδικία έβγαλε τα μάτια της Δικαιοσύνης, τα πήρε κι έφυγε.

Η Δικαιοσύνη έμεινε έτσι τυφλή. Μιας και δεν έβλεπε, πήρε ένα ραβδί κι άρχισε να ψαχουλεύει στο δρόμο, για να μη σκοντάψει και πέσει.

 

Περπάτησε, περπάτησε όλη μέρα και, κάποια στιγμή, όταν νύχτωσε, έφτασε μπροστά σ΄ ένα βάλτο. Κουρασμένη όπως ήταν, ξάπλωσε στην άκρη του βάλτου, στο χορτάρι, για να ξαποστάσει. Τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν πάνω στο βάλτο οι σατανάδες. Ο αρχισατανάς άρχισε να ρωτάει έναν έναν τους σατανάδες τι έκαναν εκείνη τη μέρα.

-Εγώ, λέει ένας σατανάς, κατέστρεψα την ψυχή ενός ανθρώπου.

-Εγώ, λέει κάποιος άλλος, έσπρωξα έναν άνθρωπο να κάνει μια μεγάλη αμαρτία.

Κάποια στιγμή πετάγεται κι η Αδικία και λέει θριαμβευτικά:

-Εγώ έβαλα δυο φορές στοίχημα με τη Δικαιοσύνη. Στο πρώτο κέρδισα εκατό ρούβλια και στο δεύτερο της έβγαλα τα μάτια!

-Για τα εκατό ρούβλια αξίζεις συγχαρητήρια που τα κέρδισες, της λέει ο αρχισατανάς. Αλλά για τα μάτια που πήρες δεν κέρδισες και τίποτα το σπουδαίο. Αν η Δικαιοσύνη τρίψει τα μάτια της με το χορτάρι που φυτρώνει εδώ, θα ξαναβρεί το φως της. η Δικαιοσύνη άκουσε τα λόγια του αρχισατανά και χάρηκε.

Σε λίγο λάλησε ο πετεινός κι η συμμορία των σατανάδων βυθίστηκε και χάθηκε μέσα στο βάλτο. Τότε, η Δικαιοσύνη έκοψε μια φούντα χορτάρι κι άρχισε να τρίβει τις άδειες κόγχες των ματιών της. Και το θαύμα έγινε. Στις κόγχες εμφανίστηκαν και πάλι τα δυο αστραφτερά της μάτια. Έτσι, η Δικαιοσύνη ξαναβρήκε το φως της, πέταξε το ραβδί και πήρε το δρόμο του γυρισμού, αφού έβαλε στο ταγάρι και λίγο θαυματουργό χορτάρι.

 

Εκείνον τον καιρό είχε χάσει το φως της η κόρη του άρχοντα της χώρας. Απελπισμένος ο άρχοντας έβγαλε φιρμάνι, που έλεγε πως οποίος της ξαναδώσει το φως της θα την πάρει για γυναίκα του.

Άκουσε κι η Δικαιοσύνη για το φιρμάνι και πήγε στο παλάτι. Έτριψε τα μάτια της κοπέλας με το θαυματουργό χορτάρι και της ξανάδωσε το φως.

-Τι θέλεις να σου δώσω για αντάλλαγμα για το καλό που μου κανες; Ζήτησε ό, τι θέλεις και θα το έχεις!, της είπε ο άρχοντας.

-Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα! του είπε ταπεινά η Δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι να καταργήσεις τους νόμους της αδικίας και να αφήσεις τον κόσμο να ζει σε συνθήκες δικαιοσύνης. Αν δεν το κάνεις, η κόρη σου θα ξαναχάσει το φως της. το ίδιο και συ κι όλοι εδώ μέσα στο παλάτι!

Ο άρχοντας, που στην αρχή δεν ήθελε να καταργήσει τους νόμους της αδικίας, τρόμαξε απ΄ αυτά που άκουσε. Έβγαλε φιρμάνι που καταργούσε όλους τους άδικους νόμους. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει και να κυβερνήσει χωρίς την αδικία, σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα μαζί με την οικογένειά του.

Έτσι, απαλλαγμένοι από την αδικία και από τον άρχοντα-τύραννο, οι κάτοικοι αυτής της μακρινής χώρας άρχισαν να ζουν μια νέα ζωή, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, χωρίς μίση, πολέμους, σκοτωμούς και κακουργήματα.

Ομόφωνα διάλεξαν για αρχηγό της χώρα τη Δικαιοσύνη, που, για να κρίνει σωστά κι ανεπηρέαστα, δίκαζε πάντα με δεμένα μάτια και με τη ζυγαριά στο χέρι.

Από τότε οι άνθρωποι έτσι ακριβώς απεικονίζουν τη Δικαιοσύνη: με δεμένα μάτια και με μια ζυγαριά στο χέρι.

 

ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΕΤΣΙΝΗΣ-ΡΩΣΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, Εκδόσεις Καστανιώτη

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
05 Φεβρουαρίου 2008, 19:13
Ιστορίες φτιαγμένες στη μηχανή
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Γενάρης:Τα ψάρια

«Πρόσεχε» λέει το μεγάλο ψάρι στο μικρό «εκείνο εκεί είναι αγκίστρι. Μην το χάψεις».

«Γιατί;» ρωτάει το μικρό ψάρι.

«Για δυο λόγους» απαντάει το μικρό ψάρι. «Ο πρώτος είναι πως έτσι και το χάψεις, σε πιάνουνε, σε αλευρώνουνε και σε τηγανίζουνε. Κι ύστερα σε τρώνε, με δυο φύλλα μαρούλι για γαρνιτούρα».

«Αμάν, αμάν! Μα τι λέω, χίλια ευχαριστώ. Μου έσωσες τη ζωή. Και ο δεύτερος λόγος;»

«Ο δεύτερος λόγος» λέει το μεγάλο ψάρι «είναι πως θέλω να σε φάω εγώ».

 

Φλεβάρης: Ο αριθμός τριάντα τρία

Γνωρίζω έναν εμποράκο. Δεν εμπορεύεται ούτε ζάχαρη ούτε καφέ, δεν πουλάει ούτε σαπούνι ούτε ψητά δαμάσκηνα. Πουλάει μονάχα τον αριθμό τριάντα τρία.

Είναι ένας άνθρωπος εντιμότατος, πουλάει γνήσιο εμπόρευμα και δεν κλέβει ποτέ στο ζύγι. Δεν είναι απ΄ αυτούς που λένε «Ορίστε το τριάντα τρία σας, κύριε» και μπορεί να ναι μόνο το τριάντα ένα ή ακόμα και το είκοσι εννιά.

Τα τριάντα τρία του είναι όλα εγγυημένα ως προς την προέλευση, μονά εκατό τοις εκατό, τρεις δεκάδες και τρεις μονάδες, και πάντα τονίζονται στην παραλήγουσα.

Ωστόσο, δεν έχει και πολλές δουλειές. Δεν υπάρχει και πολύ ζήτηση του τριάντα τρία. Μόνο αυτοί που πρέπει να πάνε στο γιατρό να κοιτάξουν τα πνευμόνια τους μπαίνουν στο μαγαζάκι και αγοράζουν ένα. Ωστόσο υπάρχουν κι αυτοί που αγοράζουν το τριάντα τρία, γιατί δεν μπορούν να πουν το «ρ» και πρέπει να κάνουν εξάσκηση. Εκείνος πάντως δεν παραπονιέται. Μπορεί να του στείλετε κι ένα παιδάκι ακόμα, κι ένα γατί, και να είστε βέβαιοι πως δεν πρόκειται να τα ξεγελάσει.

Είναι ένας τίμιος επιχειρηματίας. Στο μέτρο των δυνατοτήτων του, είναι ένας στυλοβάτης της κοινωνίας μας.

 

Αυτά και…άλλα για τους μήνες (και όχι μόνο) στο βιβλίο του Τζιάννι Ροντάρι «Ιστορίες φτιαγμένες στη μηχανή», εκδόσεις Μεταίχμιο. Βέβαια δεν ξέρω αν θα το βρείτε σε μεγάλα βιβλιοπωλεία. Εγώ το αναζήτησα στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας και δεν υπήρχε-είχε εξαντληθεί. Γι΄ αυτό κατέφυγα στην παιδική βιβλιοθήκη της Φλώρινας και το δανείστηκα. Είχα να την επισκεφτώ από όταν ήμουν φοιτήτρια και είμαι ενθουσιασμένη! Δεν είναι καμιά τεράστια, αλλά μετέφεραν εκεί και όλα τα λογοτεχνικά των ενηλίκων και τώρα ξέρω τι θα κάνω κάθε Σάββατο πρωί!!

 

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
06 Μαΐου 2007, 11:46
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Η απάντηση του παπαγάλου.
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Παραμύθι από την Ινδία

Ένας εκπαιδευμένος παπαγάλος είχε μάθει να μιλά, αλλά έλεγε μόνο μία φράση: «Δεν υπάρχει αμφιβολία!». Το αφεντικό του, που είχε βαρεθεί να ασχολείται μαζί του, αποφάσισε να τον πουλήσει. «Πόσο κάνει;», ρώτησε ένας περαστικός. «Εκατό ρουπίες», απάντησε με αποφασιστικότητα ο πωλητής. «Μεγάλο ποσό για έναν παπαγάλο!», είπε ο περαστικός και στράφηκε στο πουλί: «Αξίζεις στ΄ αλήθεια τόσα χρήματα;». «Δεν υπάρχει αμφιβολία!», απάντησε ο παπαγάλος. Ο άνθρωπος θαύμασε την απάντησή του και τον αγόρασε αμέσως. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι είχε πιαστεί κορόιδο, γιατί ο παπαγάλος ήξερε μόνο αυτή τη φράση. Έτσι, κοιτάζοντας το πουλί, είπε: «Ήμουν πράγματι χαζός, που σε αγόρασα!». «Δεν υπάρχει αμφιβολία!», απάντησε ο παπαγάλος. Ο άνθρωπος γέλασε με την καρδιά του και τον άφησε να πετάξει ελεύθερος… 

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι-Εκδ. οίκος Π. Τραυλος)

- Στείλε Σχόλιο
28 Απριλίου 2007, 22:44
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Η αμάθεια.
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Παραμύθι από την Κίνα

 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας έμπορος πολύ πλούσιος, αλλά και πολύ αμόρφωτος. Είχε ένα μεγαλόπρεπο παλάτι, ρούχα ραμμένα με χρυσές και ασημένιες κλωστές και πολλά άλογα και άμαξες, αλλά δεν ήξερε να διαβάζει. Ένα βράδυ, ενώ γινόταν δεξίωση στο σπίτι του, ένας υπηρέτης του παρέδωσε ένα γράμμα, στο οποίο έπρεπε να απαντήσει αμέσως. Οι καλεσμένοι κοιτούσαν τον έμπορο κι εκείνος έκανε ότι διάβαζε το μήνυμα, που έλεγε: «Στείλτε μου αμέσως ένα γάιδαρο!». «Τι να απαντήσω στον υπηρέτη του φίλου σας;», ρώτησε ο δικός του υπηρέτης. Ο έμπορος, που δεν ήξερε ανάγνωση, απάντησε: «Πες στον φίλο μου ότι θα πάω αμέσως να τον βρω!». 

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π. Τραυλος)

 

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
22 Απριλίου 2007, 16:25
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Η υπεροψία
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Παραμύθι από τα Βαλκάνια

 Ένας κόκορας, φουσκώνοντας από περηφάνια, διαλαλούσε: «Αν ο Ήλιος κάθε πρωί αφήνει το ζεστό κρεβάτι του πάνω στα σύννεφα, σε μένα το χρωστάτε, που τον ξυπνώ με το λάλημά μου! Αν δεν ήμουν εγώ, ολόκληρη η γη θα υπέφερε από το κρύο!». Μια νύχτα επισκέφτηκε το κοτέτσι η αλεπού. Άρπαξε δυο κότες και σαν να μην έφτανε αυτό, προσπάθησε να σκοτώσει και τον ψωροπερήφανο κόκορα. Εκείνος πάλεψε γενναία για τη ζωή του, μέχρι που η αλεπού άκουσε τους σκύλους και το βαλε στα πόδια. Ο κόκορας όμως ήταν σε κακά χάλια. Τα φτερά του είχαν χάσει το ζωντανό τους χρώμα και πονούσαν τόσο τα κόκαλά του, που κούρνιασε ο ταλαίπωρος σε μια γωνιά του κοτετσιού. Μετά από λίγε μέρες, ο κόκορας έγινε καλά, αλλά μαζί με τη δύναμή του, ξαναβρήκε την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία του. Έτσι άρχισε πάλι να εξυμνεί τα δικαιώματά του πάνω στον Ήλιο. Ένα κοράκι, που βαρέθηκε να τον ακούει, τον διέκοψε λέγοντας: «Φίλε μου, μας είχες πείσει ότι ο Ήλιος βγαίνει και λάμπει χάρη σε σένα, αλλά μάθε ότι όταν εσύ ήσουν άρρωστος, ο Ήλιος έβγαινε όπως κάθε μέρα». «Μα φυσικά!», απάντησε ο κόκορας. «Έχω εκπαιδεύσει τόσο καλά τον γέρο-Ήλιο, που δεν τεμπελιάζει στο κρεβάτι του!» 

(Κάθε μέρα ένα παραμύθι, Εκδ. οίκος Π. Τραυλος)

 

Σωστός ο κόκορας ε;

  :-D :-D :-D :-D 

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
18 Μαρτίου 2007, 10:00
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Η λαγουδίνα που παντρεύτηκε.
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Παραμύθι από τη Σκανδιναβία

Υπήρχε μια φορά μια λαγουδίνα που έτρεχε χαρούμενη στα λιβάδια, κάνοντας τούμπες και φωνάζοντας: "Ζήτω!Ζήτω!Σήμερα παντρεύτηκα!".Μια αλεπού που την άκουσε, είπε:"Τι χαρούμενη που είσαι!Θα είσαι πράγματι πολύ τυχερή!"."Όχι, καθόλου!", απάντησε η λαγουδίνα."Ο άντρας μου είναι πολύ άσχημος.Έχει μακριά, γαμψά νύχια και απαίσια πόδια!"."Μα αυτό είναι μεγάλη ατυχία!", φώναξε η αλεπού."Κάθε άλλο! Έχει ένα υπέροχο σπίτι και είναι πάμπλουτος!". "Ε, τότε είχα δίκιο που είπα ότι είσαι τυχερή!". "Δεν πρόκειται για τύχη ακριβώς", εξήγησε η λαγουδίνα."Βλέπεις το σπίτι μας κάηκε μαζί με όλα μας τα πλούτη!". "Τι κρίμα!Τι ατυχία!", παραδέχτηκε η αλεπού. "Μα όχι, δεν είναι ατυχία!Το αντίθετο μάλιστα.Ο άντρας μου κάηκε μαζί με το σπίτι!", φώναξε η λαγουδίνα και δίνοντας ένα σάλτο χάθηκε στο δάσος....

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π.Τραυλος)

Τα συμπεράσματα δικά σας.........

(Κι αν βγάλετε άκρη, πείτε μου και μένα....:D)

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
04 Μαρτίου 2007, 10:30
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια(ΤΕΛΟΣ)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

-Θέλω τριάντα τρία ροζ ρουμπίνια!, είπε η πριγκίπισσα.

-Θα τα έχεις!, είπε ο ιππότης. Θα τα βρω και θα στα φέρω, τρισαγαπημένη! Περίμενέ με, δεν θα αργήσω!

Έτσι, λοιπόν, ο ιππότης Ρουλεμάν ξεκίνησε να βρει τα τριάντα τρία ροζ ρουμπίνια.Πέρασε από το Χνουδιστάν που ήταν γεμάτο με πολύχρωμα χνούδια και από το Αβγάτηγανιστάν,  που στα μαγέρικά του στρουμπουλοί μάγειροι σερβίριζαν τα πιο όμορφα τηγανιτά αβγά του κόσμου και λίγο παρακάτω συνάντησε…

Ο ιππότης συνάντησε έναν τσαλαπετεινόο που πούλαγε ακριβές τσατσάρες με δοντάκια και φτηνές χωρίς δοντάκια.
-Μήπως ξέρεις που μπορώ να βρω τριάντα τρία ποζ ρουμπίνια, τον ρώτησε.
-Στον κήπο της Ροζαλίας, απάντησε ο τσαλαπετεινός.
Μια και δυο ο ιππότης πήγε στον κήπο της Ροζαλίας.
Ο κήπος της Ροζαλίας είχε τριάντα τρεις ροδακινιές. Στην κάθε ροδακινιά κάθονταν τριάντα τρία πουλάκια που τα λέγανε ρουμπιτρούβ και το κάθε ρουμπιτρούβ κρατούσε στο ράμφος του ένα ροζ ρουμπίνι.

Ο ιππότης Ρουλεμάν στάθηκε μπροστά σε  μια ροδακινιά και κοίταξε τα ρουμπιτρούβ.

-Πως σας λένε, τρισχαριτωμένα μου πουλάκια;, ρώτησε ευγενικά.

-Ρουμπιτρούβ!, είπαν τα τριάντα τρία πουλάκια με μια φωνή και όπως άνοιξαν το ράμφος τους για να το πούνε, έπεσαν στο γρασίδι τα τριάντα τρία ροζ ρουμπίνια.

Ο ιππότης τα μάζεψε, γύρισε στο αλαβάστρινο κάστρο και τα πρόσφερε στην πριγκίπισσα Ελσιβίρα, που τα έκανε κολιέ και τα φοράει από τότε κάθε βράδυ γύρω από τον λυγερό λαιμό της. Οι γάμοι τους έγιναν την άλλη Κυριακή κι έζησαν από τότε ευτυχισμένοι στο κάστρο με τα καναρίνια.

ΤΕΛΟΣ

(Ευγένιος Τριβιζάς ,Τα 33 ροζ ρουμπίνια, Εκδόσεις Καλέντη)

- Στείλε Σχόλιο
24 Φεβρουαρίου 2007, 19:06
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια(Μέρος έκτο)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια. Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια. Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…Ο ιππότης ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό του σε μια ροδιά και χτύπησε με θάρρος την πύλη του κάστρου. Του άνοιξε ένας ασπρογένης θαλαμηπόλος που φορούσε στολή από θαλασσί βελούδο και παπούτσια με χρυσές αγκράφες.

-Ποιος είστε και τι επιθυμείτε, παρακαλώ;, τον ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ να ζητήσω σε γάμο την πριγκίπισσα.

-Πάρτε αυτόν εδώ τον αριθμό προτεραιότητας και ακολουθήστε με στην αίθουσα αναμονής, είπε ο θαλαμηπόλος και του έδωσε ένα χαρτάκι.

-Γιατί το χαρτάκι που μου δώσατε γράφει απάνω «73»;, απόρησε ο ιππότης.

-Επειδή άλλοι εβδομήντα δύο πρίγκιπες ήρθαν σήμερα για να ζητήσουν σε γάμο την πριγκίπισσα από τον πατέρα της, τον βασιλιά Μπογκονάρ τον Στρουμπουλό τον τρίτο, που δοξασμένο ας είναι το όνομά του και το όνομα της Φιφίτσας της νυφίτσας του!

-Πόσοι ιππότες είπατε;

-Εβδομήντα δύο.

-Τόσοι πολλοί;

-Εχτές είχαμε ενενήντα και προχθές εκατόν ογδόντα πέντε. Αααχ, αυτή η πριγκίπισσα! Όλους τους μαγεύει με την καλοσύνη και την ομορφιά της...

-Καλά. Τι να κάνω; Θα περιμένω και γω τη σειρά μου, είπε ο ιππότης. Οδηγήστε με στην αίθουσα αναμονής!

Μπρος ο θαλαμηπόλος και πίσω ο ιππότης ανέβηκαν 733 μαρμάρινα σκαλοπάτια, περάσανε δώδεκα διαδρόμους στρωμένους με βαρύτιμα χαλιά και φτάσανε σε μια αίθουσα με αψιδωτά παράθυρα όπου περίμεναν άλλοι 72 ιππότες. Μερικοί ιππότες έπαιζαν ζάρια, άλλοι έστριβαν τα μουστάκια τους, άλλοι ακόνιζαν τα ξίφη τους, άλλοι έσκαγαν τα μπιμπίκια στη μύτη τους, άλλοι μπάλωναν τις κάλτσες τους, ενώ πέντε-έξι έκαναν πους-απς για να είναι σε φόρμα. Ο ιππότης Ρουλεμάν κάθισε σε ένα σκαμνάκι και περίμενε με υπομονή τη σειρά του. Επειδή όμως ήταν πολύ κουρασμένος, τον πήρε ο ύπνος, χωρίς να προσέξει ότι κάτω από το σκαμνάκι που είχε καθίσει υπήρχε μια ταμπελίτσα που έλεγε:ΟΠΟΙΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 3 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 3 ΛΕΠΤΑ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ Σ΄ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΦΟΥΝΤΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑΣ. Ο ιππότης κοιμήθηκε το λοιπόν 1 ώρα, 2 ώρες, 3 ώρες και 1 λεπτό, 3 ώρες και 2 λεπτά, 3 ώρες και 2 και ½ λεπτά…………………………………………………………………
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ένας άλλος ιππότης τον σκούντηξε ελαφρά.
-Έφτασε η σειρά σου, του είπε.

Ο ιππότης μπήκε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί, σ΄ έναν μεγαλόπρεπο θρόνο από αλάβαστρο, καθόταν ο βασιλιάς Μπογκονάρ ο Στρουμπουλός ο τρίτος, με τη Φιφίτσα τη νυφίτσα στα γόνατά του. Ο ιππότης έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

-Ποιος είσαι, ξένε, και τι επιθυμείς;, ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ, μεγαλειότατε,  να ζητήσω σε γάμο την κόρη σας.

-Ποια από τις δύο; Την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

Ο ιππότης ξεροκατάπιε.

-Δύο κορούλες έχετε;, ρώτησε.

-Εφτά έχω, αλλά οι τέσσερις έχουν ήδη παντρευτεί και ζουν ευτυχισμένες σε μακρινά βασίλεια και η μία, η Τζιτζιφούλα, το στερνοπούλι μου, δε θέλει να παντρευτεί ποτέ της.

-Ποια ήταν αυτή που τάιζε τα περιστέρια στον εξώστη πριν από λίγο;, ρώτησε ο ιππότης.

-Που θες να ξέρω, νεαρέ μου; Το κάστρο μου έχει εξήντα δύο εξώστες! Λέγε γρήγορα, γιατί δεν έχω καιρό για χάσιμο. Πρέπει να κηρύξω τον πόλεμο στο γειτονικό βασίλειο, το βασίλειο της Ντολμανδίας. Λοιπόν, ποια θέλεις να ζητήσεις σε γάμο:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;...

-Μπορείτε να μου περιγράψετε, σας παρακαλώ, τις δυο κόρες σας;, ρώτησε ο ιππότης.


-Βεβαίως!, απάντησε ο βασιλιάς. Η μία έχει μαλλιά πιο μαύρα από τον έβενο, δέρμα πιο άσπρο από το χιόνι και μάτια πιο γαλάζια από τον μαγιάτικο ουρανό. Η άλλη έχει μαλλιά πιο πράσινα από το σπανάκι, σχιστά μάτια σαύρας και δέρμα χελώνας.


-Γιατί η δεύτερη είναι έτσι, κάπως λίγο αποκρουστική;


-Είναι από τον προηγούμενο γάμο μου με μια μάγισσα. Έκανα βλέπεις το σφάλμα, όταν ήμουν νέος, και παντρεύτηκα τη μάγισσα Ζαρζουέλα. Τι τα θες; Νεανικές τρέλες! Ποια επιθυμείς, λοιπόν, να παντρευτείς:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;


-Χμμμμ...Ποια από τις δύο είπατε ότι είναι εκείνη που έχει μαλλιά πιο μαύρα από τον έβενο, δέρμα πιο άσπρο από το χιόνι και μάτια πιο γαλάζια από τον μαγιάτικο ουρανό;


-Αααα, αυτό δεν μπορώ να στο πω! Σε ρωτάω, λοιπόν, για τελευταία φορά, ιππότη. Ποια από τις δύο θέλεις:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

-Άλλαξα γνώμη. Δεν θέλω να παντρευτώ! είπε ο ιππότης. Δεν θα πάρω καλύτερα πριγκίπισσα! Είμαι πολύ μικρός ακόμα. Έχω καιρό. Θα ξαναπεράσω σε καμιά δεκαριά χρόνια. Όταν θα  ‘μαι  λίγο πιο ώριμος!

Το πρόσωπο του βασιλιά Μπογκονάρ του Στρουμπουλού του τρίτου συννέφιασε, το μουστάκι του τσιτώθηκε και τα μάτια του άρχισαν να πετάνε αστραπές.

-Τώρα πια είναι πολύ αργά! βροντοφώναξε. Δεν μπορείς να προσβάλεις έναν άρχοντα σαν και μένα μ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. αν δεν θέλεις να σου κόψω το κεφάλι και τ΄ αυτιά, απάντησέ μου αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ποια από τις δύο κόρες μου θέλεις να παντρευτείς: την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα; ...

-Την Ελσιβίρα!, απάντησε ο ιππότης.


-Ειδοποίησε την κόρη μου, την πριγκίπισσα Ελσιβίρα, να έρθει στην αίθουσα του θρόνου!, πρόσταξε ο βασιλιάς έναν υπασπιστή,  χαϊδεύοντας τη Φιφίτσα τη νυφίτσα του.
Σε λίγο μια κρυστάλλινη πόρτα που είχε για πόμολο ένα σμαραγδένιο τριφύλλι άνοιξε και εμφανίστηκε η Ελσιβίρα. Ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα χείλη του ιππότη. Αναγνώρισε αμέσως την πεντάμορφη πριγκίπισσα που είχε δει στον εξώστη του κάστρου να ταΐζει με σπυριά ροδιού τα καναρίνια.
-Ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν ζητάει το χέρι σου σε γάμο, είπε ο βασιλιάς. Τι λες; Να του το δώσουμε;
-Να του το δώσουμε, αρκεί να μου φέρει κάτι που θα του ζητήσω!, είπε η πριγκίπισσα Ελσιβίρα.

(συνέχεια)-Θέλω τριάντα τρία ροζ ρουμπίνια!, είπε η πριγκίπισσα.

-Θα τα έχεις!, είπε ο ιππότης. Θα τα βρω και θα στα φέρω, τρισαγαπημένη! Περίμενέ με, δεν θα αργήσω!

Έτσι, λοιπόν, ο ιππότης Ρουλεμάν ξεκίνησε να βρει τα τριάντα τρία ροζ ρουμπίνια.Πέρασε από το Χνουδιστάν που ήταν γεμάτο με πολύχρωμα χνούδια και από το Αβγάτηγανιστάν,  που στα μαγέρικά του στρουμπουλοί μάγειροι σερβίριζαν τα πιο όμορφα τηγανιτά αβγά του κόσμου και λίγο παρακάτω συνάντησε…

ΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ:

1.Ένα ελεφαντάκι που τρώει παπαρούνες;

2.Έναν τσαλαπετεινό που πουλάει τσατσάρες;

(Ευγένιος Τριβιζάς,Τα 33 ροζ ρουμπίνια,Εκδόσεις Καλέντη)

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
17 Φεβρουαρίου 2007, 22:17
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια(Μέρος πέμπτο)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια. Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια. Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…Ο ιππότης ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό του σε μια ροδιά και χτύπησε με θάρρος την πύλη του κάστρου. Του άνοιξε ένας ασπρογένης θαλαμηπόλος που φορούσε στολή από θαλασσί βελούδο και παπούτσια με χρυσές αγκράφες.

-Ποιος είστε και τι επιθυμείτε, παρακαλώ;, τον ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ να ζητήσω σε γάμο την πριγκίπισσα.

-Πάρτε αυτόν εδώ τον αριθμό προτεραιότητας και ακολουθήστε με στην αίθουσα αναμονής, είπε ο θαλαμηπόλος και του έδωσε ένα χαρτάκι.

-Γιατί το χαρτάκι που μου δώσατε γράφει απάνω «73»;, απόρησε ο ιππότης.

-Επειδή άλλοι εβδομήντα δύο πρίγκιπες ήρθαν σήμερα για να ζητήσουν σε γάμο την πριγκίπισσα από τον πατέρα της, τον βασιλιά Μπογκονάρ τον Στρουμπουλό τον τρίτο, που δοξασμένο ας είναι το όνομά του και το όνομα της Φιφίτσας της νυφίτσας του!

-Πόσοι ιππότες είπατε;

-Εβδομήντα δύο.

-Τόσοι πολλοί;

-Εχτές είχαμε ενενήντα και προχθές εκατόν ογδόντα πέντε. Αααχ, αυτή η πριγκίπισσα! Όλους τους μαγεύει με την καλοσύνη και την ομορφιά της...

-Καλά. Τι να κάνω; Θα περιμένω και γω τη σειρά μου, είπε ο ιππότης. Οδηγήστε με στην αίθουσα αναμονής!

Μπρος ο θαλαμηπόλος και πίσω ο ιππότης ανέβηκαν 733 μαρμάρινα σκαλοπάτια, περάσανε δώδεκα διαδρόμους στρωμένους με βαρύτιμα χαλιά και φτάσανε σε μια αίθουσα με αψιδωτά παράθυρα όπου περίμεναν άλλοι 72 ιππότες. Μερικοί ιππότες έπαιζαν ζάρια, άλλοι έστριβαν τα μουστάκια τους, άλλοι ακόνιζαν τα ξίφη τους, άλλοι έσκαγαν τα μπιμπίκια στη μύτη τους, άλλοι μπάλωναν τις κάλτσες τους, ενώ πέντε-έξι έκαναν πους-απς για να είναι σε φόρμα.Ο ιππότης Ρουλεμάν κάθισε σε ένα σκαμνάκι και περίμενε με υπομονή τη σειρά του. Επειδή όμως ήταν πολύ κουρασμένος, τον πήρε ο ύπνος, χωρίς να προσέξει ότι κάτω από το σκαμνάκι που είχε καθίσει υπήρχε μια ταμπελίτσα που έλεγε:ΟΠΟΙΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 3 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 3 ΛΕΠΤΑ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ Σ΄ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΦΟΥΝΤΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑΣ. Ο ιππότης κοιμήθηκε το λοιπόν 1 ώρα, 2 ώρες, 3 ώρες και 1 λεπτό, 3 ώρες και 2 λεπτά, 3 ώρες και 2 και ½ λεπτά…………………………………………………………………
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ένας άλλος ιππότης τον σκούντηξε ελαφρά.
-Έφτασε η σειρά σου, του είπε.

Ο ιππότης μπήκε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί, σ΄ έναν μεγαλόπρεπο θρόνο από αλάβαστρο, καθόταν ο βασιλιάς Μπογκονάρ ο Στρουμπουλός ο τρίτος, με τη Φιφίτσα τη νυφίτσα στα γόνατά του. Ο ιππότης έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

-Ποιος είσαι, ξένε, και τι επιθυμείς;, ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ, μεγαλειότατε,  να ζητήσω σε γάμο την κόρη σας.

-Ποια από τις δύο; Την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

Ο ιππότης ξεροκατάπιε.

-Δύο κορούλες έχετε;, ρώτησε.

-Εφτά έχω, αλλά οι τέσσερις έχουν ήδη παντρευτεί και ζουν ευτυχισμένες σε μακρινά βασίλεια και η μία, η Τζιτζιφούλα, το στερνοπούλι μου, δε θέλει να παντρευτεί ποτέ της.

-Ποια ήταν αυτή που τάιζε τα περιστέρια στον εξώστη πριν από λίγο;, ρώτησε ο ιππότης.

-Που θες να ξέρω, νεαρέ μου; Το κάστρο μου έχει εξήντα δύο εξώστες! Λέγε γρήγορα, γιατί δεν έχω καιρό για χάσιμο. Πρέπει να κηρύξω τον πόλεμο στο γειτονικό βασίλειο, το βασίλειο της Ντολμανδίας. Λοιπόν, ποια θέλεις να ζητήσεις σε γάμο:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;"...

-Μπορείτε να μου περιγράψετε, σας παρακαλώ, τις δυο κόρες σας;, ρώτησε ο ιππότης.
-Βεβαίως!, απάντησε ο βασιλιάς. Η μία έχει μαλλιά πιο μαύρα από τον έβενο, δέρμα πιο άσπρο από το χιόνι και μάτια πιο γαλάζια από τον μαγιάτικο ουρανό. Η άλλη έχει μαλλιά πιο πράσινα από το σπανάκι, σχιστά μάτια σαύρας και δέρμα χελώνας.
-Γιατί η δεύτερη είναι έτσι, κάπως λίγο αποκρουστική;
-Είναι από τον προηγούμενο γάμο μου με μια μάγισσα. Έκανα βλέπεις το σφάλμα, όταν ήμουν νέος, και παντρεύτηκα τη μάγισσα Ζαρζουέλα. Τι τα θες; Νεανικές τρέλες! Ποια επιθυμείς, λοιπόν, να παντρευτείς:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;
-Χμμμμ...Ποια από τις δύο είπατε ότι είναι εκείνη που έχει μαλλιά πιο μαύρα από τον έβενο, δέρμα πιο άσπρο από το χιόνι και μάτια πιο γαλάζια από τον μαγιάτικο ουρανό;
-Αααα, αυτό δεν μπορώ να στο πω! Σε ρωτάω, λοιπόν, για τελευταία φορά, ιππότη. Ποια από τις δύο θέλεις:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

(συνέχεια)-Άλλαξα γνώμη. Δεν θέλω να παντρευτώ! είπε ο ιππότης. Δεν θα πάρω καλύτερα πριγκίπισσα! Είμαι πολύ μικρός ακόμα. Έχω καιρό. Θα ξαναπεράσω σε καμιά δεκαριά χρόνια. Όταν θα  ‘μαι  λίγο πιο ώριμος!

Το πρόσωπο του βασιλιά Μπογκονάρ του Στρουμπουλού του τρίτου συννέφιασε, το μουστάκι του τσιτώθηκε και τα μάτια του άρχισαν να πετάνε αστραπές.

-Τώρα πια είναι πολύ αργά! βροντοφώναξε. Δεν μπορείς να προσβάλεις έναν άρχοντα σαν και μένα μ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. αν δεν θέλεις να σου κόψω το κεφάλι και τ΄ αυτιά, απάντησέ μου αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ποια από τις δύο κόρες μου θέλεις να παντρευτείς: την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ:

1.Την Ελσινόρη

2.Την Ελσιβίρα

3.Καμία από τις δύο!

(Ευγένιος Τριβιζάς,Τα 33 ροζ ρουμπίνια,Εκδόσεις Καλέντη)

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
11 Φεβρουαρίου 2007, 09:59
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια(Μέρος τέταρτο)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια. Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια. Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…Ο ιππότης ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό του σε μια ροδιά και χτύπησε με θάρρος την πύλη του κάστρου. Του άνοιξε ένας ασπρογένης θαλαμηπόλος που φορούσε στολή από θαλασσί βελούδο και παπούτσια με χρυσές αγκράφες.-Ποιος είστε και τι επιθυμείτε, παρακαλώ;, τον ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ να ζητήσω σε γάμο την πριγκίπισσα.

-Πάρτε αυτόν εδώ τον αριθμό προτεραιότητας και ακολουθήστε με στην αίθουσα αναμονής, είπε ο θαλαμηπόλος και του έδωσε ένα χαρτάκι.

-Γιατί το χαρτάκι που μου δώσατε γράφει απάνω «73»;, απόρησε ο ιππότης.

-Επειδή άλλοι εβδομήντα δύο πρίγκιπες ήρθαν σήμερα για να ζητήσουν σε γάμο την πριγκίπισσα από τον πατέρα της, τον βασιλιά Μπογκονάρ τον Στρουμπουλό τον τρίτο, που δοξασμένο ας είναι το όνομά του και το όνομα της Φιφίτσας της νυφίτσας του!-Πόσοι ιππότες είπατε;-Εβδομήντα δύο.

-Τόσοι πολλοί;

-Εχτές είχαμε ενενήντα και προχθές εκατόν ογδόντα πέντε. Αααχ, αυτή η πριγκίπισσα! Όλους τους μαγεύει με την καλοσύνη και την ομορφιά της...

-Καλά. Τι να κάνω; Θα περιμένω και γω τη σειρά μου, είπε ο ιππότης. Οδηγήστε με στην αίθουσα αναμονής!

Μπρος ο θαλαμηπόλος και πίσω ο ιππότης ανέβηκαν 733 μαρμάρινα σκαλοπάτια, περάσανε δώδεκα διαδρόμους στρωμένους με βαρύτιμα χαλιά και φτάσανε σε μια αίθουσα με αψιδωτά παράθυρα όπου περίμεναν άλλοι 72 ιππότες. Μερικοί ιππότες έπαιζαν ζάρια, άλλοι έστριβαν τα μουστάκια τους, άλλοι ακόνιζαν τα ξίφη τους, άλλοι έσκαγαν τα μπιμπίκια στη μύτη τους, άλλοι μπάλωναν τις κάλτσες τους, ενώ πέντε-έξι έκαναν πους-απς για να είναι σε φόρμα.Ο ιππότης Ρουλεμάν κάθισε σε ένα σκαμνάκι και περίμενε με υπομονή τη σειρά του. Επειδή όμως ήταν πολύ κουρασμένος, τον πήρε ο ύπνος, χωρίς να προσέξει ότι κάτω από το σκαμνάκι που είχε καθίσει υπήρχε μια ταμπελίτσα που έλεγε:ΟΠΟΙΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 3 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 3 ΛΕΠΤΑ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ Σ΄ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΑΜΝΑΚΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΦΟΥΝΤΑ ΠΑΝΤΟΦΛΑΣ. Ο ιππότης κοιμήθηκε το λοιπόν 1 ώρα, 2 ώρες, 3 ώρες και 1 λεπτό, 3 ώρες και 2 λεπτά, 3 ώρες και 2 και ½ λεπτά…………………………………………………………………
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ένας άλλος ιππότης τον σκούντηξε ελαφρά.
-Έφτασε η σειρά σου, του είπε.

(συνέχεια)Ο ιππότης μπήκε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί, σ΄ έναν μεγαλόπρεπο θρόνο από αλάβαστρο, καθόταν ο βασιλιάς Μπογκονάρ ο Στρουμπουλός ο τρίτος, με τη Φιφίτσα τη νυφίτσα στα γόνατά του. Ο ιππότης έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

-Ποιος είσαι, ξένε, και τι επιθυμείς;, ρώτησε.

-Είμαι Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ, μεγαλειότατε,  να ζητήσω σε γάμο την κόρη σας.

-Ποια από τις δύο; Την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

Ο ιππότης ξεροκατάπιε.

-Δύο κορούλες έχετε;, ρώτησε.

-Εφτά έχω, αλλά οι τέσσερις έχουν ήδη παντρευτεί και ζουν ευτυχισμένες σε μακρινά βασίλεια και η μία, η Τζιτζιφούλα, το στερνοπούλι μου, δε θέλει να παντρευτεί ποτέ της.

-Ποια ήταν αυτή που τάιζε τα περιστέρια στον εξώστη πριν από λίγο;, ρώτησε ο ιππότης.

-Που θες να ξέρω, νεαρέ μου; Το κάστρο μου έχει εξήντα δύο εξώστες! Λέγε γρήγορα, γιατί δεν έχω καιρό για χάσιμο. Πρέπει να κηρύξω τον πόλεμο στο γειτονικό βασίλειο, το βασίλειο της Ντολμανδίας. Λοιπόν, ποια θέλεις να ζητήσεις σε γάμο:την Ελσινόρη ή την Ελσιβίρα;

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ;

1.Την Ελσιβίρα.

2.Την Ελσινόρη.

3.Μπορείτε να μου περιγράψετε, σας παρακαλώ, τις δύο κόρες σας;

(Ευγένιος Τριβιζάς, Τα 33 ροζ ρουμπίνια, Εκδόσεις Καλέντης)

Ακούω παραγγελιές!

 

10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
04 Φεβρουαρίου 2007, 10:37
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια(Μέρος τρίτο)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια. Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια. Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…Ο ιππότης ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό του σε μια ροδιά και χτύπησε με θάρρος την πύλη του κάστρου. Του άνοιξε ένας ασπρογένης θαλαμηπόλος που φορούσε στολή από θαλασσί βελούδο και παπούτσια με χρυσές αγκράφες.

-Ποιος είστε και τι επιθυμείτε, παρακαλώ;, τον ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ να ζητήσω σε γάμο την πριγκίπισσα.

-Πάρτε αυτόν εδώ τον αριθμό προτεραιότητας και ακολουθήστε με στην αίθουσα αναμονής, είπε ο θαλαμηπόλος και του έδωσε ένα χαρτάκι.

-Γιατί το χαρτάκι που μου δώσατε γράφει απάνω «73»;, απόρησε ο ιππότης.

-Επειδή άλλοι εβδομήντα δύο πρίγκιπες ήρθαν σήμερα για να ζητήσουν σε γάμο την πριγκίπισσα από τον πατέρα της, τον βασιλιά Μπογκονάρ τον Στρουμπουλό τον τρίτο, που δοξασμένο ας είναι το όνομά του και το όνομα της Φιφίτσας της νυφίτσας του!

-Πόσοι ιππότες είπατε;

-Εβδομήντα δύο.

-Τόσοι πολλοί;

-Εχτές είχαμε ενενήντα και προχθές εκατόν ογδόντα πέντε. Αααχ, αυτή η πριγκίπισσα! Όλους τους μαγεύει με την καλοσύνη και την ομορφιά της...

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ:

1.Να ακολουθήσει τον θαλαμηπόλο;

2.Να φύγει και να συνεχίσει το δρόμο του;

ΓΙΩΤΑ: Μμμμμ…..Τι να διαλέξω; Ας ακολουθήσει το θαλαμηπόλο. Για να δούμε τι θα γίνει…

(συνέχεια) -Καλά. Τι να κάνω; Θα περιμένω και γω τη σειρά μου, είπε ο ιππότης. Οδηγήστε με στην αίθουσα αναμονής!

Μπρος ο θαλαμηπόλος και πίσω ο ιππότης ανέβηκαν 733 μαρμάρινα σκαλοπάτια, περάσανε δώδεκα διαδρόμους στρωμένους με βαρύτιμα χαλιά και φτάσανε σε μια αίθουσα με αψιδωτά παράθυρα όπου περίμεναν άλλοι 72 ιππότες. Μερικοί ιππότες έπαιζαν ζάρια, άλλοι έστριβαν τα μουστάκια τους, άλλοι ακόνιζαν τα ξίφη τους, άλλοι έσκαγαν τα μπιμπίκια στη μύτη τους, άλλοι μπάλωναν τις κάλτσες τους, ενώ πέντε-έξι έκαναν πους-απς για να είναι σε φόρμα.

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ:

1.Να τους καλέσει όλους σε μονομαχία;

2.Να περιμένει με υπομονή τη σειρά του;

Μπορείτε να συμμετέχετε στην διαμόρφωση της ιστορίας…Μην απαντάω όλο εγώ…Καλέ δεν τρώμε, μη φοβάστε(μη σας ξεγελάει ο γλυκούλης μου ο Ταζ :P).…

(Ευγένιος Τριβιζάς, Τα 33 ροζ ρουμπίνια, Εκδόσεις Καλέντης)

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
21 Ιανουαρίου 2007, 09:08
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια(μέρος δεύτερο)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

"Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια.Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια.Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…"

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ;

1.Να μπει στο κάστρο και να τη ζητήσει σε γάμο;

2.Να συνεχίσει το δρόμο του;

Να αποφασίσω εγώ για τη συνέχεια της ιστορίας; Και να διαλέξω τι άλλο; Το πρωτότυπο ο ιππότης να μπει στο κάστρο και να τη ζητήσει σε γάμο!

"Ο ιππότης ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό του σε μια ροδιά και χτύπησε με θάρρος την πύλη του κάστρου. Του άνοιξε ένας ασπρογένης θαλαμηπόλος που φορούσε στολή από θαλασσί βελούδο και παπούτσια με χρυσές αγκράφες.

-Ποιος είστε και τι επιθυμείτε, παρακαλώ;, τον ρώτησε.

-Είμαι ο ιππότης Ροδόλφος Ρουλεμάν, από τη Δυτική Ρουλεμάνδη, γιος του ξεπεσμένου άρχοντα Ριχάρδου Ρουλεμάν και της ενάρετης Ροζαμούνδης, και επιθυμώ να ζητήσω σε γάμο την πριγκίπισσα.

-Πάρτε αυτόν εδώ τον αριθμό προτεραιότητας και ακολουθήστε με στην αίθουσα αναμονής, είπε ο θαλαμηπόλος και του έδωσε ένα χαρτάκι.

-Γιατί το χαρτάκι που μου δώσατε γράφει απάνω «73»;, απόρησε ο ιππότης.

-Επειδή άλλοι εβδομήντα δύο πρίγκιπες ήρθαν σήμερα για να ζητήσουν σε γάμο την πριγκίπισσα από τον πατέρα της, τον βασιλιά Μπογκονάρ τον Στρουμπουλό τον τρίτο, που δοξασμένο ας είναι το όνομά του και το όνομα της Φιφίτσας της νυφίτσας του!

-Πόσοι ιππότες είπατε;

-Εβδομήντα δύο.

-Τόσοι πολλοί;

-Εχτές είχαμε ενενήντα και προχθές εκατόν ογδόντα πέντε. Αααχ, αυτή η πριγκίπισσα! Όλους τους μαγεύει με την καλοσύνη και την ομορφιά της..."

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ:

1.Να ακολουθήσει τον θαλαμηπόλο;

2.Να φύγει και να συνεχίσει το δρόμο του;

(Ευγένιος Τριβιζάς, Τα 33 ροζ ρουμπινιοα, Εκδόσεις Καλέντης)

 

- Στείλε Σχόλιο
14 Ιανουαρίου 2007, 09:39
«ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…»:Τα 33 ροζ ρουμπίνια.
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

«Τα 33 ροζ ρουμπίνια» είναι ένα από τα πολύκλωνα παραμύθια του Ευγένιου Τριβιζά. Είναι ένα βιβλίο που δε διαβάζεται κανονικά, όπως τα υπόλοιπα, από την αρχή ως το τέλος. Ούτε έχει μία μόνο ιστορία με ένα τέλος. Ο αναγνώστης αποφασίζει σε κάθε σελίδα ποια θα είναι η συνέχεια! Τι λέτε, ξεκινάμε να διαμορφώσουμε το παραμύθι παρέα;

 

«Μια μέρα ένας φτωχός, αλλά όχι πολύ ατρόμητος ιππότης, που τον λέγανε Ροδόλφο Ρουλεμάν, ανέβηκε στον Χουζουρίξ, το πιστό αλλά νυσταλέο του άλογο, και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του.

Ταξίδευε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου ένα πρωί έφτασε σε ένα αλαβάστρινο κάστρο που γύρω του φτερούγιζαν χιλιάδες καναρίνια.

Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, στον ψηλότερο εξώστη του αλαβάστρινου κάστρου, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα τάιζε με σπυριά ροδιού τα καναρίνια.

Πιο όμορφη και καλοσυνάτη πριγκίπισσα δεν είχε δει ο ιππότης στη ζωή του…»

 

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΙΠΠΟΤΗΣ;

1.Να μπει στο κάστρο και να τη ζητήσει σε γάμο;

2.Να συνεχίσει το δρόμο του;

- Στείλε Σχόλιο
10 Δεκεμβρίου 2006, 09:51
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…: «Η ανικανοποίητη καρυδιά»
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καρυδιά κοντούλα σα νάνος. Οι καρποί της δεν προλάβαιναν ποτέ να ωριμάσουν, γιατί όποιος περνούσε άπλωνε το χέρι και τους έκοβε. «Επιτέλους, αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει!», παραπονέθηκε το δέντρο στο Δία. «Γιατί δε με βοηθάς να μεγαλώσω; Έτσι οι καρποί μου θα μπορούν να ωριμάσουν πριν να μου τους αρπάξουν!».

Ο Δίας πραγματοποίησε την επιθυμία της. Mια ωραία μέρα η καρυδιά ξύπνησε και ήταν πολύ ψηλή. Οι άνθρωποι την κοιτούσαν με θαυμασμό και το δέντρο κουνούσε περήφανα τα κλαδιά του λέγοντας: «Τώρα δε με φτάνει κανείς».

Ήρθε το φθινόπωρο και οι καρποί της καρυδιάς ωρίμασαν, αλλά αλίμονο! Πήγαν οι άνθρωποι και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στον κορμό της, για να φτάσουν τα καρύδια. Της πετούσαν πέτρες, τη χτυπούσαν με μεγάλα ραβδιά. «Τελικά και το ύψος είναι συμφορά», σκέφτηκε με πίκρα η καρυδιά. «Αν είσαι μικρός όλοι σε κλέβουν κι αν είσαι μεγάλος σε χτυπούν δίχως οίκτο…».

 

(Ένα παραμύθι για κάθε μέρα, Εκδόσεις Π. Τραυλος)

- Στείλε Σχόλιο
26 Νοεμβρίου 2006, 11:25
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…: «Ο γρύλος και ο λαγός»
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ένας λαγός κι ένας γρύλος ζούσαν στην καρδιά ενός γέρικου δέντρου. Είχαν γίνει φίλοι και περνούσαν πολλές ώρες μαζί. Ο λαγός σκεφτόταν: «Ο γρύλος είναι υπέροχος τραγουδιστής. Είμαι τόσο περήφανος που μ΄ αγαπά!». Και ο γρύλος σκεφτόταν: «Ο λαγός τρέχει σαν βολίδα. Απορώ που εκτιμά την φιλία μου!».

Μια νύχτα ξέσπασε πυρκαγιά στο δάσος. Πανύψηλες φλόγες τύλιξαν τα δέντρα και παντού ακουγόταν το τρίξιμό τους καθώς καίγονταν. Ο γρύλος πετάχτηκε από τον ύπνο του τρομαγμένος, αλλά πριν εγκαταλείψει το δάσος έτρεξα να ειδοποιήσει το φίλο του το λαγό. «Ξύπνα! Ξύπνα!», του φώναζε, αλλά μάταια. Ο λαγός συνέχιζε να ροχαλίζει. Ο γρύλος επέμεινε πολύ και στο τέλος ο λαγός ξύπνησε. Όμως ο γρύλος τον ακολουθούσε με δυσκολία και, όταν ο λαγός το κατάλαβε, πήρε το φίλο του στην πλάτη του κι έτρεξε για να σωθούν μαζί.

«Σ΄ ευχαριστώ, φίλε μου», είπε ο λαγός, «αν δεν με ξυπνούσες…». «Όχι, όχι…, εγώ σου χρωστώ τη ζωή μου!», μουρμούρισε ο γρύλος, «…αν δεν ήσουν τόσο γρήγορος…». Πράγματι, αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία και για τους δύο ήταν να δίνουν και όχι να παίρνουν!

Παραμύθι από την Ισπανία

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π. Τραυλος)

7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
12 Νοεμβρίου 2006, 11:10
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ…: «Το πουκάμισο του ευτυχισμένου ανθρώπου»
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ένας βασιλιάς είχε ένα γιο, που ήταν όλη του η ζωή. Δυστυχώς όμως, ο γιος αρρώστησε από μια περίεργη αρρώστια. Ήταν πάντα στεναχωρημένος. Η κατάστασή του ήταν τόσο σοβαρή, που οι γιατροί αναγκάστηκαν να προετοιμάσουν το βασιλιά για το χειρότερο. «Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να τον σώσει είναι το πουκάμισο ενός πραγματικά ευτυχισμένου ανθρώπου». , αποφάσισαν οι περίφημοι επιστήμονες. Όμως σε όλο το βασίλειο κανένας δεν ήταν στ΄ αλήθεια ευτυχισμένος.

Μια μέρα, ενώ είχαν βγει για κυνήγι, ο βασιλιάς άκουσε ένα αγόρι να τραγουδάει κλαδεύοντας τα αμπέλια. Το πλησίασε και του είπε: «Έχεις πολύ ωραία φωνή. Αν με ακολουθήσεις στην αυλή μου, θα σε κάνω πλούσιο!». «Ευχαριστώ, μεγαλειότατε», απάντησε ο νέος, «αλλά εγώ είμαι ευτυχισμένος εδώ. Δε θα άλλαζα με τίποτα τη ζωή μου!». «Επιτέλους…, επιτέλους σε βρήκα! Μόνο εσύ μπορείς να σώσεις το γιο μου!», φώναξε ο βασιλιάς. Κι αμέσως ξεκούμπωσε το σακάκι του ευτυχισμένου ανθρώπου για να του πάρει το πουκάμισο, αλλά εκείνος δε φορούσε!

(Παραμύθι από την Ιταλία, Ένα παραμύθι για κάθε μέρα, Εκδ. οίκος Π. ΤΡΑΥΛΟΣ)

- Στείλε Σχόλιο
04 Νοεμβρίου 2006, 21:30
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...:"Η πεταλούδα και το κουνούπι"
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Μια πεταλούδα της νύχτας κι ένα κουνούπι βρέθηκαν μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Έγιναν αμέσως φίλοι και άρχισαν να κουβεντιάζουν ήρεμα, όταν ξαφνικά μια γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο φέρνοντας ένα κερί. Η πεταλούδα έτρεξε αμέσως στο φως και πριν το κουνούπι προλάβει να την προειδοποιήσει κάηκε και πέθανε. «Φτωχή μου φίλη!», είπε το κουνούπι. «Τι κρίμα να μην προλάβω να σε προειδοποιήσω!». Και ακούμπησε στον τοίχο. Η γυναίκα όμως το είδε και το έλιωσε. Έτσι η πεταλούδα πέθανε γιατί αναζητούσε τον κίνδυνο, ενώ το κουνούπι γιατί δεν ήξερε πώς να τον αποφύγει.

 

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π. Τραυλος)

- Στείλε Σχόλιο
29 Οκτωβρίου 2006, 09:56
Η Φωτιά, το Νερό και η Αξιοπρέπεια
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κάποτε η Φωτιά, το Νερό και η Αξιοπρέπεια αποφάσισαν να ζήσουν μαζί.Όμως η Φωτιά και το Νερό, που ήταν ανήσυχοι από τη φύση τους, δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος και ζήτησαν από την Αξιοπρέπεια να τους συντροφεύει στα ταξίδια τους. Λίγο πριν ξεκινήσουν είπαν:"Και αν κάποιος από μας  χαθεί;Πώς θα μπορέσει να βρει τους άλλους; Πρέπει να συμφωνήσουμε ένα σημείο για να ξανασυναντηθούμε.". "Πολύ σωστά!", είπε η Φωτιά."Εμένα θα με βρείτε όπου δείτε καπνό". "Εμένα θα με βρείτε όπου δείτε ιτιές, καλαμιές και ψηλά χόρτα", είπε το Νερό. "Όσο για μένα", είπε η Αξιοπρέπεια, "μη με χάσετε απ΄τα μάτια σας. Αν απομακρυνθείτε από κοντά μου, δε θα με ξαναβρείτε ποτέ πια!".

Κάρλο Γκότσι

(Κάθε μέρα κι ένα παραμύθι, Εκδόσεις Π. Τραυλος)

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
09 Οκτωβρίου 2006, 12:57
Κόκκινη κλωστή δεμένη…
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη.

Δως της κλότσο να γυρίσει,

παραμύθι ν΄ αρχινήσει….

 

Ο ΧΑΖΟΣ ΛΑΤΟΜΟΣ

(Παραμύθι από τη Γαλλία)

Ένας λατόμος, κουρασμένος από τη σκληρή δουλειά του, έλεγε: «Τι κουραστική που είναι η δουλειά μου! Κάθε άλλος άνθρωπος είναι πιο τυχερός από μένα!». Ένα καλό τζίνι τον άκουσε και τον ρώτησε: «Τι θα επιθυμούσες; Πες μου. Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου και θέλω να σε ευχαριστήσω!»

Ο λατόμος ζήτησε χαρούμενος πλούτη και το τζίνι του τα έδωσε. Έπειτα σκέφτηκε ότι ήταν πιο σπουδαίο να γίνει αυτοκράτορας και το τζίνι εκπλήρωσε κι αυτή την επιθυμία του.

Ο άνθρωπος, όμως, που ακόμα ήταν ανικανοποίητος, είπε: «Ο ήλιος είναι δυνατός και με βασανίζει. Θέλω να πάρω τη θέση του». Και πραγματοποιήθηκε κι αυτό. Τότε, όμως, σκέφτηκε ότι τα σύννεφα σκοτείνιαζαν τον ουρανό και ζήτησε να γίνει σύννεφο. Ικανοποιημένος, έριξε καταιγίδα πάνω σ΄ ένα βράχο, αλλά αυτός ούτε που γρατσουνίστηκε.

Έτσι θέλησε να γίνει βουνό. Στη βάση όμως του βουνού είδε ένα λατόμο που έσπαγε σιγά σιγά το βράχο του.

«Αυτός ο άνθρωπος είναι στ΄ αλήθεια πολύ δυνατός αχ, πόσο τον ζηλεύω!», είπε ο ανόητος άνθρωπος-βουνό.

Το τζίνι αγανάκτησε που ήταν τόσο ανικανοποίητος και τον έκανε όπως ήταν πριν: λατόμο και μάλιστα χαζό!

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ, Εκδοτικός οίκος Π. Τραυλος

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links