ΜΟΥΣΙΚΗ, ΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΣ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ, ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΞΥΨΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
25 Οκτωβρίου 2016, 11:36
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ. Ποιήματα


φίλες, φίλοι, Μετά από πολύ καιρό και ξέροντας πια πως με τις καταστάσεις που επικρατούν, ήταν που ήταν, τώρα έγιναν πιο δύσκολες με τους εκκδοτικούς οίκους, και επειδή εγώ δεν πληρώνω για να εκδώσω τα λογοτεχνήματά μου ποίηση, διηγήματα μυθιστορήματα, βιβλία και μεθόδους εκμάθησης Μουσικής, που μερικά ευτυχώς έχουν εκδοθεί, σκέφτηκα να τα δημοσιεύσω και να  θέσω στην κρίση σας και την κριτική σας την νέα μου ποιητική συλλογή. 

Διαβάστε τα ποιήματά μου και αν σας αρέσουν διαδώστε τα, γιατί έτσι, ποιος ξέρει κάποια στιγμή να συγκινηθούν οι πάσης φύσεως ανευθυνοϋπεύθυνοι... και να ασχοληθούν με μένα, με ότι γράφω, μουσική, λογοτεχνία και λοιπά. Ακόμα και το ίδιο το Κράτος. 

σας ευχαριστώ.



ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ. Ποιήματα

 

Ως πρόβατα επί σφαγή

 

Ο δρόμος ήταν ανοιχτός στους απρόσιτους ανέμους,

οι στρατιώτες τραγουδούσαν

με το όπλο υπό μάλης τον ύμνο της χαράς,

μπερδεύοντας σκόπιμα τα λόγια.

Ένας χαρταετός Κόκκινος,

που έσταζε αίμα

έκοβε κύκλους τη ζωή του,

μετρώντας τα νεαρά κεφάλια,

ως πρόβατα επί σφαγή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θα σας θυμάμαι

 

Με  ποτίσατε νέκταρ ροδοφύλλων.

Με ζήσατε με ιστορικές συμπαιγνίες,

με αφήσατε να περιμένω με μετέωρο βήμα

στον προθάλαμο των αερίων.

Με στείλατε κρουαζιέρα στην χώρα των αγγέλων,

μακάρια  ευτυχισμένο.

Θα σας θυμάμαι.

 

 

Ποιος ξέρει;

 

Ποιός ξέρει για το Σταυρό που σηκώνω; 

Για τα έξι καρφιά στα πλευρά μου,

δύο χρυσά, δύο ασημένια, δύο χάλκινα;

Σαν μετάλλια Ολυμπιακών Αγώνων.

Ποιός ξέρει για τα βουρκωμένα μάτια μου; 

Ποιός ξέρει για το παράπονο

που κρέμεται στα χείλη;

Μόνο εγώ ξέρω… τα κρατώ για πάρτη μου. 

 

 

 

Της αγάπης.

 

Στων δακτύλων μου τις άκρες

πετάει η άνοιξη.

Πάνω στα βλέφαρα των ματιών μου,

κάνει τραμπάλα ένα αστέρι.

 

Χίλιες δύο ανάσες

κι έφτασα κοντά σου,

πάνω στο άρμα

που φτιάχτηκε από λέξεις αγάπης,

που ξεστόμισαν  δυο πουλιά. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μπορώ ν’ ανέβω

 

 

Δεν μπορώ ν’ ανέβω την σκάλα τ’ ουρανού.

Δεν μ’ αφήνουν τα δακρυσμένα μάτια μου.

Οι μαγικές φωνές των παιδιών,

τα φτερουγίσματα των νέων καιρών.

Οι κεραυνοί των ξεχασμένων καταιγίδων.

 

Δεν μπορώ ν’  ανέβω τη σκάλα του ουρανού.

Δεν με αφήνουν τα αδυσώπητα ερωτήματα

των δύστυχων ανθρώπων,

οι μετουσιωμένες παρθένες,

που φωνάζουν δυνατά,

τα χέρια των γιγάντων

που κρατούν στους ώμους τους

την πεμπτουσία της ατέλειωτης νύχτας. 

 

 

 

 

Αχ να μπορούσα

Αχ να μπορούσα να κρατήσω

μες τα χέρια μου τις ήσυχες  λέξεις

των ήμερων  καιρών μου.

 

Αχ να μπορούσα να χωρέσω

μέσα στα μάτια μου τη θάλασσα,

που τύλιξε το κορμί σου.

 

Θα ’μουν δίχως άλλο,

ένας Αετός περήφανος

με ανοιγμένα τα φτερά,

μια πλατειά ανοιχτή  λεωφόρος.

 

Θα ‘μουν δίχως άλλο

ένα ποτάμι ορμητικό,

μες στα  κακοτράχαλα βουνά

που δάκρυα δεν έχει να κατεβάσει.

 

Θα ‘μουν χιλιάδες κόκκινα λουλούδια,

με κίτρινους στήμονες,

θα ‘μουν χιλιάδες ναι,  χιλιάδες όχι,

θα ‘μουν κι εγώ δεν ξέρω τι.

Πως φοβάμαι τη Δευτέρα.

 

Πως φοβάμαι τη Δευτέρα.

Προέρχομαι από χειμερία νάρκη,

από πνευματική και σωματική ακαμψία.

 

Θα περάσουν οι διάφοροι σατραπίσκοι,

άλλος κραδαίνοντας το πελώριο μαχαίρι του,

άλλος σημαδεύοντάς με,

με το όπλο του,

και κάποιος τρίτος,

που ΄ναι  ευγενικός,

μ’ ένα χαρτί με διάφορες σφραγίδες.

 

Κι’ εγώ με σφιγμένες τις γροθιές,

με τα δόντια σε τετράγωνη διάταξη,

θα τους αφήνω

να διαπράττουν τις βέβηλες πράξεις τους,

να λένε τις βαρύτατες λέξεις τους,

σηκώνοντας από καιρού εις καιρόν τους ώμους,

ψάχνοντας ένα τρόπο να τους ξεφορτωθώ,

να τους κοιμίσω πάλι,

ως τ’ άλλο Σαββατοκύριακο.

Κουράστηκα

 

Κουράστηκαν τα μάτια μου

κοιτάζοντας τον ορίζοντα,

‘κει που τα τραγούδια σιωπούν,

‘κει που οι ελπίδες ανοίγουν τα φτερά τους,

δοκιμάζοντας την ταχύτητα των ανέμων.

 

Κουράστηκα να με χτυπούν

οι ξαφνικές νεροποντές,

να με σταματούν στο δρόμο οι πολισμάνοι,

να με ξεχνούν οι δεύτερες μέρες της εβδομάδος

να με βρίσκουν οι μοιραίες συμπτώσεις

Κουράστηκα να περιμένω

το τρένο της Εδέμ,

κουράστηκα να αγναντεύω τις ψηλές βουνοκορφές,

τα μικρά  ποταμάκια,

που δεν έχουν άλλα δάκρυα να πάρουν. 

 

 

 

 

 

Έτσι δεν θα πικραίνομαι

 

Χριστέ μου,

ρίξε τη ματιά σου στο πρόσωπό μου.

Χρυσή μου Αυγή, 

στείλε το δάκρυ σου

με την πρωινή βροχή.

Και σεις ακρογιαλιές μου όλες,

μαζευτείτε στου χεριού μου τη γροθιά.

Έτσι δεν θα πικραίνομαι. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ευγνωμοσύνη

Ψυχή μου,

χάρηκες το γαλάζιο τ’ ουρανού και σήμερα,

το γέλιο του μικρού παιδιού στο καροτσάκι του.

Άφησες τους στεναγμούς σου

σαν θυμίαμα να ανεβαίνει,

σαν ελάχιστη ευγνωμοσύνη,

στην αόρατη δύναμη,

ελπίζοντας.

Απαλοιφή

 

Η καρδιά μου,

ακολουθεί τον ρυθμό των γεγονότων,

απαλείφοντας τις μπερδεμένες καταστάσεις,

τα ξέφρενα πανηγύρια,

τις ερειπωμένες πολιτείες,

τις εγκαταλειμμένες αυλές

των ακατοίκητων σπιτιών,

τα αδόξαστα γκαλτερίμια, 

που ακατάπαυστα τα μυρμήγκια διαβαίνουν. 

 

 

 

 

Να τραγουδώ

 

Δεν μπορώ,

παρά να τραγουδώ για κείνες τις νύχτες,

για κείνα τα όνειρα,

που κρατούσαν τις ματιές μας ανοιχτές,

τις αγκαλιές μας ζεστές,

τις φωνές μας δυνατές.

 

Δεν μπορώ,

παρά να τραγουδώ,

για τις ξεχασμένες πολιτείες,

τους αδύνατους ανέμους,

για τις αστραφτερές στέγες

που πλύθηκαν

από τη δυνατή βροχή των δακρύων

των ταλαίπωρων ανθρώπων. 

 

 

 

 

 

 

Ξέρω κ’ εγώ

 

Ξέρω κ’ εγώ

που με πηγαίνουν οι αμήχανες φωνές μου;

Ξέρω κ’ εγώ που με πάνε τα τραγούδια των κρίνων;

Ξέρω κ’  εγώ που με πάνε τα κλειστά μάτια μου,

οι ανοιχτές πληγές μου,

τα αδυσώπητα σκιρτήματα

των ακοίμητων επιθυμιών μου;

Ξέρω κ’ εγώ πόσο πικρά είναι τα χείλη μου,

πόσο δακρυσμένα είναι τα μάτια μου;

Σας καλωσορίσω στον κατακόκκινο ουρανό μου. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Περιμένουν τα όνειρα

 

Στην πλατειά  λεωφόρο,

με τα ήρεμα ποτάμια,

με τα κλειστά τα μάτια,

περιμένουν τα όνειρα.

 

Λουφάζουν στις εσοχές των ρείθρων,

στους στεναγμούς των ανθρώπων

 στο μισοκίτρινο χορτάρι,

πάνω στα πέταλα του χαμομηλιού,

που τα σπρώχνει με πάθος

το ακούραστο μυρμήγκι.

 

Στην πλατειά λεωφόρο

περιμένουν οι πικραμένες  νύχτες,

σπαρμένες στην απεραντοσύνη  του ουρανού,

στα μισοσβησμένα φώτα των σπιτιών. 

Στις συλλαβές των τραγουδιών που δεν έχουν τέλος.

 

 Dimitris P. Kraniotis http://greekpoetics.blogspot.gr/2016/10/blog-post_85.htmlΓιάννης Σ. Ανδρεόπουλος: "Περιμένουν τα όνειρα"GREEKPOETICS.BLOGSPOT.COM

 

 

 

 

Δεν γυρίζουν

 

Δεν γυρίζουν πίσω οι ποταμοί των δακρύων,

Οι  απύθμενες λέξεις των θνητών οραμάτων.

Οι τυχαίες παρουσίες των αδίστακτων γεγονότων.

Οδεύουμε ταλαιπωρημένοι,

προς το τέλος της μακράς χειμωνιάτικης νύχτας.

Στο τέλος του τούνελ το γαλάζιο  μου φως. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν έψαξα

Δεν έψαξα να βρω τα κιτρινισμένα γράμματα,

δεν έπλεξα σφικτά τα δάκτυλα μου

μπροστά στο στήθος μου.

Στην απελπισία μου απάνω,

πήρα το μολύβι  και έγραψα μερικές σελίδες,

λέξεις χωρίς ειρμό.

Έβαλα στο πέτο του σακακιού μου

ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο,

το πικραμένο μου μειδίαμα στα χείλη,

και έσυρα τα πονεμένα μου πόδια

πάνω στο πλακόστρωτο δρόμο,

ανιχνεύοντας τα σημάδια που μου άφησαν

οι πράξεις των βέβηλων ανθρώπων.

Κουραστικό το ταξίδι,

λίγο το φως του ήλιου,

και οι άνεμοι, σώπασαν πάνω στη γένεσή τους.

Κάπου …χάθηκα. 

 

 

 

Ταξιδεύω

Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω,

δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά στους ανέμους.

Κρατώντας ψηλά τα χέρια μου,

με ανοιχτές τις παλάμες,

σε ψάχνω στον έναστρο ουρανό,

που αφουγκράζεται την φωνή μου.

 

Και ταξιδεύω ολονυχτίς

 μέσα στους δύσκολους δρόμους,

στις ξέρες των ποταμιών,

στα ίχνη του άφησες πάνω στην άμμο.

 

Και ταξιδεύω ολονυχτίς,

με το τρένο της γραμμής,

και σε ψάχνω,

με το βλέμμα καρφωμένο στους αγρούς,

στις κορφές των δέντρων,

στις απότομες χαράδρες των βουνών.

Και σε ψάχνω παντού, μα τίποτα…

μόνο πέντε έξι λέξεις

που άφησες στο τσαλακωμένο χαρτί,

που κρατώ σφιχτά στο χέρι μου.

Σε ψάχνω

Σε ψάχνω

μα δεν σε βρίσκω πουθενά.

Κρατώ μες στην αγκαλιά μου

την αύρα σου,

είναι και αυτό κάτι.

Μα θέλω να φιλήσω τα χείλη σου,

θέλω να ακουμπήσω το Σώμα σου,

να παίξω μαζί σου.

Πως να γίνει; 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Και μετά θα βυθιστώ

 

Θα ανοίξω το στόμα μου

και θα σου πω χίλιες λέξεις

των απρόσμενων καιρών μου.

Θα ανοίξω τα μάτια μου

να διαβάσεις της καρδιάς μου τις αποθυμιές.

Και μετά θα βυθιστώ

στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας της δικής σου,

θα γίνω εξερευνητής στο χαμένο νησί σου,

θα ψάξω για ένα μάτσο λουλούδια

και δύο τρείς χαρές,

μα δεν θα αφήσω το αβέβαιο συναίσθημα

να με πνίξει και να με γεμίσει με χίλια αν  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι στην Ανδρομέδα.

 

Σε σεργιάνισα στου  ουρανού την άκρη,

σου έδειξα τη μεγάλη Άρκτο,

στο παγωμένο τοπίο να κοιμάται.

Σε έβαλα στο Εξπρές για την Ανδρομέδα, 

ταρακουνήθηκες λιγάκι, μα έφθασες.

Είμαι καλά.

Σ’ αγαπώ,  μου είπες στο τηλέφωνο,

πάω να κοιμηθώ τώρα.

Είμαι κουρασμένη.

Σε έβλεπα στην οθόνη, κ’ ήσουν γεμάτη θλίψη.

Πότε θα ‘ρθείς; Σου είπα..

Ε! ξέρεις τώρα,

το άλλο καλοκαίρι.

Φτιάξε στο εξοχικό τα δέντρα να ναι πράσινα

και τα λουλούδια ανθισμένα.

Χρόνος είναι..

θα περάσει, Άντε καληνύχτα,

δηλαδή καλημέρα,

γιατί εδώ είναι πρωί .

Άντε γεια σου.               

 

Σαν αστραπή

 

 

Σαν αστραπή που αυλάκωσε τον ουρανό,

πέρασες απ τη ζωή μου

και με έκανες τη νύχτα ν'  αγαπώ

κι’ αλλού να μη δίνω το φιλί  μου.

 

Κι όλα περάσανε  σαν όνειρο απατηλό

και σε ένα άγγιγμά σου αναριγώ ψυχή μου,

έμαθα χωρίς τον πόνο να μη ζώ,

χαίρομαι, που λες, "δεν σε μισώ" καλή μου.

 

 Ήταν το φιλί  σαν γλυκόπικρο ποτό,

κ'  ήπια απ αυτό με την ψυχή μου, 

μ' έμαθες χωρίς εσένα να μη ζω

να σ’ αγαπώ, να σ’ αγαπώ καλή μου.

 

Σαν αστραπή μου θάμπωσες τα μάτια

 κι΄ έγιανες την πληγή μου,

μου 'μαθες τον έρωτα σ ένα λεπτό,

σε λάτρεψα, μα έφυγες ψυχή μου. 

 

 

Θα θελα. 

 

Θα θελα ν’ άνοιγα πανιά,

για το πουθενά,

για κοντά και μακριά,

για όνειρα τρελά. 

 

Θα θελα ν'  άνοιγα  πανιά,

για τη μεγάλη πόλη,

εκεί που πάνε  όλοι,

μα δεν μπορώ, ούτε το θέλω  τελικά. 

 

 

Θα θελα ν’  άνοιγα πανιά,

υποθετικά,

στα χαρτιά και μυστικά,

για το πουθενά.

 

 

 

 

 

 

Η νύχτα.    

 

Η νύχτα δεν περνά

και με τυραννά,

σαν το μαύρο πέπλο της απλώνει

και τ' όνειρο σκοτώνει,

με μια μαχαιριά. 

 

 

Και αποζητώ το λυτρωμό,

να γελάσει το χειλάκι μου,

και αναθαρρώ, κι΄ αναριγώ

με το χλομό το φως  σου,

φεγγαράκι μου. 

 

Η νύχτα δεν περνά

και πιο πολύ πονά

σαν η καρδιά ξαναματώνει,

και στη γωνιά σκαλώνει.   

 

 

 

 

 

Το παρελθόν     

 

 

Μες το μυαλό μου όλα ανακατωμένα, 

θλίψεις,  χαρές,  αγωνίες, ελπίδες,

παιδικές αναμνήσεις,

σκηνές στερητικές, 

τρύπιες τσέπες και παντελόνια. 

χαρούμενες Κυριακές,

και  πανηγύρια,

του Αη Λιά

και της Αγιάς Παρασκευής

της Παναγιάς.

 Και κόσμος πολύς,

με τα καλά του ντυμένος

και τ΄άλογα να δεινοπαθούν,

ανεβαίνοντας στα βουνά.

 Μες στο μυαλό μου όλα ανακατεμένα,

 μα όλα ζωντανά.

 Αχ να γύριζε ο χρόνος πίσω,

 να τα ξαναζήσω. 

 

 

 Της λήθης

 

Ξεχώρισαν οι γραμμές με τις ασφυκτικές καμπύλες

των αρχαίων ναών.

Τ' αετόπουλα λούφαξαν στην αγκαλιά του ήλιου,

χωρίς να βγάζουνε μιλιά.

 

Ξεθάρρεψαν τα αστέρια της νύχτας

και άρχισαν να τρεμοσβήνουν,

να κάνουν τον μυστικό χορό τους,

τη σκοτεινή σύναξή τους.

 

Ατέλειωτες και οι έγνοιες στο μυαλό μου

εισακούονται από τ’ ανοιχτά  αυτιά του Θεού.

Όλα με οδηγούν στη χειμερία νάρκη,

όλα με αφήνουν να ξεχνώ το παρελθόν.

 

 

 

 

 

 

Δίχως εσένα. 

 

Δίχως εσένα είναι άδεια η ζωή μου,

δίχως εσένα οι νύχτες είν’ μοναχικές.

Δίχως εσένα διψάει κ' η ψυχή μου

και οι ώρες που περνούνε είναι φονικές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δροσοσταλιά μου.

 

Δροσοσταλιά μου

ανθάκι μου φθινοπωρινό,

μες στην καρδιά μου

σ΄ έχω κρυμμένη

μα ψάχνω να σε βρω.

 

Τα μάτια δακρυσμένα,

τα όνειρα χαμένα

και γεμάτη η νύχτα ενοχές.

Τα χέρια μου λυμένα,

παράξενα στημένα

στους δρόμους οι ανθρώπινες σκιές.

 

Δροσοσταλιά μου 

της δίψα μου αθάνατο νερό,

είσαι η χαρά μου

και ψάχνω να σε  βρω.

 

 

 

 

 

Τα πάνω κάτω.

 

 Έφερες τα πάνω κάτω στη ζωή μου,

ήσουνα για μένανε η αναπνοή μου.

Πίστεψα σε σένανε  σούδωσα την καρδιά μου,

κι' έγινες  ξαφνικά, κυρίαρχη στον έρωτα μου.

 

 Ρεφραίν

 Και έλεγες πως με αγαπούσες

κι εγώ το πίστεψα πολύ 

κι'  όταν με διπλοφιλούσες,

άδολα σ’ αγαπούσα πιο πολύ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μου είπες να φύγω.

 

Μου είπες να φύγω απ το σπίτι, 

απ τη ζεστή μου τη γωνιά 

κ'  είναι μεγάλη μου η θλίψη

και σκέφτομαι την παγωνιά.

 

 

Σκοτώνουν τ'  άλογα όταν γεράσουν,

το ίδιο έκανες και συ, 

μα οι μέρες αστραπή  θε να περάσουν,

το ξέρεις πόσο λίγη είναι η ζωή;

 

Μου είπες να φύγω από το σπίτι, 

με τρόπο απαξιωτικό,

όμως σου είπα να περιμένεις

φοβάμαι να ξέρεις τον καιρό.

 

 

 

 

 

Να ξέρεις πως σε αγαπώ.

 

 Να ξέρεις πως σε αγαπώ,

το χω γράψει στον απέναντι τοίχο

με γράμματα χονδρά,

με αράδες που τραγουδάνε

και μερικά ανθάκια ζωγράφισα

με έντονα χρώματα,

όπως τα παιδιά της

πρώτης δημοτικού.

 

Συγχώρεσέ με

γι' αυτή μου την απρέπεια.

Ότι έγραψα

το έγραψα με την καρδιά μου.

Μία καρδιά

που δεν μπόρεσες

να πιάσεις το σφυγμό της. 

 

 

 

 

 

 

Σε εσένα.

 

 Ξέχασε με, γιατί να με θυμάσαι; 

Καλύτερα να ζεις μέσα στη λήθη, 

όπως αυτός που με κρασί μεθά.

 

Ξέχασέ με, δεν θέλω να θυμάσαι

μες στο μυαλό σου να μην υπάρχω

και να μη σου λαβώνω την καρδιά.

.

Ξέχασε με, ξέχασέ με, 

αν και δεν το θέλω και πολύ.                                                                                                                                                                                                                                                                      

 

 

 

12 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
20 Οκτωβρίου 2016, 13:00
ΠΩΣ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ.


 

 

φίλοι μου, φίλες μου,

απανταχού της χώρας δυστυχείς Έλληνες (μέσα σε αυτό το σύνολο και εγώ)  το ποίημα που ακολουθεί  το έγραψα εδώ και αρκετά χρόνια.

Τότε το είχα αφιερώσει σε κάποιους σατραπίσκους , υπαλλήλους και εκπροσώπους του κράτους, που εκτελώντας το "καθήκον " τους ταλαιπωρούσαν όσους Έλληνες , που για διάφορους λόγους έπεφταν στα χέρια τους.  Που βέβαια εξακολουθούν  να το κάνουν και τώρα πιο εντατικά αφού λόγω της μεγάλης κρίσης που βρισκόμαστε, τα «θύματα» έχουν πολλαπλασιαστεί.

Τότε μπορούσες να τους αντιμετωπίσεις, μπορούσες κάτι να κάνεις,  σήμερα όμως δεν μπορεί κανένας μας να κάνει οτιδήποτε και να αμυνθεί.

Μπορεί ένας άνθρωπος δεμένος πισθάγκωνα να κουνηθεί;

Όχι. Αφήστε που πρέπει να έχετε πολλά λεπτά για να αμυνθείτε.

Να μου επιτρέψετε να σας πω, πως για μένα έχει εν πολλοίς καταλυθεί η Δημοκρατία.

Άλλα λέει το Σύνταγμα της χώρας και άλλα αποφασίζουν, ως πραγματικοί σατράπηδες, οι εκάστοτε πρωθυπουργοί και υπουργοί.

Να αμυνθείς νομικά; ούτε να το σκεφθείς.

Άσε που  δεν πρόκειται να έχεις ένα τέλος, παρά μετά από αρκετά χρόνια, θέλεις  και μια κάσα με λεπτά, που τώρα ελάχιστοι διαθέτουν.

Έτσι και η δικαιοσύνη, για να σου αποδοθεί, αν σου αποδοθεί, θέλει πολύ χρόνο και πολύ χρήμα. Έγινε πολυτέλεια.

Οι δυστυχείς Έλληνες είναι πλέον αδύναμοι να προβάλλουν κάποια έστω και νόμιμη αντίσταση.  Έτσι οργώνουν οι καταπατητές του Συντάγματος. Από την μια μεριά τα όργανα του κράτους , οι αντισυνταγματικοί νόμοι, οι αποφάσεις των υπουργών που έχουν και το αλάθητο και από την άλλη ο ταλαίπωρος Έλληνας πολίτης.

Ένας Γάλλος θεωρητικός του κάποτε υπάρχοντος κομμουνισμού είπε: " Αν θέλεις να καταλάβεις μια χώρα -και τον Λαό της εγώ συμπληρώνω- δεν έχεις παρά να πριονίσεις τις οικονομικές κολώνες."

Σοφή φράση, γιατί αυτό έγινε στην ταλαίπωρη πατρίδα μας, για άλλη μια φορά, έπεσε στα γαμψά νύχια αυτών που τα τελευταία 200 χρόνια μας αποδεκατίζουν, που μόλις σηκώσουμε κεφάλι μας το κόβουν.

Για να καταλάβετε πόσο μας μισούν θα αναφερθώ σε ένα γεγονός. Στην συνθήκη της Λωζάνης οι τούρκοι δεν επεδίωκαν να πάρουν την Ανατολική Θράκη και φυσικά την Κωνσταντινούπολη, τους την έκαναν δώρο οι άσπονδοι φίλοι μας.

Δεν μπορείτε να ζείτε με τους βρωμιάρηδες Έλληνες είπαν στον κεμάλ, που δεν την ήθελε,  και του έκαναν το δώρο.

Και ενώ ο Θ. Πάγκαλος  Αρχιστράτηγος, παππούς του σημερινού, λίγο χρόνο μετά την Μικρασιατική καταστροφή, είχε οργανώσει τον στρατό μας και σε δυο μέρες θα είχε καταλάβει την Α. Θράκη, αφού ο κεμάλ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα λόγω της θέσης περισσότερο, αλλά και του περίπου διαλυμένου στρατού του, δεν τον άφησαν οι ντόπιοι ανθέλληνες να το κάνει.

Μάλωναν οι μεν με τους δε, οι Βενιζελικοί με τους Βασιλικούς. Και έτσι χάσαμε την ευκαιρία, να μην γίνουν Ευρωπαίοι οι τουρκαλάδες και σήμερα να μας απειλούν συνεχώς.

Μα θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά με το ποίημα;

Έχουν και παραέχουν.

Πάντα οι ίδιοι φέρνουν τα δράματα σε αυτό τον Λαό.  Ευρωπαίοι εκμεταλλευτές και ντόπιοι εκτελεστές που δεν μπορώ να πιστέψω (οι δικοί μας) πως το κάνουν συνειδητά.

Αυτοί φέρνουν τις σφραγίδες, τις κατασχέσεις, τα πρόστιμα και χίλια άλλα κακά.  

Επί 81 χρόνια πλήρωνε ο Λαός μας τον χαμένο πόλεμο του 1897, μέχρι το 1978 (Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος), αποζημίωση στους τούρκους, αυτοί για τις γενοκτονίες των Ελλήνων, την Μικρά Ασία, τα εγκλήματά τους στην Πόλη και την Κύπρο,  και λοιπά, δεν πλήρωσαν ποτέ ούτε μια λίρα. Τόσο πολύ μας αγαπούσαν και μας αγαπούν οι φίλοι μας ώστε να μας τιμωρούν.

Αυτοί είναι  Ευρωπαίοι «φίλοι μας» που μαζί με τους δικούς μας εδώ, τι να τους πω; βλάκες, ηλίθιους, τελικά δοσίλογους, που ως μωρές παρθένες λένε κάναμε λάθη και νομίζουν πως έτσι καθαρίζουν έναντι του Λαού και της Ιστορίας, και εμείς  τους πιστεύουμε και τους τιμούμε, μας δημιουργούν αυτές τις καταστροφές. Καλά να παθαίνουμε λοιπόν.

 Ένα κράτος που δεν εφαρμόζει το σύνταγμά του, ένα κράτος που τίποτα δεν λειτουργεί βάσει αυτού, ένα κράτος που οι διάφοροι σατραπίσκοι εκμεταλλεύονται την οικονομική αδυναμία του Λαού με τις τεράστιες προεκτάσεις της, ένα κράτος που λειτουργεί με σφραγίδες μόνο,  με απειλές, με πρόστιμα, με επιβαλλόμενη οικονομική εξάντληση του Λαού, ένα κράτος που έκανε το πρόστιμο συχνό για οποιονδήποτε , έστω και δικαιολογημένο λόγο, αφόρητο, (μπορεί 300-400 ευρώ ο μισθός η σύνταξη, 600 το πρόστιμο, 800, 1000 , 10000) ένα κράτος που συνέχεια χρεώνει τους πολίτες του και στο τέλος τους παίρνει τα σπίτια  και τα δίνει έναντι πινακίου φακής σε διάφορα κοράκια, ντόπια και ξένα, ένα κράτος που δεν ξέρει τις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις, ένα κράτος που επιδιώκει να πάρει άμεσα και έμμεσα από τον Έλληνα περισσότερα από αυτά που έχει ή και δεν έχει.

 Ένα κράτος που οι εκπρόσωποί του, από τον μικρότερο μέχρι τον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο, περνούν τον εαυτό τους, εξυπνότερο, ειδικότερο από εσάς, από εμένα, ένα κράτος που δρα σαν οδοστρωτήρας… τι μπορεί να περιμένει ο πολίτης;

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΤΙΠΟΤΑ. Το βλέπετε παντού.

Ε! αυτό το κράτος λειτουργεί όπως περιγράφεται στους λιγοστούς στίχους του επίκαιρου ποιήματός μου.

Με πρόστιμα, με απειλές, με καταδίκες, όχι για εγκλήματα, αλλά επειδή ο πολίτης δεν έχει να πληρώσει αυτά που παντοιοτρόπως τον φορτώνει το κράτος, η Μητέρα Πατρίδα. Και πως εγώ εσείς να αισθανόμαστε παιδιά της;

Μήπως θέλουν και με αυτό τον τρόπο να μας βγάλουν από μέσα μας την έννοια Πατρίδα;  Δεν ξέρω, με ότι συμβαίνει τα έχω χαμένα.

Διαβάστε λοιπόν το ποίημα και διαδώστε το,

να φθάσει στα βουλωμένα αυτιά των άχρηστων και ανικάνων κυβερνώντων και των επομένων, μήπως προβληματιστούν, μήπως και ανακόψουν την νέα "Μικρασιατική καταστροφή" δηλαδή την κατάληψη της πατρίδος μας ειρηνικό πλέον τρόπο, από τους αιώνιους φίλους μας-δυνάστες (δανιστές, θεσμούς τους λέει ο Τσίπρας τώρα) της Ευρώπης και όχι μόνο από αυτούς.  

Πάντα οι ίδιοι.

Γιατί ψευτοευρωπαίοι τέτοιο μίσος; Επειδή σας κάναμε ανθρώπους, επειδή σας δώσαμε την γλώσσα μας, την Ιστορία μας, τον πολιτισμό μας;  Σας εισαγάγαμε στις τέχνες; Στις επιστήμες και πολλά άλλα;

Γιατί ντόπιοι τόσο ανίκανοι να τους αντιμετωπίσετε;

Γιατί μας βασανίζετε;

Γιατί δεν ακουμπάτε τις δικές σας τεράστιες απολαβές σας ( έως 7000 ευρώ και βάλτε εσεις.. 0, 200, 300, 500, 600 ευρώ εμείς) και κόβετε συνέχεια εμμέσως ή άμεσα από αυτούς που δεν έχουν;

Έχουμε ευθύνες, σίγουρα ως Λαός, πέσαμε με απληστία  στις απολαβές του πλούτου μας,  κυβερνηθήκαμε όμως και κυβερνιόμαστε από ανίκανους κυβερνήτες,  που δεν φρόντισαν να κυβερνήσουν με πρόγραμμα, κατασπατάλησαν άμυαλα το δημόσιο χρήμα, άφησαν ασύδοτους όσους έβγαζαν δις δραχμές και αργότερα εκατομμύρια  ευρώ και δεν έδιναν μια στο κράτος, κοίταξαν τους κομματάρχες τους, και μας φόρτωσαν με χιλιάδες υπαλλήλους χωρίς να χρειάζονται, τροφοδοτούσαν με ζεστό χρήμα πολλές χιλιάδες οργανώσεις, συλλόγους, σωματεία και άλλα χίλια δυο, έπεφταν συνέχεια στην λούμπα των διαφόρων που έκαναν δημόσια έργα και κάθε τι κρατικό που αναλάμβαναν οι διάφοροι επιτήδιοι, έπαιρναν για το κράτος δάνεια που δεν μπορούσαν να πληρώσουν και τα ξεχρέωναν με νέα δάνεια, κάνοντας έτσι ευτυχισμένους τους διεθνείς τοκογλύφους,  

άφησαν εκατομμύρια λαθρομετανάστες

να βγάλουν πολλά δις ευρώ στις πατρίδες τους,

χωρίς για αυτό να είναι έτοιμη η χώρα,

και  όλοι αυτοί που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν, κάθε τόσο λένε- κάναμε λάθη και καθαρίζουν με την ομολογία τους αυτή, έτσι πιστεύουν- όμως :

Γιατί να πληρώνει ο Λαός που σε μεγάλο βαθμό δεν φταίει;  Ή που τον αφήσατε να συμμετέχει συνειδητά ή από άγνοια, στις διαδικασίες της καταστροφής;

Πως φοβάμαι τη Δευτέρα.

 

Πως φοβάμαι τη Δευτέρα.

Προέρχομαι από χειμερία νάρκη,

από πνευματική και σωματική ακαμψία.

 

Θα περάσουν οι διάφοροι σατραπίσκοι,

άλλος κραδαίνοντας το πελώριο μαχαίρι του,

άλλος σημαδεύοντάς με,

με το όπλο του,

και κάποιος τρίτος,

που ΄ναι  ευγενικός,

μ’ ένα χαρτί με διάφορες σφραγίδες.

 

Κι’ εγώ με σφιγμένες τις γροθιές,

με τα δόντια σε τετράγωνη διάταξη,

θα τους αφήνω

να διαπράττουν τις βέβηλες πράξεις τους,

να λένε τις βαρύτατες λέξεις τους,

σηκώνοντας από καιρού εις καιρόν τους ώμους,

ψάχνοντας ένα τρόπο να τους ξεφορτωθώ,

να τους κοιμίσω πάλι,

ως τ’ άλλο Σαββατοκύριακο.

 

Αυτά φίλοι, φίλες.

Μια άλλη φορά θα γράψω απίθανα πράγματα για αυτούς που μου γυρίζουν κάθε μέρα τα’ άντερα και που είναι δυστυχώς οι ίδιοι και μάλιστα έχοντες και κατέχοντες.

Γεια σας

 

- Στείλε Σχόλιο
10 Οκτωβρίου 2016, 21:52
ΑΧ ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ


Φίλες μου, φίλοι μου, ακούστε αυτό το τραγούδι μου και πέστε μου ευθαρσώς την γνώμη σας.

Και διαδώστε το αν θέλετε. Πρόχειρα είναι ηχογραφημένο, αλλά ένα τραγούδι φαίνεται αν είναι καλό. Εν πάσει περιπτώσει, εγώ θα βάζω μέσα μέσα ένα τραγούδι στο youtube, να μετρώ με πενιχρά μέσα την δύναμή μου. Φιλοδοξίες; περιέργεια; Δεν ξέρω.

γεια σας

https://www.youtube.com/watch?v=1VVCV23oR24

13 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
05 Οκτωβρίου 2016, 16:36
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΜΗ ΔΑΚΡΥΣΩ!



αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες,

όλοι μας και όλες , εδώ στην ταλαιπωρημένη πατρίδα μας, και πλην μερικών εξαιρέσεων, έχουμε δεμένες οικογένειες. Έτσι η απώλεια των γονιών μας είναι πολύ θλιβερό γεγονός που  μπορεί ο χρόνος σιγά- σιγά να γιατρεύει, αλλά η λήθη δεν σκεπάζει οριστικά.

Έτσι κάποιες στιγμές τους θυμούμαστε έντονα και πλακώνεται η καρδιά μας από την έλλειψη των γονέων μας. Δεν πάω σε πιο τραγικές καταστάσεις. Αυτές είναι αγιάτρευτες..

Έτσι σήμερα θα μου επιτρέψετε να δημοσιεύσω ένα ποίημα αφιερωμένο στον πατέρα μου, που πολύ αγαπούσα, γιατί ήταν ένας πατέρας ηρωϊκός που πάλευε να μας ζήσει εργαζόμενος ως επιπλοποιός παρότι   ήταν ανάπηρος πολέμου (στα βουνά της Β. Ηπείρου στη νιότη του απάνω, άφησε το αριστερό του πόδι) και φρόντιζε να μας αναθρέψει χωρίς να μας λείπουν τα απαραίτητα, στα δύσκολα παιδικά μου χρόνια.

Πολύτιμος στην τοπική κοινωνία του Θέρμου και της γύρω περιοχής, πολυμήχανος και με τις ευρεσιτεχνίες του έλυνε προβλήματα σε πολλούς τομείς στην τότε εποχή. Με αυτά θα ασχοληθώ ειδικά κάποια στιγμή, γιατί του το οφείλω. Ήταν ένας σπάνιος ταλαντούχος άνθρωπος.

Κάθε φορά λοιπόν στις 5 του Οκτώβρη,

φέρνω στην μνήμη μου και ζωντανό στα μάτια μου μπροστά τον πατέρα μου, με το χαμόγελό του, την καλοσύνη του να με πλημμυρίζουν, και 21 χρόνια μετά να αισθάνομαι την έλλειψή του.  Και σήμερα ένα δάκρυ κύλησε στην ανάμνησή του.

Αιωνία η μνήμη σου αγαπημένε μου πατέρα. Μου λείπεις πολύ, όπως επίσης μου λείπει η αγαπημένη μάνα μου. Άλλη μεγάλη ηρωϊδα και αυτή.

 

 

 

ΕΦΕΤΟΣ ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ..! 

 
Εφέτος στις πέντε του Οκτώβρη,
δεν θα γελάσω,
δεν θα τραγουδήσω.
Θα καθίσω πάνω σε μια πέτρα
και θα ανοίξω τα μάτια διάπλατα,
προσπαθώντας να σε ζωγραφίσω
στο άπειρο του γαλάζιου ουρανού.
Εφέτος στις πέντε του Οκτώβρη,
θα γράψω πέντ’ έξι λέξεις
στο χαρτί για σένα,
θα ψάξω στις τσέπες
του παλιού παντελονιού σου,
κι' ότι βρω θα το ακουμπήσω,
στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης.
Εφέτος στις πέντε του Οκτώβρη,
ένα καυτό δάκρυ
θα πέσει πάνω στην κιτρινισμένη φωτογραφία σου,
Εφέτος στις πέντε του Οκτώβρη,
θα σε ψάχνω στους γύρω λόφους,
στην αγορά,
στα χωράφια,
μα δεν θα σε βρω,
δεν θα σε βρω. . .
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
 
Αφιερωμένο στον αγαπημένο μου πατέρα,
που δεν υπάρχει πια.
Υ.Γ. Γράφτηκε τον Οκτώβρη του 1996.

Ακόμα παραθέτω δυο ακόμα ποιήματα με θέμα τον πατέρα, ίσως τον δικό μου, μα και τον δικό σας πατέρα.

14 Μαΐου 2008, 00:08
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ.

 
 
Φίλοι μου,
γνωρίζοντας πόσο αδικημένος είναι ο πατέρας από τους ποιητές όλων των εποχών, όταν μου ζητήθηκε να γράψω κάποια ποιήματα, έγραψα τα παρακάτω, τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε site του εξωτερικού.
Υ.Γ. Έγιναν για έναν πατέρα στην Αυστραλία που περνούσε τότε δύσκολες ώρες από σοβαρό κλονισμό της υγείας του.
Δεν έμαθα τι απέγινε ή μάλλον δε επεδίωξα να μάθω. Δεν ήθελα να στενοχωρηθώ. Πάντως εγώ εκπλήρωσα την επιθυμία των αγαπημένων του παιδιών και του τα χάρισα.
ΤΑ ΕΚΑΝΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΤΕ και σήμερα τα αφιερώνω στους ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.
ΜΕ ΑΓΑΠΗ
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
Το χαμόγελο του Μπαμπά.

Κολώνα του σπιτιού!
Σε φώναζε η μαμά.
Και ‘συ,
πίνοντας τον καφέ σου
στο τραπεζάκι της κουζίνας,
την άκουγες με ικανοποίηση.
 
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα,
μου ‘λεγες παραμύθια ..
Αλήθεια.. που τους έβρισκες
τόσους βασιλιάδες;
Και με το τέλος, μου φώναζες..
«Πρίγκιπά μου!»
και μ’ έστελνες να κοιμηθώ.
 
Θυμάμαι όλες σου τις μεταμορφώσεις,
απ’ του χρόνου την σμίλη.
Νεαρός, με σγουρά μαλλιά,
με το γαρύφαλλο στο πέτο
και το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο.
Μετά, τριανταπεντάρης,
σαρανταπεντάρης…
 
Και τώρα… μια τεράστια φαλάκρα,
Και λίγο γκρίζο στους κροτάφους.
Όμως σου ‘μεινε το καλύτερο.
Το χαμόγελό σου.
 
Στον πατέρα μου.
Έψαχνα ένα βιβλίο,
στην σκονισμένη βιβλιοθήκη.
Κι’ ανάμεσα στους τόμους,
βρήκα αγαπημένε μου πατέρα,
μια ζωγραφιά.
«Μαρία, Λάμπης»,
έγραφες..
με ‘κείνο το χαρακτηριστικό
τρεμούλιασμα στις λέξεις.
Και δυο βέλη,
να τρέχουν να καρφωθούν στον στόχο,
στην καρδιά σου,
ζωγραφισμένη πάνω-πάνω στη γωνιά.
Από τότε σ’ αγάπησα πιο πολύ,
από τότε,
αποφάσισα να μη σε ξεχάσω,
ποτέ πατέρα!
 
 

 

 

 

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
adreo
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσικοσυνθέτης
από ΝΕΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/adreo

Σκοπός του BLOG μου είναι η προώθηση και προαγωγή της ΜΟΥΣΙΚΗΣ, οποιασδήποτε μορφής τέχνης (των λεγόμενων ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ) και του λόγου, (ΠΟΙΗΣΗ, ΣΤΙΧΟΣ, ΔΙΗΓΗΜΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ), σχετική αρθρογραφία και προσωπικές απόψεις, κρίσεις και εκτιμήσεις.



Tags

Γάτες να αφυπνιστούμε ολοι ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ www.musicheaven.gr/html/story.php?id=1523 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ



Επίσημοι αναγνώστες (7)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links